Βίλλα Γκριμάλντι...

Γράφει ο Γιώργος Τσέκας

[απόσπασμα από την νουβέλα El Pago De Chile (Η Ανταμοιβή της Χιλής)]

... Μια άθλια κακοφτιαγμένη χειροποίητη πινακίδα στην είσοδο έγραφε, “Parque por la Paz Villa Grimaldi’’, και μας πληροφορεί πως μεταξύ 1973 και 1978, υπολογίζεται ότι 4.500 άνδρες και γυναίκες κρατήθηκαν και βασανίστηκαν βάναυσα σε αυτό το (πρώην) στρατόπεδο φυλακών. Πάνω από 220 από αυτούς «εξαφανίστηκαν» κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, χωρίς να τους δουν ή να ακούσουν για αυτούς ποτέ ξανά. Άλλοι δεκαοκτώ εκτελέστηκαν για άλλους το ίδιο ασήμαντους και αναληθής αν όχι ανύπαρκτους λόγους.

Δεν ήρθα για τουρισμό στη Χιλή. Και εντάξει, ας πούμε πως πάντα έβρισκα τρόπους να ξεφεύγω από το αυστηρό πρόγραμμα που μου σχεδίαζε με καθαρά λογιστικούς όρους ο αρχισυντάκτης και να βάζω στο καλεντάρι έξτρα προορισμούς και δευτερεύοντα (για την εφημερίδα και τον αρχικό σκοπό που με έστελνε κάπου, όχι για μένα) θέματα μέσα σε μεγαλύτερες αποστολές. Μα ποιος θα βάφτιζε τουρισμό την επίσκεψη σε ένα μέρος που υπήρξε τόπος βασανιστηρίων; Αλλά οκ, καταλαβαίνω πως το βλέπει αυτός που πληρώνει τα έξοδα. Και ο αρχισυντάκτης μου βρίσκει καθημερινά την ευκαιρία να μου το θυμίσει και το γιατί πήγα στη Χιλή και το ποιος το πληρώνει το γαμημένο το ταξίδι. Και προφανώς δεν ενέκρινε ένα θέμα για την Βίλλα Γκριμάλντι. Δεν σχετίζεται με την επικαιρότητα μου είπε ορθά κοφτά. Άλλωστε η Βίλλα Γκριμάλντι δεν είναι αξιοθέατο. Χώρος βασανιστηρίων και κράτησης ήταν και έτσι θα μείνει χαραγμένη ανεξίτηλα όσο και αν η νέα εποχή προσπάθησε και προσπαθεί να το εξωραΐσει και να το εργαλειοποιήσει και τώρα λειτουργεί ως πάρκο μνήμης. Μιας και δεν είναι τα έξοδα μεταφοράς ή ο χρόνος μετάβασης μου στο μέρος -η Βίλλα Γκριμάλντι βρίσκεται στο Peñalolén στα περίχωρα του Σαντιάγο- νομίζω πως η άρνηση του αρχισυντάκτη μου έγκειται στην προσπάθεια του να μου τονίσει ακόμα περισσότερο πως δεν βρισκόμαστε σε χούντα ή στα 1973, δεν υπάρχει Αλιέντε (σίγουρα το προσυπογράφω), ούτε Πινοσέτ (σε αυτό θα συμβούλευα να ξανά κοιτάξει και ο αρχισυντάκτης και η Χιλή γιατί ο νάνος βρίσκεται παντού ακόμα) και πως το θέμα επανάσταση στη Χιλή είναι μόνο στο μυαλό μου και σιγά σιγά πρέπει να τα μαζεύω για Αθήνα.

Φυσικά και δεν τον άκουσα και πήρα τον Βεράνιες και τον Μάρκεζ και πήγα μια βόλτα από εκεί. Το σενάριο στο μυαλό μου ήταν να πάρω συνέντευξη στον Βεράνιες σαν πρώην φυλακισμένο στην Βίλα και προφανώς σκληρά βασανισμένο εκεί, αλλά και σαν σύζυγο θύματος μιας και η γυναίκα του δεν άντεξε το ξύλο και τους βιασμούς και πέθανε στα χέρια των δημίων της το 1974. Δεν περίμενα να μου αρνηθεί τη συνέντευξη. Ούτε να τον δω συνοφρυωμένο και ζοχαδιασμένο και με τα χίλια ζόρια από την ώρα που ξεκίνησε να έρθει και καθ’ όλη τη διάρκεια μέσα στο αυτοκίνητο του Μάρκεζ να δείχνει πόσο ήταν φανερά ενοχλημένος. Δεν αντιδρούσα με την ελπίδα πως με το που θα πάμε εκεί να ξεκινούσε αυτός τη συζήτηση. Μάταια.

Μια άθλια κακοφτιαγμένη χειροποίητη πινακίδα στην είσοδο έγραφε, “Parque por la Paz Villa Grimaldi’’, και μας πληροφορεί πως μεταξύ 1973 και 1978, υπολογίζεται ότι 4.500 άνδρες και γυναίκες κρατήθηκαν και βασανίστηκαν βάναυσα σε αυτό το (πρώην) στρατόπεδο φυλακών. Πάνω από 220 από αυτούς «εξαφανίστηκαν» κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, χωρίς να τους δουν ή να ακούσουν για αυτούς ποτέ ξανά. Άλλοι δεκαοκτώ εκτελέστηκαν για άλλους το ίδιο ασήμαντους και αναληθής αν όχι ανύπαρκτους λόγους.

Μπήκαμε από την τεράστια σιδερένια πόρτα αμίλητοι. Ο Βεράνιες έκλεισε τα μάτια στιγμιαία καθώς εισερχόταν στο χώρο προσπαθώντας να μην φανερώσει φόβο ή θυμό όταν άκουσε τους μεντεσέδες να τρίζουν και έναν παγωμένο αέρα να χαϊδεύει την ράχη του. Αποφύγαμε να ακούσουμε την ηχογραφημένη ξενάγηση μιας (νεκρής πλέον από ότι με πληροφόρησαν οι φίλοι μου) ηθοποιού που έχουν ηχογραφήσει και πλήρωσα έναν ξεναγό το ίδιο απαθή όπως αποδείχθηκε. Ο ξεναγός με μια ψεύτικη μελαγχολία φορεμένη σαν μάσκα στο πρόσωπο του και μια ήρεμη φωνή λες και έπαιζε ρόλο, που ανεξάρτητα αν η πρόθεση του μπορεί να ήταν μια ουμανιστική προσέγγιση ή μια απαλλαγμένη από βερμπαλισμούς ανάγνωση των γεγονότων, εμένα μου φάνηκε σαν μια χαμηλόφωνη αφήγηση μιας κτηνωδίας από την μεριά των νικητών, μας πληροφόρησε πως μερικά από τα κτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για βασανιστήρια ανακατασκευάστηκαν αν και ορισμένα από τα αρχικά χαρακτηριστικά του χώρου διατηρήθηκαν. Μαλακίες! Απομεινάρια και γκρεμίσματα που έχουν βιαστικά ανακατασκευαστεί και έχουν τοποθετηθεί έτσι ώστε να στηρίζουν την αφήγηση απολογία «εδώ συνέβαιναν αυτά». Και το στράβωμα στη φάτσα του Βεράνιες έλεγε περισσότερα από τον ξεναγό και μαρτυρούσε τις ανακρίβειες και το ψεύτικο της όλης κατασκευής. Ο Μάρκεζ ρώτησε για τον πύργο που ξεπρόβαλε μπροστά μας στον οποίο οι κρατούμενοι μεταφέρονταν στην κορυφή του και βασανιζόντουσαν, με πολλούς αν όχι οι περισσότεροι δεχόμενοι σεξουαλική βία πριν από το θάνατό τους, όπως η γυναίκα του Βεράνιες, Μαρία. Είδαμε εκεί και θλιβερά αντίγραφα των μικρών θαλάμων των Casas Chile όπως έλεγαν οι στρατιώτες του Πινοσέτ για να ειρωνευτούν την πρωτοβουλία του Σαλβαδόρ Αλιέντε να δώσει σπίτια στους φτωχούς -όσο μικρά και στριμωγμένα κι αν ήταν-, όπου οι κρατούμενοι με την σειρά τους αναγκάζονταν να στριμωχτούν πέντε συχνά έξι γυμνά σώματα μέσα για μέρες στα ένα επί δυο μπουντρούμια. Συνεχίζουμε να βαδίζουμε, περνάμε τη ρέπλικα του υδραγωγείου στο οποίο απομόνωναν τους εξέχοντες κρατουμένους, περνάμε τη sala de la memoria (αίθουσα μνήμης) –ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα αρχικά κτίσματα που άλλοτε στέγαζε τα εργαστήρια φωτογραφίας και μεταξοτυπίας– και σταματάμε στην πισίνα, όπου πετούσαν και έπνιγαν κρατούμενους, η οποία πλέον έχει αποκατασταθεί, χρησιμεύοντας ως υγρή υπενθύμιση των βασανιστηρίων που έγιναν στη Villa Grimaldi. Μια άθλια μακέτα μας δείχνει την αρχιτεκτονική και την διαρρύθμιση του στρατοπέδου. Μα και πάλι όταν έχουν σβηστεί όλα αυτά που το κάνανε ποιος ο λόγος να ήρθαμε εδώ πραγματικά. Στην μινιατούρα όσα ήταν λευκά σημάδευαν ό,τι είχε χαθεί στο κτήριο, ενώ τα εναπομείναντα κτίσματα ήταν σκουρόχρωμα. Αρχίζω και καταλαβαίνω τον Βεράνιες που ήρθε 25 χρόνων για πρώτη φορά αποφυλακίστηκε (όχι λόγω της δολοφονίας της γυναίκας του σιγά μην τον λυπήθηκαν κιόλας...) μετά από 3 χρόνια και τρεις μήνες και δεν ξαναπάτησε το πόδι του εδώ για 45 χρόνια. Δεν υπάρχει κάτι να δει. Ούτε να μας δείξει, ούτε σε μας ούτε σε κάποιον νεότερο. Κάτι διδακτικό ή για να γίνουμε μάρτυρες ενδείξεων ή αποδείξεων ενός βρώμικου παρελθόντος. Ακόμα και η μακέτα είναι ένα άνευρο μοντέλο που αδυνατεί πέρα από μια υποτυπώδη πανοραμική θέα του στρατοπέδου, θα έλεγα περισσότερο σχεδόν παραποιεί την ιστορία, μιας και δεν μπορεί να αποτυπώσει την φρίκη και την απανθρωπιά που βασίλευε εδώ μέσα.

Με είδε ο Βεράνιες που σημείωνα σκόρπιες λέξεις και έβαζα συνέχεια θαυμαστικό και ερωτηματικό και πάνω πάνω τίτλο στις σημειώσεις «γιατί ήρθαμε τελικά;» και το πάτησα αρκετές φορές με το μολύβι σαν τους μαθητές που ξαναπατάνε το όνομα τους στην κόλλα κατά την διάρκεια των εξετάσεων για να περάσει η ώρα και να κοροϊδέψουν δασκάλους και τον εαυτό τους πως δεν θα την παραδώσουν λευκή, αφού είναι αδιάβαστοι, και έσπασε την σιωπή του.

-Δεν είναι πως δεν μυρίζει πια θάνατο αυτό κωλομέρος. Δεν είναι τα λουλούδια που το στολίζουν, που αντικατέστησαν τις βατομουριές και το κάνουν να γεμίζει ευωδιές και σε κάνει να λησμονείς τη μυρωδιά από το αίμα ή τα πουλιά που κελαηδάνε πως πνίγουν τις κραυγές που αντηχούν στα αυτιά αυτών και μόνων αυτών που επιζήσαμε από εδώ. Απλά δεν είναι πια το ίδιο μέρος. Ούτε καν η προχειρότητα αφού εδώ και δεκαπέντε χρόνια έχουν αφήσει ημιτελές το όλο εγχείρημα σε απογοητεύει. Ούτε πως από το 2010 πως έχουν κόψει τον προϋπολογισμό κάτω από το μισό φταίει. Το ξαναλέω δεν είναι πια το ίδιο μέρος. Τρία στρέμματα πάρκου είναι τώρα τρία γαμημένα εκτάρια με δέντρα χωρίς συρματοπλέγματα, με λουλούδια και λιθόστρωτα δρομάκια που δεν μπορεί να γίνει «κέντρο προβληματισμού, τόπος συγκέντρωσης και σύμβολο για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη, καθώς και την υπεράσπιση και την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» όπως διαβάζω στο φυλλάδιο που μας έδωσε ο ξεναγός. Όπως σταμάτησε να είναι ο χώρος των διανοουμένων και των καλλιτεχνών όταν το πείραξε η DINA. Το σύμπλεγμα κτιρίων, που αρχικά ήταν μια όμορφη έπαυλη του 19ου αιώνα όπου κάποτε μαζευόταν εδώ καλλιτέχνες και διανοούμενοι, όταν το επίταξε η Εθνική Διεύθυνση Πληροφοριών, δηλαδή η μυστική αστυνομία του καθεστώτος σταμάτησε να αναπνέει το μέρος. Βλέπετε πέρα από τον συμβολισμό πως γκρέμιζαν ένα άντρο της διανόησης και φτιάχνανε ένα βασανιστήριο, ήταν πως βρισκόταν κοντά σε ένα αεροδρόμιο το οποίο έλεγχε ο Πινοσέτ. Aυτό βόλευε τους στρατιωτικούς για να φορτώνουν ναρκωμένους ή ήδη νεκρούς αιχμαλώτους σε αεροσκάφη, για τις λεγόμενες «πτήσεις θανάτου» και να τους πετάνε στη θάλασσα. Μόνο ο τοίχος έξω με τα ονόματα των νεκρών χαραγμένα στο χαλκό θυμίζει το κολαστήριο της δεκαετίας του ‘70 και την φρίκη που ζήσαμε. Αλλά δεν είναι πια το ίδιο μέρος. Τίποτα δεν σε φοβίζει πια, ακόμα και που σε εκείνο τον πάσσαλο βλέπω τον 40 χρόνια μικρότερο εαυτό μου να περιμένει καρτερικά σαν σκυλάκος δεμένος με σκουριασμένες αλυσίδες μάταια να γυρίσει το μωρό μου, ο έρωτας μου, η γυναίκα μου η Μαρία μου, φορώντας το ίδιο μαύρο φόρεμα όπως το βράδυ που μας συνέλαβαν, 22 Μαΐων, χορεύοντας ένα ταγκό του Γαρδέλ...

Δεν έχυσε ούτε σταγόνα δάκρυ, καθώς συνέχιζε επί δυο ώρες, που μου φάνηκαν πέντε λεπτά να μας διηγείται περιστατικά και επεισόδια από βασανισμούς και ταυτόχρονα να κοιτάμε φωτογραφίες στους τοίχους και ζωγραφιές που έγιναν από επιζήσαντες.

Περιφερόμαστε στο χώρο και στο χρόνο προσπαθώντας να κάνουμε κτήμα μας κάτι εντελώς απάνθρωπο ακόμα και στην σύλληψη του. Αν δεν υπήρχαν οι ακτιβιστές οι επιζήσαντες και οι συγγενείς των θυμάτων δεν είχε απομείνει τίποτα όρθιο θα το είχαν γκρεμίσει ολοκληρωτικά όπως όταν έριχναν ασβέστη οι Οθωμανοί στις εικόνες των ορθόδοξων ναών και μοναστηριών. Ακούμε την εξομολόγηση του Βεράνιες που δεν αναζητά λύτρωση, αλλά από την άλλη γνωρίζει πως οφείλει να τα βγάλει από μέσα του και μπαίνουμε σε ένα δωμάτιο/θάλαμο βασανιστηρίων και διακρίνουμε ένα γυμνό μεταλλικό ράντζο, το διαβόητο partials, που φέρει δερμάτινα λουριά με τα οποία συγκρατούσαν τα κορμιά των βασανισμένων (που συσπώνταν σαν χταπόδια χτυπημένα από το ηλεκτρικό ρεύμα), μια καρέκλα με ιμάντες για τα χέρια και για τα πόδια, ένα τραπέζι με εργαλεία για τα βασανιστήρια, ακόμα και μια φωτογραφία των ίδιων των βασανιστών. Η ώρα περνάει και ο τόνος της φωνής του Βεράνιες δεν λυγίζει αλλά ούτε αλλάζει ανάλογα με το τι περιγράφει, δεν αφήνει το μυαλό να λυγίσει στιγμή. Ελεγχόμενη χωρίς εντάσεις, με σιγουριά βουτηγμένη στην αλήθεια. Άλλωστε στον λόγο του χρησιμοποιεί πολλές λέξεις που ήταν ουσιαστικά απαγορευμένες. Οι λέξεις crimenes, desaparecidos και dictadura (εγκλήματα, εξαφανισμένοι και δικτατορία) είχαν αντικατασταθεί από τις λέξεις ecxecos, presuntos και gobierno militar (υπερβολές, υποτιθέμενοι και στρατιωτική διακυβέρνηση). Παντού η αλήθεια και οι λέξεις διαστρεβλώνονται από τα καθεστώτα και εργαλειοποιούνται. Προσωπικά παρόλο που αντιλαμβάνομαι τα στοιχεία που ακούω, μου είναι αδύνατο -όχι απλά δύσκολο- να τα συσχετίσω με τα γεγονότα και με τον χώρο. Δεν είναι πια το ίδιο μέρος η Βίλλα Γκριμάλντι δεν είναι το ίδιο για κανέναν και κανένα πάρκο και ομοίωμα, μινιατούρα ή αντίγραφα ανακατασκευασμένα δεν μπορούν να αποδώσουν το μίσος που δεν σβήνει την λήθη που παλεύει μα σκοτώσει την μνήμη, ούτε να περιγράψουν τη φρίκη και να γιατρέψουν τις πληγές και τα τραύματα...Καθώς βγαίνουμε στη έξοδο μια μεγάλη πινακίδα γράφει το ουτοπικό Nunca Más (Ποτέ Ξανά) που μοιάζει αναπόφευκτα να μας τραβάει προς την λησμονιά με σχοινί από κόκκους άμμου...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ: 

Βίκτορ Χάρα: «Το τραγούδι μου είναι η σκαλωσιά που χτίζουμε για να φτάσουμε στ’ άστρα»...

Στους Δρόμους του Σαν Τέλμο... (Κόκκινη Ρίτα)

Το κορίτσι της Καραϊβικής...


image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1