Τη μέρα που πέθανε ο Φελίνι...

Γράφει ο Γιώργος Τσέκας

Η αφήγηση γεγονότων όταν αυτά περιπλέκει συγγενικά πρόσωπα χωρίς να μιλάμε για μια αμιγώς βιογραφία, όπου η πραγματικότητα μπερδεύεται με εικασίες.Μια μεταμυθοπλασία με αυτοαναφορικότητά και μια επινοητικότητα με βάση αληθινά συμβάντα που η λήθη τα ξέφτισε ή τα γιγάντωσε με βρίσκει σύμφωνο όταν αυτή η προγονική ιχνηλατούσα λογοτεχνία υπηρετεί το πάντρεμα της προσωπικής ιστορίας με την τοπική (ή την εθνική σαφώς λιγότερο), αλλά κυρίως την ταξική. Όταν δε αυτή βρίσκει στράτα μέσω του τεμπέλικου και ράθυμου για τους διανοούμενους διηγήματος, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα καλύτερα αφού αποφεύγονται εμβαθύνσεις σε πρόσωπα αγαπημένα ή μισητά, που τα συναισθήματα αυτά γεννήθηκαν σε συνάρτηση με τα ζητούμενα που έχει ή είχε ο γραφών από αυτά, στα οποία ορίζει η κατεξοχήν συγγένεια τους.

Στην ιδανική των περιπτώσεων η κρίση ή άποψη για τον πρόγονο του γράφοντος να βγαίνει μέσω έρευνας, συνεντεύξεων, συναντήσεων είτε μέσω μαρτυριών και γραπτών κειμένων, ποιημάτων, ζωγραφιών, εγγράφων, αποφάσεων δικαστηρίων, πρακτικών στρατοδικείων, φωτογραφιών ή αποκομμάτων εφημερίδων, ίσως και να με ξενίζει ή και να φοβίζει, παρά την οποία ορθότητά της ή σύγκλισης με το δίκαιο. Ίσως γιατί δεν θα ήθελα να παίξω εγώ προσωπικά το ρόλο του δικαστή και να κρίνω κανέναν ή καμία μέσω ντοκουμέντων που μάζεψα σαν ιστοριοδίφης και ντετέκτιβ. Προτιμώ να διατηρώ τη Μνήμη και να τη αφήνω στο ρόλο της συμβούλου χωρίς να αντικαθιστά τις Αναμνήσεις μου. Η Μνήμη άλλωστε αφορά μια βουτιά στο παρελθόν και προϋποθέτει μια νηφάλια καταγραφή περιστατικών και αυτό της δίνει κύρος και αντικειμενικότητα. Θα προτιμήσω όμως αγαπημένες θύμησες, έστω και επιφανειακές, που να κρατούν τα εντυπωσιακά, είτε καλά είτε κακά, στοιχεία-στοιχειά μιας περασμένης εμπειρίας.

Το να βρω μια ευκαιρία για να γράψω για τον παππού μου ονόματι Άλκη (από το Αλκιβιάδης) που αν κάτι δεν είχε ανάγκη ποτέ ήταν η γνώμη μου (ή οποιουδήποτε άλλου), ούτε να αντιπαραβάλλω τις αναμνήσεις μου απέναντι στα πραγματικά γεγονότα για να δικαιωθεί στα μάτια μου (ή όποιου άλλου), είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναμετρηθεί η Μνήμη με τις Αναμνήσεις. Ο παππούς Άλκης γεννήθηκε το 1900 στην Καβάλα της Μακεδονίας και πέθανε το 1993 στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας πλήρης ημερών. Έζησε φτώχεια και πείνα από την πρώτη μέρα της ζωής του αλλά και χωρίς σειρά χρονικής και ιστορικής ακρίβειας δικτατορίες, ορφάνια, Βαλκανικούς Πολέμους, απεργίες, Μικρασιάτικη Εκστρατεία και Ξεριζωμό του ελληνισμού της Ανατολής, παγκόσμιους πολέμους, Εμφύλιο, εξορίες, κακουχίες, στρατοδικεία, κυβέρνηση Μητσοτάκη (του ορίτζιναλ Δρακουμέλ, που ακόμα και σήμερα με κυνηγάει εμένα κι όλο μου το σόι, πλην του πατέρα μου, η προφητεία του ότι «με πρόλαβε ο αποστάτης ο πούστης και τον είδα πρωθυπουργό πριν πεθάνω αλλά και εσείς θα δείτε το παιδί του και το εγγόνι του, το ορφανό του έθνους, τα δυο ζαβά, πρωθυπουργούς και θα σας κοπούνε τα τωρινά σας γέλια...»), ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια, ξενιτιά και το γιο να γίνεται κομματόσκυλο της Δεξιάς (και Παναθηναϊκό) και να διορίζεται με παχυλό μισθό στην Εφορία Φαλήρου...

Σκληρό σκυλί δεν θα το λύγιζε κάτι τόσο ποταπό σαν τις πολιτικές (και ποδοσφαιρικές) επιλογές του πατέρα μου... Όπως δεν τον τσάκισε η αδιαφορία της χούντας για αυτόν το 1967, όταν δεν τον συνέλαβε σαν επικίνδυνο αν και φρόντισε η δράση του ακόμα και στα γεράματα να τους κάνει να ασχοληθούν μαζί του.... Όπως δεν καταδέχτηκε να πάρει ούτε δραχμή από τις συντάξεις του αίσχους του Παπανδρέου το ‘82... Τον πρόλαβα μέχρι τα δεκατέσσερα μου και μπόρεσε με την προσωπικότητα του και τις ιστορίες του να μας φυτέψει την αγάπη για μάθηση και για τον Άνθρωπο... Αργότερα και όσο διάβαζα και γω με την σειρά μου όλο και περισσότερα βιβλία, κατάλαβα πως πολλές ιστορίες του ήταν βγαλμένες από βιβλία απλά μας άλλαζε τα ονόματα ή τις καταστάσεις και το περιβάλλον της ιστορίας (αν και είναι αλήθεια, ποτέ δεν είπε σε μένα και στα μεγαλύτερα αδέρφια και ξαδέρφια μου ότι μας διηγούταν προσωπικές του στιγμές ή γεγονότα. Εμείς τα πλάθαμε στο μυαλό μας, έτσι, από θαυμασμό για εκείνον...) Τουλάχιστον έτσι νόμιζα, αφού στην διήγηση του για τον σύντροφο Αλκίνοο που τον κρέμασαν οι ταγματασφαλίτες από την γέφυρα του Μουργκανίου και την στιγμή της εκτέλεσης του το σχοινί κόπηκε και αυτός, αφού τον παρέσυρε το ρέμα και μετά από δύο μερόνυχτα μάχης με την φύση, την πείνα και τις κακουχίες, κυνηγημένος από τα φασιστόμουτρα, γύρισε σπίτι για να δει την γυναίκα του και την ίδια στιγμή τον πυροβόλησε ένας χωροφύλακας, αναγνώρισα κοινά σημεία με το «Συμβάν της Γέφυρας του Όουλ Κρικ» του Άμπροουζ Πιρς. Νομίζω πως έπιασα τον εαυτό μου να υπόκειται σε αυτό το παιχνίδι για να κρατήσω τον παππού μου ζωντανό κάθε φορά που διάβαζα κάποιο διήγημα και όχι για να αποδείξω σε κάποιον ή σε μένα τον ίδιο πόσες λογοτεχνικές γνώσεις έχω. Όπως και να έχει, ακόμα κι αν δανειζόταν ιστορίες συγγραφέων για να μας τονίσει την ηρωικότατα του καιρού του ή απλά γέμιζε τα βραδιά πριν κοιμηθούμε με δυνατές ιστορίες γεμάτες ένταση και (πάντοτε, κυρίως, ηθικά) μηνύματα, παραδέχομαι την απλότητα και την προσαρμοστικότητα του λόγου του, την αστείρευτη φαντασία και την μεταδοτικότητά του. Δεν είναι γράμμα αγάπης στον παππού μου αυτό το κείμενο, δεν είναι φόρος τιμής στον άνθρωπο-δάσκαλο που είχα την τύχη να με μεγαλώσει. Καλύτερα να κλείσω με ένα πραγματικό περιστατικό που διηγούμαι και γω με την σειρά μου τώρα, στη μεγάλη μου κόρη, σαν ιστορία-παραμύθι πριν κοιμηθεί, που το «συνάντησα» να συμβαίνει σε βιβλίο ενός από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, του Χιλιάνου Λουίς Σεπούλδεβα, στο «Παταγονία Εξπρές»... Βέβαια το βιβλίο ο παππούς μου δεν το είχε διαβάσει ποτέ μιας και νομίζω πως δεν είχε καν γραφτεί πριν το 1993. Άλλωστε, είμαι μάρτυρας πως ζούσα το σκηνικό αυτό κάθε Κυριακή επί τουλάχιστον δυο καλοκαίρια στα μέσα της δεκαετίας του ‘80...

Κάθε Κυριακή λοιπόν ο παππούς μου με ξυπνούσε από νωρίς. Βοηθούσε πως κοιμόμουν πολλές ώρες το Σάββατο εν αντιθέσει με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς που μαζεύονταν αρκετά πιο αργά από εμένα στο σπίτι τους. Εκεί, ανάμεσα σε αρκετές λιχουδιές της γιαγιάς και τα ταψιά από πίτες και μπουγάτσες που έβγαιναν ζεστά και λαχταριστά από τον φούρνο, εκείνος μου διάβαζε ποιήματα ακαταλαβίστικα αλλά με ζεστή φωνή που σε νανούριζε γλυκά γύρω από την ξυλόσομπα όπου συχνά καίγονταν φλούδες πορτοκαλιών ή μανταρινιών ευωδιάζοντας το καθιστικό με το μεγάλο κάδρο, το οποίο αναρωτιόμουν πότε θα πέσει μαζί με το σύρμα που το κρατούσε νωχελικά μοιάζοντας έτοιμο να αποχωριστεί την συντροφιά του καρφιού. Έτσι, την άλλη μέρα ξυπνούσα χορτάτος από ύπνο και διψασμένος από τα γλυκά που είχα καταβροχθίσει το απόγευμα. Έτσι εκείνος, σαν καλός παππούς μου, έδινε χυμούς που έστυβε ο ίδιος, κάτι γιουγκοσλαβικές Sinalco πορτοκαλάδες με υπερβολικά πολύ ανθρακικό και παγωτά, μπόλικα παγωτά, από τις επτά και μισή ως τις οχτώ το πρωί μέχρι τις δέκα το πρωί σε όλη την διάρκεια ενώ πηγαίναμε ατέλειωτες βόλτες με το ποδήλατο του. Καθισμένος σε ένα ξύλινο καθίκι που είχε στεριώσει στο σίδερο του ποδηλάτου του καθόμουν και απολάμβανα τα αναψυκτικά και τους χυμούς και τις παγωμένες βανίλιες που μου έφερναν έντονη επιθυμία για ούρηση. Τι επιθυμία - ακόμα θυμάμαι πόσο κατουριόμουνα! Αλλά ο παππούς εκεί, ανένδοτος... όλο σε λίγο και σε λίγο... «Η ταξική συνείδηση σφυρηλατείται και με την αρετή της υπομονής...» μου έλεγε.

Πάντοτε παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής κατά τις δέκα και μισή με έντεκα και ανηφορίζαμε ή κατηφορίζαμε προς κάποιο ναό, πότε στην Αγία Φανερωμένη, πότε προς τον Άγιο Νικόλαο εκ Μετσόβου, ποτέ προς την Μητρόπολη, και με κατέβαζε με συνωμοτικές κινήσεις βιαστικά να ουρήσω στην πόρτα της εκάστοτε εκκλησίας που «τύχαινε» να περνάμε. Πάρκαρε το ποδήλατο στο πεζοδρόμιο, άναβε ένα τσιγάρο και κοιτούσε όλο καμάρι το καμπαναριό γελώντας με όλη του τη δύναμη. Αφού ανακουφιζόμουνα με την ησυχία μου, ο παππούς μου έλεγε αυστηρά ότι αυτό που έκανα ήταν μια πράξη άκρως επαναστατική και ότι ήταν περήφανος για μένα. Ανάθεμα αν εγώ έβρισκα κάτι επαναστατικό στο να ξαλαφρώνω την ουροδόχο κύστη μου, αλλά είναι αλήθεια πως η επιβράβευσή του με ευχαριστούσε. Νομίζω ότι παρά το νεαρό της ηλικίας μου είχα καταλάβει την ύποπτη γενναιοδωρία του και τους σκοπούς της. Όπως κατανοούσα ότι αυτό που κάναμε ήταν κάτι «κακό», αλλά δεν τολμούσα, ούτε ήθελα να προβάλω κάποια αντίσταση σε αυτό ούτε να πατήσω πόδι. Έβλεπα πως ο παππούς μου που αγαπούσα τόσο χαιρόταν με αυτό και γω ένιωθα την ηδονή της δωροδοκίας χωρίς αναστολές (σαν γνήσιο τέκνο Δεξιού), κάνοντας ταυτόχρονα τον περιπτερά της γειτονιάς εξίσου ευτυχισμένο και λίγο πιο πλούσιο.

Για κακή μας τύχη όμως, ο ιερέας του Αη Γιώργη μας είδε μια φορά χωρίς να επέμβει, τηρώντας μάλλον τη χριστιανική στάση κι ίσως περίμενε να γυρίσει και το άλλο του μάγουλο να το κατουρήσω αν χρειαστεί. Μετά από τρεις εβδομάδες και την κυκλική επιλογή στην βόλτα μας, ήταν πάλι η σειρά να ξαναποτιστεί η πόρτα του ναού του Τροπαιοφόρου Αγίου. Ο παπάς του όμως ήταν αρκετά υπομονετικός και περίμενε την στιγμή που θα επιστρέφαμε στον τόπο του εγκλήματος. Α, ναι, ξέχασα να αναφέρω πως ο παπάς της ενορίας του Αη Γιώργη ήταν ο έτερος παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου! Έτσι λοιπόν, εκείνη την Κυριακή του Ιούλη του 1986, βγήκαμε για την πρωινή ποδηλατάδα μετά παγωτών, χυμών, αναψυκτικών και λοιπών διουρητικών, κάνοντας την απαραίτητη στάση σε κάποια εκκλησία που ο «κλήρος» έφερε να είναι το «μαγαζί», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ενός εκ των δυο προγόνων μου, του άλλου μου παππού. Καθώς έκανα την ανάγκη μου, γιατί περί φυσικής ανάγκης πρόκειται, πετάγεται ο παππούς πάτερ Αθανάσιος βρίζοντας τον παππού Αλκιβιάδη σαν ανόητο, μανιακό, τρελό,ψευτοεπαναστάτη και χωρίς ίχνος μυαλού γεράκο, που μαθαίνει στο παιδί να ενεργεί χωρίς να σκέφτεται. Η δε μαγκούρα στα χέρια του με έκανε να φοβηθώ αρκετά (όχι όμως τόσο ώστε να διακόψω την απίστευτη ροή της απαλλαγής των ούρων), αλλά ο παππούς μου, με το τσιγάρο στο χέρι και με ένα ύφος σιγουριάς αφόπλισε με τα λόγια απαντώντας νέτα σκέτα στον συμπέθερο του: «Βούλωσ’ το τράγο κι άκου και συ μικρέ γιατί δεν θα τα πω δέκα φορές. Το μάθημα είναι απλό και ξάστερο σαν τις ιδέες που μπολιάζω τον μικρό από τα γεννοφάσκια του κι εσύ σκούζεις με το γαμπρό σου σαν γουρούνι πριν το σφάξουν. Είναι αλήθεια πως τούτη η πράξη στερείται σκέψης. Μα είναι καλύτερα να ξεσηκωθείς, να ενεργείς, να επαναστατήσεις απέναντι σε κάτι, έστω χωρίς να το σκεφτείς παρά να σκέφτεσαι χωρίς να επαναστατήσεις...»

Ο παππούς μου Αλκιβιάδης έφυγε μια μέρα σαν αυτή στις 31 Οκτωβρίου 1993, την ίδια που πέθανε και ο μεγάλος ουμανιστής σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι...


image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1