Γράφει ο Θανάσης Μήνας
Ο Curtis Mayfield (03/06/1942 – 26/121999) δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος ερμηνευτής, κιθαρίστας, συνθέτης, παραγωγός και ενορχηστρωτής. Ήταν προπάντων ένας μεγάλος άνθρωπος, ένας οραματιστής που αφουγκράστηκε τα σημεία των καιρών, πιστεύοντας στις «αλλαγές που έρχονταν», κατά πως θα ’λεγε και ο Sam Cooke. Έχοντας αυτή την πίστη, ο Mayfield προσέφερε τη μουσική του στις υπηρεσίες του λαού του, την εποχή που η αφροαμερικανική κοινότητα αναζητούσε την ταυτότητά της μέσα στους ασφυκτικούς περιορισμούς που της επέβαλε η κοινωνική πραγματικότητα των ΗΠΑ, στις δεκαετίες του 1960 και 1970.
PEOPLE GET READY- Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ IMPRESSIONS
Ο Mayfield γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου του 1943 στο Σικάγο και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στις σκληρές γειτονιές που εκτείνονται στα ανατολικά της Windy City, όπως ονομάζουν την πρωτεύουσα του Ιλινόις οι κάτοικοι της πόλης. Όπως και τόσοι άλλοι, ο Mayfield πήρε το βάπτισμα του πυρός τραγουδώντας γκόσπελ στις τοπικές εκκλησίες, γεγονός που αποτέλεσε και την αφετηρία της σχέσης του με έναν άλλο μεγάλο της soul, τον Jerry Butler, ο οποίος επίσης αναδείχτηκε αρχικά ως ερμηνευτής από την θρησκευτική μουσική παράδοση των Αφροαμερικανών. Την ίδια εποχή, το 1957, στο Σικάγο σχηματίζονταν οι Roosters, ένα doo woοp φωνητικό σχήμα, αποτελούμενο από τον Sam Gooden και τους αδερφούς Richard και Arthur Brooks, οι οποίοι σύντομα μετονομάστηκαν σε Impressions. O Butler προσχώρησε στο γκρουπ ως πρώτη φωνή και ύστερα από τη δική του προτροπή προστέθηκε στο σχήμα και ο Mayfield ως κιθαρίστας. Τον επόμενο χρόνο, το γκρουπ θα ηχογραφήσει το πασίγνωστο “For Your Precious Love” που θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, σε ολόκληρες τις ΗΠΑ (σε μια εποχή που οι αφροαμερικανικές ηχογραφήσεις, ως επί το πλείστον, διακρίνονταν εμπορικά μόνο σε τοπικό επίπεδο), έχοντας ως αιχμή του δόρατος την εκπληκτική και πούρα γκόσπελ ερμηνεία του Butler. Ο τελευταίος, όμως, σύντομα έμελλε να εγκαταλείψει τη μπάντα για να ακολουθήσει σόλο καριέρα, η οποία αποδείχτηκε άκρως επιτυχημένη, τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά. Αν και το κεφάλαιο Jerry Butler είναι πολύ μεγάλο για να το ανοίξω επί του παρόντος, θα αρκεστώ να αναφέρω ότι εκτός από κορυφαίος ερμηνευτής υπήρξε και σπουδαίος συνθέτης. Δικά του είναι, μεταξύ άλλων, τόσο το πολυδιασκευασμένο “Never Gonna Give You Up” όσο και το “I’Ve Been Loving You Too Long”, που ανέδειξε –το δεύτερο– με τη φωνή του ο μέγιστος Otis Redding…
Ο Mayfield συνέχισε να συνεργάζεται, ως συνθέτης και κιθαρίστας, με τον Butler, ενώ παράλληλα έγινε ο de facto ηγέτης των Impressions, αναλαμβάνοντας και τον ρόλο του τενόρου στο φωνητικό σχήμα. Το γκρουπ θα μεταπηδήσει στην εταιρεία ABC-Paramount και το 1961 θα ‘σκοράρει’ ξανά στα charts με μια σύνθεση του Mayfield: το υπέροχο “Gypsy Woman”, με τις σχεδόν latin συγχορδίες του, γεγονός που χαρακτηρίζει εν γένει το παίξιμο του Mayfield ως κιθαρίστα.
Το “Gypsy Woman” θα διαδεχτούν άλλες μικρότερες ή μεγαλύτερες επιτυχίες, όπως το “It’s Allright” (1963) ή το “Keep On Pushing” (1964), που αμφότερα συγκαταλέγονται στις χρυσές σελίδες της soul των 60΄ς. Η επιτυχία τους, δε, ξεπέρασε τα σύνορα των ΗΠΑ και έφτασε…μέχρι τη Τζαμάικα, όπου οι Impressions αποτέλεσαν μακράν το πιο επιδραστικό soul σχήμα σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση του τζαμαϊκανού ήχου των 60΄ς. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου το γεγονός ότι έχουν καταγραφεί ουκ ολίγες τζαμαϊκανές εκδοχές σε τραγούδια τους (για παράδειγμα, το “Don’t Change” από τον Winston Francis ή το “Choice Of Colours” από τους Heptones), ενώ το ερμηνευτικό στιλ του Mayfield στάθηκε το πρότυπο για ορισμένες από τις καλύτερες φωνές του νησιού (με πιο τρανταχτό ίσως παράδειγμα τον Alton Ellis).
Εκτός από τον Mayfield, σημαντική συμβολή στον ήχο του γκρουπ εκείνα τα χρόνια είχε και ο ενορχηστρωτής και παραγωγός Johnny Pate (άλλο κεφάλαιο που θα πρέπει να ανοιχτεί κάποια στιγμή) ο οποίος, ανάμεσα στα πολλά που έχει κάνει στην καριέρα του, τυγχάνει και ο συνθέτης του κλασικού blaxploitation soundtrack Brother On The Run (Perception, 1973). Συνολικά, οι Impressions της εποχής Curtis Mayfield θα ηχογραφήσουν πέντε άλμπουμ και θα γνωρίσουν 14 επιτυχίες στο αμερικανικό Top 40. Ανάμεσά τους, βέβαια, ξεχωριστή θέση έχει ο υπεράνω εποχής ύμνος “People Get Ready”, ενδεχομένως το κορυφαίο ‘μαύρο’ τραγούδι διαμαρτυρίας, μαζί με το “Change Is Gonna Come” του Sam Cooke.
Οι εποχές όμως όντως άλλαζαν στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 60. Στο πολιτικοκοινωνικό πεδίο, ένας ούτως ή άλλως συνειδητοποιημένος άνθρωπος όπως ο Mayfield, που ανέκαθεν μιλούσε ανοιχτά για τα προβλήματα του λαού του και πρόβαλλε τη ‘Μαύρη Υπερηφάνεια’ μέσα από τους στίχους του, δεν θα μπορούσε παρά να ταυτιστεί με το ανερχόμενο κίνημα του ‘Black Power’. Οι αλλαγές όμως αυτές καθρεπτίζονταν και στη μουσική, όπου οι μελωδίες και οι ρυθμοί γίνονταν ολοένα και πιο σκληροί και περίπλοκοι, μέσα από την επανάσταση που έφεραν στον αφροαμερικανικό ήχο από τη μία το funk του James Brown και από την άλλη η free jazz (το επονομαζόμενο New Thing), τα οποία είχαν επίσης ως ουσιαστική αφετηρία το κίνημα της ‘Μαύρης Δύναμης’. Ο Mayfield ένοιωθε πλέον εκφραστικά περιορισμένος στην πανέμορφη πλην όμως πιουρίστικη gospel-soul των Impressions. Έτσι, στα τέλη του 60 αφενός θα ιδρύσει τη δική του δισκογραφική εταιρεία (Curtom Records, περισσότερα για αυτή στην ξεχωριστή ενότητα που συνοδεύει το παρόν κείμενο) αφετέρου θα εγκαταλείψει το σχήμα για να ακολουθήσει προσωπική καριέρα, αφού όμως πρόλαβε να ηχογραφήσει μαζί τους άλλα δύο άλμπουμ: το The Young Mods Forgotten Story (1969) και το Check Out Your Mind (1970). Από αυτά, του πρώτο, με τις ενορχηστρώσεις του Johnny Pate αλλά και του Donny Hathaway, είναι ένα τεράστιο διαμάντι της 60’ς soul, φορτωμένο με μπόλικα καράτια (το ομώνυμο κομμάτι, το “Choice Of Colours”, το “Seven Years’, το “Mightey Mightey” κλπ.) Οι Impressions, πάντως θα συνεχίσουν να υπάρχουν ως σχήμα, με νέο τραγουδιστή αρχικά τον Leroy Hutson (και αυτόν θα τον ξανασυναντήσουμε πιο κάτω).
SUPERFLY
Τα πρώτα κιόλας σινγκλ του Mayfield ως σόλο πια καλλιτέχνη πιστοποίησαν τη στροφή του σε έναν πιο σκληρό και σύνθετο soul funk ήχο. Ένα μάλιστα από αυτά, το “(Don’t Worry) If There’s A Hell Below We’re All Gonna Go” με την πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής παραγωγή του, ανήκει στα κομμάτια που οριοθέτησαν τον λεγόμενο blaxlpoitation sound των 70’ς. Τόσο αυτό όσο και μια σειρά από άλλα …ζόρικα soul funk κομμάτια (“Move On Up”, “Ghetto Child”, “Miss Black America”) θα εμφανιστούν στο παρθενικό του προσωπικό άλμπουμ με τον τίτλο Curtis (Curtom, 1970). Θα ακολουθήσει έναν χρόνο μετά το ηχογραφημένο ζωντανά στη Νέα Υόρκη Curtis Live στο οποίο ο Mayfield, με τη συνοδεία ενός λιτού σχήματος και με την κιθάρα του σε πρώτο ρόλο, καταθέτει απογυμνωμένες πλην όμως ρυθμικότατες live εκδοχές σε ορισμένα από τα πιο γνωστά κομμάτια του έως τότε (“Mightey Mightey”, “Gypsy Woman”, “We’re A Winner”, “People Get Ready” κλπ.). Το σερί των σπουδαίων δίσκων θα συνεχιστεί με το Roots του 1971 (με “Get Down”,“We Got To Have Peace”, “Underground”, “Beautiful Brother Of Mine” και λοιπά διαμάντια), ενώ το 1972 ο Mayfield θα φτάσει στο εμπορικό αλλά και καλλιτεχνικό του ζενίθ με το soundtrack μιας ταινίας που είναι πασίγνωστη σήμερα: το περίφημο Superfly, σε σκηνοθεσία του Gordon Parks Jr. και με τον μυστακοφόρο Ron O’ Neal στον ρόλο του Priest, ενός νταβατζή που προσπαθεί να κάνει μια τελευταία μπάζα, θέλοντας να ξεκόψει από τα κόλπα του γκέτο, και στην προσπάθεια του αυτή συγκρούεται αναπόφευκτα με το “λευκό σύστημα”. Η ταινία είναι ενδεχομένως μέτρια με αυστηρά κινηματογραφικά κριτήρια (για blaxploitation πάντως μια χαρά βλέπεται), ωστόσο, η μουσική και κυρίως οι στίχοι του Mayfield περιέγραψαν με τον πιο παραστατικό και εύγλωττο τρόπο τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η αφροαμερικανική κοινότητα στα γκέτο των μεγαλουπόλεων του 70.
Σε μουσικό επίπεδο, το Superfly περιέχει τραγούδια που το καθένα τους δημιούργησε ξεχωριστή σχολή στον soul funk ήχο της εποχής του, από τον ομώνυμο δυναμίτη έως το αισθησιακό “Give Me Your Love” και από τον anti-junkie ύμνο του “Pusherman” στο συναισθηματικά φορτισμένο “Freddie’s Dead”. Έχει γραφτεί επανειλλημένα ότι ο Mayfield δεν κατόρθωσε να ηχογραφήσει από εκεί και μετά κάτι αντάξιο του “Superfly” και ότι η καριέρα του πήρε την κατιούσα έκτοτε. Σωστό, αλλά συνάμα και άδικο. Ο Mayfield κυκλοφόρησε τουλάχιστον άλλα δύο σπουδαία άλμπουμ στο πρώτο μισό του 70. Τόσο το Back To The World (1973) όσο και το έξω από τα δόντια στους στίχους There’s No Place Like America Today (1975) περιέχουν ορισμένα από τα καλύτερα κομμάτια που έγραψε ποτέ: ας αναφερθούν ενδεικτικά, από το πρώτο, το “Future Shock” και το εφιαλτικό “Right On For The Darkness” (εδώ πάντως αξίζει να αναζητήσει κανείς και την φοβερή α λα Gil Scott Heron εκτέλεση που ηχογράφησε λίγα χρόνια μετά ο Willie Wright στο ίδιο τραγούδι), ενώ από το δεύτερο, το αργόσυρτο -με την κιθάρα πηγμένη στα wah wah- funky “Billy Jack” και το βαρέων βαρών “Hard Times” (η εκδοχή του Mayfield στο τραγούδι που έγραψε ο ίδιος για τον Baby Huey).
Τα τέλη των 70’ς και ακόμη περισσότερο τα χρόνια της δεκαετίας του 80 ήταν δύσκολα για τον Mayfield, όπως εξάλλου και για τους περισσότερους καλλιτέχνες της soul, οι οποίοι δεν ενέδωσαν στον ‘πλαστικό’ ήχο που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη. Στα 80’ς λοιπόν ο Mayfield θα ηχογραφήσει μια σειρά από δίσκους αξιοπρεπείς. Τον είχαμε δει live το Φθινόπωρο ’89 στην Αθήνα, σε μια θαυμάσια ακουστική εμφάνιση στα πλαίσια του φεστιβάλ της ΚΝΕ, την εποχή όπου συγκροτήθηκε ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ.
Στις 14 Αυγούστου του 1990, live στη Νέα Υόρκη, ένα από τα φωτιστικά εξαρτήματα του show θα πέσει από την οροφή και θα του θρυμματίσει τη σπονδυλική στήλη, με αποτέλεσμα να μείνει παράλυτος από τον λαιμό και κάτω. Η μουσική κοινότητα θα του συμπαρασταθεί με tribute album, συναυλίες για την ενίσχυσή του κλπ., ενώ και ο ίδιος, ενδεχομένως σε μια στιγμή προθανάτιας καλλιτεχνικής αφύπνισης, θα ηχογραφήσει το τελευταίο του σπουδαίο άλμπουμ: το New World Order (1996), στο οποίο διακρίνονται και πινελιές από hip hop (άλλωστε ο Mayfield με τις ηχογραφήσεις του στα 70’ς θεωρείται από τους προπάτορες τους είδους), ενώ στους στίχους ο πάντα οξυδερκής ποιητής του γκέτο θα κριτικάρει ανοιχτά τη ‘νέα τάξη πραγμάτων’. Τρία χρόνια μετά, θα μας αφήσει για πάντα, σε ηλικία 57 ετών.
Η ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΗ CURTOM RECORDS
Η εταιρεία Curtom, δημιουργημένη από τον Mayfield το 1968, ήταν για τη soul του Σικάγο ότι ήταν ας πούμε η Stax για τον ήχο του Μέμφις ή η Motown για το Ντιτρόιτ, χωρίς φυσικά να μπορεί να συγκριθεί σε επιτυχία, καλλιτεχνική ή εμπορική, μαζί τους. Από τα στούντιο της Curtom, όπου τις κονσόλες του ήχου χειρίζονταν κυρίως ο ίδιος ο Mayfield αλλά και ο ικανότατος λευκός παραγωγός Marv Stuart, πέρασαν από το 68 και μετά οι κορυφαίοι soul ερμηνευτές και ερμηνεύτριες της Chi-town (άλλο προσωνύμιο του Σικάγο): ο Gene Chandler, ο Billy Butler, ο Major Lance, o Jamo Thomas, η June Conquest, ο θαυμάσιος κιθαρίστας Cash Mc Call και πολλοί άλλοι που ηχογράφησαν ωραιότατα κομμάτια. Από τα σχήματα που έγραψαν για την εταιρία στα τέλη του 60 και στα πρώτα χρόνια του 70 ας αναφερθούν στα γρήγορα οι Mayfield Singers (με τον νεαρότατο τότε Donny Hathaway στη σύνθεσή τους), οι National Four, οι Ground Hog (καμία σχέση με το σχεδόν συνονόματο βρετανικό hard rock σχήμα της ίδια εποχής), οι Notations (το δικό τους “Superpeople” του 75 λογίζεται ως funk anthem), το γυναικείο σχήμα των Fascinations και άλλοι. Χάρη, δε, σε μια συμφωνία διανομής των δίσκων της εταιρείας μέσω της μεγαλύτερης Cameo/Parkway (με έδρα την Φιλαδέλφεια), οι καλλιτέχνες της Curtom ξεπέρασαν τα γεωγραφικά όρια της πολιτείας τους και κατόρθωσαν να αγγίξουν ένα ευρύτερο αφροαμερικανικό κοινό και στις υπόλοιπες ΗΠΑ.
Στην Curtom φυσικά εξέδιδε τους δίσκους του και ο ίδιος ο Mayfield, όπως και οι Impressions, οι οποίοι όπως είπαμε και πιο πάνω συνέχισαν χωρίς τον ηγέτη τους, έχοντας αρχικά ως τραγουδιστή τον Leroy Hutson και αργότερα τον Reggie Torian. Από τα άλμπουμ τους χωρίς τον Mayfield, το Times Have Changed (1971) είναι μάλλον αυτό που ξεχωρίζει. Όσο για τον γεννημένο το 1945 στο Νιου Τζέρσι, Leroy Hutson, αυτός στο ξεκίνημά του θεωρήθηκε σπουδαίο ταλέντο, χωρίς όμως τελικά να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες. Παρ’ όλα αυτά, ηχογράφησε ορισμένα αξιόλογα blaxploitation soundtracks μεταξύ του 1972 και του 1980, και, κυρίως, το θαυμάσιο ‘μεταξένιο’ soul άλμπουμ Lucky Fellow (1975), απ’ όπου το ομώνυμο κομμάτι έμεινε κλασσικό και γνώρισε αρκετές διασκευές (για παράδειγμα από τον Snowboy στα χρόνια της acid jazz).
To μεγαλύτερο όμως μακράν, πλην του Mayfield, ταλέντο που ανέδειξε η Curtom ήταν ο απίστευτος Baby Huey, κατά κόσμον James Thomas Ramey. Ο Baby Huey ήταν μεγάλο ταλέντο. Τζάμαρε με τον Jimi Hendrix, ο οποίος απ’ ότι λέγεται τον πίστευε πολύ. Δυστυχώς, ο Baby Huey έπεσε θύμα της ίδιας της πληθωρικότητάς του και έφυγε νωρίς, σε ηλικία μόλις 26 ετών, πριν καν προλάβει να κυκλοφορήσει το ένα και μοναδικό άλμπουμ που ηχογράφησε με το funk rock σχήμα των Babysitters (στα β’ φωνητικά η έφηβος τότε Chaka Khan παρακαλώ), το 1970, σε παραγωγή των Curtis Mayfield-Donny Hathaway. Ένα, πράγματι, καταπληκτικό άλμπουμ, στο οποίο ο Baby Huey δίνει τα ρέστα του σε τραγούδια κυρίως του Mayfield (“Mightey Mightey”, “Hard Times” σε εκτέλεση μεγατόνων), καθώς και σε μια ανατριχιαστική εκδοχή του “A Change Is Gonna Come”. Πάλι καλά που το ξεχασμένο αυτό αριστούργημα επανεκδόθηκε με τον τίτλο The Baby Huey Story-The Living Legend.
Φτάνοντας στο τέλος της καταμέτρησης των καλλιτεχνών που πέρασαν έστω και πρόσκαιρα από το δυναμικό της Curtom, θα πρέπει να αναφερθούν ακόμη οι Staple Singers στη μετά τη Stax εποχή τους (με το soundtrack Let’s Do It Again), η τραγουδίστριά τους Mavis Staples σε σόλο δουλειές της, αλλά και ο τρομπονίστας Fred Wesley στη μετά J.B’S και P-Funk περίοδο της καριέρας του. Τα οικονομικά, ωστόσο, προβλήματα που άρχισε να αντιμετωπίζει η εταιρεία στα τέλη του 70, ανάγκασαν τον Mayfield να παραδώσει τα όπλα και να αναστείλει τα λειτουργία της εταιρείας στις αρχές του 80. Παρ’ όλα αυτά τα στούντιο της Curtom στο Σικάγο παρέμειναν ενεργά και στα επόμενα χρόνια, χωρίς όμως να χρησιμοποιείται η σχετική επωνυμία, και θα αναφέρω ενδεικτικά ότι εκεί έχουν γίνει, μεταξύ άλλων, αρκετές ηχογραφήσεις της blues εταιρείας Alligator.
Η κληρονομιά της Curtom ήταν και παραμένει ένα σημαντικότατο κεφαλαίο για τη μαύρη μουσική, τόσο όσον αφορά την καλλιτεχνική αξία των ηχογραφήσεών της όσο και σε συμβολικό επίπεδο. Η Curtom ήταν μία από τις πρώτες εταιρείες με Αφροαμερικανό ιδιοκτήτη, σε μια εποχή όπου η ‘λευκή’ μουσική βιομηχανία εκμεταλλευόταν κατά κόρον τους Αφροαμερικανούς καλλιτέχνες. Με τον τρόπο αυτό αποτέλεσε το πρότυπο για τις ανεξάρτητες εταιρείες που εμφανίστηκαν τα επόμενα χρόνια, έχοντας μαύρους ιδιοκτήτες-καλλιτέχνες οι οποίοι επιδίωξαν να πάρουν οι ίδιοι στα χέρια τους τον έλεγχο της μουσικής τους. Αυτό το ανεξάρτητο modus operandi οραματίστηκε το ελεύθερο πνεύμα του Curtis Mayfield και αυτή, ενδεχομένως, υπήρξε και η σημαντικότερη συμβολή του στην προβολή της αφροαμερικανικής κουλτούρας.
(To παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό jazz & τζαζ)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Ο Otis Redding στο Φεστιβάλ του Monterey, Σάββατο, 17 Ιουνίου 1967...
Blaxploitation – Οι ταινίες και η μουσική τους...
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)