Cream: Το πρώτο σούπερ-γκρουπ της rock και η εποχή που τους καθιέρωσε σαν μια από τις μεγαλύτερες μπάντες όλων των εποχών...

Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας

Μέχρι το τέλος του 1968 οι Cream είχαν έλθει και παρέλθει, αλλά το σύντομο χρονικό διάστημα που έδρασαν ο αντίκτυπος και η επιρροή που άσκησαν και ασκούν ακόμα σε άπειρα, γνωστά και άγνωστα σχήματα, μαζί με το πρωτότυπο για την εποχή στυλ τους, τους ενέταξαν θριαμβευτικά στο πάνθεον της μουσικής του εικοστού αιώνα. Μέσα στα δυόμιση χρόνια που ο Eric Clapton, o Jack Bruce και ο Ginger Baker «παραβίαζαν» τα αυτιά των ακροατών τους με τον ασήκωτο όγκο του ήχου τους και τους ξέφρενους αυτοσχεδιασμούς τους, το πρόσωπο της rock μουσικής άλλαξε ριζικά. Το γεγονός ότι το 1993 το όνομα του συγκροτήματος προστέθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame είναι απλώς ένα… γεγονός.

 

ΕΝ ΑΡΧΗ...

Την άνοιξη του 1965, ο Eric Clapton είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του για τον pop προσανατολισμό των Yardbirds, με τους οποίους είχε φτιάξει όνομα σαν ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες της εποχής, σε σημείο που οι θαυμαστές του περιφέρονταν τις νύχτες στο Λονδίνο βάφοντας τους τοίχους με τη φράση «Clapton is God». Επιδιώκοντας μια προσέγγιση πιο κοντά στα blues, ο Clapton εντάχθηκε στους Bluesbreakers του John Mayall και τον Ιούλιο του 1966 η Decca κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους άλμπουμ με τίτλο Bluesbreakers with Eric Clapton. Ο δίσκος αυτός θεωρείται από πολλούς θεωρείται σαν ο καλύτερος blues δίσκος που ηχογραφήθηκε ποτέ από Βρετανούς καλλιτέχνες, ένας δίσκος για κάθε εποχή, γεμάτος ευφάνταστες δημιουργίες εκτελεσμένες με πρωτότυπο στυλ που έφερναν το αμερικανικό είδος ακόμα πιο κοντά στο βρετανικό κοινό.

Ο Clapton την εποχή των Bluesbreakers

Όμως ο Clapton ήταν μονίμως ανήσυχος και μετά από μερικούς μήνες εγκατέλειψε τον Mayall για να ταξιδέψει στην Ελλάδα και να σχεδιάσει το μέλλον του. Εκεί ήρθε σε επαφή με Έλληνες μουσικούς και έπαιξε κιθάρα με τους Juniors σε δυο συναυλίες που ήταν αφιερωμένες στη μνήμη του οργανίστα της μπάντας, Θάνου Σουγιούλ. Τον Οκτώβριο του 1965 ο Σουγιούλ είχε χάσει τη ζωή του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, στο οποίο είχε τραυματιστεί ο κιθαρίστας των Juniors, Αλέκος Καρακαντάς. Όταν ο Clapton επέστρεψε στο Λονδίνο, επέστρεψε και στους Bluesbreakers για την ηχογράφηση του άλμπουμ και στη συνέχεια τους εγκατέλειψε οριστικά πριν ακόμα κυκλοφορήσει ο δίσκος.

CREAM OF THE CROP...

Την ίδια εποχή, ο ντράμερ Ginger Baker, ένα σπουδαίο ταλέντο και μέλος του δημοφιλούς βρετανικού jazz/blues συγκροτήματος Graham Bond Organisation, επίσης ψαχνόταν για κάτι καινούργιο και όταν γνώρισε τον Clapton αμέσως άρχισαν να συζητούν για ένα νέο ξεκίνημα κάτω από την ίδια στέγη. Αποφάσισαν ότι η μπάντα έπρεπε να λειτουργεί σαν τρίο και ο κιθαρίστας πρότεινε σαν μπασίστα τον Σκωτσέζο Jack Bruce, έναν πρώην συνεργάτη του Baker στους Graham Bond Organisation, αλλά και του Mayall στην πρώιμη φάση των Bluesbreakers. Αρχικά ο Baker ήταν πολύ διστακτικός επειδή η συνεργασία του με τον Bruce στο συγκρότημα του Bond είχε προκαλέσει έντονες τριβές εξαιτίας του ανταγωνισμού μεταξύ τους (μια φορά, μάλιστα, ο Baker είχε απειλήσει τον Bruce με ένα μαχαίρι), αλλά ο Clapton τον έπεισε για τη δυναμική που θα μπορούσαν να αναπτύξουν οι τρεις τους σαν συγκρότημα και τελικά ο Baker υποχώρησε.

Την εποχή εκείνη, μέσα του 1966, αυτοί οι τρεις μουσικοί ήταν η αφρόκρεμα του βρετανικού blues-rock και επομένως το όνομα «Cream» (αρχικά εμφανίστηκαν σαν «The Cream», αλλά σύντομα το μετάνιωσαν και παρέλειψαν το άρθρο) ήταν απολύτως αντιπροσωπευτικό της ποιότητας και της δεξιοτεχνίας τους, όπως σύντομα έμελλε να αποδειχθεί. Και παρά την ένταση που υπέβοσκε ανάμεσα στα μέλη της rhythm section, οι Baker και Bruce προσπάθησαν, τουλάχιστον στην αρχή, να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους προς όφελος της δημιουργικότητας. Έτσι, οι Cream στρώθηκαν να γράψουν τραγούδια, δουλεύοντας παράλληλα διασκευές κομματιών του Robert Johnson, του Willie Dixon, του Muddy Waters και άλλων ηρώων τους.

Οι Cream πραγματοποίησαν την πρώτη ανεπίσημη εμφάνισή τους στις 29 Ιουλίου 1966 στο Twisted Wheel, ένα κλαμπ στο Μάντσεστερ, και την πρώτη τους επίσημη δυο ημέρες αργότερα, στο 6ο Ετήσιο Φεστιβάλ Jazz & Blues του Ουίντσορ. Ο στόχος των τριών Βρετανών ήταν η «αναθεώρηση» των αμερικανικών blues, προσθέτοντας παρατεταμένους αυτοσχεδιασμούς που κυριολεκτικά ξεσήκωναν το κοινό και άφηναν τους συναδέλφους τους με ανοιχτό το στόμα. Όπως έγραψε αργότερα κάποιος: «Όταν εμφανίστηκαν οι Cream, ήταν ό,τι, καλύτερο μπορούσε να πετύχει κανείς σε live εκείνη την εποχή και μόνο ο Hendrix θα κατάφερνε να δημιουργήσει ανάλογες εντυπώσεις με την άφιξή του στο Λονδίνο λίγους μήνες αργότερα».

Το σίγουρο πάντως είναι ότι εξαρχής οι Cream ήταν κάτι παραπάνω από μια πολύ καλή blues-rock μπάντα. Οι συνθέσεις του Bruce έτειναν προς ένα πιο εκλεκτικό, πιο έντεχνο μείγμα επιρροών και μολονότι ο Clapton μπορεί να γκρίνιαζε για τις μεγάλες «αποκλίσεις», η ψυχεδέλεια διοχετεύτηκε άνετα στη μουσική των Cream ακολουθώντας το αμερικανικό ρεύμα και έτσι, μαζί με τις βασικές blues επιρροές, οι Cream άρχισαν να χτίζουν ένα μοναδικό, εκκωφαντικό, βαρύ ήχο. Τα απίστευτα σόλο του Clapton, οι ξέφρενες μπαγκέτες του Baker και το στιβαρό μπάσο του Bruce δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Η δυναμική που ωθούσε τους Cream οφειλόταν στο jazz παρελθόν των Baker και Bruce και στις blues ρίζες του Clapton και αυτός ο συνδυασμός ήταν καταιγιστικός. Μπορεί ο τελευταίος να μην είχε αποκτήσει ακόμα τη μουσική αρτιότητα των δυο συνεργατών του, αλλά ήταν ένας χαρισματικός και απαράμιλλος δεξιοτέχνης. Η χημεία ανάμεσα στους τρεις μουσικούς ήταν μοναδική: ψυχεδελικό blues-rock. Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει κανείς;

 

FRESH CREAM ΚΑΙ... AMERICA, HERE WE COME...

Ο Robert Stigwood πρόλαβε και «άρπαξε» πρώτος τους Cream προς όφελος της νέας δισκογραφικής εταιρείας Reaction Records για τη Μεγάλη Βρετανία και της Atco, μιας θυγατρικής της Atlantic, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Αύγουστο του 1966, το συγκρότημα μπήκε στο στούντιο και μέχρι τον Νοέμβριο είχε ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις για το πρώτο του άλμπουμ που είχε τίτλο Fresh Cream και περιείχε δέκα τραγούδια. Ο δίσκος περιλάμβανε διασκευές κομματιών των Robert Johnson, Willie Dixon, Homebone Willie Newbern, Dr. Ross («The Harmonica Boss») και Skip James, και συνθέσεις των μελών της μπάντας, κυρίως του Bruce (τις δυο σε συνεργασία με τη γυναίκα του, Janet Godfrey). Στην αμερικανική έκδοση του δίσκου, το τραγούδι «Ι Feel Free», μια συνεργασία του Bruce με τον στιχουργό Pete Brown, θα αντικαθιστούσε το «Spoonful» του Willie Dixon, ενώ το Fresh Cream θα γεννούσε τέσσερα σινγκλ: Το «Wrapping Paper/Cat’s Squirrel» (Οκτώβριος, 1966 – το πρώτο δεν υπήρχε στο άλμπουμ, Νο 34 στη Βρετανία), το «NSU/I Feel Free» (Δεκέμβριος 1966, Νο 11), το «Spoonful Pt. 1/Spoonful Pt.2» (Δεκέμβριος 1966 – χωρισμένο στις δυο πλευρές λόγω μεγάλης διάρκειας) και το «Strange Brew/Tales of Brave Ulysses» (Ιούνιος 1967 – το δεύτερο ήταν ακυκλοφόρητο, ηχογραφήθηκε τον Μάιο του 1967 και θα συμπεριλαμβανόταν στο δεύτερο άλμπουμ των Cream).

Ginger Baker

Το Fresh Cream κυκλοφόρησε στη Μεγάλη Βρετανία στις 9 Δεκεμβρίου 1966 και στις ΗΠΑ τον επόμενο μήνα. Η πρώτη το υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και το προώθησε μέχρι το Νο 6, ενώ στην Αμερική ο δίσκος έφτασε μόνο στο Νο 39, καθώς το συγκρότημα δεν είχε επισκεφτεί ακόμα την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και το αμερικανικό ραδιόφωνο σπανίως μετέδιδε κομμάτια του. Τελικά, το ντεμπούτο άλμπουμ των Cream θα γινόταν χρυσό και στις δυο χώρες.

Τον Μάρτιο του 1967, οι Cream προσγειώθηκαν στις ΗΠΑ για μερικές συναυλίες αποκλειστικά στη Νέα Υόρκη. Πέρασαν σχεδόν απαρατήρητοι επειδή ο διοργανωτής, o διάσημος ιμπρεσάριος Μurray the «K», είχε τη φαεινή ιδέα να τους στριμώξει μαζί με κάμποσους άλλους καλλιτέχνες (μεταξύ των οποίων οι Who, οι Blues Project, ο Wilson Pickett και ο Smokey Robinson) οι οποίοι, αρχίζοντας από τις 11 το πρωί, παρουσίαζαν τρία (μπορεί και τέσσερα) σετ ανά συναυλία, με αποτέλεσμα το ρεπερτόριο των Cream να περιορίζεται συχνά σε μόνο ένα τραγούδι. Στη συνέχεια, οι Cream επέστρεψαν στην Ευρώπη για εμφανίσεις στη Βρετανία, στη Γερμανία και στη Γαλλία.

Αφίσα από τις συναυλίες που οργάνωνε ο Murray the K, με τους Cream 

 

TO DISRAELI GEARS KAI H ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΚΡΗΞΗ...

Σε αντίθεση με το πρώτο άλμπουμ που είχε φάει αρκετό χρόνο στο στούντιο, το Disraeli Gears, ο δεύτερος δίσκος των Cream, ηχογραφήθηκε μέσα σε μόλις πέντε διαδοχικές ημέρες (11-15 Μαΐου 1967) στα στούντιο της Atlantic στη Νέα Υόρκη. Ένα από τα πρώτα κομμάτια που ηχογράφησαν ήταν το κλασικό πλέον «Sunshine of Your Love», μια σύνθεση των Bruce και Clapton,σε στίχους του Pete Brown. Το αποτέλεσμα είχε ενθουσιάσει το συγκρότημα, αλλά όταν ο Bruce επισκέφθηκε τον Ahmet Ertegun και του έβαλε να ακούσει το τραγούδι, το αφεντικό της Atlantic το αποκάλεσε «ψυχεδελικό απόπλυμα» και χρειάστηκε να παρέμβουν άλλοι καλλιτέχνες, όπως ο Booker T Jones και ο Otis Redding, οι οποίοι μπαινόβγαιναν στο στούντιο όπου ηχογραφούσαν οι Cream, για να τον πείσουν ότι το ριφ της κιθάρας ήταν άψογο και ταυτόχρονα εμπορικό. O Ertegun κάλεσε τον παραγωγό, κιθαρίστα και μελλοντικό μέλος των θρυλικών Mountain, Felix Papalardi, και του ανέθεσε την παραγωγή του Disraeli Gears, έχοντας στο πλευρό του τον Tom Dowd, τον σπουδαίο παραγωγό και ηχολήπτη της Atlantic που στην αρχή τα έχασε βλέποντας τον όγκο του εξοπλισμού που μετέφερε το συγκρότημα στο στούντιο. «Ήταν απίστευτοι», θα δήλωνε αργότερα σε μια συνέντευξη. «Ηχογραφούσαν με μια ένταση που σου τρυπούσε τα αυτιά. Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα κάτι τόσο δυνατό και η όλη εντύπωση ήταν πράγματι τρομακτική. Αυτοί οι τύποι είχαν δική τους μέθοδο ηχογράφησης και δεν έπαιρναν χαμπάρι από τίποτε».

Felix Papalardi

Τον Αύγουστο του 1967, οι Cream έδωσαν τις πρώτες τους συναυλίες στις ΗΠΑ σαν πρώτο όνομα, πρώτα στο περίφημο Fillmore του Bill Graham στο Σαν Φρανσίσκο και μετά στο Pinnacle του Λος Άντζελες, αποσπώντας διθυραμβικά σχόλια. Οι χίπηδες τους υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες και χάρη σε αυτό το νέο και ενθουσιώδες κοινό οι Cream άπλωσαν κι άλλο το μουσικό τους χαλί, αυξάνοντας τον χρόνο των τραγουδιών τους και φιλοδωρώντας το ακροατήριο με εικοσάλεπτα τζαμαρίσματα, όπως στα «Spoonful», «NSU» και «I’m So Glad» που έγιναν στανταράκια στο ζωντανό ρεπερτόριο του συγκροτήματος.

Το Disraeli Gears κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1967 με έντεκα τραγούδια, τα περισσότερα συνθέσεις των μελών της μπάντας, αλλά και σε συνεργασία με άλλους, όπως ο Papalardi, η Gail Collins (σύζυγος του προηγούμενου), ο Martin Sharp και, φυσικά, ο Pete Brown. Ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα του hard rock και μολονότι περιείχε τραγούδια «φιλικά προς το ραδιόφωνο» όπως το «Sunshine of Your Love» και το «Strange Brew», υπήρχαν άλλα όπως τα «Tales of Brave Ulysses», «Blue Condition» και «Outside Woman Blues» (του τυφλού μπλουζίστα Blind Jones Reynolds) που κυριολεκτικά έσπαγαν κόκαλα συνεχίζοντας να γκρεμίζουν φραγμούς. Για το φινάλε υπήρχε μια διασκευή του παραδοσιακού «Mother’s Lament». Ο δίσκος έγινε πλατινένιος στις ΗΠΑ (Νο 4) και χρυσός στη Βρετανία (Νο 5), ενώ το «Sunshine of Your Love» εδραίωσε τους Cream στην Αμερική, φτάνοντας μέχρι το Νο 5 (Νο 25 στη Βρετανία) και παραμένοντας μέχρι σήμερα το πιο γνωστό τους τραγούδι.

 

ΦΛΕΓΟΜΕΝΟΙ ΤΡΟΧΟΙ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ...


Το Wheels of Fire, το τρίτο άλμπουμ των Cream, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ τον Ιούνιο του 1968 σε διπλό βινύλιο – ο ένας δίσκος ήταν ηχογραφημένος στο στούντιο, στο Λονδίνο και Στη Νέα Υόρκη με παραγωγό πάλι τον Papalardi, και ο άλλος στη διάρκεια εμφανίσεων του συγκροτήματος στο Fillmore και το Winterland, τους δυο ιστορικούς συναυλιακούς χώρους του Σαν Φρανσίσκο, τον Μάρτιο του 1968. Σκαρφάλωσε γρήγορα στο Νο 1, ενώ στη Βρετανία κυκλοφόρησε τον Αύγουστο της ίδια χρονιάς φτάνοντας μέχρι το Νο 3, για να γίνει τελικά το πρώτο διπλό άλμπουμ στην ιστορία που έγινε πλατινένιο.

Jack Bruce

Το πρώτο μέρος του Wheels of Fire περιείχε εννέα τραγούδια, με τα «White Room» και «Politician» (αμφότερα των Bruce/Brown) να δίνουν τον τόνο που αργότερα θα αντέγραφαν χιλιάδες metal συγκροτήματα, και μια θαυμάσια διασκευή στο «Born Under a Bad Sign» των Booker T. Jones και William Bell. Ο live δίσκος περιλάμβανε δυο τραγούδια σε κάθε πλευρά, αναδεικνύοντας την αυτοσχεδιαστική προσέγγιση των Cream στο σχεδόν 17λεπτο «Spoonful» και στο 16λεπτο «Toad» (την instrumental σύνθεση του Baker μέσα από το πρώτο άλμπουμ) και απαθανατίζοντας την μπάντα σε πραγματικά μοναδικές στιγμές. H διασκευή του Clapton στο «Crossroads» του Robert Johnson, ενός κομματιού από τα πρώτα που διασκεύασαν οι Cream το 1966, είναι μια μαγική στιγμή, καθώς ο κιθαρίστας φαίνεται να έχει πλέον αποκτήσει εμπιστοσύνη και στις φωνητικές του δυνατότητες. Κάθε μέλος των Cream έχει άφθονο χώρο για να λάμψει και ο δεύτερος δίσκος του Wheels of Fire θεωρείται μια από τις σημαντικότερες και πιο συγκλονιστικές ηχογραφήσεις εκείνης και κάθε άλλης εποχής.

Eric Clapton

Ωστόσο, τελικά η Αμερική έμελλε να αποδειχθεί η αρχή του τέλους για τους Cream. Οι εξαντλητικές περιοδείες είχαν πυροδοτήσει εκ νέου τη διαρκή αντιπαλότητα ανάμεσα στους Bruce και Baker, ενώ η φωτιά των ζωντανών εμφανίσεων του συγκροτήματος ήταν πολύ δύσκολο να διατηρηθεί, με ή χωρίς διεγερτικές ουσίες. Χωρίς έμπνευση, τα τζαμαρίσματά τους άρχισαν να γίνονται κουραστικά, αν όχι βαρετά. Μερικές φορές τα μέλη δεν άκουγαν καν τι έπαιζαν μεταξύ τους (ή ο καθένας ξεχωριστά), επειδή ο θόρυβος που εξέπεμπαν οι ενισχυτές Marshal, μια νέα τεχνολογική επινόηση, ήταν εκκωφαντικός και οι Cream, ιδίως ο Bruce, τον εκμεταλλεύονταν στο έπακρο (αργότερα, μάλιστα, ο Baker θα ισχυριζόταν ότι η ένταση από τον ενισχυτή του Bruce του είχε δημιουργήσει μόνιμα προβλήματα στην ακοή). Σε κάποιες φάσεις, ο Clapton, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να αδιαφορεί για το μέλλον της μπάντας, διέκοπτε το παίξιμό του, αλλά οι άλλοι δυο ούτε που το καταλάβαιναν και συνέχιζαν να παίζουν μόνοι τους, χαμένοι ο καθένας στον κόσμο του και στο όργανό του. Συν όλα τα άλλα, οι Baker και Bruce διαπίστωναν ότι ο Ertegun δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για αυτούς και θεωρούσε τους Cream σαν το συγκρότημα του Clapton, κάτι που σίγουρα τους προβλημάτιζε, ιδίως τον δεύτερο που έγραφε και τραγουδούσε τα περισσότερα κομμάτια.

Και το κοινό; Το κοινό είχε το δικό του χαβά. Του αρκούσε η παρουσία της μπάντας στη σκηνή. Δεν αναγνώριζε τη διαφορά στην ποιότητα από τη μια εμφάνιση στην άλλη – ο κόσμος τους αποθέωνε ακόμα κι όταν οι Cream στέκονταν στη σκηνή κουρδίζοντας τα όργανά τους, ακόμα κι όταν ο ενισχυτής του Clapton «τα έφτυνε» και η συναυλία συνεχιζόταν μόνο με τη rhythm section.

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ήταν, βλέπετε, η εποχής της ψυχεδέλειας, όταν οι μουσικοί ψαχνόντουσαν συνεχώς για νέες εμπειρίες, καλλιτεχνικές ή άλλες – αυτό ήταν το κλίμα της εποχής. Έτσι, τον Ιούλιο του 1968, οι Cream αποφάσισαν να διαλυθούν, αλλά τελικά πείστηκαν να διατηρήσουν το σχήμα για άλλη μια περιοδεία σε δεκαεννέα αμερικανικές πόλεις (22 εμφανίσεις τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο – η τελευταία στο Rhode Island Auditorium στις 4 Νοεμβρίου) και για δυο sold-out συναυλίες στο Royal Albert Hall του Λονδίνου (με δεύτερα ονόματα τους νεοσύστατους Yes και τους Taste του Rory Gallagher), στις 25 και 26 Νοεμβρίου – δυο μάλλον μέτριες εμφανίσεις που θα μεταδίδονταν από το BBC στις αρχές του 1969. Μια σχετική ταινία με τίτλο Farewell Concert θα κυκλοφορούσε «κομμένη» στις ΗΠΑ σαν βιντεοταινία το 1977. Επίσης, οι Cream συμφώνησαν να τρατάρουν για άλλη μια φορά το κοινό τους με έναν αποχαιρετιστήριο άλμπουμ που ο τίτλος του δεν άφηνε πολλά περιθώρια.

Το Goodbye προοριζόταν για διπλός δίσκος, αλλά το live υλικό ήταν απογοητευτικό και τελικά κυκλοφόρησε μονός. Η πρώτη πλευρά περιείχε δυο τραγούδια, το «I’m So Glad» και το «Politician» από την εμφάνισή τους στο Forum του Λος Άντζελες στις 19 Οκτωβρίου. Τα τέσσερα της δεύτερης ήταν ηχογραφημένα στο στούντιο IBC στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1968 με παραγωγό για άλλη μια φορά τον Felix Papalardi. Το «Sitting on Top of the World» ήταν μια διασκευή στο ομώνυμο κομμάτι των Walter Vinson και Lonnie Chatmon (Mississippi Sheiks) που αρχικά είχε κυκλοφορήσει το 1930, ενώ τα άλλα τέσσερα ήταν συνθέσεις των μελών των Cream – είχαν συμφωνήσει από ένα ο καθένας. Για το «Badge» ο Clapton συνεργάστηκε με τον George Harrison των Beatles (ο δεύτερος, μάλιστα, έπαιξε ρυθμική κιθάρα στο κομμάτι με το ψευδώνυμο L’Angelo Mysterioso και ενώ ηχογραφούσε το κομμάτι, ο πρώτος φλέρταρε με την κυρία Harrison – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Το «Doing That Scrapyard Thing» το είχε γράψει ο Bruce πάνω σε στίχους του Pete Brown και το «What A Bringdown» ήταν σύνθεση του Baker. Το δεύτερο και το τέταρτο θα κυκλοφορούσαν σαν σινγκλ τον Μάρτιο του 1969.

Το Goodbye κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1969, όταν ήδη οι Cream αποτελούσαν παρελθόν. Χτύπησε την πρώτη θέση των βρετανικών τσαρτς (πλατινένιο) και τη δεύτερη του αμερικανικού Billboard (χρυσό). Οι κριτικές ήταν ανάμεικτες, αλλά όλοι συμφωνούν ότι πρόκειται για άλλον ένα σημαντικό δίσκο στα τέλη της δεκαετίας του ’60, από τρεις εξαιρετικά ταλαντούχους μουσικούς, οι οποίοι θα συνέχιζαν να διαπρέπουν, καθένας με τον τρόπο του και στο πεδίο του, για πολλές δεκαετίες.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ CREAM ΕΠΟΧΗ...

Οι Clapton και Baker συνέχισαν τη συνεργασία τους στη διάρκεια του 1969 και σχημάτισαν τους Blind Faith, μαζί με άλλους δυο έξοχους Βρετανούς μουσικούς, τον Steve Winwood των Traffic (φωνή/κιθάρα/πλήκτρα) και τον μπασίστα και βιολιστή Ric Grech. Οι Blind Faith κυκλοφόρησαν μόνο ένα ομώνυμο άλμπουμ που κυκλοφόρησε από την Polydor την ίδια χρονιά και πραγματοποίησαν την πρώτη τους συναυλία στο Χάιντ Παρκ του Λονδίνου μπροστά σε 100.000 θεατές. Ο Clapton συμμετείχε στους Derek & The Dominos για το πρώτο τους άλμπουμ, Layla and Other Love Songs (1970), πέρασε πολύ δύσκολες φάσεις εξαρτημένος από την ηρωίνη και το αλκοόλ, αλλά κατάφερε να παραμείνει μέχρι σήμερα ενεργός, διαγράφοντας μια εντυπωσιακή καριέρα – το μόνο μέλος των Cream που βρίσκεται στη ζωή.

Ο Jack Bruce ακολούθησε μια εποικοδομητική σόλο καριέρα και, μέχρι το θάνατό του στις 25 Οκτωβρίου 2016 από ηπατικές επιπλοκές, πειραματίστηκε με πολλά είδη (jazz, blues, fusion, hard rock, avant-garde, world), ενώ το 1972 δημιούργησε τους West, Bruce & Laing, ένα άλλο σούπερ γκρουπ με τα μέλη πρώην των Mountain, Leslie West και Corky Laing, για δυο στούντιο και ένα live άλμπουμ.

Μετά τους Cream και τους Blind Faith, ο Ginger Baker, o «πρώτος ντράμερ σούπερ-σταρ», δημιούργησε τους Ginger Baker’s Airforce, άλλο ένα jazz-rock-fusion σούπερ γκρουπ που περιλάμβανε μια πληθώρα έξοχων μουσικών, ανάμεσά τους οι Steve Winwood και Chris Wood (Traffic), Denny Lane (The Moody Blues, Wings), Graham Bond (Graham Bond Organisation), Ric Grech, Alan White (Yes) κ.α. Έπαιξε επίσης με τους καταπληκτικούς Masters of Reality του Chris Goss, ενώ στη διάρκεια της καριέρας του συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους Fela Kuti, Hawkwind, Public Image LTD, αλλά και σε ένα σόλο άλμπουμ του Jack Bruce Ένας άνθρωπος με εκρηκτικό και ενίοτε βίαιο ταμπεραμέντο, ερχόταν συχνά σε σύγκρουση με συναδέλφους του, παράγοντες και θαυμαστές. Πάλεψε για πάρα πολλά χρόνια με την εξάρτησή του από την ηρωίνη που είχε μάθει παίζοντας νέος στα λονδρέζικα κλαμπ. Πέθανε στις 6 Οκτωβρίου 2019 από ασθένεια των πνευμόνων.

Τον Μάιο του 2005, οι Cream συναντήθηκαν ξανά για τέσσερις συναυλίες στο Royal Albert Hall (το μέρος όπου είχαν κλείσει την καριέρα τους πριν από 37 χρόνια), με όλα τα εισιτήρια να εξαντλούνται μέσα σε μια ώρα. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς έδωσαν άλλες τρεις sold-out συναυλίες στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης.

Στις 17 Απριλίου 1983, ο Felix Papalardi έχασε τη ζωή του όταν τον πυροβόλησε η γυναίκα του.

Cream, 2005

Οι Cream, όπως και οι Experience του Jimi Hendrix, έβαλαν τα θεμέλια των power trios που σύντομα θα γίνονταν κυρίαρχη δύναμη στο rock και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Με πυρήνα τους τα blues και αυτοσχεδιασμούς που εμπνέονταν από τη jazz, έχτισαν έναν ογκώδες και μοναδικό για την εποχή του ηχητικό οικοδόμημα, καθιερώνοντας νέα πρότυπα συνεργασίας μεταξύ μουσικών, τα οποία έκτοτε έχουν προσπαθήσει να μιμηθούν πολλές άλλες μπάντες, από τους Blue Cheer, του James Gang και τους Grand Funk Railroad, μέχρι τους Police, τους Nirvana και τους Green Day. Σε καλλιτεχνικό και εμπορικό επίπεδο, όλοι μαζί ή ο καθένας μόνος του, οι Clapton, Bruce και Baker τέντωσαν όσο δεν πήγαινε τα όρια της pop μουσικής, χαράσσοντας ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους στο χώρο της μουσικής προς όφελος των μελλοντικών γενιών.


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1