O Θανάσης Μήνας γράφει για ένα ανατρεπτικό έργο του ανεξάρτητου, αμερικανικού κινηματογράφου, το οποίο στην εποχή του απαγορεύθηκε και πρόσφατα επέστρεψε αποκατεστημένο στη μεγάλη οθόνη. Τη μουσική υπογράφει ο Herbie Hancock
Μια από τις πιο επαναστατικές δηλώσεις στην ιστορία του κινηματογράφου, το The Spook Who Sat by the Door του σκηνοθέτη Ivan Dixon, σε σενάριο των Melvin Clay και Sam Greenlee, γυρίστηκε το 1973. Αφηγείται την φανταστική ιστορία του Dan Freeman, τον οποίο υποδύεται λαμπρά ο Lawrence Cooke, ενός Αφροαμερικανού πράκτορα της CIA, από την στρατολόγηση και την εκπαίδευσή του, μέχρι την αποχώρησή του από την υπηρεσία και την επιστροφή του στο Σικάγο για να χρησιμοποιήσει τις εξειδικευμένες δεξιότητές του για να σχηματίσει έναν αντάρτικο στρατό με σκοπό να πυροδοτήσει μια λαϊκή εξέγερση. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή...
Ο συγγραφέας
Ο Αφροαμερικανός Samuel Eldred Greenlee, Jr. (13 Ιουλίου 1930 – 19 Μαΐου 2014) γεννήθηκε στο Νοσοκομείο St. Luke's στο Σικάγο του Ιλινόι. Η μητέρα του ήταν τραγουδίστρια και χορεύτρια και ο πατέρας του σιδηροδρομικός συνδικαλιστής. Φοίτησε στο Λύκειο Ένγκλγουντ και το 1948 κέρδισε υποτροφία στίβου στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, αποφοιτώντας το 1952 με πτυχίο στις πολιτικές επιστήμες. Υπηρέτησε στον Στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1952 έως το 1954, κερδίζοντας τον βαθμό του πρώτου υπολοχαγού, και από το 1954 έως το 1957 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις διεθνείς σχέσεις στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Το 1957, ο Greenlee άρχισε την καριέρα του στην Υπηρεσία Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών (USIA) ως ένας από τους πρώτους μαύρους αξιωματούχους που εργάστηκαν στο εξωτερικό. Υπηρέτησε στο Ιράκ, το Πακιστάν, την Ινδονησία και την Ελλάδα μεταξύ 1957 και 1965. Το 1958, του απονεμήθηκε το Μετάλλιο Αξίας για την ανδρεία του κατά την Επανάσταση της 14ης Ιουλίου στη Βαγδάτη.
Αυτά που βίωσε στη διάρκεια της στρατιωτικής του καριέρας, έκαναν τον Greenlee αναθεωρήσει και να μισήσει τον μιλιταρισμό. Αφού εγκατέλειψε την USIA μετά από οκτώ χρόνια, παρέμεινε στην Ελλάδα, όπου συνέχισε τις σπουδές του (1963–64) στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και έζησε για τρία χρόνια στη Μύκονο με την πρώτη σύζυγό του. Έγινε φανατικός υποστηρικτικής του διεθνούς κινήματος ειρήνης και πολέμιος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Στρατεύτηκε επίσης στους αγώνες του κινήματος του Black Power.
Ενώ ζούσε στη Μύκονο, ο Greenlee ξεκίνησε να γράφει το πρώτο και πιο γνωστό μυθιστόρημά του με τίτλο The Spook Who Sat by the Door. Έχοντας απορριφθεί από αρκετούς μεγάλους εκδότες, το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1969 στο Λονδίνο από τον νεοσύστατο μικρό οίκο Allison & Busby (με την γεννημένη στην Γκάνα Margaret Busby ως επιμελήτρια). Πριν από την έκδοση, αποσπάσματά του είχαν δημοσιευθεί στην εφημερίδα The Observer.
Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία του Αφροαμερικανού Dan Freeman, ο οποίος στρατολογείται ως αξιωματικός της CIA και έχοντας κατακτήσει τις δεξιότητες της κατασκοπείας, τις χρησιμοποιεί για να ηγηθεί ενός μαύρου αντάρτικου κινήματος στις ΗΠΑ. Ο Greenlee βασίστηκε στο δικό του υπόβαθρο και στην καριέρα του στην Υπηρεσία Εξωτερικών των ΗΠΑ. Σε συνέντευξή του στην Washington Post δήλωσε: «Οι εμπειρίες μου ήταν ίδιες με εκείνες του Freeman στη CIA [...] Όλα σε αυτό το βιβλίο στηρίζονται σε ένα πραγματικό απόφθεγμα. Αν δεν μου το είχαν πει, το είχα ακούσει τυχαία».
Ο τίτλος του μυθιστορήματος ενσωματώνει μια διπλή έννοια, με τη λέξη «φάντασμα» να συνιστά μια φυλετική προσβολή για έναν μαύρο, καθώς και αργκό για τον «κατάσκοπο», ή τον πράκτορα πληροφοριών («επειδή υποτίθεται ότι είναι αόρατοι», σύμφωνα με τον Greenlee). Αλλά είχε και ένα τρίτο επίπεδο νοήματος: «ότι μια ένοπλη επανάσταση από μαύρους στοιχειώνει τη λευκή Αμερική εδώ και αιώνες».
Άλλα έργα του Γκρίνλι περιλαμβάνουν το Baghdad Blues, ένα μυθιστόρημα του 1976 βασισμένο στις εμπειρίες του από τα ταξίδια του στο Ιράκ και την ιρακινή επανάσταση του 1958, το Blues for an African Princess (συλλογή ποιημάτων του 1971) και το Ammunition (ποίηση, 1975). Έγραψε επίσης διηγήματα, θεατρικά έργα (αν και δεν βρήκε παραγωγό για κανένα από αυτά). Έγραψε ακόμα το σενάριο για μια ταινία μικρού μήκους με τίτλο Lisa Trotter (2010), μια ιστορία διασκευασμένη από τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη.
Η παραγωγή
Ο σκηνοθέτης Ivan Dixon γεννήθηκε στο Χάρλεμ το 1931 και ως ηθοποιός έγινε γνωστός από την τηλεοπτική περιπετειώδη σειρά Hogan's Heroes. Από τις αρχές του ’60 δραστηριοποιήθηκε στο κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα και το 1963 πρωτοστάτησε στην Πορεία στην Ουάσιγκτον, όπου ο Martin Luther Ling εκφώνησε την ιστορική ομιλία «Έχω Ένα Όνειρο». Στις αρχές του 1970 διάβασε έγκαιρα το βιβλίο του Greenlee και αποφάσισε να γυρίσει μια πολιτική ταινία και όχι ένα blaxploitation, όπως έχει υπογραμμίσει ο ίδιος.
Ivan Dixon
Οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι ανατέθηκαν στους Lawrence Cook, Paula Kelly, Janet League, JA Preston και David Lemieux. Το soundtrack της ταινίας ήταν μια πρωτότυπη μουσική επένδυση που συνέθεσε ο Herbie Hancock, ο οποίος μεγάλωσε στην ίδια γειτονιά με τον συγγραφέα Sam Greenlee. Η μουσική πάντως έχεις απλώς συνοδευτικό ρόλο στην ταινία. Απλώς ντύνεις τις σκηνές. Όπως και αυτές, είναι νευρική, βίαιη και ακατέργαστη jazz-funk, σχεδόν ξερή. Απέχει παρασάγγας από το γνώριμο εκλεπτυσμένο, σοφιστικέ στυλ των συνθέσεων των Hancock. Φέρνει κάπως στο ύφος στην jazz-funk μουσική που έγραψαν οι πρώιμοι Earth Wind & Fire για την ταινία Sweet Sweetback's Baadasssss Song του Mario Van Peebles (1970), που θεωρείται ευρέως ως το πρώτο militant blaxploitation στην ιστορία.
Αρχικά οι παραγωγοί ήθελα να γυρίσουν την ταινία στο Σικάγο, όμως οι τότε δημοτική αρχή, δηλαδή ο τότε -Δημοκρατικός- δήμαρχος Richard Dailey αρνήθηκε να τους εξασφαλίσει άδειες για νόμιμα γυρίσματα. Έτσι στράφηκαν στο κοντινό Γκάρι της Ιντιάνα, με τη βοήθεια του τότε δημάρχου Richard Hutcher, ενός από τους πρώτους μαύρους δημάρχους μιας μεγάλης αμερικανικής πόλης.
Οι Greenlee και Dixon παρήγαγαν την ταινία ανεξάρτητα, συγκεντρώνοντας πρώτα χρήματα από μαύρους επενδυτές και ολοκληρώνοντάς την με χρηματοδότηση από ένα μεγάλο στούντιο, η οποία εξασφαλίστηκε προβάλλοντας επιλεκτικά σκηνές στελεχών που ήταν σύμφωνες με το στυλ δράσης-περιπέτειας του τότε δημοφιλούς είδους blaxploitation. Όμως η ταινία υπερέβαινε κατά πολύ το στυλιζαρισμένο ύφος και τη θεματολογία των blaxplotation. Προφανώς, κανείς στο στούντιο δεν είχε μπει στον κόπο να διαβάσει ολοκληρωμένο σενάριο του Greenlee, οπότε τα στελέχη φέρονται να σοκαρίστηκαν όταν είδαν το τελικό αποτέλεσμα. Τόσο ισχυρό είναι το κάλεσμα της ταινίας για επανάσταση, που αποσύρθηκε από τους κινηματογράφους μέσα σε λίγες εβδομάδες από την πρεμιέρα της, παρά την άμεση επιτυχία στο box office.
Μαύρη Επανάσταση
Η ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στο Σικάγο. Ένας λευκός γερουσιαστής των ΗΠΑ που αντιμετωπίζει την επανεκλογή του, πληροφορείται ότι η ομιλία του για τον νόμο και την τάξη έχει οδηγήσει σε μείωση της δημοτικότητάς του μεταξύ των Αφροαμερικανών ψηφοφόρων του. Για να ανακτήσει την υποστήριξή τους, η σύζυγός του προτείνει, ως διαφημιστικό κόλπο, να επισημάνει την έλλειψη Αφροαμερικανών πρακτόρων στη CIA. Η CIA απαντά σε αυτή την πολιτική πίεση στρατολογώντας Αφροαμερικανούς για το πρόγραμμα εκπαίδευσής της. Κρυφά, ωστόσο, λαμβάνουν διάφορα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι κανείς δεν θα μπορέσει να ολοκληρώσει τη διαδικασία.
Μόνο ένας υποψήφιος, ο Dan Freeman (Lawrence Cooke), ένας καμουφλαρισμένος μαύρος εθνικιστής, ολοκληρώνει με επιτυχία τη διαδικασία εκπαίδευσης. Γίνεται ο πρώτος μαύρος στην υπηρεσία και του ανατίθεται μια θέση γραφείου ως Αρχηγός Τμήματος του Κέντρου Άκρως Απόρρητης Αναπαραγωγής (που σημαίνει ότι είναι υπεύθυνος για το φωτοτυπικό μηχάνημα). Ο Freeman καλείται από το υπόγειο κέντρο φωτοτυπιών για να κάνει ξεναγήσεις σε γερουσιαστές που την επισκέπτονται, ώστε η CIA να φαίνεται ποικιλόμορφη. Ο Freeman καταλαβαίνει ότι είναι το συμβολικό μαύρο πρόσωπο στη CIA και ότι η CIA ορίζει τη λειτουργία του ως την παροχή απόδειξης της υποτιθέμενης δέσμευσης της υπηρεσίας για ενσωμάτωση και πρόοδο. Αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στις τεχνικές ανταρτοπόλεμου , τα όπλα, τις επικοινωνίες και την ανατροπή της CIA, αφιερώνει τον απαραίτητο χρόνο για να αποφύγει να εγείρει υποψίες για τα κίνητρά του, πριν παραιτηθεί από τη CIA και επιστρέψει στην εργασία του στις κοινωνικές υπηρεσίες στο Σικάγο.
Με την επιστροφή του, ο Freeman αρχίζει αμέσως να στρατολογεί νεαρούς Αφροαμερικανούς που ζουν στο κέντρο του Σικάγο για να γίνουν «Αγωνιστές της Ελευθερίας», διδάσκοντάς τους όλες τις τακτικές που είχε μάθει από τη CIA. Γίνονται μια αντάρτικη ομάδα, με τον Φρίμαν ως μυστικό ηγέτη. Οι «Αγωνιστές της Ελευθερίας» ξεκίνησαν να διασφαλίσουν ότι οι μαύροι θα ζουν πραγματικά ελεύθερα στις Ηνωμένες Πολιτείες συμμετέχοντας σε βίαιες και μη βίαιες δράσεις σε όλο το Σικάγο. Οι «Αγωνιστές της Ελευθερίας του Σικάγο» αρχίζουν να διαδίδουν τις τακτικές ανταρτοπόλεμου τους σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως λέει ο Freeman, «Αυτό που έχουμε τώρα είναι μια αποικία, αυτό που θέλουμε είναι ένα νέο έθνος». Καθώς η εξέγερση και ένας πόλεμος απελευθέρωσης συνεχίζονται στο κέντρο του Σικάγο, η Εθνοφρουρά και η αστυνομία προσπαθούν απεγνωσμένα να σταματήσουν τους «Αγωνιστές της Ελευθερίας».
Το ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο
Η πολιτική ατμόσφαιρα στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την εποχή της έκδοσης του βιβλίου ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη, καθώς τα κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα, τα δικαιώματα των γυναικών και τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων έγιναν ορατά στη δημόσια σφαίρα. Ο Tim Reid, η εταιρεία του οποίου βοήθησε στην αποκατάσταση της ταινίας, δήλωσε στους Los Angeles Times το 2004: «Όταν κοιτάς πίσω στις εποχές... ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δολοφονήθηκε, ο Μάλκολμ Χ, ο Μπόμπι Κένεντι […] Οι μαύροι ήταν πραγματικά θυμωμένοι και απογοητευμένοι. Είχαμε κουραστεί να βλέπουμε τους ηγέτες μας να σκοτώνονται. Τι κάνουμε; Έχουμε επανάσταση; Δεν υπάρχει τίποτα που να πλησιάζει αυτή την ταινία όσον αφορά τον μαύρο ριζοσπαστισμό».
Γράφοντας για την ταινία το 1988, ο κριτικός κινηματογράφου Jonathan Rosenbaum σημείωσε : «Πιθανώς η πιο ριζοσπαστική από τις ταινίες blaxplotation της δεκαετίας του '70, αυτή η ταινία σημείωσε μια εν μία νυκτί επιτυχία όταν κυκλοφόρησε το 1973, και στη συνέχεια αφαιρέθηκε απότομα από την διανομή για λόγους που δεν είναι ακόμη απολύτως σαφείς... ένα από τα μεγάλα χαμένα (ή τουλάχιστον άγραφα) κεφάλαια στην μαύρη πολιτική κινηματογράφηση».
Η πολιτική πραγματικότητα με την οποία ασχολήθηκε η ταινία, αυτή της μαύρης μαχητικότητας και της ιδεολογίας κατά του κατεστημένου, είναι μια πτυχή που οι περισσότερες blaxplotation ταινίες απέφευγαν από φόβο εμπορικής αποξένωσης και κριτικής από το λευκό κατεστημένο. Η ταινία του Ivan Dixon αποτελεί έναν χαμένο κρίκο μεταξύ του έργου των μαύρων κινηματογραφιστών της δεκαετίας του 1970 και της αντιπαραθετικής πολιτικής ενός σύγχρονου μαύρου σκηνοθέτη όπως ο Spike Lee.
Το σημαντικότερο επίτευγμα του The Spook Who Sat by the Door είναι η απεικόνιση ενός φάσματος κοινωνικών ρόλων εντός της αφροαμερικανικής κοινότητας. Είναι μια ζωντανή εικόνα της γλώσσας της φυλετικής πολιτικής, της οποίας η πολυπλοκότητα και οι εγγενείς αντιφάσεις αγγίζουν την καρδιά της αφροαμερικανικής εμπειρίας, ενθαρρύνοντας τον θεατή να ξεπεράσει την κοινωνική τάξη και να σκεφτεί τη συλλογική του δυστυχία. Χωρίς αυτήν την κριτική της ατομικής συνενοχής στην καταπίεση, το The Spook Who Sat by the Door θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι αποτελεί μια άσκηση ξεσηκωμού που τροφοδοτεί τυφλή δυσαρέσκεια, αλλά όπως λέει ο Freeman σε ένα άλλο μέλος της συμμορίας, «Δεν πρόκειται για το μίσος προς τους λευκούς [...] πρόκειται για το να αγαπάς την ελευθερία αρκετά ώστε να πολεμήσεις και να πεθάνεις γι' αυτήν».
Αποκατάσταση, τώρα!
Από τότε κυκλοφορούσαν φήμες ότι η ταινία αποσύρθηκε ύστερα από κυβερνητική παρέμβαση. Λέγεται ότι άγνωστοι εκβίαζαν τον Greenlee ακόμα και με τη ζωή του, ότι ο ίδιος είχε καταγράψει τις συνομιλίες, αλλά ουδέποτε προσέφυγε στη δικαιοσύνη – προφανώς φοβούμενος να αντιπαρατεθεί με την ομοσπονδιακή εξουσία.
Ο δε σκηνοθέτης Ivan Dixon φέρεται να είχε αποθηκεύσει κρυφά τα πρωτότυπα αρνητικά φιλμ 35 χιλιοστών σε ένα θησαυροφυλάκιο, το οποίο φυλάσσονταν με ασφάλεια από την οικογένειά του. Το 2003, ο ηθοποιός Tim Reid κυκλοφόρησε την πρώτη εξουσιοδοτημένη έκδοση σε DVD, γεγονός που οδήγησε σε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το χαμένο φιλμ. Το 2012, η ταινία προστέθηκε στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου. Το 2024 η ταινία προβλήθηκε σε νέα αποκατάσταση 4K που πραγματοποιήθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και το Ίδρυμα Κινηματογράφου, με χρηματοδότηση από το Ίδρυμα Οικογένειας Hobson/Lucas.
Το The Spook Who Sat by the Door έχει συζητηθεί και αναλυθεί ευρέως ως ένα εμβληματικό έργο της εποχής του: ας αναφερθούν η συλλογή δοκιμίων Race and the Revolutionary Impulse in The Spook Who Sat by the Door σε επιμέλεια των Michael T. Martin, Davis C. Wall και Marilyn Yaquinto, καθώς και το ντοκιμαντέρ Infiltrating Hollywood: The Rose and Fall of The Spook Who Sat by the Door σε σκηνοθεσία Christine Acham και Clifford Ward.
Στο ντοκιμαντέρ ο ίδιος ο Greenlee μιλάει για την καταστολή της ταινίας λίγο μετά την κυκλοφορία της. Μνημονεύει επίσης μια τυχαία συνάντησή του με τον Aubrey Lewis (1935–2001), έναν από τους πρώτους μαύρους πράκτορες που στρατολογήθηκαν το 1962 από το FBI. Από τον τελευταίο ο Greenlee ενημερώθηκε ότι το βιβλίο του ήταν υποχρεωτικό ανάγνωσμα στην Ακαδημία του FBI στο Quantico της Βιρτζίνια.
Ο χρόνος δεν έχει αμβλύνει τη δύναμή του βιβλίου του Sam Greenlee και της ταινίας του Ivan Dixon πενήντα και πλέον χρόνια μετά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Richard Wright: η λογοτεχνική πρωτοπορία του Black Power...
Blaxploitation – Οι ταινίες και η μουσική τους...
Message From A Black Man: Η ιστορία της Tribe Records...
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ:
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)