Γράφει ο Γιάννης Σιδεράκης
Τον είδα, να κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα καφενείου στην άκρη του πεζοδρομίου, περπατούσα με τον γιo μου, κρατώντας τον από το χέρι. Τον είδα που είχε καρφωθεί πάνω μου, αλλά δεν έδωσα σημασία, δεν τον ήξερα αυτόν τον μπάρμπα. Περνώντας από μπροστά του, άκουσα να φωνάζει με βροντερή φωνή το όνομα μου, γύρισα, κάπως ενοχλημένος είναι η αλήθεια και τον κοίταξα. Τα πόδια του στραβά, με κάτι ενισχυτικά σαν γάζες στα γόνατα, προφανώς για να μπορεί να περπατάει, μιας και δεξιά και αριστερά του, είχε ακουμπισμένες δύο πατερίτσες…
Μια μεγάλη κοιλιά, απλώνονταν, που έφτανε σχεδόν μέχρι τα γόνατα έτσι όπως ήταν καθισμένος, τα χέρια του παρασάνταλα, το στόμα στραβό, κανένα δόντι μέσα, και τα μαλλιά του κάτασπρα σαν φρεσκοπεσμένο χιόνι… Μετά όμως κοίταξα τα μάτια, τα γαμημένα τα μάτια, που όσα χρόνια και να περάσουν, ότι και να γίνει, σε κάποιους ανθρώπους γυαλίζουν, πετάνε φλόγες… Τα μάτια, όπως έλεγε και ο Τόνυ ο Μοντάνα… Δεν λένε ποτέ ψέματα… «DIO; Εσύ;», ψέλλισα και έτρεξα να τον αγκαλιάσω….
Υπήρξε μια εποχή, στην Ελλάδα, πόσο μάλλον εδώ στην επαρχία, απόλυτης ξηρασίας. Ναι, είχε κλαρίνα, είχε σκυλάδικα, είχε κοστούμια, καινούργια μαγαζιά και βεγγέρες, είχε ποζεράδες με καινούργια αμάξια και γυναίκες ντυμένες σαν παγώνια, είχε πατρίδα και θρησκεία και οικογένεια, υπολείμματα μιας άλλης εποχής, καρφιτσωμένα στο προσκήνιο, αλλά για εμάς, τους διαφορετικούς δεν είχε τίποτα, πέρα από ειρωνεία, αποβολές από το σχολείο, κυνηγητό και προσαγωγές από τους γέρο-μπάτσους, αποθάρρυνση από τις οικογένειες και ψαλιδισμένα όνειρα. Τότε, για εμάς δεν γινόταν τίποτα με αποτέλεσμα, να έχουμε φτιάξει μόνοι τον κόσμο μας, χτίζοντας τη μυθολογία μας βασισμένοι στις ελάχιστες πληροφορίες που παίρναμε από περιοδικά και νοικιασμένες κασέτες, από τις υπερβολές του ξαδέρφου που ερχόταν από την Αθήνα, από τις κουβέντες των παλιών στις pub. Μέσα σε αυτές τις καταστάσεις, ο καθένας από εμάς είχε κατασκευάσει τον χαρακτήρα του, τον ήρωα του και είχε μεταμορφωθεί σε αυτόν, πως είναι ξέρω ’γω τα avatar τώρα στα παιχνίδια, αλλά στην πραγματική ζωή…
Οτιδήποτε γινόταν, από συναυλίες, που δεν γινόταν τίποτα, ήταν για εμάς πρωτόγνωρο και, φυσικά, ποτέ δεν αφήναμε την ευκαιρία να πάει χαμένη…. Καλοκαίρι του 1986 ή 1987, δεν είμαι σίγουρος, μαθαίνουμε, ότι θα παίξει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, σε παραλία της Πρέβεζας… Βασίλης Παπακωνσταντίνου, άσχετο, αλλά μόνο και μόνο ότι θα βλέπαμε live κάποιον που στα τραγούδια του άκουγες σόλο ηλεκτρικής κιθάρας έφτανε και περίσσευε. Μαζευτήκαμε, λοιπόν, όλες οι φυλές σε μια παρέα, καμιά δεκαπενταριά πιτσιρίκια, ηλικίες 14 με 16 το πολύ, ντυθήκαμε κατάλληλα, βάλαμε τα άρβυλα, τις κομμένες μπλούζες, τα καρφιά μας, σηκώσαμε ή ισιώσαμε τα μαλλιά, πήραμε τα πενηντάρια και ξεκινήσαμε έτοιμοι να δημιουργήσουμε, να ζήσουμε πανικό….
Όταν όμως φτάσαμε, το πλήθος που είχε μαζευτεί μας απογοήτευσε! «Μα τι συναυλία είναι αυτή;», συζητάγαμε, μιας και ήταν εκεί, όλοι οι κυριλέδες, οι μπαρμπάδες και οι κλαρινογαμπροί από τα γύρω χωριά με τις γκόμενες τους. Παρ’ όλα αυτά μαζευτήκαμε κάτω από το stage, ξεκινήσαμε να πίνουμε με μανία μπύρες για να είμαστε έτοιμοι, φτιαγμένοι, με το που θα σκάσει η πρώτη νότα. Άλλωστε, ήταν συναυλία, μια συναυλία με αληθινούς μουσικούς, με όργανα και ντεσιμπέλ, όπως τις βλέπαμε να γίνονται στο εξωτερικό. Δεν ήταν οι Sex Pistols, οι Iron Maiden, οι Motorhead, ξέρω ’γω, και όσοι άλλοι φαντασιωνόμασταν, αλλά ήταν μια συναυλία – οι περισσότεροι δεν είχαμε ξαναδεί, δεν είχαμε ξαναβρεθεί σε κάτι παρόμοιο…
Με το που ακούστηκε το πρώτο «γκαγκάαααν» της κιθάρας, ξεκινήσαμε… Δεν μας ενδιέφερε τι έπαιζε, ποιος ήταν πάνω, τι έλεγε, εμείς ζούσαμε το όνειρό μας, είχαμε φύγει από εκεί, είχαμε πάει μακριά, στις μεγάλες αρένες στο Αμέρικα, είχαμε φύγει και ταξιδεύαμε… Τα όνειρα για φευγιό είναι άλλωστε παντοδύναμα. Χτυπάγαμε, κλωτσάγαμε, ουρλιάζαμε, ιδρώναμε, αγκαλιαζόμασταν και σπρωχνόμασταν, σε έναν άγριο χορό, είχαμε ξεφύγει από τους περιορισμούς του σώματος, ζούσαμε τη ρόκ νιρβάνα μας… Σιγά σιγά όμως, αρχίσαμε να ενοχλούμε το ετερόκλιτο πλήθος που ήταν μαζεμένο για να απολαύσει τον καλλιτέχνη, αγκάθια ήμασταν, αγκαθάκια που ενοχλούσαν την ομοιογένεια και εκεί, ακόμα και πάντα… Αγκάθια… Το πάθος μας τους εξαγρίωσε, άρχισαν να φωνάζουν, να παραπονιούνται και τότε εμφανίστηκαν οι μπράβοι. Σεκουριτάδες και καλά, του κώλου, κάτι φουσκωτοί τριαντάρηδες, λόκαλ χίρος της περιοχής, που κοπανιόντουσαν στα γυμναστήρια και τεντώνονταν μαυρισμένοι στις παραλίες. Προσπάθησαν να μας απωθήσουν και, αναπόφευκτα, άρχισε το κλωτσομπουνίδι – πώς να τα βάλεις με εφήβους που βράζει το αίμα τους, που δεν φοβούνται; Κάπου εκεί και μέσα στον πανικό τον είδα να τρέχει προς το μέρος μας, είχε μακριά ξανθά μαλλιά μέχρι την μέση, φορούσε κολλητό παντελόνι σωλήνα, άρβυλα κι ένα αμάνικο τζίν μπουφάν, που άφηνε να φανούν κάτι τεράστια μπράτσα. Έτρεχε και άνοιγε με κουτουλιές και αγκωνιές χώρο μέσα από το πλήθος και τότε, έκπληκτος πάνω στην ένταση, τον βλέπω να ανεβαίνει στην σκηνή αφού πρώτα χτυπάει με μανία δύο φουσκωτούς για να καταφέρει να σκαρφαλώσει και… αν είναι δυνατόν…. να κάνει stage diving… Την ώρα που άνοιξε τα χέρια του, είδα την μπλούζα με τα μεγάλα γοτθικά, άσπρα γράμματα: “DIO”…
Το αποτέλεσμα δεν ήταν ό,τι καλύτερο, μιας και προσγειώθηκε άτσαλα πάνω σε έναν μεσήλικα και έσκασαν και οι δύο με δύναμη πάνω στο νωπό χώμα. Οι σεκιουριτάδες, βλέποντας αυτό το σκηνικό, άφησαν εμάς και όρμησαν εξοργισμένοι πάνω του… Οκτώ με δέκα γομάρια πάνω σε ένα δεκαεξάχρονο, να τον κοπανάν χωρίς έλεος! Τον έβλεπα να αμύνεται σθεναρά και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης μου δεν λειτούργησε… Πήρα φόρα και μπήκα στην μέση για να τον βγάλω! Τώρα τρώγαμε ξύλο και οι δύο μαζί, είχαμε λυγίσει, είχαμε διπλώσει τα χέρια και, κλωτσώντας, προσπαθούσαμε, μάταια, να απομακρυνθούμε από τον κύκλο της μπάτσας…. Προς τιμή του, ο Παπακωνσταντίνου διέκοψε την συναυλία και με στρεσαρισμένη φωνή από το μικρόφωνο, φώναξε… «Τι κάνετε εκεί ρε; Αφήστε ήσυχα τα παιδιά!» Όλοι κοκάλωσαν, σταμάτησαν, κι εμείς, κρατώντας ο ένας τον άλλον, απομακρυνθήκαμε μελανιασμένοι μέσα στο σκοτάδι. Σταματήσαμε, πήραμε μια ανάσα, συστηθήκαμε, γελάσαμε, βρίσαμε, δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε…..
Τον ξαναείδα στην pub που είχαμε σαν στέκι μερικές φορές που ήρθε να με δει, τα είπαμε, δέσαμε… Τον έχασα… Τον είδα μερικά χρόνια μετά στον ηλεκτρικό, απέναντι, χαιρετηθήκαμε από μακριά και χαμογελάσαμε… Τον έχασα… Τον είδα στο Μοναστηράκι, σε άσχημο χάλι, πήγα να του μιλήσω, δεν ήθελε… Τον έχασα… Χρόνια μετά, στη Θεσσαλονίκη, τυχαία στον δρόμο, άντρες πια! Σφίξαμε τα χέρια… Τον έχασα… Και ξανά, στο ροκάδικο που είχα στην Άρτα, πολύ αργότερα! Ήταν καλά, είχε γυρίσει μετά από είκοσι χρόνια στο χωριό, είχε παντρευτεί και είχε και ένα παιδάκι, τα πήγαινε καλά, ήταν χαρούμενος… Τον έχασα…. Για πολλά χρόνια… Μέχρι τώρα…
Τον αγκάλιασα με δύναμη… «Εσύ είσαι ρε αλήτη;», του είπα καθώς τον έσφιγγα… «Σταμάτα ρε μαλάκα! Θα με σκάσεις», είπε και γέλασε δυνατά…. Απομακρύνθηκα, κρατώντας μόνο τα χέρια του μέσα στα δικά μου, «Είσαι καλά παλληκάρι μου; Είσαι δυνατός;», του είπα… Σκοτείνιασε! «Εγκεφαλικό σοβαρό, γάμα τα! Τώρα τουλάχιστον περπατάω λίγο και μπορώ να μιλάω»…. Τον κοίταξα καλά καλά. Δεν μπορούσε καν να σηκωθεί, αλλά τα μάτια, τα γαμημένα τα μάτια του γυάλιζαν. Το σώμα δεν μπορούσε, όμως το παλληκάρι που είχα γνωρίσει πριν από τριάντα-φεύγα χρόνια, ήταν εκεί μέσα ακόμη, έτοιμο για περιπέτειες, για συναυλίες, για μπύρες, για όλα….
«Πότε θα βρεθούμε να πιούμε καμιά μπύρα, ρε;», είπα για να ελαφρύνω το κλίμα…. «Πάνε αυτά αγόρι, τσαγάκι και καφέ μόνο τώρα! Ευτυχώς που παίρνω όμως χάπια και με συνταγή γιατρού μάλιστα!» είπε και το γέλιο του γέμισε τον τόπο. «Εσύ τι κάνεις; Παίζεις ακόμα, ροκάρεις;»…. «Κάτι κάνω», του απάντησα, «Το παλεύω!»… «Θα έρθεις καμιά φορά να με δεις;» τον ρώτησα…. «Άμα μπορώ, θα έρθω ρε φίλε, άμα μπορώ θα έρθω, στον λόγο μου!», είπε σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά… «Άντε ρε λαμόγιο! Εσύ δεν μπορείς; Εσύ είσαι ο DIO! Θα έρθεις, αλλά να μην κάνεις κανένα stage diving και μας πλακώσουν πάλι στο ξύλο! Δεν βαστάω άλλο ξύλο», του είπα καθώς έπιανα το κεφάλι του και τον φιλούσα στο μέτωπο, λούζοντας τον με τα δάκρυά μου… «Είσαι ο DIO ρε!» επέμεινα, φωνάζοντας, καθώς απομακρυνόμουν….
Σήκωσε το χέρι του, σε ένα μεγαλόπρεπο «devil’s horn»! Τα μάτια του, τα γαμημένα τα μάτια, πέταγαν φλόγες…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Τον γιο μου τον βάφτισα Παύλο και όχι τυχαία…
Τα παιδιά του ήλιου (με αφορμή την "έξοδο" του Νίκου Σπυρόπουλου)...
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…