Harvest Records: Ένα label παλαιάς εσοδείας, σαν το καλό κρασί...

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

Κάποια ημέρα μπήκα σε ένα δισκοπωλείο και είδα μπροστά μου ένα χοντρό βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο. Άρχισα να το ξεφυλλίζω και εντυπωσιάστηκα επειδή ήταν μια μουσική γιορτή 120 τετράχρωμων σελίδων σε μέγεθος δίσκου βινυλίου που τη συνόδευαν πέντε CD της δισκογραφικής εταιρίας Harvest Records και κάλυπτε παραγωγές της που είχαν κυκλοφορήσει την δεκαετίας 1969 - 1979. Το πακέτο συμπεριλάμβανε τραγούδια των Pink Floyd, Kevin Ayers, ELO, Syd Barrett, Michael Chapman, The Pretty Things, Pete Brown, Barclay James Harvest, Roy Harper, Be-Bop Deluxe και περισσότερων από 30 άλλων καλλιτεχνών. Το σετ περιείχε επίσης συνεντεύξεις με μερικούς από τους καλλιτέχνες, παραγωγούς, μηχανικούς, διευθυντές και υπαλλήλους της δισκογραφικής εταιρείας που συμμετέχουν και μια επιλογή από φωτογραφίες, διαφημίσεις και αναμνηστικά που παρέπεμπαν στην περίοδο της ακμής της δισκογραφικής εταιρίας.

Ο τίτλος ήταν Harvest Festival και το διατηρώ στη δισκοθήκη μου ως ένα αριστούργημα. Ουσιαστικά, το αντίτυπό μου είναι ένα από τα ελάχιστα που διασώθηκαν από την μανία που είχε πιάσει κάποιους να καταστρέψουν, να αφανίσουν και να σβήσουν για πάντα το εργοστάσιο της Columbia στον Περισσό. Μου είχαν πει ότι τα περισσότερα αντίτυπα που είχαν έρθει στην Ελλάδα τελικά τα πέταξαν σε μια τρύπα που είχαν ανοίξει για να θάψουν μέσα μήτρες ιστορικών ελληνικών δίσκων και ό,τι άλλο μπορούσαν να καταστρέψουν. Το έψαξα γιατί ήταν λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και έτσι ανακάλυψα ότι είχε κυκλοφορήσει από την ΕΜΙ το 1999.
Στο εισαγωγικό του σημείωμα ο Brian Hogg γράφει: «Η Harvest ξεκίνησε στις 6 Ιουνίου 1969 ως μια απάντηση της EMI στην αυξανόμενη εμφάνιση της underground ή της progressive μουσικής. Ο σκοπός ήταν να προσφέρει μια διέξοδο για νέα τραγούδια (πολλά από το γραφείο μάνατζμεντ Blackhill) και για μπάντες εν ενεργεία που προηγουμένως κυκλοφορούσαν μέσω άλλων παραρτημάτων της EMI, όπως οι Deep Purple και οι Pink Floyd».
Να συμπληρώσω εγώ ότι ένας άλλος λόγος ήταν ότι η EMI ήθελε να ανταγωνιστεί την Vertigo της Philips, τη Deram της Decca, αλλά και την ανεξάρτητη τότε εταιρία Island. Ενδεικτικά, σε αυτό το μουσικό ύφος περίπου στα τέλη του ’60-αρχές ’70 η Vertigo κυκλοφορούσε άλμπουμ των Colosseum, των Black Sabbath, των Uriah Heep κλπ, ενώ η Deram άλμπουμ των Procol Harum, των Moody Blues, και των Move.

«Για να παραφράσω τον ποιητή και συγγραφέα Tuli Kupferberg των Fugs», σημειώνει ο Brian Hogg, «ο τρόπος της μουσικής σίγουρα είχε αλλάξει. Μέχρι το 1969, αυτό που κάποτε ονομαζόταν “Underground” ή “Psychedelic” και είχε γαλουχηθεί στα απαραίτητα ιερά νυχτερινά στέκια, τώρα παρουσιαζόταν ως η Νέα Μουσική. Ωστόσο, ο διχασμός που προκάλεσε ανάμεσα στο τι είναι και τι δεν είναι της μόδας ήταν ένας σοβαρός διαχωρισμός που έκανε το μείγμα εικόνας και πολιτικής να θεωρηθεί τόσο κρίσιμο όσο και ο ήχος που κάλυπτε.
Επομένως, έγινε πιο κατάλληλο ένας μουσικός να σχολιάζει για το Βιετνάμ μέσα από τις σελίδες του περιοδικού IT, παρά να παίζει το ποπ παιχνίδι της NME. Φυσικά, αυτό το παιχνίδι, ήταν σχεδόν το ίδιο, αλλά στο σχολιασμό έπρεπε να υπάρχει και η επιθυμητή αξιοπιστία σχετικά με πραγματικά γεγονότα ή σοβαρές καταστάσεις, αντί για τις ψευτοσυζητήσεις των στημένων συνεντεύξεων.
Η οριστική κίνηση προήλθε από την πολιτική στρατηγική των The (Social) Deviants (του δημοσιογράφου, τραγουδιστή/τραγουδοποιού Mick Farren) από το Landbroke Grove, αναμεμειγμένη με μια απελευθερωτική δόση διεγερτικών. Το ντεμπούτο άλμπουμ τους είχε τίτλο Ptoof!, τυπώθηκε και διανεμήθηκε μέσω underground εντύπων και περιστασιακών εμπόρων έως ότου, σε μια απροσδόκητη κίνηση, το αναρχικό αυτό σχήμα πούλησε όλα τα δικαιώματα στη Decca.

Μια δομημένα ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία ήταν η Island Records που ιδρύθηκε για να κυκλοφορεί κυρίως ποπ καλλιτέχνες της Τζαμάικα. Τα πολλά χρόνια τριβής με μια μουσική που γενικά την αγνοούσε το mainstream παρείχαν στην εταιρεία την εμπειρία να βρίσκει τρόπους για να ικανοποιεί απαιτήσεις στις οποίες η κυρίαρχη βιομηχανία φαινόταν ανίκανη ή απρόθυμη να ανταποκριθεί. Ωστόσο, χρειάστηκε τη δύναμη της Philips-Fontana προκειμένου να εξασφαλίσει μεγαλύτερο ακροατήριο για τους The Spencer Davis Group, τους Traffic και άλλους.
Οι μεγάλες εταιρείες δεν αγνόησαν φυσικά τους ανέμους της αλλαγής. Το 1966 η Decca είχε εγκαινιάσει τη Deram, το «νέο εκρηκτικό» της, η οποία υπό την καθοδήγηση του Tony Hall πρόσφερε στιγμιαία κάτι συναρπαστικό. Σταδιακά, στην καλύτερη περίπτωση, η εταιρία έχασε τον δρόμο της και η αποχώρηση του Hall επιτάχυνε την καλλιτεχνική της παρακμή.
Όπως με την περίπτωση του Λίβερπουλ πέντε χρόνια νωρίτερα, η EMI είχε και πάλι αιχμαλωτίσει τον κυριότερο εκφραστή του είδους υπογράφοντας συμβόλαιο με τους Pink Floyd. Το όνομά τους ήταν ήδη συνώνυμο με τη νέα θρησκεία του Λονδίνου: οι παλλόμενες οργανικές υφές τους, το light show τους και τα αφελή αλλά τέλεια τραγούδια του Syd Barrett αποκάλυπταν οτιδήποτε ήταν ψυχεδελικό.
Άλλα αντι-ποπ σχήματα και καλλιτέχνες όπως οι Tyrannosaurus Rex, οι Jeff Beck Group, ο Terry Reid και οι Procol Harum πέρασαν στην EMI όταν έληξαν τα συμβόλαιά τους ή οι άδειές τους, όμως αλλού κρύβονταν κι άλλες μπάντες και όχι βέβαια οι Hollies, η πορεία των οποίων τους οδήγησε μακριά από τα σινγκλ προς κάτι λιγότερο συγκεκριμένο αλλά ακόμα ακαθόριστο.

Οι Deep Purple, οι Pretty Things, οι Climax Blues Band, οι Barclay James Harvest και οι Pete Brown and His Battered Ornaments είχαν ήδη υπογράψει με την ΕΜΙ ηχογραφώντας πριν το 1969. Έχοντας αυτό κατά νου, αυξήθηκε η ανάγκη για τη σύσταση μιας εταιρίας υπό τη σκέπη της οποίας θα έμπαιναν όλες αυτές οι μπάντες που σε επίπεδο μουσικής ήταν διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά παρόλα αυτά θα διαπνέονταν από μια παρόμοια στάση.
Το 1967 η ΕΜΙ είχε προσλάβει τον Malcolm Jones, έναν απόφοιτο οικονομικών από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, ως ασκούμενο διευθυντή. Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε αντικαταστήσει τη Vicki Wickham ως σύνδεσμο ανάμεσα στην εταιρεία και παραγωγούς όπως ο Denny Cordell (παραγωγός των Moody Blues και αργότερα των Cranberries που έκανε όνομα το 1967 με την παραγωγή του «Α Whiter Shade Of Pale» των Procol Harum) και ο Mickie Most, και άσκησε πίεση, ως εκπρόσωπος της νέας γενιάς, στην ήδη προϋπάρχουσα να δημιουργηθεί ένα παράρτημα για τα συγκροτήματα που έπαιζαν αυτό που βολικά ονομαζόταν “κολεγιακό κύκλωμα”.
Η συνεχιζόμενη επιτυχία της ραδιοφωνικής εκπομπής Top Gear του John Peel ήταν μια περαιτέρω έμπνευση και η επιρροή της, αν και σπανίως άμεση, ήταν καθοριστική αλλά προς το παρόν η ιδέα μπήκε στο συρτάρι. Στο μεταξύ ο Jones άρχισε μια προσπάθεια να ξεχωρίσει τον ήχο των εταιριών που υπήρχαν, σπρώχνοντας την ποπ μουσική προς την Columbia και περνώντας τις πιο τολμηρές δουλειές στην Parlophone, αλλά αυτός ήταν ξεκάθαρα ένας συμβιβασμός που δεν διευκόλυνε τα πράγματα».

Η συμμετοχή του Jones στην επιτυχία «Sabre Dance» των Love Sculpture το 1968, το οποίο ανέβηκε στο Top 5, του έδωσε την ευκαιρία να προσεγγίσει ξανά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της EMI και να προτείνει την δημιουργία μιας ριζοσπαστικής νέας δισκογραφικής εταιρείας, που θα αγκάλιαζε και θα έκανε δημοφιλή την ανερχόμενη underground μουσική σκηνή.
Τον Δεκέμβριο του 1968 το διοικητικό συμβούλιο της EMI τελικά ενέδωσε και συμφώνησε να εγκαινιάσει ένα εντελώς νέο, ανεξάρτητο ηχητικά παράρτημα, για το οποίο αποκλειστικά υπεύθυνος θα ήταν ο Jones.
Ξεκινώντας τον Ιούνιο του 1969, η νέα δισκογραφική εταιρία Harvest, άνοιξε πανιά με μια σειρά από σινγκλ και άλμπουμ. Μπροστάρηδες ήταν οι Edgar Broughton Band, μια μπάντα που είχε φορέσει τον μανδύα των Deviants ανακατεύοντας την πολιτική τους στάση με μια δόση από Captain Beefheart».
Ψάχνοντας, βρήκα στο τεύχος 321 του Record Collector μια συνέντευξη των Barclay James Harvest σχετικά με την αρχή της Harvest:
«Στην αρχή ήμασταν στην Parlophone ηχογραφώντας στο Abbey Road και επισκεπτόμασταν αρκετά συχνά την EMI στην πλατεία Μάντσεστερ. Εγώ και ο Woolly [Wolstenholme, keyboardist των BJH] ήμασταν εκεί όταν συζητούσαν για μια νέα δισκογραφική εταιρία. Υπήρχε ένα μεγάλο χαρτί στο γραφείο του Malcolm Jones, του επικεφαλής του τμήματος καλλιτεχνών και ρεπερτορίου, και ζητούσε από τους ανθρώπους να δίνουν ιδέες για το όνομα μιας νέας εταιρίας. Εμείς προτείναμε για πλάκα το «Harvest”, αλλά ο Malcolm το μετέφερε στο διοικητικό συμβούλιο και αποφάσισαν να το χρησιμοποιήσουν. Μας είπαν ότι θα κυκλοφορούσαν πρώτα το δίσκο μας επειδή τότε γράφαμε ένα LP, αλλά προηγήθηκε το άλμπουμ των Pretty Things οπότε ήμασταν οι δεύτεροι».

Στη συνέντευξη υπήρχε κι ένα «καρφί», ως απάντηση στην ερώτηση: «Μα δεν θα έπρεπε να σας δίνουν ποσοστά για το όνομα;» Και η απάντηση των BJH: «Θα έπρεπε να μας δίνουν τα ποσοστά για το υλικό που κυκλοφορήσαμε γενικότερα μαζί τους».
Όσο για τον Jones, αυτός είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του David Platz, ιδιοκτήτη της Regal Zonophone, μιας δισκογραφικής εταιρίας που στην ουσία είχε δημιουργήσει η ΕΜΙ το 1931 αλλά είχε πάψει να την χρησιμοποιεί, μέχρι που έδωσαν εντολή στον Platz να την επανενεργοποιήσει το 1967. Το label αυτό είχε στο ρόστερ του τους Move, τους Tyrannosaurus Rex (αργότερα T. Rex), τον Joe Cocker και τους Procol Harum.
Το 1970 όμως ο Platz είχε πλέον απογοητευτεί επειδή τα άλμπουμ της ΕΜΙ/Regal Zonophone δεν ήταν τόσο επιτυχημένα όσο τα σινγκλ που κυκλοφορούσε η εταιρεία. Την ίδια στιγμή, η ΕΜΙ περιόρισε τα κονδύλια που χορηγούσε στον Τζόουνς, υποβαθμίζοντας τον προϋπολογισμό της Harvest. Όταν ο Platz πήρε μια απογοητευτική απάντηση από την ΕΜΙ σχετικά με την πρότασή του να κυκλοφορήσει το σινγκλ «Ride A White Swan» των T. Rex (μια ριζοσπαστική ιδέα για την εποχή καθώς επρόκειτο για ένα τραγούδι χωρίς τύμπανα) άρχισε να σχεδιάζει τη δική του ανεξάρτητη εταιρία. Ακολουθώντας την συμβουλή των φίλων του και μάνατζερ των Who, Chris Stamp και Kit Lambert, ο Platz «ψάρεψε» τον ψημένο να πηδήξει από το τραίνο της ΕΜΙ Jones, προσφέροντάς του τη θέση του διευθυντή της νέας του δισκογραφικής εταιρίας, Fly Records.

Στο μεταξύ ο ήχος της Harvest σιγά-σιγά διευρύνθηκε όσο η δεκαετία του 1970 πλησίαζε στο τέλος της, με την υπογραφή post-punk συγκροτημάτων όπως οι Wire, οι Αυστραλοί Saints, ο new wave καλλιτέχνης Thomas Dolby, ενώ η εταιρία κυκλοφόρησε τα δύο πρώτα άλμπουμ των Duran Duran στη Βόρεια Αμερική. Οι Iron Maiden επίσης κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ από την εταιρία, ενώ μετά την κυκλοφορία του The Dark Side of the Moon το 1973 οι Pink Floyd μεταπήδησαν στην Columbia Records στις ΗΠΑ.
Στο σκληρό εξώφυλλο του Harvest Festival, απεικονίζονται διάφοροι καλλιτέχνες της εταιρίας σε μια ψευδοελληνική/ρωμαϊκή ζωγραφιά. Εύκολα αναγνωρίζει κανείς τους: Rick Wright, Roger Waters, Bill Nelson, Pete Brown, Edgar Broughton, Steve Broughton, Glen Sweeney, Roy Wood, David Gilmour, Syd Barrett, Nick Mason, Ritchie Blackmore, Arthur Grant, Kevin Ayers, Michael Chapman, Roy Harper και Shirley Collins.


Τα τραγούδια και οι καλλιτέχνες που συμπεριλαμβάνονται:

CD 1
1. Edgar Broughton Band – Evil
2. Michael Chapman – It Didn’t Work Out
3. Deep Purple – Wring That Neck
4. Roy Harper – Tom Tiddler’s Ground
5. Pete Brown And His Battered Ornaments – Morning Call
6. Third Ear Band – Stone Circle
7. Greatest Show On Earth – Real Cool World
8. Syd Barrett – Octopus
9. Panama Limited Jug Band – Round And Round
10. Barclay James Harvest – Mother Dear
11. Tea & Symphony – Maybe My Mind (With Egg)
12. Michael Chapman – Postcards Of Scarborough
13. Forest – A Glade Somewhere
14. Edgar Broughton Band – Out Demon’s Out
15. Pete Brown & Piblokto – Living Life Backwards
16. Quatermass – Black Sheep Of The Family
17. Bakerloo – Big Bear Ffolly
18. The Pretty Things – The Good Mr Square
19. Kevin Ayers – The Lady Rachel
20. Shirley & Dolly Collins – A Foresaking – Our Captain Cried

CD 2
1. Deep Purple – Speed King
2. Pete Brown and Piblokto – Things May Come And Things May Go But The Art School Dance Goes On Forever
3. Edgar Broughton Band – Apache Drop Out
4. Climax Chicago Blues Band – Everyday
5. Kevin Ayers – Butterfly Dance
6. Barclay James Harvest – Mocking Bird
7. Michael Chapman – Kodak Ghosts
8. The Move – The Words Of Aaron
9. Deep Purple – Fireball
10. Electric Light Orchestra – 10538 Overture
11. Ron Geesin & Roger Waters – Breathe
12. Barclay James Harvest – Medicine Man
13. Kevin Ayers And The Whole World – Stranger In Blue Suede Shoes
14. Michael Chapman – Fennario
15. Roy Harper – The Same Old Rock
16. Edgar Broughton Band – Hotel Room
17. Syd Barrett – Effervescing Elephant
18. Kevin Ayers – Song From The Bottom Of A Wall

CD 3
1. Pink Floyd – Money
2. Roy Harper – South Africa
3. Kevin Ayers – Interview
4. Babe Ruth – The Mexican
5. The Move – Do Ya
6. Southern Comfort – Something Said
7. Be-Bop Deluxe – Adventures In A Yorkshire Landscape
8. Roy Wood – Dear Elaine
9. Kevin Ayers – Take Me To Tahiti
10. Edgar Broughton Band – Things On My Mind
11. Babe Ruth – Hombre De La Guitarre (from Amar Caballero)
12. Roy Harper – Another Day (live)
13. Electric Light Orchestra – Roll Over Beethoven
14. Be-Bop Deluxe – Maid In Heaven
15. Climax Chicago – You Make Me Sick
16. Electric Light Orchestra – Showdown
17. Wizzard – Ball Park Incident
18. Roy Harper – I’ll See You Again

CD 4
1. The Albion Band – Poor Old Horse
2. Martin Carthy – Old Hog Or None
3. The Albion Dance Band – Hopping Down In Kent
4. Ashley Hutchings – Postmans Knock
5. Gryphon – Spring Song
6. Unicorn – Have You Ever Seen The Rain
7. Be-Bop Deluxe – Fair Exchange
8. Kevin Ayers – Ballad Of A Salesman Who Sold Himself
9. Be-Bop Deluxe – Electric Language
10. David Gilmour – Short And Sweet
11. Roy Harper – When An Old Cricketer Leaves The Crease
12. The Saints – Erotic Neurotic
13. Wire – Reuters
14. The Saints – (This) Perfect Day
15. The Shirts – Lonely Android
16. The Banned – Little Girl
17. Wire – I Should Have Known Better
18. The Saints – Swing For The Crime
19. Bill Nelson’s Red Noise – Revolt Into Style
20. Wire – A Touching Display

CD 5
1. Deep Purple – Black Night
2. Pete Brown & Piblokto – Flying Hero Sandwich
3. The Move – California Man
4. Greatest Show On Earth – Magic Woman Touch
5. Kevin Ayers – Caribbean Moon
6. Trinidad Oil Company – The Calendar Song
7. Matumbi – Rock
8. Wire – I Am The Fly
9. Ivor Cutler – Life In A Scotch Sitting Room Vol 2 (excerpt)
10. Vivian Stanshall And Kilgarron – The Young Ones
11. Spontaneous Combustion – Sabre Dance
12. Be-Bop Deluxe – Ships In The Night
13. Bombadil – Breathless
14. Marshall Hain – Dancing In The City
15. Bill Nelson’s Red Noise – Radar In My Heart
16. Strapps – Child Of The City
17. Deep Purple – Hallelujah
18. Babe Ruth – Wells Fargo
19. Professor Longhair – Mess Around
20. Syd Barrett – Golden Hair
21. Edgar Broughton Band – Up Yours

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ 

Conny Plank: Ο θόρυβος και οι δυνατότητές του...

Klaus Schulze: Ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του krautrock - Η πρώτη δεκαετία (1969-1979)...

Ο Syd Barrett, οι Pink Floyd και το «See Emily Play»...

BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:

https://tribe4mian.wordpress.com/

https://newzerogod.com/home

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1