«Το '78 με κάποιους φίλους»: Ο Βασίλης Σπυρόπουλος μιλάει στο Merlin's για την ηχογράφηση του «Φλου» και την εποχή του...

(Πάνω σε μια ιδέα της Φαίης Φραγκισκάτου)

Υπάρχουν δίσκοι που κάθε νότα τους είναι μια συμπύκνωση και μια παρακαταθήκη. Που στα αυλάκια τους εκφράζουν ότι έχει προηγηθεί και αφομοιωθεί και την ίδια στιγμή ενεργοποιούν τη φαντασία του μέλλοντος, θέτοντας τα όρια με τα οποία θα «παίξουν» οι μουσικοί που θα ακολουθήσουν στο συγκεκριμένο είδος. Αποτυπώνουν αβίαστα το κλίμα μιας εποχής καθώς οι δημιουργοί τους λειτουργούν σαν δίαυλοι της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, όπως ορίζεται τη στιγμή που το παλιό αναμετριέται με το νέο. Αναδύονται σχεδόν σιωπηλά, διαχειρίζονται με λεπτότητα και επίγνωση τον πόνο και τις ελπίδες της γενιάς που τους έπλασε και στη συνεχίζουν την πορεία τους μέσα στον χρόνο σχεδόν άφθαρτοι, ασφαλείς μέσα στην πανοπλία της αυθορμησίας που τους γέννησε.

Ένας τέτοιος δίσκος είναι το Φλου, το πρώτο άλμπουμ των Σπυριδούλα (συγκεκριμένα, του Παύλου Σιδηρόπουλου και των Σπυριδούλα). Σαράντα και βάλε χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ο Γιάννης Καστανάρας και η Φαίη Φραγκισκάτου συζήτησαν με τον Βασίλη Σπυρόπουλο με αποτέλεσμα μια αφήγηση που αποτυπώνει τις δυναμικές και τους ορίζοντες του θρυλικού και ίσως πιο επιδραστικού άλμπουμ του ελληνικού ροκ.

Αλεξης Καλοφωλιάς

Οι συνθήκες και το πλαίσιο της εποχής…

To κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο εκείνη την εποχή ήταν σχετικά ασφυκτικό, όπως μπορεί να καταλάβει κανείς. Βγαίναμε από τη χούντα στη Μεταπολίτευση, υπήρχε ένα περιβάλλον «αριστεροσύνης» και επαναστατικότητας, εντός και εκτός εισαγωγικών, μια ελπίδα, ιδιαίτερα στους κόλπους της άκρας αριστεράς. Ο αναρχικός χώρος βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα, αλλά μπορώ να πω ότι εμείς ανήκαμε από την αρχή σε αυτόν. Μιλώντας για ασφυκτικό περιβάλλον, ακόμα και η άκρα αριστερά είχε πρόβλημα μαζί μας και δεχόμασταν και από εκεί επιθέσεις - από τους μαοϊκούς και όχι από την ΚΝΕ, που απαξιούσε να ασχοληθεί μαζί μας. Θυμάμαι ένα live που είχαμε κάνει στο αίθριο της Αρχιτεκτονικής Σχολής με ένα σχήμα - πρόπλασμα της Σπυριδούλας όπου οι μαοϊκοί εμφανίστηκαν και άρχισαν να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι «εμείς χύσαμε το αίμα μας κι εσείς παίζετε αμερικάνικη μουσική». Τέτοια πράγματα. Είχε ακουστεί μάλιστα ότι είχαν απειλήσει τους Socrates. Το 1976 είχα πάει να δω τους Socrates στο Ελατήριο, ένα μαγαζάκι κάτω από την πλατείας Βικτορίας και στο κοινό ήμαστε μόνο εγώ κι άλλος ένας! Υπήρχε φυσικά πολύς κόσμος που άκουγε ροκ από τα σίξτις, αλλά μετά τη δικτατορία υπήρχε αυτό το κλίμα αντί-ιμπεριαλισμού και στις τέχνες. Στην Πλάκα, ας πούμε, υπήρχαν οι μπουάτ, το Ταμπούρι και το Λημέρι, του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού αντίστοιχα, όπου έπαιζαν αντάρτικα τραγούδια. Υπήρχαν όμως και άλλοι χώροι όπου, ας πούμε, έπαιζε και ο Άσιμος, και πηγαίναμε και τον βλέπαμε.

Το σχήμα που ηχογράφησε το Φλου: Παύλος Σιδηρόπουλος, Νίκος Σπυρόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος, Τάσος Φωτοδήμος, Τόλης Μαστρόκαλος

Ο Σιδηρόπουλος συνήθως δεν εξέφραζε κάποια πολιτική άποψη. Ο Παύλος ήταν rock and roll. Έχει, μάλιστα, πλάκα το πράγμα, γιατί σε μια συνέντευξή του είχε πει ότι εμάς μας θεωρούσε μαρξιστές ενώ εμείς ήμασταν αναρχικοί και όχι μαρξιστές. Βεβαίως συμμετείχε σε διάφορες εκδηλώσεις, όπως κι εμείς. Θυμάμαι τη μεγάλη συναυλία στο Σπόρτινγκ το ’79 για τους πολιτικούς κρατούμενους, για τον Γιάννη Σερίφη και τους Φίλιππο και Σοφία Κυρίτση, όπου είχε παίξει και η Οπισθοδρομική Κομπανία και ο Σαββόπουλος είχε τραγουδήσει για πρώτη φορά το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο». Εμείς σαν Σπυριδούλα παίζαμε ήδη σε όλα αυτά που γίνονταν τότε.
Γενικά το πολιτικό σκηνικό ήταν περίεργο. Αν είχαμε βγει ένα χρόνο νωρίτερα, θα περνούσαμε απαρατήρητοι. Είχαμε κάποια απήχηση μόνο σε ένα underground περιβάλλον, όπως και άλλα σχήματα της εποχής. Το ’77 κόσμος άρχιζε να μπουχτίζει από αυτή την «αριστερίλα» των μπουάτ της Πλάκας. Είχε αρχίσει να εμφανίζεται ένα νέο υποκείμενο και αυτό ήδη φάνηκε από την πρώτη μας συναυλία, όπου μαζέψαμε 800 άτομα. Η φήμη είχε διαδοθεί από φίλους στόμα σε στόμα – μια αλυσίδα επικοινωνίας που λειτουργούσε πολύ καλά εκείνη την εποχή. Δώσαμε την πρώτη μας συναυλία στις 6 Νοέμβρη του ’77 και στις 26 Δεκέμβρη οι Socrates έπαιζαν στο Σπόρτινγκ και μας κάλεσαν για να ανοίξουμε τη συναυλία. Και έγινε πανικός, 4-5 χιλιάδες κόσμος, κυριολεκτικά να κρέμονται από παντού σαν τσαμπιά. Αν αυτό είχε γίνει δυο χρόνια πριν, άντε να μαζεύονταν 500 άτομα με το ζόρι. Και εμείς τύχαμε πάνω σε αυτό το hype. Μετά βγαίνει το Ποπ και Ροκ ενώ μέχρι τότε δεν υπήρχαν μουσικά περιοδικά – μάλιστα, γράφοντας για τη συναυλία των Socrates μας είχε χαρακτηρίσει πανκ συγκρότημα! Συνέβαιναν και διάφορα ευτράπελα, όπως σε μια συναυλία κάπου στη Νίκαια που κάποιοι πέταξαν γιαούρτι στον Παύλο επειδή τους είχε φανεί κάπως ντίβα – η αλήθεια είναι ότι ο Παύλος εξέπεμπε κάποιο ναρκισσισμό. Τελικά το γιαούρτι δεν πέτυχε τον Παύλο αλλά πέτυχε τον Φωτοδήμο!

 

Όλα αρχίζουν από το πικ απ…

Υπήρχαν πολλοί στην Ελλάδα που άκουγαν Zappa, ήταν ο πάπας. Beefheart άκουγαν λιγότεροι, αλλά τον ξέραμε κι αυτόν. Μπορεί να μην ακουγόντουσαν μαζικά, αλλά είχαν κάποιο κοινό. Μαζικά ο κόσμος άκουγε Deep Purple και μετά Gallagher ή Thin Lizzy. Αλλά υπήρχε κοινό και για τον Beefheart, έστω και περιορισμένο. Υπήρχε κοινό για όλα. Εμείς ακούγαμε πολύ Allman Brothers που ήταν λιγότερο γνωστοί από τους Lynyrd Skynyrd. Αλλά αυτό ήταν πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Και στη Γαλλία όταν ήμουν, είχα πάει να δω τον Gregg Allman μαζί με τη Cher που τότε ήταν ζευγάρι και σίγουρα δεν ήταν το μεγάλο γεγονός της πόλης. Η γενιά μου ήταν μια γενιά που αγόραζε δίσκους χωρίς να έχει πικ απ. Πηγαίναμε στο σπίτι του φίλου μας που είχε για να τους ακούσουμε. Όλη η παρέα μου είχε δίσκους, χωρίς να έχει πικάπ. Όσοι είχαν, είχαν εκείνο το έπιπλο με το μηχανισμό που έβαζες πολλά σινγκλάκια μαζί το ένα πάνω από το άλλο και έπεφταν ένα-ένα. Αυτό το είχαν κυρίως μόνο τα αστικά σπίτια. Ο μπασίστας μας είχε τέτοιο στο σπίτι του και μάλιστα το συνέδεε με κάποιον τρόπο με το μπάσο και έπαιζε σαν να ήταν ενισχυτής. Εμείς είχαμε σπίτι ένα φορητό πικάπ που άνοιγες το καπάκι και γινόταν ηχείο.

 

Η Σπυριδούλα σαν συγκρότημα…

Η Σπυριδούλα ήταν ένα σχήμα που είχε σαν πυρήνα τον Αντρέα Μουζακίτη στα τύμπανα και εμένα και τον Νίκο στις κιθάρες. Το παλεύαμε καιρό. Με τον Μουζακίτη παίζαμε μαζί από το 1973, από τη χούντα. Και κάναμε πολύ παρέα, ήταν κι εκείνος Πατησιώτης∙ τα βρίσκαμε. Ήταν έξυπνο παιδί ο Αντρέας και με αισθητική. Από το ξεκίνημα του σχήματος, πριν ακόμα από τον Παύλο, υπήρχαν στιγμές που συνέβαινε «κάτι». Και αυτό φαίνεται σε κάποιες πρόχειρες ηχογραφήσεις που έχω ακούσει μετά από πολλά χρόνια, ότι υπήρχε μια ατμόσφαιρα, αυτή η «αμερικανίλα». Θεωρώ ότι το αποτέλεσμα ήταν καλό εξαρχής και αυτό το διαπιστώσαμε από την πρώτη κιόλας πρόβα που κάναμε με τον Παύλο. Παίξαμε δυο τρία κομμάτια για να δούμε πώς θα πήγαινε. Ο Παύλος τραγουδάει ένα blues του Buddy Guy, παίζω εγώ ένα σόλο που το τελειώνω σε μια ψηλή νότα λα και ο Παύλος συνεχίζει στον ίδιο τόνο με τη φωνή του. Ανατρίχιασα – δεν γινόταν καλύτερο. Παρόλο που σαν άνθρωποι μπορεί να μην είχαμε πάντα την καλύτερη επαφή, γι’ αυτό και δεν κράτησε πολύ η συνεργασία μας με τον Παύλο. Αλλά πάνω στη μουσική ήμασταν το κάτι άλλο.

Σπόρτινγκ, 1978

Όσο γράφαμε τον δίσκο, πριν καν κυκλοφορήσει, παίζαμε σχεδόν κάθε μέρα. Παίζαμε στο Tiffany’s με αυτό το σχήμα, εγώ κι ο Νίκος, ο Παύλος, ο Τόλης Μαστρόκαλος στο μπάσο και ο Τάσος Φωτοδήμος στα τύμπανα, πέντε μέρες τη βδομάδα τουλάχιστον για ένα τρίμηνο. Και το πρόγραμμα ήταν ένα σετ με διασκευές και ένα σετ με σχεδόν όλα τα κομμάτια του Φλου. Νομίζω ότι δεν παίζαμε το «Σοβαροί Κλόουν» και την «Ώρα του Stuff». Μάλιστα είχε γίνει και το εξής αμίμητο: τότε είχαμε τον πυρήνα των φαν μας από πριν. Πολλοί, λοιπόν, ερχόντουσαν και μας έλεγαν, γιατί παίζετε τα δικά σας, παίξτε Stones που το κάνετε καλά. Και μετά, στο τέλος της σεζόν, οι ίδιοι άνθρωποι μας έπιαναν και μας έλεγαν εντελώς το αντίθετο. Είχαν μάθει τα κομμάτια πια και τα ζητούσαν.

 

Η γνωριμία με τον Παύλο Σιδηρόπουλο…

Έχω διαβάσει ότι ο Πουλικάκος, που είχε έρθει στην πρώτη συναυλία των Σπυριδούλα, στον κινηματογράφο «Κνωσός» (σήμερα είναι θέατρο στα Πατήσια), παρότρυνε τον Παύλο Σιδηρόπουλο να μας βρει. Η αλήθεια είναι ότι τον Παύλο μας τον γνώρισε η Μαρία η Ρωμανού, μια τραγουδίστρια που τότε τραγουδούσε με τον Σαββόπουλο. Αυτή είχε κάποιο νταραβέρι με τον ντράμερ μας τον Αντρέα τον Μουζακίτη. Εμείς μέναμε τότε όλοι μαζί σε ένα σπίτι που νοικιάζαμε, ήταν μεγάλο με εσωτερική σκάλα. Εκεί σύχναζε η Ρωμανού λόγω της σχέσης της με τον Αντρέα και ήξερε τον Παύλο και κάπως έτσι γνωριστήκαμε. Προφανώς τη ρώτησε αυτός πως θα γίνει να βρούμε τα παιδιά.

Ο Παύλος δεν είχε παρακολουθήσει την πρώτη μας συναυλία που για αδιευκρίνιστους λόγους είχε τεράστια επιτυχία και είχε πραγματοποιηθεί Κυριακή πρωί, στις 6 Νοεμβρίου του ‘77 σε εκείνα τα περίφημα κυριακάτικα πρωινά. Και κάναμε 850 εισιτήρια, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει μέχρι τότε. Τα πρωινά είχαν ήδη αρχίσει και αυτό πρέπει να ήταν από τα πρώτα. Είχαν ξεκινήσει μετά τη χούντα, αν και νομίζω ότι γίνονταν και μερικά τότε, εκ των υστέρων είχα διαβάσει ότι οι Socrates και κάποιοι άλλοι έκαναν πρωινά κάπου στην Τερψιθέα. Η χούντα επέτρεπε τις ροκ συναυλίες από ένα σημείο και μετά. Είχα πάει σαν πρωτοετής στο Σπόρτινγκ την περίοδο 1972-1973 σε μια συναυλία που είχε οργανώσει η ΕΦΕΕ που τότε ήταν η φοιτητική οργάνωση διορισμένη από τη χούντα και έπαιζαν οι Socrates, η Ελπίδα και ένα ωραίο τρίο, οι Νώε που συνόδευαν την Ελπίδα. Να μην ξεχνάμε ότι ο μουσικός τύπος της εποχής, όπως οι Μοντέρνοι Ρυθμοί κλπ., στελεχώνεται από ακροδεξιούς όπως ο Καρατζαφέρης, ο Τέρενς Κουίκ και ο Μαστοράκης.


Η αφετηρία του Φλου φυσικά είναι ο Παύλος επειδή είχε έτοιμα τα κομμάτια, αν όχι όλα, σίγουρα τα περισσότερα, τουλάχιστον δυο τρία χρόνια, και παιδευόταν να τα κυκλοφορήσει αλλά δεν τα έβγαζε κανείς. Πάει λοιπόν στις εταιρείες, έχει ένα ντέμο με δυο-τρία τραγούδια που έχει φτιάξει σπίτι του με τον Τόλη τον Μαστρόκαλο με τον οποίο είναι φίλοι από παιδιά, αν και ο Τόλης ήταν μικρότερος. Και υπάρχει πλήρης αδιαφορία. Και κάποια στιγμή του λένε από την ΕΜΙΑΛ ότι δεν βγάζουμε δίσκους ροκ μεμονωμένων καλλιτεχνών. Αν είναι να βγει δίσκος πρέπει να είναι από συγκρότημα. Στο μεταξύ, οι φίλοι του Παύλου με τους οποίους είχε συγκρότημα δεν βρίσκονταν πια στην Ελλάδα, ο Νίκος Τσιλογιάννης και ο Βασίλης Ντάλλας που είχαν ηχογραφήσει με τον Παύλο και τον Παντελή Δεληγιαννίδη το 45άρι «Ντάμης ο Σκληρός/Απογοήτευση» σαν Μπουρμπούλια είχαν φύγει από την Ελλάδα. Ο πρώτος ήταν στην Ολλανδία και ο Ντάλλας επίσης κάπου στο εξωτερικό. Δεν ήταν πια στην παρέα του Παύλου, επειδή όταν εμείς τον γνωρίσαμε οι φίλοι του ήταν ο Γκόλφης ο ηθοποιός, ο Ηλίας Γεωργουλέας που είχε την Problem στην πλατεία Αμερικής, στην οδό Μηθύμνης, και κάποιοι άλλοι. Εμείς βέβαια ήμασταν θαυμαστές των Ντάλλα-Τσιλογιάννη, τους θεωρούσαμε την κορυφαία rhythm section τότε στην Ελλάδα, αλλά δεν τους γνωρίζαμε προσωπικά.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο Παύλος έψαχνε να βρει σχήμα και κάποιος του λέει μια κουβέντα, μπορεί να ήταν ο Πουλικάκος, ότι υπάρχουν κάποιοι πιτσιρικάδες. Έτσι ήρθαμε σε επαφή μαζί του μέσω της Ρωμανού μετά την πρώτη μας συναυλία, που για αδιευκρίνιστους λόγους, όπως προανέφερα, έχει πολύ μεγάλο αντίκτυπο. Φυσικά παίζαμε μόνο διασκευές, αλλά κομμάτια μάλλον ασυνήθιστα για ελληνικό συγκρότημα όπως το «LA Woman», των Doors. Μάλιστα ο Νίκος έπαιζε και πλήκτρα εκτός από κιθάρα. Παίζαμε επίσης Velvet Underground, Lou Reed και διάφορα άλλα. Και φυσικά Stones. Είχαμε και ένα των Cream, όχι από τα γνωστά όπως το «Sunshine of Your Love», αλλά το «N.S.U.» Και είχαμε τεράστια επιτυχία.


Ηχογραφώντας το Φλου…

Κατά την προσωπική μου άποψη το Φλου είναι ένας δίσκος αρκετά πλήρης. Έχει εξαιρετική ισορροπία - τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά. Και οι συνθήκες που ηχογραφήθηκε ήταν καλές. Το πρόβλημα ήταν κυρίως ότι δεν υπήρχε η εμπειρία του να φτιάχνεις τέτοιους δίσκους στην Ελλάδα. Ωστόσο, είχαμε ένα φοβερό στούντιο στην Columbia, αντίγραφο του Abbey Road, με εκπληκτικά μηχανήματα. Αρκεί να πω ότι γράψαμε στην ίδια κονσόλα όπου οι Pink Floyd είχαν ηχογραφήσει το The Dark Side of the Moon. Βέβαια, τότε εκεί έγραφαν λαϊκά ή easy listening – Γιάννη Πάριο. Αλλά οι τεχνικοί προσπάθησαν πολύ. Μας σεβάστηκαν. Είδαν κάτι σε εμάς και προσπάθησαν πάρα πολύ να μας πλησιάσουν. Ασφαλώς, έπρεπε να εγκλιματιστούν σε κάτι εντελώς καινούργιο επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν την εμπειρία. Εργάστηκαν όλοι με μεγάλη προθυμία. Ο Γιώργος ο Κωνσταντόπουλος που πέθανε πρόσφατα, ο αδελφός της Νάντιας Κωνσταντοπούλου, ήταν εκεί μαζί μας και κατέβαλε τεράστια προσπάθεια. Κατ’ αρχάς, πήρε δίσκους που του δώσαμε να ακούσει, όπως το Transformer του Lou Reed και κάποιους του J.J. Cale προκειμένου να μπει στο κλίμα, να δει τα ακούσματά μας. Ήταν ένας πολύ στρέιτ άνθρωπος, δεν είχε σχέση με εμάς, αλλά ήρθε στο Tiffany’s που τότε εμφανιζόμασταν με τον Παύλο για να διαπιστώσει πώς παίζουμε στα live. Είχε πολύ σοβαρή αντιμετώπιση. Με όλη την καλή έννοια του επαγγελματισμού.
Το αποτέλεσμα στο Φλου είναι προϊόν πολλών ακουσμάτων. Είναι κατ’ αρχήν αμερικάνικο και όχι εγγλέζικο. Εμείς ανέκαθεν ήμασταν «Αμερικάνοι» παρόλο που μεγαλώσαμε ακούγοντας εγγλέζικη μουσική, άλλωστε το μεγαλύτερο αμερικάνικο γκρουπ είναι Εγγλέζοι – οι Stones! Θέλω να πω, έτυχε να έχουμε στα αυτιά μας τον απόηχο του Woodstock, αυτό ακούσαμε στην εφηβεία μας. Όλη αυτή τη «βεντάλια», ακόμα και την ψυχεδέλεια, επειδή πάντα είχαμε μια τάση προς τα εκεί. Εμείς παίζαμε ματζόρε εκεί που όλοι οι άλλοι κιθαρίστες έπαιζαν μινόρε. Οι επιρροές μας ήταν από την αμερικάνικη σκηνή γι’ αυτό και ο ήχος στο Φλου είναι πιο λιτός, κάτι φυσικά που οφειλόταν και στις ικανότητές μας τότε. Εκτός από τον αδελφό μου που ήταν βιρτουόζος από πιτσιρικάς, όλοι οι άλλοι ήμασταν μέτριοι μουσικοί. Εγώ είχα πείσει τον Νίκο να μάθει κιθάρα για να έχω παρέα όταν έπαιζα κι εκείνος έγινε πολύ καλύτερος από μένα. Και αυτό φαίνεται στους δίσκους όπου παίζει δύσκολα πράγματα με μια φοβερή αρτιότητα.


Τα περισσότερα κομμάτια, όπως είπα, ο Παύλος τα είχε φέρει έτοιμα. Κάποια φτιάχτηκαν στο στούντιο. Το «Ξέσπασμα», από τους Δάμων & Φιντίας, το φέραμε εμείς για το δίσκο επειδή είχαμε εννέα τραγούδια και θέλαμε άλλο ένα για συμπλήρωμα και έτσι προτείναμε να το διασκευάσουμε. Μάλιστα ο Παύλος μας είχε πει, καλά, που το θυμηθήκατε αυτό; Κι όμως είναι μια εξαιρετική διασκευή και το σόλο του Νίκου είναι καταπληκτικό, είναι πολύ δύσκολο να το βγάλεις. Έχει μια φοβερή ροή. Είναι το μοναδικό αισιόδοξο τραγούδι από τα δέκα!
Τα τραγούδια του Παύλου αντανακλούν μια εποχή, αντανακλούν τις επιρροές του. Οι στίχοι στο «Οι Σοβαροί Κλόουν» είναι εντελώς Γκίνσμπεργκ και μάλιστα εκεί είχαμε τσακωθεί, εντός εισαγωγικών, γιατί του έλεγα ότι είναι πολύ βαρύγδουπο, είναι μεν καλογραμμένο αλλά πολύ βαρύγδουπο. Είχε γράψει το «Μου ’πες Θα Φύγω», που για μένα είναι ο Τσιτσάνης του ροκ, το πιο απλό και το πιο περιεκτικό κομμάτι του δίσκου. Αυτό για μένα είναι η μαγεία του rock and roll – σε λιγότερο από τρία λεπτά με έναν πολύ απλό στίχο που τα λέει όλα να φτιάχνεις ένα γνήσιο αριστούργημα. Όχι ότι τα άλλα κομμάτια δεν είναι καλά, αλλά αυτή η απλότητα που έχει το συγκεκριμένο είναι δείγμα καλού «ρεμπέτικου». Έχει αυτή την πυκνότητα και ταυτόχρονα τη λιτότητα. Είναι μεγάλη μαγκιά πώς οι καλοί τραγουδοποιοί γράφουν αριστουργήματα με τόσο δουλεμένο υλικό, τόσο φθαρμένο… Έχουν γραφτεί εκατομμύρια τραγούδια με ένα-τρία-τέσσερα, ένα-τέσσερα-πέντε, απλές συγχορδίες. Κι όμως βγάζουν τόσο ωραία κομμάτια. Το μίνιμαλ είναι η ουσία...

 

Ο εξοπλισμός…

Δεν είχαμε σχεδόν καθόλου πετάλια. Είχαμε καλούς ενισχυτές, ο Νίκος παίζει με έναν μεταχειρισμένο Fender Vibrolux 40άρη που ήταν του Σπάθα, με την custom Gibson Les Paul του περασμένη κατευθείαν στον ενισχυτή, τον οποίο τον τσίτωνε. Εγώ είχα έναν Music Man 210. Και οι δυο λαμπάτοι, βέβαια. Έπαιξα με μια Custom SG Gibson. Το σόλο στο «Μου ’πες Θα Φύγω» είναι του Νίκου όπως και στην εισαγωγή του «Που Να Γυρίζεις» – το δεύτερο σόλο είναι δικό μου. Ο χαρακτηριστικός ήχος της κιθάρας μου είναι η εισαγωγή στο «’69 Με Κάποιο Φίλο». Η ίδια κιθάρα παίζει στο «Που Να Γυρίζεις» και στα ακόρντα και στα σόλο στο «Τω Αγνώστω Θεώ» που είναι πιο σκληρό. Τα μηχανήματα ήταν πολύ καλά. Οι κονσόλες, τα μικρόφωνα, ο χώρος, όλα ήταν άψογα. Ακόμα και για τη σημερινή εποχή. Μακάρι σήμερα να βρίσκαμε και να γράφαμε σε τέτοια…

 

Οι session μουσικοί στο Φλου

Οι session που συμμετείχαν στο Φλου ήταν όλοι δική μας επιλογή. Παραγωγή όπως την εννοούμε σήμερα δεν υπήρχε τότε στην Ελλάδα. Ο παραγωγός, ο Θόδωρος Σαραντής, ήταν ουσιαστικά αυτός που μας είχε προτείνει στην ΕΜΙΑΛ, είχε ψηφίσει υπέρ μας στην εταιρεία, αλλά σπανίως εμφανιζόταν στο στούντιο. Ερχόταν για να βεβαιώνεται ότι δεν θα υπερβούμε το όριο του κόστους. Μας είχαν δώσει εξήντα ώρες και τελικά κάναμε 178. Τους τσακίσαμε κυριολεκτικά. Ως προς αυτό, ήμασταν αναίσθητοι. Κάποια στιγμή μας είπαν, τον σταματάμε τον δίσκο, και τους είπαμε κάντε ό,τι θέλετε. Δεν θέλαμε σώνει και καλά να βγάλουμε δίσκο, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για την εποχή, επειδή δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα για ένα συγκρότημα να βγάλει δίσκο έξω από μεγάλη εταιρεία. Δεν υπήρχαν ανεξάρτητες εταιρείες ούτε εναλλακτικά μέσα. Αυτό δύσκολα γίνεται κατανοητό σήμερα, ότι δηλαδή ήσουν έρμαιο των εταιρειών στις οικονομικές συμφωνίες αλλά και στην παραγωγή του προϊόντος. Αν δεν ήσουν σε εταιρεία το πολύ πολύ να έβγαζες αυτές τις πρόχειρες κασέτες που έβγαζε ο Άσιμος. Και τα στούντιο ήταν ακριβά, ούτε υπήρχαν αυτά τα φτηνιάρικα όπως σήμερα. Εμείς, λοιπόν, ήμασταν αναίσθητοι. Ο Παύλος όχι και τόσο, έκανε υποχωρήσεις, αλλά έτσι πήγε το πράγμα. Τώρα, για τους έξτρα μουσικούς, θέλαμε να εμπλουτίσουμε λίγο το Φλου. Οι δυο μουσικοί ήταν session και οι άλλοι δυο ήταν φίλοι μας. Ο Γιάννης Φαναριώτης που έπαιζε σαξόφωνο και κλαρινέτο και ο Δημήτρης Λεονταρίτης που έπαιζε τρομπέτα, ήταν session μουσικοί. Ο Μάκης Παπαθεδώρου (σαξόφωνο) είχε παίξει με Πουλικάκο, ήταν και στη «συναυλία της βροχής» στου Ζωγράφου. Και ο Ανδρέας Γκαβογιάννης, ο τρομπονίστας, ήταν από τη δημοτική μπάντα των Αγίων Αναργύρων. Ένα άλλο σημαντικό ως προς αυτό ήταν ότι υπήρξε ένα φόρος τιμής στην προηγούμενη γενιά. Παίζουν ο Δημήτρης Πολύτιμος και ο Νίκος Πολίτης που τότε έπαιζε με τους Socrates και είχε παίξει στον Εξαδάκτυλο του Πουλίκα. Ήταν αρκετά μεγαλύτεροι από εμάς. Και έπρεπε να παίξει η «παρέα» επειδή εκείνη την εποχή η ηχογράφηση ενός ροκ δίσκου ήταν μεγάλη υπόθεση. Αυτούς τους γνωρίσαμε μέσω του Παύλου που είχε άλλου είδους σχέση μαζί τους – εμείς ήμασταν πιτσιρικάδες. Και φυσικά, ο Γιώργος Μαγκλάρας, ένας βιρτουόζος βιολιστής, απίθανος στο «Η Ώρα του Stuff».


Τέλος, επειδή θέλαμε μια γυναικεία φωνή, φέραμε τη Δήμητρα Γαλάνη στο «Η Ώρα του Stuff». Δεν ξέρω τίνος ιδέα ήταν, αλλά η Γαλάνη ηχογραφούσε στο διπλανό στούντιο. Την πιάσαμε επιτόπου, της το ζητήσαμε και εκείνη δέχτηκε αμέσως. Δεν αναφέρεται στο δίσκο επειδή ήταν σε άλλη εταιρεία και τότε τα πράγματα ήταν αρκετά σκληρά ανάμεσα στις εταιρείες, ενώ οι καλλιτέχνες ήταν δέσμιοι των συμβολαίων τους. Δεν μπορούσαμε να προσθέσουμε το όνομά της, δεν ήταν ακόμα της μόδας οι συμμετοχές.

Το τελικό αποτέλεσμα δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε. Ποτέ δεν μου άρεσε. Εντάξει, και ναι και όχι. Αλλά είναι δύσκολο να το κρίνω. Όταν φτιάχνεις ένα δίσκο έχεις πάντα ένα όραμα που σπάνια το φτάνεις. Μιλάω για το ηχητικό αποτέλεσμα, όχι το συνθετικό. Οπότε, ακόμα κι όταν είναι πολύ καλό αυτό που έχεις κάνει, η απόσταση ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό σου αφήνει κάποια αρνητική εντύπωση. Αυτούς τους δίσκους, το Φλου και το Νάυλον Ντέφια και Ψόφια Κέφια που ανήκει στην ίδια περίοδο, τους άκουσα με καθαρό αυτί το 1992 και τότε ήταν που είπα, εντάξει είναι καλοί. Είναι άλλη ιστορία πώς θα τους έκανα σήμερα. Ο μόνος δίσκος που ήταν ακριβώς έτσι όπως τον θέλαμε ήταν ο τελευταίος που βγάλαμε το 2006, Το Βλέμμα των Ανθρώπων, τον οποίο το γράψαμε σπίτι μας, με πενιχρά τεχνικά μέσα, αν και ο μακαρίτης ο αδελφός μου έκανε φοβερή δουλειά στην παραγωγή. Και βγήκε αυτό που θέλαμε, καλό-κακό, δεν ξέρω, πάντως αντιστοιχεί σε αυτό που είχαμε συλλάβει αρχικά και τελικά αποτυπώθηκε.

 

Η παρακαταθήκη του Φλου


Πιστεύω ότι τελικά το Φλου έχει ασκήσει επιρροή και στη νέα γενιά και χαίρομαι που ακούγεται και σήμερα – τις προάλλες ήρθε η μικρή κόρη μου και μου είπε, «Τελικά, γράψατε καλά τραγούδια!» Σε κάποια φάση μάλιστα, ο φίλος της τη ρώτησε, «Ξέρεις ποιος είναι πατέρας σου;» Αυτή η ιστορία πέρασε από διάφορα στάδια. Το Φλου ούτως ή άλλως είχε μια απήχηση στην εποχή του και όταν πέθανε ο Παύλος υπήρξε ένα δεύτερο κύμα ενδιαφέροντος, μεγαλύτερο από το πρώτο, τουλάχιστον στη γλώσσα των αριθμών, σε πωλήσεις, δηλαδή. Αλλά αυτό που για μένα έχει σημασία είναι η επίδραση που άσκησε. Δηλαδή, όχι μόνο αν άρεσε ή δεν άρεσε, αν κάποιοι δημοσιογράφοι είπαν καλά λόγια ή όχι, αλλά επειδή, για παράδειγμα, με έπιασε πριν είκοσι χρόνια ο Αγγελάκας και μου είπε, «Ρε συ, πώς παίζατε έτσι τότε!» Σαν να μου έλεγε ότι εμείς ήμασταν ο λόγος για να παίξουν οι Τρύπες μουσική. Για μένα το Φλου ήταν ο πρώτος πλήρης δίσκος με ελληνικό στίχο. Είχε προηγηθεί το Μεταφοραί Εκδρομαί ο Μήτσος του Πουλικάκου, αλλά ήταν μια συλλογή μιας περιόδου, δεν ήταν ένα συμπαγές έργο. Είχε βγάλει και ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης το Σε Άλλους Κόσμους, ένα επίσης σημαντικό άλμπουμ όσον αφορά τους μουσικούς αλλά δεν είχε περάσει στον κόσμο. Είχε βγάλει παλιότερα και ο Τουρνάς δίσκους καλούς, αλλά ήταν μια άλλη κατηγορία ιδεολογικο-πολιτικά και μουσικά. Σίγουρα το Αστρόνειρα είναι ωραίος δίσκος, αλλά σαν κοινωνικό γεγονός δεν είχε την ίδια απήχηση.

Άνοιξη 1978: Νίκος Σπυρόπουλος, Μάκης Μπλαζής, Ανδρέας Μουζακίτης, Κώστας Κουρεμένος, Βασίλης Σπυρόπουλος, Παύλος Σιδηρόπουλος


Τότε ο Αργύρης ο Ζήλος είχε γράψει ένα καλό κείμενο για το Φλου, αλλά του έβαλε τρία αστέρια. Βέβαια, αυτό ήταν ένα κόλπο, δηλαδή, άλλη η βαθμολογία, άλλο το περιεχόμενο. Ήταν μια τακτική του Ζήλου. Ενώ στο Νάυλον Ντέφια, τον επόμενο δίσκο μας, έβαλε τριάμιση αστέρια αλλά με χειρότερο κείμενο. Αυτά τα λέω επειδή ενώ στην αρχή δεν γράφει διθυράμβους, μετά από δέκα χρόνια τον ανακηρύσσει ως τον καλύτερο δίσκο όλων των εποχών! Τον βάζει δίπλα στον Μεγάλο Ερωτικό. Όλα αυτά δεν σημαίνουν απαραιτήτως κάτι αλλά είναι ενδεικτικά μιας κατάστασης, ότι για τον κόσμο που ασχολείται από διάφορα «μετερίζια» με τη μουσική παραγωγή, υπάρχει κοινή παραδοχή ότι αυτός ο δίσκος, το Φλου, τελικά σήμαινε κάτι.

 

EN KATAKΛEIΔΙ…

Η όλη στάση μας γενικά έπαιξε ρόλο στο πώς βλέπει ο κόσμος τη Σπυριδούλα έπειτα από σχεδόν 45 χρόνια. Δεν φθαρήκαμε. Η μουσική ήταν πάντα βασική δραστηριότητα της ζωής μας αλλά ποτέ δεν την είδαμε σαν επάγγελμα. Εμείς είχαμε πάντα την ιδέα της μπάντας. Εγώ δεν ξεκίνησα να παίξω μουσική για να κάνω καριέρα, δεν είχα ποτέ αυτή την ιδέα, ήθελα να παίξω μουσική για να παίζω μαζί με άλλους, ειδάλλως, αφού δεν είμαι τραγουδιστής θα το είχα γυρίσει στο οργανικό, θα έγραφα μουσική για θέατρο. Ξεκίνησα επειδή από τις τέχνες η μουσική είναι η πιο συλλογική και ναι μεν ωραίοι είναι οι δίσκοι γιατί είναι αποτύπωμα που μένει στο χρόνο, αλλά αυτό που με εξιτάρει είναι το live. Γι’ αυτό το κάνω ακόμα, επειδή στο live μπορεί να συμβούν σπουδαία πράγματα. μπορεί ακόμα κι ένα χιλιομασημένο πράγμα να ακουστεί πάρα πολύ ενδιαφέρον κάτω από ορισμένες συνθήκες και να γίνει αφετηρία για κάτι άλλο…

 


image

Φαίη Φραγκισκάτου

Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
 
 
 
image

Φαίη Φραγκισκάτου

Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
 
 
 
image

Φαίη Φραγκισκάτου

Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
 
 
 


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 


image

Alex K

Ο Αλέξης Καλοφωλιάς (Alex K.) είναι μουσικός και μεταφραστής.
 
 
 
image

Alex K

Ο Αλέξης Καλοφωλιάς (Alex K.) είναι μουσικός και μεταφραστής.
 
 
 
image

Alex K

Ο Αλέξης Καλοφωλιάς (Alex K.) είναι μουσικός και μεταφραστής.
 
 
 

 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1