Γράφει ο Αχιλλέας ΙΙΙ
Ο νεαρός Πότρικ περίμενε ήδη ένα δεκάλεπτο μόνος του στη στάση, αλλά δεν έβλεπε το λεωφορείο να έρχεται προς το μέρος του. Άνοιξε βαριεστημένα το φερμουάρ της σχολικής τσάντα που κρεμόταν στον δεξιό του ώμο και έψαξε με το αριστερό χέρι του ανάμεσα στα βιβλία και τα τετράδια του φροντιστηρίου των αγγλικών, από όπου είχε πριν λίγο σχολάσει, ώσπου βρήκε το αγορασμένο πριν το μάθημα καινούργιο τεύχος του αγαπημένου του μουσικού περιοδικού• το έβγαλε και ξεκίνησε να το ξεφυλλίζει, ακουμπώντας με την πλάτη στον οριζόντιο δοκό που στήριζε το σκέπαστρο της στάσης.
Ενώ ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να αποσύρεται και τα αυτοκίνητα άναβαν σιγά σιγά τα φώτα πορείας τους, εκείνος προσπερνούσε τα κείμενα που θα διάβαζε αργότερα στο σπίτι και χάζευε τις φωτογραφίες συγκροτημάτων που θαύμαζε και φωτογραφίες συγκροτημάτων από τη μουσική των οποίων δεν είχε ακόμη προλάβει να ακούσει δείγμα. Γυρίζοντας τις σελίδες παρατηρούσε τους μουσικούς. Τους έβλεπε να ποζάρουν, άλλοτε ο καθένας με τον δικό του τρόπο και άλλοτε υπακούοντας σε ορισμένους προφανώς προσυμφωνημένους κανόνες, που τους συνέδεαν μεταξύ τους και δημιουργούσαν την αίσθηση ενός αδιάσπαστου συνόλου, μιας οικογένειας ή μίας συμμορίας, ιδίως όταν εφαρμοζόταν ταυτόχρονα και η τήρηση ενός ενδυματολογικού κώδικα. Μερικοί φωτογραφίζονταν χωρίς να μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους, ενώ άλλοι με μια σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο τους που –αναλόγως εκείνου που τη φορούσε– έμοιαζε φυσική, επιτηδευμένη ή και ξένη, όπως περίπου συμβαίνει και με τα ρούχα που δεν ταιριάζουν σε όλους το ίδιο. Υπήρχαν, βεβαίως, πάντα και εκείνοι που στις φωτογραφίες προσπαθούσαν υπερβολικά να δείξουν ότι είναι υπεράνω, κοιτάζοντας αδιάφορα αριστερά, δεξιά ή κάτω• οπουδήποτε αλλού, τελοσπάντων, εκτός από το φακό. Στις περιπτώσεις που ο Πότρικ δεν γνώριζε ήδη τη μπάντα, προσπαθούσε να μαντέψει τον ρόλο του κάθε μέλους σε αυτή μελετώντας τις φωτογραφίες, και τις περισσότερες φορές, μάλιστα, έπεφτε μέσα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε στο ποιος ήταν ο τραγουδιστής και ποιος ο κιθαρίστας, καθώς –παρότι υπήρχαν και εξαιρέσεις– αυτοί οι δύο έδειχναν πιο «άνετοι» και συνήθως στέκονταν στο κέντρο του κάδρου και ένα βήμα πιο μπροστά από τους υπόλοιπους. Ειδικά τους τραγουδιστές ο Πότρικ τους ξεχώριζε με μεγαλύτερη ευκολία από τους υπόλοιπους, αφού εκτός από τη θέση τους σε κάθε ομαδική φωτογραφία, κοιτούσαν συνήθως κατάματα τον φακό (και άρα τον αναγνώστη), προβάλλοντας εκείνη την αυτοπεποίθηση που ο ίδιος σκεφτόταν ότι μάλλον απαιτείται, προκειμένου να βρίσκει κανείς τη δύναμη να εμφανίζεται μπροστά σε κοινό αγνώστων ατόμων, και να εκθέτει από το κέντρο της σκηνής τις ικανότητες του σε ένα όργανο που αποτελεί κομμάτι του ίδιου του του σώματος• ένα όργανο το οποίο μπορεί να φέρει εύκολα τον χειριστή του σε δύσκολη θέση, όπως για παράδειγμα αν του έρθει να βήξει ή να φτερνιστεί την ώρα που τραγουδάει, αν το στόμα του στεγνώσει, αν βραχνιάσει ή αν του ξεφύγει κάποιο φάλτσο που οι πιο πολλοί από τους θεατές –όσο περιορισμένες και να είναι οι μουσικές τους γνώσεις– θα το παρατηρήσουν.
Κάπου στα μισά του περιοδικού, και καθώς το λεωφορείο εξακολουθούσε να είναι άφαντο, ο Πότρικ έφτασε στη σελίδα 32 και εκεί σταμάτησε και άνοιξε τα μάτια του λίγο παραπάνω. Στις ανοιγμένες σελίδες μπροστά του υπήρχε ένα εξαμελές συγκρότημα που δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ ό,τι είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τα μέλη της μπάντας φορούσαν φανταχτερού χρώματος ρούχα από γυαλιστερό ύφασμα, τα οποία τους έδιναν μια εξωτική και ταυτόχρονα φουτουριστική όψη. Τα μαλλιά των πέντε εξ αυτών έπεφταν στους ώμους τους, ενώ του ενός ήταν λίγο πιο κοντά και πλαισίωναν τον λαιμό του, φτάνοντας ίσα ίσα μέχρι τη βάση του αυχένα. Στα αριστερά του κάδρου, με ασημένιο μπλουζάκι και κόκκινο στενό τζάκετ με ασημί ρήγα στα μανίκια, στεκόταν ο μοναδικός γενειοφόρος του σχήματος, ο οποίος φορούσε κάτι τεράστια μυστηριώδη γυαλιά με μικρά μικρά καθρεφτάκια στους φακούς τους, σαν μινιατούρες από ντισκομπάλες, ενώ στα χέρια του κρατούσε μια ηλεκτρική κιθάρα από όπου κρέμονταν ένα λουρί επενδυμένο με πούλιες στα χρώματα κάποιου φανταχτερού παπαγάλου. Στο κέντρο μπροστά, γονατισμένος, φορώντας ένα κλειστό στενό μπουφανάκι από σμαραγδί βινύλιο βρισκόταν ένας σαξοφωνίστας που κοιτούσε το φακό από χαμηλά με τρόπο που δημιουργούσαν ρυτίδες στο μέτωπο του. Δίπλα του δεξιά, με ένα γαλάζιο αμάνικο γυαλιστερό φανελάκι και μαύρα περικάρπια με καρφιά, επίσης γονατιστός όπως και ο σαξοφωνίστας, αλλά με περισσότερο ταλαιπωρημένη από εκείνον έκφραση, ήταν κάποιος που μόνο ντράμερ θα μπορούσε να είναι, αφού ακριβώς από πάνω του, όρθιος, με σκούρο πράσινο σατέν παντελόνι και χρυσό μπλουζάκι, πόζαρε ο μπασίστας του σχήματος, ο οποίος στηριζόταν με το αριστερό του χέρι στο πάνω μέρος ενός ηλεκτρικού μπάσου και κοιτούσε αφηρημένα κάπου χαμηλά, πίσω από τα γυαλιά του με το στρόγγυλο χρυσό σκελετό. Δίπλα από τον μπασίστα και στο κέντρο της φωτογραφίας, με άδεια τα χέρια, βρίσκονταν δυο τύποι, εξαιτίας των οποίων τα πράγματα γινόντουσαν πιο σύνθετα για τον Πότρικ και το αγαπημένο του παιχνίδι «μάντεψε ποιος είναι τι». Ο πρώτος, στα αριστερά είχε κοντύτερα καστανά μαλλιά, φορούσε γυαλιστερό μαύρο παντελόνι και κομψό τιγρέ σακάκι͘ ακουμπούσε με χάρη τα χέρια του στο αριστερό του πόδι, το οποίο πατούσε στη σκηνή και ήταν λυγισμένο ψηλότερα, ενώ με το κεφάλι του ελαφρώς στραμμένο στο πλάι και με τα χείλη ηδυπαθώς μισάνοιχτα, κοιτούσε ευθεία μπροστά στην κάμερα. Δεξιά δίπλα του, φορώντας αστραφτερό χρυσό παντελόνι και πουκάμισο με το χαρακτηριστικό μοτίβο της γούνας της λεοπάρδαλης, με σταυρωμένα στο στήθος χέρια, ξανθό μακρύ μαλλί που είχε ήδη αρχίσει να αραιώνει ψηλά, έντονες ζωγραφισμένες σκιές στα μάτια, έστεκε το τελευταίο από τα έξι μέλη αυτής της παράξενης μπάντας• στο λεπτό και έξυπνο στην όψη πρόσωπό του είχε μια περίεργη έκφραση του, η οποία υποδήλωνε κάτι ανάμεσα σε έπαρση και οριακά συγκρατημένη οργή, μπερδεύοντας τον Πότρικ που δεν μπορούσε να αποφασίσει αν τελικά ήταν αυτός ο frontman ή ο διπλανός του. Όποια και αν ήταν η σωστή απάντηση, πάντως, η μπάντα είχε το όνομα «Roxy Music» και είχε καταφέρει να του προκαλέσει τόσο ζωηρό ενδιαφέρον που αποφάσισε ότι, όταν θα έφτανε σπίτι, θα ξεκινούσε από το πεντασέλιδο σε αυτούς αφιέρωμα την κανονική ανάγνωση του τεύχους που κρατούσε στα χέρια του.
Ενώ ο νεαρός είχε ήδη γυρίσει σελίδα και κοίταζε αχόρταγα τις όμορφες γυναίκες που πόζαραν σε μερικά από τα εξώφυλλα δίσκων του ίδιου συγκροτήματος, και ευχόταν να μπορούσαν αυτές οι φωτογραφίες να ήταν ελαφρώς μεγαλύτερες σε μέγεθος, αντιλήφθηκε έναν μεγάλο όγκο να σταματάει δίπλα του, και άκουσε την πόρτα του λεωφορείου να ανοίγει. Χώνοντας βιαστικά το περιοδικό πίσω στο σακκίδιό του ο Πότρικ ανέβηκε στο λεωφορείο, προσπερνώντας τον οδηγό, ο οποίος μόλις τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν του έκλεισε το μάτι, και χτύπησε το εισιτήριό του. Σηκώνοντας το κεφάλι του ανακάλυψε ότι το λεωφορείο ήταν εντελώς άδειο και ο ίδιος ήταν ο μοναδικός επιβάτης, γεγονός που δεν θυμόταν να του είχε ξανασυμβεί τους τελευταίους μήνες που το χρησιμοποιούσε για την επιστροφή του στο σπίτι μετά το φροντιστήριο. Ανασήκωσε τους ώμους, και ενώ το λεωφορείο είχε ήδη ξεκινήσει, προχώρησε στο διάδρομο, κάθισε στο τέρμα δεξιά κάθισμα της γαλαρίας του οχήματος και άφησε το σακκίδιό του στην κενή θέση δίπλα του.
Καθώς το όχημα κινούνταν με τη συνηθισμένη χαμηλή του ταχύτητα στη φωτισμένη από τα φώτα του δρόμου, οικεία προς αυτόν διαδρομή, ο Πότρικ είδε τον ουρανό να φωτίζεται κάπου στο βάθος ανάμεσα στις πολυκατοικίες, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, αποδίδοντας τη λάμψη σε κάποια από τις ξαφνικές αλλαγές του καιρού, οι οποίες τον τελευταίο καιρό ήταν όλο και πιο συχνές. Ένα λεπτό αργότερα, ωστόσο, ενώ κοιτούσε βαριεστημένα έξω από το παράθυρο, είδε μια πύρινη μπάλα να διαπερνάει τα σύννεφα φωτίζοντάς τα, να πέφτει προς τα κάτω με μεγάλη ταχύτητα και να συνθλίβεται με δύναμη στο πλαϊνό μέρος μιας από τις δυο δωδεκαόροφες πολυκατοικίες που στέκονταν η μια δίπλα στην άλλη και αποτελούσαν το ορόσημο της περιοχής. Κομμάτια από μέταλλο, τσιμέντο και γυαλί εκτοξεύτηκαν προς κάθε κατεύθυνση, και ένα-δυό μικρά κομματάκια χτύπησαν αδύναμα στο τζάμι δίπλα στο πρόσωπό του Πότρικ, ο οποίος όμως δεν κινδύνευε. Το λεωφορείο δεν έκοψε ταχύτητα και συνέχισε να κινείται. Πριν ο μοναδικός του επιβάτης προλάβει να τρέξει μπροστά και να ρωτήσει τον οδηγό, που δεν είχε κουνηθεί καθόλου από τη θέση του, αν είδε τι είχε συμβεί, ο σκοτεινός ουρανός της πόλης φωτίστηκε από αμέτρητα πυρακτωμένα κομμάτια τα οποία, όπως και εκείνο που είχε προηγηθεί, έπεφταν με ορμή από ψηλά αφήνοντας πίσω τους μια πορτοκαλί κορδέλα και μαύρο καπνό. Έντρομος είδε ένα τέτοιο να διαλύει το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Παύλου͘͘͘͘ ακούστηκε ο χτύπος της καμπάνας, ένας, μοναδικός και ισχυρός σε ένταση, και στη συνέχεια ο Πότρικ είδε την ίδια την καμπάνα να γκρεμίζεται και να πέφτει με δύναμη στο υποκατάστημα της τράπεζας που υπήρχε απέναντι, παρασέρνοντας όλη την πρόσοψή της και κάνοντας το συναγερμό να χτυπάει σαν τρελός.
«Μα, τι συμβαίνει», φώναξε ο Πότρικ τρέχοντας προς τον οδηγό ο οποίος, ατάραχος, συνέχιζε να κρατάει το τιμόνι και να κάνει ό,τι και πριν. «Δεν βλέπεις τι γίνεται έξω; Σταμάτα!» Εκείνος, χωρίς να ελαττώσει ταχύτητα, γύρισε το κεφάλι του ελαφρώς προς τα πίσω, του χαμογέλασε και του απάντησε «Δεν νομίζω ότι αυτή είναι καλή ιδέα. Κάθισε εκεί που είσαι.» Ο νεαρός υπάκουσε και επέστρεψε στη θέση του. Από την ασφάλεια που του προσέφεραν τα μεγάλα τζάμια του λεωφορείου, παρακολουθούσε τα πάντα έξω να ισοπεδώνονται, ενώ πανικόβλητοι άνθρωποι έτρεχαν να καλυφθούν στους δρόμους και συνθλίβονταν από τους μετεωρίτες που έπεφταν πάνω τους, καθώς οι ουρανοί έμοιαζε να έχουν κηρύξει, χωρίς καμία προειδοποίηση, πόλεμο στην ανθρωπότητα και αγωνίζονταν να την εξολοθρεύσουν. Τα κτίρια εκατέρωθεν του δρόμου κατέρρεαν το ένα μετά το άλλο, αλλά το μεγάλο όχημα συνέχιζε την προκαθορισμένη του διαδρομή, με μόνη διαφορά σε σχέση με τις άλλες φορές το γεγονός ότι δεν πραγματοποιούσε καθόλου στάσεις. Συνέχιζε διασχίζοντας ένα αποκαλυπτικό σκηνικό, αποφεύγοντας χωρίς κόπο ό,τι εξακολουθούσε να πέφτει από ψηλά, σαν να προστατευόταν από μια αόρατη ασπίδα ή σαν να είχε απλώς την εύνοια της τύχης, καθώς κατευθυνόταν προς τα δυτικά προάστια, όπου βρίσκονταν το σπίτι του Πότρικ.
Τα χαρακτηριστικά των περιοχών από τις οποίες περνούσε το λεωφορείο δεν διακρίνονταν πια. Μόνο ερείπια απλώνονταν παντού, φωτιές που σιγόκαιγαν και άψυχα ανθρώπινα σώματα, πλακωμένα κάτω από μπάζα και κομμάτια μετεωριτών που εξακολουθούσαν να αχνίζουν. Ερείπια και ένα παχύ στρώμα πηχτής στάχτης που είχε καθίσει πάνω από τα πάντα και φωτίζονταν πια από τα φώτα πορείας του λεωφορείου, έτσι όπως ο οδηγός, αμίλητος, πραγματοποιούσε προσεκτικούς ελιγμούς με μικρή ταχύτητα για να αποφύγει πότε έναν κρατήρα, πότε ένα φλεγόμενο αυτοκίνητο στη μέση, και πότε μια κολόνα του ηλεκτρικού που είχε πέσει και μισοεμπόδιζε τη διέλευση. Ο Πότρικ κοιτούσε συγκλονισμένος αριστερά δεξιά και προσπαθούσε να αναγνωρίσει κάτι από αυτά που γνώριζε, προκειμένου να καταλάβει πού περίπου βρίσκονταν, αλλά ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Ταυτόχρονα αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατό ο οδηγός του λεωφορείου και ο ίδιος από την καταστροφή να έχουν γλιτώσει, ενώ κάθε τόσο έφερνε στο μυαλό του τους γονείς τους και ξεσπούσε σε κλάματα.
Εδώ και αρκετή ώρα το όχημα κινούνταν στο σκοτάδι, σκίζοντάς το με τις δέσμες από τα αχνά του φώτα, μέσα στα όρια των οποίων αιωρούνταν ελεύθερα ένα ελαφρύ πέπλο από τη γκρίζα σκόνη που πλέον βρίσκονταν παντού εκεί έξω. Κάποια στιγμή το λεωφορείο έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε στη μέση του πουθενά, δίπλα σε μια στραβή πινακίδα, η οποία ήταν το μοναδικό όρθιο πράγμα που είχε απομείνει σε όλη την περιοχή, υποδεικνύοντας τη στάση όπου Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή κατέβαινε ο Πότρικ επιστρέφοντας από το φροντιστήριο. Ο οδηγός τράβηξε χειρόφρενο, άνοιξε την μπροστά πόρτα και γυρίζοντας προς τα πίσω, με το χέρι του περασμένο πάνω από το κάθισμα, κοίταξε τον μοναδικό του επιβάτη, χαμογελώντας πονηρά. Ο Πότρικ σηκώθηκε, πήρε το σακίδιό του και προχώρησε μπροστά, σέρνοντας αργά τα βήματά του και κοιτάζοντας έξω, χωρίς να είναι σε θέση να διακρίνει το παραμικρό. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην έχει ισοπεδωθεί. Ούτε ένα ίχνος ανθρώπινης ζωής. Από την ανοιχτή πόρτα έμπαινε ντροπαλά λίγη γκρίζα σκόνη και ο διάδρομος άρχισε να μυρίζει καταστροφή και θάνατο. Ο νεαρός κατέβηκε τα δυο σκαλιά και πάτησε στο οδόστρωμα, που τώρα ήταν γεμάτο ρωγμές και κομμάτια τσιμέντου, τα οποία ένας θεός ξέρει από πού προέρχονταν. Άφησε το βλέμμα του να τρέξει για λίγο μακριά, μέσα στο απέραντο σκοτάδι. Κάπου στο βάθος, ψηλά πίσω από τα βουνά, ο ουρανός φωτίστηκε για μερικά δευτερόλεπτα, καθώς μερικοί τελευταίοι μετεωρίτες εισέρχονταν στη γήινη ατμόσφαιρα, και πιθανότατα κατευθύνονταν προς ήδη ερειπωμένες περιοχές. Στο τοπίο επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Οι μόνοι ήχοι που αντιλαμβανόταν ο Πότρικ ήταν αυτός της μηχανής που δούλευε και της ίδιας του της καρδιάς που χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος του. Το λεωφορείο δεν ξεκινούσε να φύγει. Ο οδηγός περίμενε με την πόρτα ανοιχτή και με τα μάτια του καρφωμένα πάνω στον τελευταίο του επιβάτη.
«Έλα μέσα, του είπε τρυφερά, δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο. Δεν έχεις πουθενά να πας. Μόνο εμείς οι δυο έχουμε μείνει». Υπακούοντας σαν υπνωτισμένος, ο Πότρικ ανέβηκε τα σκαλιά και κάθισε στο πρώτο κάθισμα, απέναντι και λίγο πιο πίσω από το ύψος της θέσης του οδηγού, που ήδη έκλεινε την πόρτα και έψαχνε να βρει κάτι στο ντουλαπάκι κάτω και δεξιά από τα πόδια του. «Εδώ είμαστε», αναφώνησε ικανοποιημένος͘ έβγαλε μια παλιά κασέτα από εκεί, τη γλίστρησε στο κασετόφωνο, ανέβασε την ένταση και έβαλε ταχύτητα για να ξεκινήσουν. Ενώ το σκονισμένο λεωφορείο άρχιζε να κινείται σχίζοντας με τα φώτα του το πηχτό σκοτάδι, από τα ηχεία ακούστηκαν ήχοι από ανθρώπους που μιλούσαν, από πιάτα και από ποτήρια, σαν να είχε μόλις ανοίξει η πόρτα από μια αίθουσα με κόσμο που μιλούσε και διασκέδαζε, παράγοντας ένα απαλό στρώμα οχλαγωγίας το οποίο αυξανόταν σε ένταση όλο και περισσότερο• ήχοι από ένα πάρτι ή από ένα μπαρ χωρίς μουσική. Έπειτα από είκοσι τέσσερα δευτερόλεπτα, ο θόρυβος διακόπηκε απότομα και στους διαδρόμους του λεωφορείου έφτασε πρώτα ένα χαρούμενο πιάνο και αμέσως μετά η εισαγωγή από τα τύμπανα, που έδωσαν το σύνθημα και ξαφνικά μπήκε στο κομμάτι ολόκληρη η μπάντα. Η φωνή του τραγουδιστή ξεκίνησε δυναμικά, σκορπίζοντας με πάθος τους στίχους, πάνω από τους ήχους της κιθάρας που έπαιζε φράσεις με δαιμονισμένο τρόπο, υποβοηθούμενη από το σαξόφωνο, όση ώρα κάποιοι απροσδιόριστης προέλευσης ήχοι ερχόντουσαν και έφευγαν, σαν γοητευτικά πλοκάμια που απλωνόντουσαν και τραβιόντουσαν πίσω στο σκοτάδι. Ο Πότρικ δεν το γνώριζε ακόμη, αλλά μόλις είχε ξεκινήσει να ακούει το πρώτο κομμάτι ενός δίσκου που θα γινόταν ο αγαπημένος του. Καθώς το «Remake/Remodel» από το ντεμπούτο των Roxy Music στριφογύριζε σαν αφηνιασμένος δερβίσης στα αυτιά και στο μυαλό των δυο τελευταίων επιζησάντων, το λεωφορείο που τους μετέφερε έπιασε να απομακρύνεται, σε έναν δρόμο γεμάτο συντρίμμια που φωτίζονταν αποκλειστικά από τα ασθενή φώτα πορείας και από μερικές σκόρπιες φωτιές αριστερά και δεξιά του. Ψυχή δεν φαινόταν πουθενά. Αν, ωστόσο, υπήρχε κάποιος από πίσω και κοίταζε το όχημα να απομακρύνεται θα έβλεπε το φωτάκι πάνω από την οπίσθια πινακίδα του να τρεμοπαίζει και ίσως παρατηρούσε τα στοιχεία κυκλοφορίας της, τα οποία τη μια στιγμή φαίνονταν ξεκάθαρα και την άλλη εξαφανίζονταν στο σκοτάδι: CPL 593H.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Συμπλέγματα τριγωνικών συμπλεγμάτων
{Επιστροφή στην} Πλατεία Εξαρχείων...
Αχιλλέας ΙΙΙ
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
Αχιλλέας ΙΙΙ
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
Αχιλλέας ΙΙΙ
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.