Γράφει ο Γιώργος Τσέκας
Σε μια μακρινή χώρα στο τέλος του κόσμου, στην Χιλή, ζούσε ένας σκίουρος που τον λέγανε Λουίς με την οικογένεια του σε ένα μεγάλο δάσος στο νότιο μέρος αυτής της μεγάλης χώρας. Η Χιλή είναι μια ασυνήθιστα μακρόστενη λωρίδα στεριάς από βορρά προς νότο, που μοιάζει σαν την φαβορίτα στο πρόσωπο της Λατινικής Αμερικής. Σε μια μικρή πόλη κοντά στα δάση που έμενε ο Λουίς, στο Ανκούδ, είχε το σπίτι της η Ισμήνη στο οποίο έμενε με τους γονείς της Χόρχε και Βάνα και την μικρότερη αδερφή της, την Νάντια.
Ένα πρωινό ο Λουίς καθώς τριγυρνούσε μέσα στο δάσος ψάχνοντας για περιπέτεια και παιχνίδι όπως όλα τα παιδιά άνθρωποι και ζωάκια απομακρύνθηκε από το σπίτι του και φοβήθηκε πολύ όταν είδε πολλούς ανθρώπους με τσεκούρια και ηλεκτρικά πριόνια να κόβουν τα αγαπημένα του δέντρα. Άλλωστε δέντρο είναι και το σπίτι του και σκέφτηκε να τρέξει πίσω στους γονείς του να τους προειδοποιήσει για το κίνδυνο που διέτρεχε το δάσος τους. Για κακή του τύχη ο μικρούλης καθώς ανέβηκε σε ένα κλαδί για να δει που πηγαίνανε τα κομμένα δέντρα, έπεσε μέσα στο φορτηγό που μετέφερε τους κορμούς των δέντρων στην πόλη και την αποθήκη που θα τα πουλούσε. Ο Λουίς σύντομα θα βρισκόταν στη πόλη, μόνος του και μακριά από την μαμά και τον μπαμπά του και το αγαπημένο του δάσος.
Ξημερώνει Παρασκευή τελευταία μέρα της εβδομάδας και η Ισμήνη εξακολουθεί να μην θέλει να πάει στο σχολείο της. Αυτή τη φορά όμως ο μπαμπάς της είναι αποφασισμένος να την πάει έστω και με το ζόρι. Η Ισμηνούλα αφού έφαγε το πρωινό της ντύθηκε γρήγορα και μαζί με το μπαμπά της φίλησαν την μαμά και τη αδερφή της και πήραν το ποδήλατο για να πάνε στο σχολείο. Η Ισμήνη καθότανε αμίλητη και λίγο μουτρωμένη αφού είχε θυμώσει με τον μπαμπά της γιατί δεν ήθελε να πάει στο σχολείο...
Στο δρόμο όμως ένα αναπάντεχο γεγονός θα της έφτιαχνε την διάθεση. Από ένα φορτηγό που περνούσε μέσα από την πόλη πήδηξε ένα μαλλιαρό ζωάκι με μαγική φουντωτή ουρά! Ένας κόκκινος σκίουρος έπεσε από τον ουρανό στην αγκαλιά της. Ο μπαμπάς της δεν κατάλαβε τίποτα και η Ισμήνη σαν θαρραλέο κορίτσι που ήταν άρπαξε τον μικρούλη στις χούφτες της και του ψιθύρισε για να μην ακούσει ο μπαμπάς της: 'ποιος είσαι εσύ μικρέ;'
Ο Λουίς της έκανε νόημα να μην φωνάξει και την είπε με σιγανή φωνή: 'βάλε με στην τσέπη σου κοριτσάκι θέλω την βοήθεια σου. Μην με προδώσεις!'
Η περιπέτεια και το παιχνίδι τώρα χτυπούσε την πόρτα της καρδιάς της Ισμηνούλας...έτσι πρόθυμα συμφώνησε και έβαλε στην τσέπη του μπουφάν της το καινούριο της φίλο. Ο μπαμπάς της χαμπάρι δεν πήρε ούτε όταν η με αλλαγμένη διάθεση Ισμήνη τον χαιρέτησε στην είσοδο του σχολείου της.
Μέσα στην τάξη η δασκάλα ξεκίνησε ένα παιχνίδι γνώσεων με ερωτήσεις και δώρα για κάθε σωστή απάντηση μόνο που η μικρή μας Ισμήνη ήταν αφηρημένη αφού ο ενθουσιασμός της που απέκτησε ένα καινούριο και σπάνιο φίλο που κανένα άλλο παιδάκι δεν είχε την είχε απορροφήσει τελείως. Κάποια στιγμή η κυρία Ρόζα ρώτησε την Ισμήνη ποια είναι η πρωτεύουσα της Χιλής.
Ωχ είχε κολλήσει το μυαλό της...άσε που με το χέρι στην καρδιά δεν είχε καν ακούσει καλά καλά την ερώτηση, όμως σήμερα ήταν μια διαφορετική μέρα και ο Λουίς που με προσοχή παρακολουθούσε το μάθημα μιας και αυτός δεν είχε σχολείο και του άρεσε που μάθαινε καινούργια πράγματα αμέσως της ψιθύρισε: ‘το Σαντιάγο Ισμήνη, το Σαντιάγο είναι !’
Η δασκάλα ενθουσιάστηκε που η μικρή της μαθήτρια συμμετείχε για πρώτη φορά στο μάθημα και αμέσως την επιβράβευσε με μια σοκολάτα!!!
Όταν τελείωσε το μάθημα και ο μπαμπάς της επέστρεψε για να την γυρίσει σπίτι είδε ένα αλλαγμένο παιδί, ένα χαρούμενο νινάκι που δεν σταματούσε να μιλάει για το σχολείο και τα μαθήματα, ένα εντελώς διαφορετικό από το σιωπηλό και θυμωμένο μικράκι που έφυγε το πρωί από το σπίτι τους.
Φυσικά ο Λουίς δεν έφυγε στιγμή από την τσεπούλα της Ισμήνης παρά μόνο για να του δώσει λίγο φαγητό και νεράκι κρυφά κρυφά.
Όταν η μαμά της Ισμήνης σήκωσε το τηλέφωνο και άκουσε την δασκάλα να της λέει πόσο καλά τα πήγε η κορούλα της στο σχολείο χάρηκε πολύ και της ανακοίνωσε πως θα της κάνει οποία χάρη θέλει. Τότε ο Λουίς της συμβούλεψε να ζητήσει μια εκδρομή στο δάσος ώστε να βρει την καίρια να γυρίσει σπίτι του στην μαμά του και τον μπαμπά του που θα έκλαιγαν από τη στεναχώρια και την αγωνία τους για το που ήταν το παιδί τους.
Έτσι λοιπόν την Κυριακή ξεκίνησαν για μια βόλτα στο δάσος, ένα πυκνό και καταπράσινο δάσος στο οποίο η Ισμήνη ανακοίνωσε στην υπόλοιπη οικογένεια της τον νέο της φίλο και τον λόγο που πήγανε εκεί.
Όταν ο Λουίς έδειξε το δέντρο στο οποίο έμενε και είδε τους γονείς του να κλείνε από χαρά που γύρισε πίσω πήρε με τα μικρά χεράκια του αγκαλιά την Ισμηνούλα που τον φίλησε στα μαλλάκια του και το χάιδεψε τρυφερά την ώρα που δώσαν υπόσχεση να τα λένε κάθε δεύτερη Κυριακή παρέα με την Ναντιούλα τη αδερφή της Ισμήνης που κοιτούσε στην αγκαλιά της μαμάς της και απορούσε πως το κόκκινο σκιουράκι μιλούσε σαν άνθρωπος...
Καθώς έφευγαν η Ισμήνη φώναξε προς το μέρος του Λουίς: ‘σ' αγαπώ Λουίς σ' αγαπάω φίλε μου’ και ο Λουίς της έστελνε φιλάκια και απαντούσε: ‘και γώ και σ´ ευχαριστώ πολύ για όλα !!!!!’
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...