Γράφει ο Nick Soulsby (Μετάφραση: Ειρήνη Πολίτου)
Δεδομένης της επίδρασης και της διαρκούς γοητείας του πρωτότυπου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το σάουντρακ του Blade Runner 2049 θα ήταν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της νέας ταινίας. Παρακάμπτοντας αυτή τη διαμάχη, ο Nick Soulsby αποτίνει φόρο τιμής στη μουσική ιδιοφυΐα και τη μυθολογικών διαστάσεων λατρεία του αρχικού σάουντρακ του Βαγγέλη Παπαθανασίου από το 1982, το οποίο αναμφισβήτητα παραμένει η μεγαλύτερη μουσική επένδυση στην ιστορία των ταινιών επιστημονικής φαντασίας.
Το γυαλί θρυμματίζεται. Υαλοπίνακες πλήρους μήκους εκρήγνυνται σε ένα αστραφτερό σπρέι που θυμίζει αφρισμένο κύμα καθώς μια μορφή μέσα στα αίματα —η κυνηγημένη ρέπλικα (προσομοιωμένη ανθρωποειδής μηχανή) Ζόρα— εκσφενδονίζεται μέσα από βιτρίνες καταστημάτων σε μια από τις πιο στοιχειωμένες δυστοπικές απεικονίσεις στην ταινία Blade Runner του 1982. Αν και πρόκειται για μια συγκλονιστική εικόνα, ο συνολικός αντίκτυπος –η ικανότητα να ξεχνάμε ότι παρακολουθούμε ζάχαρη που σωριάζεται ή συνθετική ρητίνη– ενισχύεται από τον συνδυασμό της εικόνας με τα ηχητικά εφέ και τη μουσική. Ο κινηματογράφος, ένα προϊόν της ανθρώπινης ιδιότητας για αφήγηση ιστοριών και για ερμηνεία νοήματος σε περιεχόμενο δεν είναι ένα καθαρά οπτικό μέσο. Βασίζεται στη σύζευξη ηχητικών και οπτικών στοιχείων. Στις καλύτερες στιγμές του, το κινηματογραφικό κοινό δεν χρειάζεται καν να κοιτάξει την οθόνη για να φανταστεί τι συμβαίνει αφού το μόνο που χρειάζεται είναι η ικανότητα του ήχου να χειραγωγεί τις συναισθηματικές αντιδράσεις και να δημιουργεί νοητικούς συσχετισμούς.
Η μουσική επένδυση του Βαγγέλη για το Blade Runner παραμένει ένα από τα σχετικά λίγα σάουντρακ που εδραιώνουν μια διαρκή φήμη σαν θαυμάσια μουσική από μόνη του. Στα μέσα του 1981, όταν ο Βαγγέλης κλήθηκε για πρώτη φορά να παρακολουθήσει ένα αμοντάριστο απόσπασμα από το Blade Runner, βρισκόταν στο αποκορύφωμα της φήμης του ως σόλο καλλιτέχνης, έπειτα από μισή δεκαετία επιτυχημένων άλμπουμ. Στις 29 Μαρτίου 1982, ένα μήνα πριν υποβάλει τις συνθέσεις του για το Blade Runner, η καριέρα του ως δημιουργός κινηματογραφικής μουσικής (η οποία είχε ήδη ξεκινήσει από το 1963) είχε στεφθεί με την απονομή ενός Όσκαρ για τη μουσική του στην ταινία Chariots Of Fire (Οι Δρόμοι της Φωτιάς). Το έργο του στο Blade Runner πραγματοποιήθηκε εν μέσω μιας πραγματικά ευοίωνης στιγμής για τον Έλληνα συνθέτη, ο οποίος ανταποκρίθηκε πλήρως στις προσδοκίες που του ανατέθηκαν.
Η μουσική επένδυση είναι μια σημαντική πρόσθετη δαπάνη για μια ταινία. Εξαιτίας του κόστους πολλοί επιλέγουν ποπ τραγούδια που μετά βίας έχουν σχέση με τα γεγονότα που διαδραματίζονται επί της οθόνης. Η αγορά των δικαιωμάτων τραγουδιών είναι μια πιο οικονομική και πιο εύκολη διαδικασία από τη σύνθεση μουσικής αποκλειστικά για μια ταινία. Ειδάλλως, μεγάλο μέρος της μουσικής απαρτίζεται από συναντάμε μικρά μουσικά αποσπάσματα που παράγονται σε διάστημα λίγων ημερών ή το πολύ λίγων εβδομάδων, με μόνο ένα ή δύο θέματα ουσίας.
Η πρόταση του Βαγγέλη όμως ήταν εντελώς διαφορετική: η δουλειά του ξεκίνησε κάποια στιγμή στα μέσα του 1981 και επεκτάθηκε μέχρι τον Απρίλιο του επόμενου χρόνου. Σε αυτό το διάστημα συνέθεσε, ενορχήστρωσε, εκτέλεσε και παρήγαγε κάθε πτυχή της μουσικής, δημιουργώντας ένα έργο τέχνης που αντανακλούσε με τρόπο μοναδικό το ενοποιημένο όραμά του. Αυτό, φυσικά, δεν επηρέασε μόνο τη μουσική που υπάρχει στην ταινία αλλά ήταν υπεύθυνο και για την τελική μορφή της μουσικής επένδυσης.
Ο Βαγγέλης δεν ήθελε να κυκλοφορήσει ένα δίσκο ρομποτικά καταγράφοντας τις ηχητικές πλευρές της ταινίας κάποιου άλλου. Απεναντίας, συνέλαβε το σάουντρακ ως ένα πλήρες, δικό του άλμπουμ, ως μια συνεκτική σουίτα. Αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας προς όφελος του σάουντρακ: λειτουργεί ως μια αυτόνομη κυκλοφορία και όχι μόνο ως ένας συνοδευτικός παράγοντας στο οπτικό αποτέλεσμα.
Η ποιότητα όμως δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας στη γοητεία οποιουδήποτε άλμπουμ. Ποτέ δεν αφορά μόνο στη μουσική. Το Blade Runner διατηρεί μια μυστηριώδη αίγλη η οποία ξεκίνησε όταν, για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν ποτέ, το σάουντρακ του Βαγγέλη παρέμεινε «επισήμως» ακυκλοφόρητο για δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Αυτή η απουσία δημιούργησε ένα κενό. Περίεργοι θαυμαστές της ταινίας, του έργου του Βαγγέλη, των πρωτοποριακών συνθέσεων ηλεκτρονικής μουσικής, γέμισαν αυτό το κενό με τα όνειρά τους για το πώς μπορεί να είχαν αναπτυχθεί οι συνθέσεις έξω από τις σκηνές της ταινίας. Διάφορα εφευρετικά άτομα συνέδεσαν αναπαραγωγές χαμηλής ποιότητας από αυτό που θα μπορούσε να ακούγεται μέσα στην ίδια την ταινία. Το 1982 όμως εμφανίστηκε μια πειρατική ηχογράφηση που την περιέβαλαν μυστηριακές φήμες σύμφωνα με τις οποίες για την κυκλοφορία της ευθύνονταν οι ηχολήπτες της ταινίας. Σε ένα παράδειγμα της δύναμης των πειρατικών ηχογραφήσεων, για πάνω από μια δεκαετία οι θαυμαστές ήταν σε θέση να γίνονται μέρος μιας μυστικής ιστορίας, αποκτώντας παράνομες ηχογραφήσεις σίγουροι ότι προφανώς κανείς δεν ήθελε να τις ακούσει. Ήταν ένα φυλαχτό που το αποκτούσαν μόνο οι τυχεροί, οι αφοσιωμένοι ή οι «ψαγμένοι».
Αφού επέτρεψε στις ακόρεστες προσδοκίες του να αντέξουν για τόσο διάστημα το 1994 ο Βαγγέλης κυκλοφόρησε τελικά ένα άλμπουμ. Λέω, «ένα άλμπουμ» επειδή τα δώδεκα κομμάτια (μία ώρα ήχου) που ο Βαγγέλης επέλεξε προσεκτικά για να δημιουργήσει το άλμπουμ του συγκρούστηκαν έντονα με τη δίψα των θαυμαστών για περισσότερα. Από την ημέρα της κυκλοφορίας του ήταν σαφές ότι αυτό ήταν μόνο ένα μικρό τμήμα της μουσικής που είχε δημιουργηθεί. Υπήρχαν ήδη διαθέσιμες πειρατικές κυκλοφορίες με επιπλέον κομμάτια που δεν υπήρχαν εδώ, ενώ όποιος παρακολουθούσε την ταινία ήταν σε θέση να συμπληρώσει μια λίστα με συνθέσεις που ακόμα δεν είχαν δημοσιοποιηθεί. Και πάλι όμως, σε τελική εκτίμηση ήταν μια συμπτωματική αριστουργηματική κίνηση επειδή άφηνε ένα παράθυρο ανοιχτό για κάτι περισσότερο.
Αυτή η αστάθεια ορισμού συνέδεσε αμετάκλητα το σάουντρακ με την ίδια την ταινία. Αλλά και ο σκηνοθέτης, ο Ρίντλεϊ Σκοτ, αντιμετώπισε παρόμοια προβλήματα που επέτρεψαν στην ταινία να προσλάβει μία settled state. Οι προβολές του Blade Runner πριν την επίσημη κυκλοφορία του περιλάμβαναν επιπλέον σκηνές, η κανονική κυκλοφορία προβλήθηκε σε δύο παραλλαγές, στη δεκαετία του '90 εμφανίστηκε μια νέα εκδοχή του σκηνοθέτη και το 2007 ακολούθησε μια (υποτιθέμενη) «οριστική εκδοχή». Η τελευταία έκδοση της ταινίας οδήγησε τον Βαγγέλη να κυκλοφορήσει με τη σειρά του τη δική του αναθεωρημένη και διευρυμένη εκδοχή του σάουντρακ: μια τριπλή δισκογραφική πολυτέλεια που την αποτελούσαν το «αυθεντικό» άλμπουμ του 1994, άλλα 45 λεπτά μουσικής, συν μια εντελώς νέα σουίτα «εμπνευσμένη από» την ταινία. Όπως όμως ήταν αναπόφευκτο, η συγκεκριμένη κυκλοφορία και πάλι απέτυχε να συμπεριλάβει όλη τη μουσική από την ταινία. Απλώς επιβεβαίωσε τη σύλληψη του Βαγγέλη για το σάουντρακ, δηλαδή το συγκεκριμένο άλμπουμ που είχε σχεδιάσει.
Βγαίνοντας από αυτόν τον μπερδεμένο ιστό, η μουσική αξίζει τελικά όλη αυτή την απλόχερη προσοχή; Είναι εύκολη μια καταφατική απάντηση. Το έργο του Βαγγέλη αναπτύχθηκε επιλεκτικά και προσεκτικά αποβλέποντας πάντα στην κορύφωση της διάθεσης. Σκεφτείτε πώς, καθώς ο Ντέκαρντ, ο ήρωας που τον υποδύεται ο Χάρισον Φορντ, κινείται κρυφά στη σκοτεινή είσοδο του διαμερίσματος όπου κρύβεται η ρέπλικα Πρις, η μουσική μιμείται ήχους από κουκουβάγιες και ως εκ τούτου μιμείται έτσι την κοινότυπη ακουστική ατμόσφαιρα ενός απόκοσμου νυχτερινού δάσους μέσα σε αυτό το πλέον αστικό περιβάλλον. Εφιστά την προσοχή στην απουσία της φύσης: τα μόνα ζώα που είναι παρόντα είναι στην ουσία απομιμήσεις — το πρώτο που εμφανίζεται, πολλές σκηνές νωρίτερα, είναι μια κουκουβάγια. Και ο συγχρονισμός είναι άψογος. Ο Ντέκαρντ ετοιμάζεται να μπει σε ένα διαμέρισμα όπου η μοναδική ζωή συνίσταται από κούκλες, ρομπότ, ανδρείκελα, ένα μέρος όπου κατοικούν μόνο παραποιημένα προϊόντα.
Ο Βαγγέλης επέλεξε έξυπνα να υιοθετήσει την αισθητική της ταινίας ως δική του. Η ταινία παρουσιάστηκε ως νουάρ δραματική φουτουριστική επιστημονική φαντασία δράσης, οφείλοντας πολλά στις ταινίες τρόμου και στα ψυχολογικά θρίλερ. Το πιο εμφανώς παράταιρο παράδειγμα για το πώς ο Βαγγέλης προσομοίωσε αυτή την προσέγγιση ήταν η ανάθεση του τραγουδιού «One More Kiss», το οποίο τοποθέτησε ακριβώς στο ενός του άλμπουμ πρωτοποριακής του ηλεκτρονικής μουσικής. Αρχικά σκόπευε να το τραγουδήσει ο Ντέμης Ρούσσος όμως ο Don Percival (καλλιτεχνικός μάνατζερ και κάποτε μουσικός) τραγούδησε το δοκιμαστικό ως οδηγό, αλλά το έκανε σε τέτοιο τρεμουλιαστό τόνο που ακουγόταν σαν να είχε διακτινιστεί από ένα ραδιόφωνο κάποιας μακρινής εποχής. Περιττό να πούμε ότι ο Βαγγέλης εκμεταλλεύτηκε αυτό το αναπάντεχο «ατύχημα». Και θα πήγαινε ακόμα μακρύτερα σφηνώνοντας στο σάουντρακ μια σύνθεση που είχε δημιουργήσει το 1980 — το «Memories of Green», με ένα πιάνο Steinway Grand να ξεχωρίζει πάνω από τα εφέ ενός παιχνιδιού για υπολογιστές που λέγονταν «UFO Master Blaster Station» — συνδέοντας έτσι το σάουντρακ με το παρελθόν του και με τη συνολική τροχιά της εξέλιξής του.
Ο Ρούσσος συνέβαλε κάνοντας φωνητικά στο χαοτικό «Tales Of The Future», όπου η γλώσσα, ως μέσο επικοινωνίας, χρησιμοποιείται για να τονίσει τις «εξωγήινες» ιδιότητες του περιβάλλοντος. Ο Ρούσσος είχε μεγαλώσει στην Αίγυπτο και μπορούσε να τραγουδήσει στα αραβικά αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο Βαγγέλης ήταν τόσο αποφασισμένος να δημιουργήσει έναν κόσμο ακατανόητης παραδοξότητας που, ενώ οι στίχοι ακούγονται παρόμοιοι με αραβικές λέξεις, δεν βγάζουν κανένα νόημα με εξαίρεση μόνο δύο, οι οποίοι μεταφράζονται ως: «Πες μου αγάπη μου; Πες μου μητέρα μου;» Επιπλέον, αυτό συμπλέκεται με την οπτική γλώσσα της ταινίας, όπου οι προνομιούχοι καταλαμβάνουν κτίρια που μοιάζουν με τις Πυραμίδες στη Γκίζας ενώ ο κυρίως ασιατικός πληθυσμός περιφέρεται βιαστικά μέσα στους σκοτεινούς δρόμους.
Η αισθητική της ταινίας ήταν κυρίως μια διεύρυνση της Νέας Υόρκης του τέλους της δεκαετίας του ‘70 και των αρχών της δεκαετίας του '80. Η Times Square ήταν ένα εμπορικό χωνευτήρι που μύριζε εγκατάλειψη τόσο στην ιδιοκτησία όσο και στους ανθρώπους, γεμάτη σκουπίδια και γκραφίτι. Το σάουντρακ του Βαγγέλη αντιγράφει αυτό το συναίσθημα: πλούσια τεχνητή ομορφιά νοθευμένη από απειλή ή νοσταλγία. Για παράδειγμα, το «Love Theme» έρχεται σε αντίθεση με μια αισθητά αγωνιώδη σκηνή στην οποία ο Ντέκαρντ διατάζει τη ρέπλικα Ρέιτσελ – έναν χαρακτήρα που δεν μπορεί να νιώσει αγάπη, που μπορεί μόνο να μιμηθεί τη διέγερση – να συναινέσει και να ενθαρρύνει τη δική της αποπλάνηση. Η ατμόσφαιρα της lounge jazz, το φτηνιάρικο σαξόφωνο έχουν υποστεί περαιτέρω επεξεργασία για να ταυτίζονται άμεσα με μια συνθετική πλαστογραφία μιας ερωτικής σκηνής. Σε ένα άλλο σύμπλεγμα όπου η σκηνή συνδέεται στενά με τη μουσική, φάλαγγες από ποδηλάτες υφαίνονται από μια σκαλισμένη αρχαία στήλη, ενώ οι χορδές μιας άρπας δημιουργούν μια μαγική ατμόσφαιρα... Στη συνέχεια ο ήχος ακολουθεί την κάμερα συντρίβοντας την άρπα με μια παλλόμενη μηχανή καθώς δύο ρέπλικες διασχίζουν μια πόρτα. Στο δωμάτιο πιο πέρα, ένας χαμηλός παλμός σαν αναπνευστική συσκευή σφυρίζει πάνω από τον ήχο ενός μακρινού προειδοποιητικού κλάξον. Είναι ένα εργαστήριο που κατασκευάζει τεχνητά μάτια και ο δημιουργός τους μπορεί να μην επιβιώσει από την επίσκεψη.
Η προσωπική εξέλιξη του Βαγγέλη είναι ορατή στην εκτεταμένη ανάπτυξη των κρουστών στο σάουντρακ. Στην ταινία ένα απαλό τρεμούλιασμα από κουδούνια ή η μελωδία ενός κουρδιστού παιδικού παιγνιδιού τείνει να σηματοδοτεί την αόρατη παρουσία των ρέπλικα, αλλά εκείνος και πάλι δημιούργησε μερικές πραγματικά επιβλητικές συνθέσεις που κάθε μία αναπτύσσεται σε πολύ συγκεκριμένα σημεία. Δημιουργεί ένα υμνολόγιο δόξας που εξυμνεί τη σπάνια ομορφιά που υπάρχει μέσα στην ταινία: όταν το μεταφορικό μέσο του Ντέκαρντ τον υψώνει πάνω από την μόνιμη νύχτα των δρόμων σε έναν ορατό ήλιο ή όταν οι κάμερες αιωρούνται ψηλά πάνω από τους ζοφερούς δρόμους έτσι ώστε η φτώχεια να μην καταστρέφει τη θέα. Το συνθεσάιζερ, προάγγελος ενός παράξενου μέλλοντος του ήχου της προσομοίωσης, υπογραμμίζει την τεχνητή διαίρεση που βλέπουμε όπου μόνο η (προφανώς λευκή) ελίτ έχει δικαίωμα να βλέπει τον ήλιο ή να βλέπει την αμόλυντη ομορφιά.
Το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, ωστόσο, παρέχει την απάντηση. Το «Tears in Rain» είναι ο περίφημος επιθανάτιος μονόλογος του Ρόι Μπάτι, του χαρακτήρα που υποδύεται ο Ρούτγκερ Χάουερ. Τη στιγμή του χαμού του η άποψη είναι ότι αφού έχει ήδη εκδηλώσει την ανθρώπινη φύση του, το έλεός του, την ικανότητά του να αγαπά, αυτός είναι που έχει κερδίσει το προνόμιο να βλέπει την ομορφιά, ότι αυτός είναι κάτι καλύτερο από τους ανθρώπους που παρουσιάζονται στην ταινία. «Έχω δει πράγματα που εσείς οι άνθρωποι δεν θα πιστεύατε. Φλεγόμενα πλοία εφόδου λίγο πιο έξω απ’ τον Ωρίωνα. Παρακολούθησα ακτίνες C να αστραποβολούν μέσα στο σκοτάδι κοντά στην Πύλη Τάνχαουζερ. Όλες εκείνες οι στιγμές θα χαθούν στο χρόνο, σαν δάκρυα... στη... βροχή. Ώρα να πεθάνω». Η συνοδευτική μουσική είναι απαλή, δίχως να χαϊδεύει τα αυτιά, προσφέρει ένα απομεινάρι ελπίδας, ότι ακόμη και το τεχνητό μπορεί να γίνει κάτι βαθύτερο, κάτι που μπορεί να αντανακλά συναίσθημα.
Ο κυρίαρχος ορχηστρικός τόνος του σάουντρακ, το συνθεσάιζερ, ανήκει σε μια διαφορετική εποχή, αλλά όταν ακούγεται σήμερα έχοντας χρησιμοποιηθεί από καλλιτέχνες όλου του μουσικού φάσματος δίνει μια προφητική αίσθηση ο τρόπος που ο Βαγγέλης χρησιμοποίησε τον διάλογο από την ταινία ήταν εξαιρετικός το 1981-1982, αλλά σήμερα μπορεί να φαίνεται τετριμμένος μέχρι να παρατηρήσεις τον τρόπο με τον οποίο οι φωνές αντηχούν από μακριά όπως μέσα από το παγωμένο κενό που o Burial έχει κάνει πυρήνα της αισθητικής του. Το βουητό των μηχανών σήμερα εμπνέει καλλιτέχνες της Dark Ambient σκηνής, όπως οι Sleep Research Facility.
Το σάουντρακ του Blade Runner παραμένει ένα μοναδικό επίτευγμα. Ένα σάουντρακ που επικαλείται το παρελθόν και το μέλλον, που παρέμεινε να αιωρείται σαν τη γάτα του Σρέντιγκερ σε μια κατάσταση αδιευκρίνιστης ύπαρξης που παίζει τον πρόγονο σε ένα εντυπωσιακό πλήθος σύγχρονων μουσικών μορφών, ενώ ταυτόχρονα ακούγεται σαν ένα προϊόν της σύγχρονης εποχής, ή ο πρώτος καρπός μιας μουσικής που δεν έχει ακουστεί ακόμα…
* To κείμενο του Nick Soulsby μεταφράστηκε από το The Vinyl Factory
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Οι Chrisma, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και το... κινέζικο εστιατόριό τους...
Ειρήνη Πολίτου
Κατοικώ στο κέντρο της Αθήνας και ρουφάω καθημερινά το πολύτιμο καυσαέριο αυτής της πόλης. Ταξιδεύω με το νου σε γνωστά και άγνωστα μέρη και απορροφώ την ενέργεια τους ώστε να μπορέσω να τη μεταδώσω στους φίλους, στους συνεργάτες και στους μαθητές μου. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες όχι. Εξάλλου η ζωή είναι ένα ατελείωτο ταξίδι…
Ειρήνη Πολίτου
Κατοικώ στο κέντρο της Αθήνας και ρουφάω καθημερινά το πολύτιμο καυσαέριο αυτής της πόλης. Ταξιδεύω με το νου σε γνωστά και άγνωστα μέρη και απορροφώ την ενέργεια τους ώστε να μπορέσω να τη μεταδώσω στους φίλους, στους συνεργάτες και στους μαθητές μου. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες όχι. Εξάλλου η ζωή είναι ένα ατελείωτο ταξίδι…
Ειρήνη Πολίτου
Κατοικώ στο κέντρο της Αθήνας και ρουφάω καθημερινά το πολύτιμο καυσαέριο αυτής της πόλης. Ταξιδεύω με το νου σε γνωστά και άγνωστα μέρη και απορροφώ την ενέργεια τους ώστε να μπορέσω να τη μεταδώσω στους φίλους, στους συνεργάτες και στους μαθητές μου. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες όχι. Εξάλλου η ζωή είναι ένα ατελείωτο ταξίδι…