Γράφει ο Μάριος Σοφοκλέους
Μπορεί να είναι λάθος να ξεκινήσει κανείς έτσι έναν επικήδειο, αλλά ας το πούμε ευθέως: ο Brian Wilson, για όποιον τον άκουσε έστω μία φορά με τα αφτιά ανοιχτά και τον κυνισμό απενεργοποιημένο, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μουσικός. Και λέγοντας «περισσότερο», δεν εννοούμε θεότητες της ποπ, ιδιοφυΐες της ενορχήστρωσης ή άλλες ετικέτες που τοποθετούνται σαν πινέζες σε πρόσωπα, για να γλιτώσουμε από το ρίσκο να πούμε κάτι που νιώθουμε.
Ο Brian Wilson ήταν, με έναν σχεδόν ανατριχιαστικά άμεσο τρόπο, ένας από τους ελάχιστους της εποχής του που μετέτρεψαν την ευαλωτότητα σε μορφή τέχνης — χωρίς υπερβάσεις, χωρίς ηρωισμό. Με κάτι από την αμηχανία των παιδιών. Με αυτή την αφοπλιστική αθωότητα που δύσκολα αντέχει ο ενήλικος. Γιατί τι άλλο είναι το Pet Sounds, αν όχι μια προσoμοίωση του πώς ακούγεται η θλίψη όταν ακόμη δεν έχει μάθει να προσποιείται τη δύναμη;
Ακούγοντάς τον σήμερα — σε μια χρονιά πιο ψηφιοποιημένα κενή από ποτέ — αισθάνεται κανείς πως ο Wilson συνέθετε από μέσα προς τα έξω: από την εσωτερική ηχώ ενός 12χρονου που φοβάται να μεγαλώσει, προς τον θόρυβο ενός κόσμου που τον έχει ήδη προσπεράσει. Αυτό που αποκαλούμε «ποπ αρμονία» στους δίσκους του, δεν είναι απλώς συγχορδίες που κουμπώνουν μεταξύ τους, αλλά μια χειρονομία αντίστασης. Μια προσπάθεια να διατηρηθεί, όσο κρατά ένα ρεφρέν, η ψευδαίσθηση πως τα πράγματα έχουν ακόμη νόημα — ή, έστω, πως αισθάνονται πριν εξηγηθούν.
Ο θάνατός του είναι σαν τον απόηχο μιας φράσης που δεν ολοκληρώθηκε. Και η θλίψη που αφήνει πίσω του δεν είναι νοσταλγική — δεν προσκολλάται στο παρελθόν, δεν ζητάει επιστροφή. Είναι μετα-ηθική: η μελαγχολία που νιώθει κανείς όταν συνειδητοποιεί πως ένα είδος ειλικρίνειας, ευαισθησίας, ή απλής καλοσύνης, δεν επιβιώνει πια, όχι επειδή ήταν αφελές, αλλά γιατί ήταν πολύ ακριβό για να διατηρηθεί.
Το «God Only Knows» δεν είναι απλώς συγκινητικό. Είναι σχεδόν διαβολικά ειλικρινές. Και το πρόβλημα με την ειλικρίνεια δεν είναι ότι δεν την αναγνωρίζεις• είναι ότι δεν ξέρεις τι να την κάνεις όταν τη συναντάς. Ούτε ως ακροατής, ούτε ως άνθρωπος.
Αν τον σκεφτεί κανείς όχι ως ήρωα αλλά ως δείκτη, ο Wilson δείχνει προς μια εποχή όπου το προσωπικό δεν είχε ακόμη φθαρεί από την εμμονή στην αυτοέκθεση. Όπου μπορούσε κανείς να νιώθει μικρός, ή μπερδεμένος, ή χαμένος, και να το πει χωρίς να καταρρέει το brand του. Τώρα που η ζωή μας έχει γίνει ένα συνεχές feed, ο Wilson μοιάζει με σφάλμα στο σύστημα. Μια ήπια ανωμαλία που θυμίζει ότι κάποτε τα τραγούδια δεν προορίζονταν να καταναλωθούν, αλλά να κρατηθούν — όπως κρατάς κάτι εύθραυστο στο χέρι σου, όχι για να το δείξεις, αλλά για να μην το σπάσεις.
Και ίσως αυτό να ήταν και το πιο ριζοσπαστικό του: δεν μας ζήτησε να τον θαυμάσουμε. Μας ζήτησε να τον πιστέψουμε. Και αυτό είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο.
Σήμερα, δεν πεθαίνει απλώς ένας μουσικός. Πεθαίνει ένα κομμάτι από την εσωτερική σιγουριά που είχαμε όταν πιστεύαμε ακόμη ότι ένα τραγούδι μπορεί να σώσει μια μέρα — ή και κάτι περισσότερο.
Το ερώτημα δεν είναι πια «God only knows what I’d be without you», αλλά: τι γινόμαστε εμείς χωρίς εκείνους που μας θύμιζαν πως μπορούμε να νιώσουμε — χωρίς να ντραπούμε για αυτό;
Μάλλον λιγότεροι. Σίγουρα πιο σιωπηλοί.
Και, σε έναν βαθμό που δύσκολα παραδεχόμαστε, πολύ πιο μόνοι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ (Ή ΑΣΧΕΤΑ):
Elliot Smith: Επιτυχία και συντριβή...
Heavenly Pop Hit: το μουσικό ταξίδι του Martin Phillipps στον πλανήτη Γη
Kurt Weill και Bertolt Brecht: Μουσικά έργα για επαναστατημένους παρίες...
Tom Waits: "Rain Dogs" - Αναμιγνύοντας ιδέες στη χύτρα της μαγείας...
Μάριος Σοφοκλέους
Κύπριος στην Αθήνα, προσπαθεί χρόνια να πείσει τους φίλους του post-punk πως το A Love Supreme και το Unknown Pleasures λένε την ίδια ιστορία — ή κάτι τέτοιο. Κάποτε, ραδιοφωνικός παραγωγός στο αυτοδιαχειριζόμενο metadeftero.gr, τον άφηναν να μιλά για μουσική σα να ξέρει τι κάνει. Από τότε που κατάλαβε ότι το .doc δεν είναι είδος ποίησης, γράφει για μουσική, μνήμη και ό,τι τρέμει στα περιθώρια. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο Ασσόδυο και στο Merlin’s Music Box. Η εκπομπή του Το Κουτσό επιπλέει ακόμη στο Mixcloud — κανείς δεν ξέρει πώς ή γιατί.
Μάριος Σοφοκλέους
Κύπριος στην Αθήνα, προσπαθεί χρόνια να πείσει τους φίλους του post-punk πως το A Love Supreme και το Unknown Pleasures λένε την ίδια ιστορία — ή κάτι τέτοιο. Κάποτε, ραδιοφωνικός παραγωγός στο αυτοδιαχειριζόμενο metadeftero.gr, τον άφηναν να μιλά για μουσική σα να ξέρει τι κάνει. Από τότε που κατάλαβε ότι το .doc δεν είναι είδος ποίησης, γράφει για μουσική, μνήμη και ό,τι τρέμει στα περιθώρια. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο Ασσόδυο και στο Merlin’s Music Box. Η εκπομπή του Το Κουτσό επιπλέει ακόμη στο Mixcloud — κανείς δεν ξέρει πώς ή γιατί.
Μάριος Σοφοκλέους
Κύπριος στην Αθήνα, προσπαθεί χρόνια να πείσει τους φίλους του post-punk πως το A Love Supreme και το Unknown Pleasures λένε την ίδια ιστορία — ή κάτι τέτοιο. Κάποτε, ραδιοφωνικός παραγωγός στο αυτοδιαχειριζόμενο metadeftero.gr, τον άφηναν να μιλά για μουσική σα να ξέρει τι κάνει. Από τότε που κατάλαβε ότι το .doc δεν είναι είδος ποίησης, γράφει για μουσική, μνήμη και ό,τι τρέμει στα περιθώρια. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο Ασσόδυο και στο Merlin’s Music Box. Η εκπομπή του Το Κουτσό επιπλέει ακόμη στο Mixcloud — κανείς δεν ξέρει πώς ή γιατί.