Γράφει και σταχυολογεί ο Γιάννης Καστανάρας
Εικονογράφηση: Φανή Χούρσογλου
Τον Mark «Vet» Enbatta δεν τον είχα γνωρίσει προσωπικά και για κάποιον πραγματικά άγνωστο λόγο δεν τον είχα δει ποτέ όταν είχε επισκεφθεί την Αθήνα για συναυλίες. Ωστόσο, το In Ancent Times γύριζε στο πικάπ μου από 1987, ενώ αργότερα όλοι οι δίσκοι των Vietnam Veterans θα περιέρχονταν στην κατοχή μου (χάρη στο Merlin’s, το φτωχό κομπόδεμά μου, και τη γενναιοδωρία των εταιρειών), συν το σόλο του Enbatta , Hidden Passions, συν τα άλμπουμ των Gitanes, συν τον δίσκο των Thyrd Twin. Έκτοτε η μουσική είχε πλέον ξεχειλίσει από το αυλάκι, μέχρι που πριν από κάμποσο καιρό άκουσα το ομώνυμο άλμπουμ των Mark Enbatta’s Tribe, της τελευταίας μπάντας του Mark πριν από το θάνατό του, το οποίο περιείχε μερικά τραγούδια-δυναμίτες, πολύ διαφορετικά από την γκαραζοψυχεδέλεια των Veterans (ή μήπως όχι;) αλλά εξίσου εμπνευσμένα και με εκείνη την οικεία φωνή που δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο παρανόησης.
Κάποτε, το μακρινό 1990, την εποχή που το Merlin’s Music Box μύριζε μελάνι και ο κόσμος ήξερε ακόμα να ξεφυλλίζει έντυπα, ο Mark Enbatta, ένας Γάλλος μουσικός και ακτιβιστής, ένας αναρχικός πασιφιστής και βασικός συνθετικός μοχλός των Vietnam Veterans, είχε «μιλήσει» στο Merlin’s δι’ αλληλογραφίας και η συνέντευξή του είχε δημοσιευτεί στο πέμπτο τεύχος του περιοδικού. Κάπως, δεν θυμάμαι πώς, είχα βρει τη διεύθυνσή του και επειδή τον είχα ήδη σε μεγάλη εκτίμηση, σκέφτηκα να του στείλω μερικές ερωτήσεις με την ελπίδα ότι θα έβρισκε το χρόνο και η διάθεση να απαντήσει. Και ο Mark, όχι μόνο βρήκε το χρόνο και τη διάθεση, αλλά έστειλε εκτενείς απαντήσεις για όλα τα θέματα που τον είχα ρωτήσει. Οι απαντήσεις ήρθαν με το ταχυδρομείο (φαντάζομαι ότι θυμάστε τι είναι ταχυδρομείο, έτσι;) Είχαν υποβληθεί στα γαλλικά και, όπως ήταν φυσικό λόγω καταγωγής, ο Mark επίσης είχε στείλει τις απαντήσεις στα γαλλικά. Καθόσον εγώ δεν σκάμπαζα ούτε σκαμπάζω από γαλλικά, το βάρος της μετάφρασης των απαντήσεων είχε πέσει τότε στη γαλλομαθή συνεργάτιδα του Merlin’s, «Πινόκια» [a.ka. Λένα Ναούμ].
Ο Mark Enbatta αποχώρησε από τα εγκόσμια στις 9 Σεπτεμβρίου 2021, αφήνοντας πίσω του μια σημαντική μουσική παρακαταθήκη για τις επόμενες, ψαγμένες γενιές.
Η ιστορία που ακολουθεί περιέχει εκτενή αποσπάσματα εκείνης της συνέντευξης, συν πάρα πολλά και διάφορα επιμέρους στοιχεία από συνεντεύξεις και δημοσιεύματα σχετικά με τον Mark και την καριέρα του.
Ο λόγος, λοιπόν, στον Mark Enbatta…
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ…
Αγόρασα το πρώτο μου 45άρι στις αρχές της δεκαετίας του '60. Η πρώτη μου μεγάλη αγάπη ήταν οι Them του Van Morrison. Έχω ακόμα αυτό το ΕΡ και περιέχει αυτά ακριβώς που μου αρέσουν στη μουσική: αίσθημα, ψυχή, τραγικότητα. Καθόλου μυστήριο. Ξετρελάθηκα με τους Beatles, τους Stones, τους Animals, τους Kinks και τον Dylan, όπως τόσοι και τόσοι νέοι εκείνη την εποχή. Αργότερα θα γνώριζα το rock and roll των fifties και το doο-wop. Αν με ρωτήσετε για τη λίστα μου με τους δέκα αγαπημένους μου καλλιτέχνες, η απάντηση είναι πολύ δύσκολη. Σίγουρα πάντως ο Dylan και ο Lennon για τους στίχους τους. Και ο Jaques Brell. Και ο Ray Charles.
Αγόρασα την πρώτη μου κιθάρα το 1967 και λίγο αργότερα άρχισα να παίζω με ένα rhythm and blues συγκρότημα στο στυλ του Otis Redding και του James Brown, αλλά δεν θυμάμαι το όνομά του. Αυτό συνέβη το καλοκαίρι του 1968, όταν μόλις είχα μπει στα δεκαπέντε. Στη συνέχεια, τραγούδησα σε μια άλλη μπάντα, τους Scars. Εκείνη την εποχή δεν κάπνιζα ακόμα πολύ και η φωνή μου ήταν ψιλή σαν του Robert Plant. Στις αρχές των 70s βρέθηκα να παίζω με μια ακουστική κιθάρα στο δρόμο και σε συναυλίες στη διάρκεια απεργιών. Ο Clovis, ένας φιλαράκος μου, με συνόδευε στη φυσαρμόνικα και τα φωνητικά, και κάπως έτσι άρχισα να γράφω τραγούδια. Κυρίως πολιτικά τραγούδια. Το 1967 έφτιαξα στη Λυών ένα συγκρότημα, τους Vietnam Veterans. Η ζωή αυτής της μπάντας όμως υπήρξε σύντομη και έτσι άρχισα να κάνω πρόβες με άλλα συγκροτήματα όπως οι Electric Callas και οι Marie et Les Garçons (αργότερα θα τους έκανε παραγωγή ο John Cale). Επειδή όμως δεν κόλλαγα στην όλη κατάσταση τα παράτησα και άρχισα να παίζω σπίτι μου. Για ένα χρόνο αναγκάστηκα να υπηρετήσω στον γαλλικό στρατό που στάθμευε ακόμα στη Γερμανία, αλλά μάλλον πρέπει να ήμουν πολύ κακός στρατιώτης επειδή οι ανώτεροί μου με έστειλαν να δουλέψω σε ένα ξενοδοχείο στο Τίμπιγκεν. Γύρω στο 1978 άρχισα να συνθέτω τα πρώτα τραγούδια για τους μελλοντικούς Vietnam Veterans. Εκείνη την εποχή αρθρογραφούσα επίσης σε διάφορα περιοδικά, κυρίως για το rock and roll. Στα τέλη των 70’s έμπλεξα ξανά με μια μουσική φάση στη Λυών. Έπαιξα με πολλές μπάντες αλλά το πράγμα και πάλι δεν προχώρησε επειδή δεν ήταν αυτό που ζητούσα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 συνάντησα τον Greg Jones, έναν παλιό φίλο από τα sixties. Είχε περάσει σχεδόν όλη τη δεκαετία του ’70 στην Αφρική αλλά τώρα είχε επιστρέψει πίσω στη Γαλλία και έτσι αρχίσαμε να παίζουμε παρέα – είχα, βλέπετε, πολλές κιθάρες στο καθιστικό μου. Το 1981 άνοιξα ένα rock δισκάδικο και μάλιστα στα εγκαίνια οργανώσαμε μια συναυλία όπου έπαιξαν δυο μπάντες, οι Dazzlers και οι Tango Luger. Τότε γνώρισα τον Lucas Trouble που έπαιζε πλήκτρα στους δεύτερους.
ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ ΑΠΟ ΑΛΛΟ ΚΑΠΕΛΟ…
Μαζί με τον Greg αποφασίσαμε να βάλουμε μπροστά ένα συγκρότημα και αρχίσαμε να ψάχνουμε μέλη. Στο μαγαζί μου γνώρισα τον μπασίστα Angelo Jupp που παλιά έπαιζε με τους Snipers, ίσως ένα από τα δυο συγκροτήματα στη Γαλλία που πλησίαζαν τον ήχο μας (το άλλο ήταν οι Dogs) και κόλλησε μαζί μας. Δοκιμάσαμε εννέα διαφορετικούς ντράμερ, ανάμεσά τους τον στον Martin Joyce που κατά τη γνώμη μου είναι ο καλύτερος ντράμερ του κόσμου. Στην πρώτη κασέτα που ηχογραφήσαμε πάντως είχαμε δυο ντράμερ, οι οποίοι στα πρώτα μας live έπαιζαν διαφορετικά τραγούδια ο καθένας. Στο συγκρότημα είχε προσχωρήσει πλέον και ο Lucas Trouble που ήδη είχε κάποια πείρα από ηχογραφήσεις με τους Tango Luger. Ήρθαν και κάποιοι άλλοι. Τέλος, έπρεπε να βρούμε ένα όνομα για την μπάντα. Πρότεινα στους άλλους το Vietnam Veterans που είχα στο μυαλό μου από την εποχή της εφηβείας μου και τους φάνηκε καλό. Για εμάς το όνομα δεν είχε τόσο σχέση με τον πόλεμο (φυσικά και είχε!), αλλά παρέπεμπε κυρίως στους ανθρώπους εκείνους που δουλεύουν για λογαριασμό άλλων και τελικά βγαίνουν χαμένοι. Είχε περισσότερο συμβολική σημασία.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, με κάποιο μαγικό τρόπο η κασέτα μας πούλησε γύρω στα 200 κομμάτια και, επίσης με κάποιον μαγικό τρόπο, έφτασε στην έδρα της Lolita, μιας παρισινής εταιρείας που ειδικευόταν σε επανεκδόσεις άγνωστων garage συγκροτημάτων της δεκαετίας του ’60. Μας τηλεφώνησαν και μας ζήτησαν να ηχογραφήσουμε ένα άλμπουμ. Έτσι μπήκαμε στο στούντιο L’ ouest de la Grosne του Jacky Barbier και μέσα σε τρεις μέρες είχαμε ξεμπερδέψει, μαζί με τις μίξεις. Στο πρώτο άλμπουμ ήμασταν οκτώ μέλη, αλλά στο εξώφυλλο λείπουν τα δυο επειδή όταν έγινε η φωτογράφηση είχαν αποχωρήσει από το συγκρότημα. Ο τίτλος του άλμπουμ ήταν On The Right Track Now και κυκλοφόρησε το 1983.
Αρχίσαμε να παίζουμε σε συναυλίες και πουλήσαμε αρκετούς δίσκους, ως επί το πλείστον εκτός Γαλλίας. Έτσι η Lolita ζήτησε και δεύτερο άλμπουμ. Επιστρέψαμε στο στούντιο του Jacky που ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος και είχε συνεργαστεί κυρίως με jazz μουσικούς και με μέλη των Soft Machine, των Magma, των Gong, αλλά και με άλλους καλλιτέχνες του progressive φάσματος. Οι ρίζες του βρίσκονταν στο παλιό acid rock, οπότε απολάμβανε τη συνεργασία μαζί μας. Ο Martin Joyce εδραιώθηκε ως ο μοναδικός μας ντράμερ, ενώ ξεφορτωθήκαμε τον αρμονικίστα που ήταν μεν συμπαθέστατος, αλλά δεν θέλαμε να έχουμε φυσαρμόνικα σε όλα μας τα τραγούδια. Το Crawfish for the Notary ηχογραφήθηκε μέσα σε δέκα μέρες και κυκλοφόρησε το 1984.
Για πολλούς και διάφορους λόγους, τα πράγματα με τη Lolita άρχισαν να στραβώνουν, κυρίως όταν απέτυχε (ή επειδή δεν ήθελε) να μας κλείσει μια συμφωνία με τον Greg Shaw, το αφεντικό της καλιφορνέζικης Bomp! Records, ο οποίος είχε ζητήσει κομμάτια των Vietnam Veterans για μια αμερικανική κυκλοφορία ή κάτι τέτοιο. Παρ’ όλα αυτά, εμείς συνεχίσαμε να παίζουμε και παίζαμε πολύ συχνά. Ένας Γερμανός θαυμαστής μας, ο Hans Kesteloo, μας κάλεσε στη Γερμανία για να ηχογραφήσει και να κινηματογραφήσει τις συναυλίες μας και όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα με τη Lolita αποφάσισε να ιδρύσει μια εταιρεία, τη Music Maniac, για να κυκλοφορεί το υλικό μας. Μερικούς μήνες αργότερα, μέσα στο 1985, η Music Maniac κυκλοφόρησε τον τρίτο μας δίσκο, ένα διπλό live άλμπουμ με τίτλο Green Peas που τα πήγε αρκετά καλά σε πωλήσεις, ενώ στο μεταξύ ο Kesteloo είχε φροντίσει να αποκτήσει τα δικαιώματα των δυο πρώτων μας άλμπουμ από τη Lolita. Σύντομα βρεθήκαμε ξανά στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε το Ancient Times. Είχαμε αρκετό χρόνο και χρήμα για να δουλέψουμε με την ησυχία μας και έτσι δημιουργήσαμε έναν αξιοπρεπέστατο δίσκο. Ήμασταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα με ψηφιακό μάστερινγκ. Το Ancient Times πούλησε πολύ καλά και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Αυτή ήταν η χρυσή εποχή των Vietnam Veterans.
Το επόμενο βήμα ήταν το Catfish Eyes. Η ηχογράφηση ήταν σκέτη απόλαυση. Ο Lucas «κεντούσε» στο στούντιο και μάθαινε πολλά κόλπα που θα τα χρησιμοποιούσε στο μέλλον ως παραγωγός και στουντιάρχης. Δουλέψαμε για είκοσι έξι μέρες, αλλά είχαμε συμφωνήσει ότι αυτός θα ήταν ο τελευταίος μας δίσκος. Ήταν μια συμφωνία που είχε γίνει ανάμεσα σε φίλους. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτός ο δίσκος ξέφυγε από τον έλεγχό μου. Στο στούντιο συνέβησαν πολλές παραδοξότητες. Καταλάβαινα ότι θα ήταν αδύνατον να παίζουμε live τα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια. Ακόμα έχω παράξενα συναισθήματα για ένα άλμπουμ που ποτέ δεν συμπάθησα ιδιαίτερα.
Αφού δώσαμε τις τελευταίες συναυλίες μας σαν Vietnam Veterans, επιστρέψαμε στο Παρίσι και στο αεροδρόμιο χώρισαν οι δρόμοι μας. Μόνο για λίγο όμως, επειδή μερικές μέρες αργότερα συναντηθήκαμε για το κύκνειο άσμα του συγκροτήματος, το The Days of Pearly Spencer που ήταν πράγματι το τελευταίο μας άλμπουμ σαν Vietnam Veterans και το πρώτο που κυκλοφόρησε σε CD, το 1988.
GOING SOLO; ΧΜΜΜ...
Το 1988 κυκλοφόρησε επίσης το πρώτο μου σόλο άλμπουμ με τίτλο Hidden Passion. Παρόλο που περιέχει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια μου, η μίξη δεν με ικανοποίησε. Μερικά κομμάτια άξιζαν καλύτερη τύχη. Στη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας μας είχαμε γνωρίσει τους Daisy Chain, ένα garage συγκρότημα από το Αμβούργο, και είχα ερωτευτεί το κομμάτι τους «Before I Go». Αυτό το τραγούδι έπρεπε να θεωρείται κλασικό. Τους κάλεσα να συνεργαστούμε πάνω στη φωνή της Jani Egloff και έγραψα όλα τα τραγούδια ειδικά για αυτήν. Έτσι «έκλεψα» το «Before I Go» και νομίζω ότι ο συνδυασμός ανδρικής/γυναικείας φωνής είναι καταπληκτικός. Έτσι καταλήξαμε στο σιγνκλ «Before I Go» που κυκλοφόρησε το 1988 και στο άλμπουμ Susmoala Beat δυο χρόνια αργότερα.
Η συνεργασία μου με τον Lucas συνεχίστηκε με τους Late Veterans, ένα τετραμελές σχήμα που έδωσε μερικές καταπληκτικές συναυλίες. Όμως η δουλειά μας στο στούντιο δεν ικανοποίησε την εταιρεία κι έτσι o δίσκος έμεινε στο ράφι (δυο τραγούδια μπήκαν σε μια συλλογή της εταιρείας Nova Express του Lucas), ενώ η μπάντα διαλύθηκε με ψυχραμένες σχέσεις.
Το επόμενο πρότζεκτ ήταν οι Smiling Droopies. Η ιδέα ήταν τρεις τύποι μέσα στο στούντιο που θα έπαιζαν μερικά πολύ θλιβερά ακουστικά κομμάτια. Η όλη φάση ήταν ξεκαρδιστική, μαζί μας ενώθηκαν και οι Droogs, αλλά η Music Maniac ήθελε μόνο τα δικά μου τραγούδια κι έτσι ούτε αυτό το σχέδιο υλοποιήθηκε.
Στη συνέχεια το γυρίσαμε στο τρίο των Thyrd Twin με τον Martin Joyce και τον Fred Debost στο μπάσο. Φτιάξαμε μάλιστα και δικό μας στούντιο στο αγρόκτημα του Martin. Μετέφερα εκεί όλο τον οκτακάναλο εξοπλισμό μου και ηχογράφησα για πρώτη φορά μια μπάντα μου, αλλά όταν το άλμπουμ Churls κυκλοφόρησε το 1994 από τη Music Maniac οι Thyrd Twin ήταν πλέον παρελθόν.
Έκτοτε υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναπαίξω με συγκρότημα. Έτσι άρχισα να ηχογραφώ ακουστικά κομμάτια, μερικά με τον Martin στην κιθάρα. Έζησα μια ήσυχη ζωή μακριά από μπάντες για δέκα χρόνια, μέχρι που μου τηλεφώνησε ο Lucas για να μου πει ότι θα μπορούσαμε να το διασκεδάσουμε έστω και μόνο οι δυο μας. Γράψαμε μερικά τραγούδια και καταλήξαμε στους Gitanes, μια νέα μπάντα, στην ουσία μια συνέχεια από εκεί που είχαμε σταματήσει. Ηχογραφήσαμε δυο άλμπουμ, το Cloudy Draw και το Strange Girl (το δεύτερο σαν The Vietnam Veterans As The Gitanes) που κυκλοφόρησαν το 2005 και το 2009 αντίστοιχα.
Τον Οκτώβριο του 2014 οι Vietnam Veterans επέστρεψαν στη δισκογραφία με το Α Fistful of Love για την Bab Balam, αλλά μετά το θάνατο του Lucas Trouble τον Απρίλιο του 2016, αποφάσισα ότι δεν θα ξαναχρησιμοποιούσα το όνομα των Vietnam Veterans. Έτσι το πήρα πιο προσωπικά και σχημάτισα τους Mark Enbatta’s Tribe που κυκλοφόρησαν το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους το 2019, με στίχους επηρεασμένους από το μαρτύριο που είχε υποφέρει ο Lucas λίγο πριν τον καταβάλλει ο καρκίνος. Εκτός από μένα, στην μπάντα παίζουν ο Peter McConnel, o Eric Lenoir και ο Erik Jeulin. Αυτό που θέλαμε να κάνουμε με το συγκεκριμένο δίσκο ήταν να ακούγεται έτσι ώστε να εντυπωσίαζε τον Lucas αν, φυσικά, μπορούσε να το ακούσει. Τα περισσότερα κομμάτια γράφτηκαν ενώ ακόμα τον περιμέναμε να συνέλθει για να έρθει να τα παίξει, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε. Τα τραγούδια ήταν ήδη έτοιμα αλλά παρέμειναν στο Kaiser Studio, το στούντιο του Lucas, μέχρι να βρούμε την τόλμη να τα επεξεργαστούμε χωρίς αυτόν. Η παραγωγή ήταν δική μου και τουMcConnel. Πιστεύω ότι έγινε καλή δουλειά και είμαι σίγουρος ότι ο Lucas θα τη λάτρευε...
ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΤΙΝΩΝ…
Η πολιτική είναι ένα θέμα που με ενδιαφέρει πολύ αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να βοηθήσει στο χτίσιμο του κόσμου στον οποίο ονειρεύομαι να ζήσω. Μερικοί θα μπορούσαν ίσως να βοηθήσουν στη βελτίωση της κατάστασης, αλλά η πολιτική καθαυτή δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Οι πολιτικοί θεσπίζουν νόμους για να διατάζουν τους ανθρώπους και χρειάζονται τους μπάτσους για να βάζουν φραγμό τον κόσμο. Πρέπει να επενδύουμε στην αγάπη. Με την αγάπη αλλάζουν οι άνθρωποι και η κοινωνία. Η αγάπη είναι η μοναδική απάντηση σε κάθε πρόβλημα. Ήμουν αναρχικός και ακτιβιστής από πάντα. Πηγαίνω και μιλάω σε συγκεντρώσεις και το φτωχό μου μήνυμα είναι πάντα το ίδιο: Αγαπάτε αλλήλους. Δεν ξέρω αν υπήρξε ο Χριστός, ούτε με ενδιαφέρει, αλλά αυτό το μήνυμα είναι διαχρονικό. Όλα τα άλλα είναι απλώς λόγια. Δεν χρειάζομαι νόμους, απλά δεν θέλω να είμαι εγωιστής ούτε να φθονώ κάποιον. Μπορεί να θεωρώ τον εαυτό μου ενταγμένο στο χώρο της αριστεράς, αλλά πάντα διατηρώ τις επιφυλάξεις μου απέναντι σε κάθε λογής πολιτικούς. Κυριαρχούν σε ένα σάπιο κόσμο και εγώ θέλω αυτός ο κόσμος να ξεκαθαρίσει.
ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ…
Ασχολούμαι με πολλά πράγματα. Στην πόλη που ζω έχω το δισκάδικό μου, ενώ έχω εκπαιδευτεί στη φροντίδα των κωφαλάλων. Δουλεύω μαζί τους ένα τετράωρο την ημέρα και από εκεί βγαίνει το κανονικό μεροκάματο. Πέρασα από διάφορα πανεπιστήμια – από φιλοσοφία μέχρι ιατρική. Ανοίγω το δισκάδικο για πέντε ώρες την ημέρα και τις νύχτες κάνω πρόβες με το συγκρότημα. Το αγαπημένο μου χόμπι είναι το ψάρεμα κι είμαι φανατικός ψαράς. Δεν χάνω τον καιρό μου, πάντα είμαι απασχολημένος με κάτι. Βέβαια, είμαι μονίμως άφραγκος, αλλά αισθάνομαι ευτυχισμένος επειδή κάνω αυτά που ονειρευόμουν.
Είμαι απλός ένας άνθρωπος όπως όλοι. Προσπαθώ να αποφεύγω τα μασκαριλίκια. Είμαι και νέος και είμαι γέρος. Διδάχτηκα από τους ανθρώπους, από τη μουσική, από τα βιβλία και από το LSD. Αισθάνομαι ελεύθερος. Δεν ακολουθώ καμία τάση. Είμαι πολύ ειλικρινής ως προς τις ιδέες μου. Είμαι δυνατός και συνάμα αδύναμος. Αγαπάω τους πάντες, ιδίως τους εχθρούς μου. Έχω τέσσερα παιδιά και το μόνο που θέλω είναι να ζουν ελεύθερα και ευτυχισμένα. Αγαπάω και τις γυναίκες… ίσως λίγο παραπάνω από όσο θα έπρεπε. Είμαι κακός κιθαρίστας αλλά καλύτερος από πολλούς άλλους. Δε θέλω να γεράσω. Νομίζω ότι κοκορεύομαι λιγάκι για τον εαυτό μου, αλλά αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή πιστεύω πολύ στις ιδέες μου, αν και δεν θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά.
ΠΕΡΙ LSD ΚΑΙ ΨΥΧΕΔΕΛΕΙΑΣ…
Το LSD σου μαθαίνει πράγματα που ποτέ δεν είναι συνειδητά. Εκείνα τα πράγματα γίνονται προφανή, αλλάζουν τη ζωή σου και τον τρόπο που την αντιλαμβάνεσαι. Αυτό σημαίνει ότι κανείς που γράφει ψυχεδελική μουσική δεν πρέπει να κάνει ό,τι κάνουν οι άλλοι. Καθένας έχει τη δική του ιστορία και τις δικές του επιρροές στη ζωή. Υπάρχει κάποια ομοιότητα ανάμεσα στους Seeds, τους Grateful Dead, τους Kaleidoscope και τους Pink Floyd; Ασφαλώς όχι. Εκείνοι που δεν είχαν ποτέ τους καμία ψυχεδελική εμπειρία αλλά τους αρέσει η αισθητική και οι ήχοι της εποχής χρησιμοποιούσαν τον όρο «ψυχεδέλεια» για πολλά συγκροτήματα. Χρόνια αργότερα, έγινε κανόνας και μόδα να δίνουν ονόματα και να κατηγοριοποιούν τα πάντα. Έτσι οι γενιές κατέληξαν να πιστεύουν ότι θα υπήρχε κάποιος ψυχεδελικός ήχος, αλλά αυτό είναι μια απόλυτη παρεξήγηση για το τι ήταν και είναι αυτός ο ήχος. Ψυχεδέλεια σημαίνει να αποδέχεσαι όλες τις επιρροές και να έχεις το θάρρος να τις εκδηλώνεις. Από νανουρίσματα, παραδοσιακή και κλασική μουσική, μέχρι όλα τα είδη της rock. Κι αυτό κάναμε ανέκαθεν εμείς.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΑΝ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ…
Με συγκινεί πραγματικά όταν κάποιοι μου λένε ότι μερικά τραγούδια μου είναι σημαντικά για ζωή τους. Με καταλαβαίνουν πραγματικά και μοιράζονται τα συναισθήματα που είχα όταν τα έγραφα. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά και έτσι αισθάνομαι ότι δεν έχασα το χρόνο μου. Οι στίχοι και οι συνθέσεις είναι ό,τι πρέπει για την ψυχική μου υγεία και χαίρομαι όταν διαπιστώνω ότι αυτό συμβαίνει και σε άλλους. Όπως με εκείνη η κοπέλα που μου είπε ότι το «You’re Gonna Fall» τη βοήθησε να επιβιώσει στη φυλακή. Δεν ξέρω αν επηρεάζω τα μουσικά γούστα κάποιων. Στην πραγματικότητα ούτε καν με απασχολεί. Μερικές μπάντες διασκευάζουν κάποια τραγούδια μας, αλλά αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι αυτή η οικειότητα που έχουμε αποκτήσει με πολλούς από τους θαυμαστές μας – είμαστε σαν οικογένεια. Όπως ο John Lennon για μένα ήταν κάτι σαν αδελφός. Όχι ένα είδωλο, αλλά ένας φίλος και αδελφός…
Όταν ήρθαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, κατάλαβα γιατί ο Hans Kesteloo [το αφεντικό της γερμανικής Music Maniac που έχει κυκλοφορήσει τους περισσότερους δίσκους του Enbatta και των συγκροτημάτων του] ήθελε να παίζουμε εκεί στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Τώρα η Ελλάδα είναι σαν οικογένειά μας. Έχουμε πολλούς φαν και ταιριάζουν απόλυτα με τις νότιες ρίζες μου. Κάναμε εκεί τρεις περιοδείες με τους Gitanes, μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα: Ποτέ δεν μας αποκαλούν Gitanes – πάντα Vietnam Veterans! Πρώτη φορά με σταματούσαν άνθρωποι στο δρόμο και μου ζητούσαν αυτόγραφο!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ
Songs the Lord Taught Us: Η αφοσίωση των Cramps στο πρωτόγονο ροκ..
The Gun Club: «Είμαι ο ινδιάνικος αέρας που φυσάει ανάμεσα στα τηλεφωνικά καλώδια»
Όταν ο Μπάμπης ο Σουγιάς ανακατεύτηκε με το sex, τα drugs και το rock and roll...
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.