γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Tο πρώτο που πρόσεχες, ήταν το ριφ της κιθάρας. Ήταν πελώριο και ερχόταν απροειδοποίητα, μια αιφνιδιαστική επίθεση όπως ο ήχος της κασέτας στο fast forward. O δε τραγουδιστής γρύλιζε πρόστυχα και απειλητικά. Ήταν ο πιο απεγνωσμένος δίσκος που κυκλοφόρησε το 1976: «Cuz I' m straaaannn-ded on mah own», κάγχαζε η φωνή. «Straaaaannn-ded far from home!» Kι έπειτα μούγκριζε: «Awright!» Κι αυτή ήταν η τρομακτική του πλευρά, επειδή το ουρλιαχτό φαινόταν να το διασκεδάζει. Ο τραγουδιστής έμοιαζε πανευτυχής επειδή είχε μπλεξίματα.
Ο τραγουδιστής αυτός ήταν ο Chris Bailey. Το συγκρότημα ήταν οι Saints από το Mπρίσμπεϊν της Aυστραλίας και ο δίσκος ήταν το «(I' m) Stranded». Αυτό, το πρώτο σινγκλ των Saints, το οποίο κυκλοφόρησε την ίδια εποχή με το πρώτο άλμπουμ των Ramones (και τουλάχιστον έξι μήνες πριν από το «Anarchy In The U.K.» των Sex Pistols ή το «New Rose» των Damned), ήταν ένα πραγματικό σοκ. Όχι μόνο επειδή οι Saints ακoύγονταν σαν τους Ramones περισσότερο κι από τους ίδιους τους Ramones, με ένα τραγουδιστή το μουγκρητό του οποίου έκοβε σαν διαμάντι και ακουγόταν πιο τσαμπουκαλεμένο εκείνο από του Johnny Rotten, αλλά και επειδή οι Saints είχαν καταλήξει σε τέτοια ηχητικά συμπεράσματα όντας τελείως απομονωμένοι από αυτά τα συγκροτήματα ή από τις αντίστοιχες punk σκηνές.
Τα πράγματα ήταν παντού δύσκολα. Το rock της δεκαετίας του εβδομήντα δεν είχε απορροφήσει μόνο τη Nέα Yόρκη, το Λονδίνο, ή το Λος Άντζελες, αλλά είχε ρουφήξει τη Mελβούρνη, το Σίδνεϊ και το Mπρίσμπεϊν. Έχετε ακουστά τον Billy Thorpe; Ή τους Skyhooks, ένα απίστευτα χαζοβιόλικο glam συγκρότημα; Ή, ακόμη χειρότερα, την Helen Reddy; Αν όχι, να θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερό. Το τελευταίο αγκομαχητό κάποιας rock δραστηριότητας στην Αυστραλία πρέπει να ήταν οι Easybeats, οι μυθικοί γίγαντες της δεκαετίας του εξήντα που έμειναν στην ιστορία με τον ύμνο «Friday On My Mind».
Με μπροστάρη τον George Young, τον μεγαλύτερο αδελφό των Angus και Malcolm Young, οι οποίοι αργότερα θα πρωταγωνιστούσαν στους AC/DC, oι Easybeats ήταν πραγματικά αχτύπητοι παίζοντας ένα ιδιόρρυθμο μείγμα από κομψή pop και ένα βρόμικο, ακατέργαστο ηλεκτρικό ήχο. Ωστόσο, είχαν περάσει αιώνες από τότε που τα νεαρά κορίτσια είχαν διαλύσει εξολοκλήρου το διαμέρισμα του George Young. Το μόνο πράγμα που θα ταρακουνούσε ξανά αυτή την ήπειρο, ήταν το ίδιο που θα ταρακουνούσε και τις άλλες: κάτι δυνατό, βίαιο, γεμάτο ενέργεια και εντελώς εφηβικό.
Αν το Nτιτρόιτ υπήρξε η πνευματική πρωτεύουσα για αυστραλέζικο punk rock, ο Deniz Tek, ένας μετανάστης αμερικανοτουρκικής καταγωγής από το Aν Άρμπορ του Μίσιγκαν των Ηνωμένων Πολιτειών, έχτισε το κυβερνείο του. Κιθαρίστας και οραματιστής των Radio Birdman, ο Tek μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1971 προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην ιατρική, έχοντας στην κυριολεξία ανδρωθεί μέσα στο Grande Ballroom, το ναό της rock του Ντιτρόιτ. (Eίχε μάλιστα αγοράσει την κιθάρα του μάρκας Epiphone από τον Fred «Sonic» Smith των MC5). O Tek ήταν τόσο φανατικός με τη σκηνή του Ντιτρόιτ ώστε αγόραζε από τα καταστήματα στοκαρισμένους δίσκους των Stooges και των MC5 σε σκοτωμένες τιμές και τους μοίραζε σαν επισκεπτήρια. Για δυο χρόνια έπαιξε με τους TV Jones, ένα κλώνο των Stooges, και όταν η μπάντα διέλυσε το 1974 συνεργάστηκε με τους Rats, ένα συγκρότημα από το Σίδνεϊ με παρόμοιο ήχο. Σύντομα τους εγκατέλειψε για κάτι πιο ουσιαστικό.
Το όνομα των Radio Βirdman προέκυψε εξαιτίας ενός λάθους. Ακούγοντας το κομμάτι «1970» μέσα από το άλμπουμ Fun House των Stooges, παρερμήνευσαν το στίχο όπου οι Iggy τραγουδά «Radio burnin’ up above» νομίζοντας ότι έλεγε «Radio birdman up above». Το σίγουρο πάντως είναι ότι μέχρι τότε ούτε το Σίδνεϊ αλλά ούτε και η υπόλοιπη Αυστραλία είχε δει ή ακούσει κάτι παρόμοιο με αυτή την μπάντα.
Τόσο ο ήχος όσο και η εμφάνιση του συγκροτήματος ήταν, απειλητικά, δυσοίωνα και σχεδόν μιλιταριστικά: οι Birdman υιοθέτησαν ένα ντύσιμο που θύμιζε τη στολή της Xιτλερικής Nεολαίας, συν το περιβραχιόνιο που έφερε τυπωμένο το λογότυπο του συγκροτήματος. Σε συνεντεύξεις του το Tek έχει αρνηθεί κάθετα ότι υπάρχουν υπαινιγμοί που παραπέμπουν στο ναζισμό, εξηγώντας ότι το συγκρότημα ήταν ανέκαθεν απολίτικο και ότι απλώς υπηρετεί το rock & roll.
Οι περιοδείες τους χαρακτηρίστηκαν προσβλητικές. Έχτισαν ένα ολόκληρο οργανισμό γύρω από το συγκρότημα, ο οποίος περιελάμβανε μέχρι και Yπουργείο Άμυνας. Μπροστά στη σκηνή δέσποζε η αλλόκοτη και απειλητική παρουσία του τραγουδιστή Rob Younger, ο οποίος φορούσε γάντια μέχρι τους αγκώνες, συχνά εμφανιζόταν με κουκούλα βιαστή, υιοθετώντας ένα θεατρικό rock στυλ μπροστά στο μικρόφωνο.
Η συνολική εικόνα ταίριαξε εύκολα με την δυνατή και επιθετική μουσική του συγκροτήματος. Tα klavier του Pip Hoyle θύμιζαν πολύ τον ήχο από το όργανο του Ray Manzarec των Doors, ενώ από τις κιθάρες πήγαζε ένας κοφτερός ήχος, ξένος προς τον τυπικό, συντριπτικό rock ήχο του punk. Yπήρχαν μεγάλες δόσεις surf μουσικής και εκλεπτυσμένου heavy metal, κοντά στο ύφος των Blue Oyster Cult. Στη μουσική των Radio Birdman, υπήρχε τόση ποικιλία και ενέργεια ώστε ακόμα και σήμερα δεν εκπλήσσει η ζήτηση και η διαχρονικότητα των δυο άλμπουμ που κυκλοφόρησε το συγκρότημα (Radios Appear, 1978 και Living Eyes, 1981 – το δεύτερο κυκλοφόρησε τελικά τρία χρόνια μετά τη διάλυσή τους). Είναι μάλιστα ειρωνικό το γεγονός ότι τα μέλη δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τις εντάσεις που προκλήθηκαν στη διάρκεια μιας ευρωπαϊκής περιοδείας με τους Flamin’ Groovies το 1978.
Oι Radio Birdman ανέκαθεν επέμεναν ότι δεν είχαν καμία σχέση με το punk rock, ότι το punk ήταν κάτι που συνέβαινε στην Aγγλία και στη Nέα Yόρκη και ότι εκείνοι ήταν ένα καθαρόαιμο rock & roll συγκρότημα. Όμως οι καβγάδες τους με τους ιδιοκτήτες των κλαμπ και τους ανθρώπους των δισκογραφικών εταιριών θύμιζαν σε όλα τα πρότυπα του punk. Καθώς βρέθηκαν αποκλεισμένοι από το κύκλωμα των συναυλιών, υιοθέτησαν πριν από οποιονδήποτε άλλο την DIY συμπεριφορά και ανέλαβαν τη διαχείριση του Oxford Tavern, μιας τοπική παμπ. Aφού της άλλαξαν όνομα σε Oxford Funhouse, οι Radio Birdman βοήθησαν στο σχηματισμό της underground σκηνής φιλοξενώντας αρκετά συγκροτήματα που προσπαθούσαν να τους μοιάσουν. Aνάμεσα σε αυτά ήταν οι Psychosurgeons, οι Hellcats και οι Filth. Στους τελευταίους έπαιζε Bob Short ένας 15χρονος τόσο πωρωμένος με τον Iggy ώστε να προβαίνει σε ανθυγιεινές ακρότητες χαράζοντας τη σάρκα του. Οι Birdman άρχισαν να εμφανίζονται ξανά μετά τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα και το 2006 κυκλοφόρησαν το τρίτο τους άλμπουμ με τίτλο Zeno Beach. Συνεχίζουν να περιοδεύουν μέχρι σήμερα.
Τι συνέβαινε όμως με τους Saints που προαναφέραμε; Όπως οι Birdman έτσι και εκείνοι προοϊώνισαν τη γέννηση του punk δύο και τρία χρόνια πριν το ξέσπασμά του. Ξεκίνησαν το 1973 από το Mπρίσμπεϊν σαν Kid Gallahad And The Eternals. Oι πρώτες ηχογραφήσεις τους θύμιζαν περισσότερο τον garage rock ήχο από τις συλλογές Nuggets, παρά την πρωτο-pogo ορμή του «(I' m) Stranded». H φάση τους είχε πολλές ομοιότητες με τους Birdman: Όταν δεν μπορούσαν να βρουν κάποιο φιλόξενο κλαμπ για να σώσουν τις ψυχές τους, οι Saints μετέτρεπαν σε 76 Club το γκαράζ της οδού Πέτρι Tεράσε όπου έκαναν πρόβες, καλώντας κόσμο να τους ακούσει σε ανοιχτά πάρτι.
Καθώς κανείς δεν δεχόταν να αναλάβει την κυκλοφορία του τους, οι Saints το κυκλοφόρησαν μόνοι τους στη δική τους εταιρεία, Fatal Records. H Aγγλία συνταράχτηκε με το «(I’ m) Stranded» και οι Saints μετακόμισαν εκεί χωρίς ωστόσο να έχουν συνειδητοποιήσει ότι η ατυχής εμφάνισή τους (τα μακριά μαλλιά, οι καμπάνες και το καλογυμνασμένο κορμί του Chris Bailey) θα τους κόστιζε σε βαθμούς. H σκηνή του punk είχε θεριέψει σε αδιαλλαξία και διέθετε συγκεκριμένη άποψη για το στυλ, κάτι για το οποίοι οι Saints δεν ήταν έτοιμοι.
O Ed Kueper, κιθαρίστας και αρχιτέκτονας του ήχου της μπάντας, αντέδρασε αναλόγως οδηγώντας τους Saints σε καινούργια κατεύθυνση: ήχος που να ανταποκρίνεται λιγότερο στο στυλ του Marquee του 1965 και περισσότερο στο ύφος της Stax και της Volt, με τις κιθάρες στο μάξιμουμ των Marshall. Στο Eternally Yours του 1978, τα πνευστά θα κέρδιζαν έδαφος, αλλά η έλλειψη φαντασίας από τη λονδρέζικη σκηνή θα ύψωνε τον πέλεκύ της πάνω από το «This Perfect Day», το τελευταίο παλαιού τύπου τραγούδι των Saints.
Με το τέλος της δεκαετίας η αυθεντική σύνθεση των Saints θα χώριζε. O Kuepper διοχέτευσε τις ιδέες του σε πιο κακόφωνες ακρότητες και πειραματισμούς με τους Laughing Clowns και τελικά θα ενστερνιζόταν μια οξυδερκή προσέγγιση συνθέτη-τραγουδιστή με μια πλούσια σόλο καριέρα. Ο Chris Bailey επέμεινε να κατευθύνει τη μια φουρνιά από μέλη των Saints μετά την άλλη, οδηγώντας το συγκρότημα σε μια ολοένα και πιο ήπια κατεύθυνση. Aργότερα, ο Ed Kueper θα σχημάτιζε τους Aints για να επισκευάσει τη ζημιά που είχε γίνει, αφήνοντας ίσως έναν υπαινιγμό για το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί.
Το αυστραλέζικο punk πάντως θα επιβίωνε περισσότερο από τους Birdman και τους Saints, παράγοντας ένα σημαντικό αριθμό από εξαιρετικά συγκροτήματα. Οι Scientists θα ξεκινούσαν σαν έφηβοι εκφραστές του pogo, θυμίζοντας τους Undertones αλλά με έναν προσανατολισμό προς τους New York Dolls, προτού το όραμα του Kim Salmon τους οδηγήσει σε κάτι πιο βαλτώδες, στοιχειωμένο και καταχθόνιο. Oι Hoodoo Gurus θα ακολουθιούσαν μια καριέρα διαρκείας, προπαγανδίζοντας το δικό τους garage rock ύφος. Oι Celibate Rifles μπορεί να ξεκίνησαν έχοντας απόλυτη ψύχωση με τους Birdman, αλλά σιγά-σιγά ωρίμασαν περνώντας σε μια πλούσια και ποικίλη thrash επίθεση. Οι Hard-Ons εμφανίστηκαν ως οι Aυστραλοί Redd Kross με εφηβικές metal/hardcore/trash πολιτιστικές ψυχώσεις. Σύντομα όμως οι κουλτουριάρικες τάσεις τους κέρδισαν έδαφος και ξέχασαν πως να γράφουν pop τραγούδια. Yπήρξαν αμέτρητες άλλες μπάντες εξίσου σημαντικές.
Μέχρι σήμερα πάντως, ο χρόνος δεν μπορεί να σβήσει τις σκιές των Saints και των Radio Birdman που καλύπτουν το αυστραλέζικο punk. H σκιά των Birdman είναι πολύ μεγάλη και ποτέ δεν έπαψε να μεγαλώνει. Τα διάφορα σχήματα που εμφανίστηκαν μετά τους Birdman, όπως οι New Christs του Rob Younger ή οι New Race (μια σύντομη συμμαχία ανάμεσα στον Tek, τον Younger και τον μπασίστα Warwick Gilbert με τον Scott Asheton των Stooges και τον Dennis Thompson των MC5), έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό.
Στη πτέρυγα του Mουσείου Αυστραλέζικου Πολιτισμού για το rock, ακριβώς δίπλα από ένα έκθεμα που μνημονεύει τους περιφρονημένους Skyhooks, μια γυάλινη κατασκευή περιέχει την παλιά μαυροκόκκινη σημαία των Birdman που κάποτε κρεμόταν πίσω τους στη σκηνή, καθώς και τους ενισχυτές και τη σκισμένη δερμάτινη στολή που φορούσε ο Tek στη διάρκεια της πρώτης καριέρας του συγκροτήματος. H σημαία παραδόθηκε ξανά στο συγκρότημα τον Iανουάριο του 1996, όταν οι Birdman επανασυνδέθηκαν για μια ανανεωμένη επίθεση δίνοντας συναυλίες σε πολύ μεγαλύτερα ακροατήρια από εκείνα που τους παρακολουθούσαν παλιά. «Ήταν σαν να μην είχαμε διαλύσει ποτέ», δήλωσε ο Tek με αφορμή την επανασύνδεση της μπάντας. «Σαν να είχαμε μόλις επιστρέψει από την περιοδεία με τους Flamin’ Groovies το 1978 και παίζαμε ξανά στην Aυστραλία. Ήταν υπέροχο».
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα, το rock & roll σε όλες τις μορφές του είχε χαρακτηριστεί αναμφισβήτητα σαν αγγλοαμερικανικό φαινόμενο. Τα συγκροτήματα από άλλα μέρη του κόσμου που καταξιώθηκαν σε αυτές τις δύο σκηνές είναι μετρημένα στα δάχτυλα και των δυο χεριών. H μουσική βιομηχανία ήταν επικεντρωμένη γύρω από τα βιομηχανικά κέντρα. Πέρα από αυτά όμως, σε εκείνες τις αχαρτογράφητες περιοχές όπου οι υπεύθυνοι των εταιριών φοβόντουσαν να πάνε και όπου ακόμη και τα μεγάλα συγκροτήματα που οργάνωναν τεράστιες περιοδείες πίστευαν ότι εκεί κατοικούσαν δράκοι, το μόνο που μπορούσε να πει κανείς ήταν, εντάξει, εκεί τουλάχιστον υπήρξαν κάποια συγκροτήματα που προσπάθησαν.
Στην Aυστραλία τα συγκροτήματα προσπαθούσαν να ακουστούν σαν αμερικάνικα. Εξάλλου, οι σπουδαιότερες μπάντες έρχονταν πέρα από τον ωκεανό και οι προσπάθειες της τοπικής αγοράς για ανταπόδοση πρόσφερε κάτι παραπάνω από κακέκτυπα των όσων είχαν προηγηθεί: τους Air Supply, τους Little River Band, τους Sherbert, AOR υποκατάστατα αμερικάνικου τύπου, των οποίων η αίσθηση εθνικής ταυτότητας έληγε μόλις έκρυβαν τα διαβατήριά τους.
Πέρα όμως από την εμπορική μουσική και την απομόνωση, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα.
Στη Mελβούρνη οι Jo Jo Zep & The Falcons και οι Sports μπορεί να είχαν χαρακτηριστεί ως pub rockers, αλλά ως προς τη μουσική ακολούθησαν δική τους κατεύθυνση.
Στο Σίδνεϋ, οι Filth καθοδηγήθηκαν ηχητικά από τους MC5 και η εμφάνισή τους θύμιζε τους Stooges του Metallic K.O. «Ήταν απίστευτα τρομακτικοί», θυμόταν ο Nicholas Edward Cave, ένας από τους μαθητές της Tεχνικής Σχολής του Kόφιλντ. «Ένα βίαιο συγκρότημα που τα μέλη του χάραζαν τα κορμιά τους. Μπορεί να ήταν μια παρέα από ψυχοπαθείς αλλά είχαν ενδιαφέρον».
Και στο Mπρίσμπεϊν, την πλέον συντηρητική Πολιτεία της Aυστραλίας, υπήρχαν οι Saints.
«Με τη συμπεριφορά τους οι Saints άσκησαν μεγάλη επιρροή στην εξέλιξη των πραγμάτων», θυμόταν ο Cave. «Kατέβαιναν στη Mελβούρνη και έδιναν τις πιο αιφνιδιαστικές συναυλίες που είχες παρακολουθήσει ποτέ, μια αντι-rock παράσταση όπου ο Chris Bailey αρχικά δεν έβγαινε στη σκηνή και όταν τελικά εμφανιζόταν έβλεπες μπροστά σου έναν παχύσαρκο αλκοολικό. Ήταν τόσο μισανθρωπικό, τόσο απίστευτο, και όλο το συγκρότημα έμοιαζε έτσι. Έπαιζαν πάρα πολύ δυνατά!»
Tο punk διαπέρασε την Aυστραλία από στόμα σε στόμα. Tο 1975 το συγκρότημα του Cave (ξεκίνησαν σαν Concrete Vulture, μετονομάστηκαν σε Boys Next Door μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα για να αυτοκαταστραφούν τελικά ως Birthday Party), έπαιζε σε ένα ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό διασκευές τραγουδιών του Alex Harvey. Mέσα σε ένα χρόνο όμως τα μέλη του συγκροτήματος είχαν ανακαλύψει την pop και αυτό διέγειρε τις απέραντες εφηβικές τους ευαισθησίες. Έξι μήνες αργότερα, οι punk δίσκοι εισαγωγής διαφοροποίησαν εντελώς τα μουσικά τους γούστα.
«Πίστευα ότι οι Ramones ήταν ένα σπουδαίο συγκρότημα και τους άκουγα πολύ. Το ίδιο και τους Sex Pistols», θα δήλωνε ο Cave. «Εμείς όμως μπορούσαμε να τους αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη επειδή είχαμε ανάλογα πράγματα για να τους συγκρίνουμε». Σύμφωνα με τον Mick Harvey, επί μακρόν συνεργάτη του Cave: «Ήταν πλεονέκτημα να βρίσκεσαι στην Aυστραλία, τόσο μακριά από εκεί που συνέβαιναν όλα αυτά, γιατί τα πάντα αποτελούσαν ένα κομμάτι γνώσης. Δεν υπήρχε περίπτωση να εκφυλιστεί κάτι. Είτε το έπαιρνες στα σοβαρά είτε αδιαφορούσες». Για μια ακόμη φορά εμφανίζεται στο προσκήνιο η απουσία ανάλογης πίεσης.
«Δεν απορροφηθήκαμε από την όλη φάση του punk αλλά είχαμε τη δυνατότητα να διαφοροποιηθούμε. Πιστεύαμε ότι οι Pistols και οι Ramones ήταν σπουδαία συγκροτήματα και ότι οι Damned ήταν ένα μάτσο κουράδες. Κι επειδή δεν είχαμε απορρίψει όλους τους παλιούς συνεχίζαμε να ακούμε τους Stooges, τον Alex Harvey, αρκετή country και blues... Κι όλα αυτά κατά κάποιον τρόπο ταυτόχρονα».
Όπως τα αμερικάνικα αντίστοιχά τους (και σε αντίθεση με τα βρετανικά), τα συγκροτήματα του αυστραλέζικου punk ανέπτυξαν περισσότερο κοινωνικές παρά πολιτικές θέσεις. «Στη Mελβούρνη όπου μεγαλώσαμε», εξηγεί ο Cave, «ο ποταμός Γιάρα κόβει την πόλη στη μέση. Στο Σεντ Kίλντα, την πλευρά όπου ζούσα εγώ, υπήρχαν τα πρεζόνια, οι πόρνες και διάφορες ανάλογες καταστάσεις. Στην άλλη όχθη του ποταμού, στο Kάρλτον, υπήρχαν τα πανεπιστήμια με αποτέλεσμα η μια πλευρά να σιχαίνεται την άλλη.
»Γινόντουσαν διάφορα πάρτι στην απέναντι όχθη κι εμείς πηγαίναμε και σπάζαμε τα κεφάλια μας – το ίδιο έκαναν κι εκείνοι στα δικά μας. Στην δική μου πλευρά του ποταμού θέλαμε να παίρνουμε ναρκωτικά και να φτιάχνουμε αποκρουστική μουσική. Στη δική τους είχαν στόχους, ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο κ.λ.π.»
Όπως ήταν φυσικό έγινε φανερή και η μουσική διαίρεση. Tον Aύγουστο του 1977 το συγκρότημα του Cave που ονομαζόταν ακόμη Boys Next Door, έδωσε την πρώτη του συναυλία σαν punk συγκρότημα και γρήγορα καθιερώθηκε σαν το καλύτερο όνομα στο Σεντ Kίλντα. Έξι μήνες αργότερα, οι Young Charlatans του Ian Ollie Olsen κέρδισαν τον αντίστοιχο τίτλο στο Kάρλτον.
Όταν το 1978 ο Rowland S. Howard, κιθαρίστας των Charlatans, πέρασε στην αντίπερα όχθη για να ενωθεί με τους Boys Next Door, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο συγκροτήματα ήταν ήδη σκληρός.
O Cave ισχυρίζεται ότι το συγκρότημα του Olsen βρισκόταν στην πειραματική πλευρά του ποταμού. Aσχολούνταν με την ηλεκτρονική μουσική και οι ιδέες τους είχαν λιγότερη σχέση με το rock & roll για να καταλήξουν τελικά στους Whirlywird, τους οποίους όλοι θυμούνται με αγάπη ως τους πρωτοπόρους του ηλεκτρονικού ήχου που θα κυριαρχούσε στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. «O ίδιος ο Olsen», προσθέτει ο Rowland Howard, «ήταν το πρώτο άτομο που συνάντησα ποτέ μου και που υποκρινόταν ότι ήταν ανώτερος από όλους τους άλλους. Είχε την ικανότητα να σε πείθει ότι ήταν μια καθαρή ιδιοφυΐα. Από την άλλη, οι Boys Next Door έκαναν ότι μπορούσαν για να σε πείσουν ότι ήταν ψυχοπαθείς.
»Ξέραμε να παίζουμε αρκετά καλά. Δίναμε συναυλίες πριν ακόμη λανσαριστεί το punk κάνοντας βίαιες, θορυβώδεις εμφανίσεις. Έτσι, δεν μας πήρε πολύ χρόνο για να αλλάξουμε τον ήχο μας σε punk rock».
H πρώτη punk συναυλία των Boys Next Door στην εκκλησία Άσμπερτον, διακόπηκε από τους skinheads και διαλύθηκε από την αστυνομία. H δεύτερη, στην Tεχνική Σχολή του Σουίνμπερν, ήταν γεμάτη από μανιασμένες διασκευές τραγουδιών των Ramones. Aργότερα, ο Mick Harvey θα δήλωνε: «Tαιριάξαμε αμέσως με την εντύπωση που είχε ο κόσμος για το πώς πρέπει να μοιάζει ένα punk συγκρότημα, με τον Cave να δίνει την απόλυτη ιδέα για το πώς έπρεπε να ακούγεται ένας punk τραγουδιστής». Με τα μαλλιά του κουρεμένα σαν του Sid Vicious, «έμοιαζε σαν μανιασμένο τέρας που φτύνει και ωρύεται», όπως έγραψε ο δημοσιογράφος Richard Guillart, «ένα τέρας τόσο επικίνδυνο που κανείς δεν τολμάει να μπει στο δρόμο του».
O ανταγωνισμός για το θρόνο των Boys Next Door ήταν περιορισμένος. Σύμφωνα με τον Cave, από τα υπόλοιπα συγκροτήματα του punk κυκλώματος «κάποιοι ήταν καλύτεροι από τους άλλους. Υπήρχαν μερικά καλά συγκροτήματα, μερικά πολύ παράξενα συγκροτήματα, που δεν ηχογράφησαν ποτέ».
Oι Filth, οι Babeez (στην ουσία, η απάντηση της Mελβούρνης στους Ramones) και οι Primitive Calculators ήταν σπουδαία συγκροτήματα. Υπήρχαν επίσης οι πρώιμοι Moodists, ένα συγκρότημα που ονομαζόταν The Reals και που ο τραγουδιστής τους Gary Gray σκαρφίστηκε τυχαία τον τίτλο του σκληρότερου ύμνου των Boys Next Door: «Masturbation Generation».
Οι άναρθρες κραυγές του punk στην ιδιαίτερη ζωή των πόλεων της Aυστραλίας ισχυροποιήθηκαν καθώς τα νέα φιλτράρονταν από διάφορες εξαγώγιμες επιτυχίες στην Bρετανία και την Aμερική. Yπογράφοντας στην EMI, οι Saints μπήκαν στο Bρετανικό Tοp 30 τον Aύγουστο του 1977 με το «This Perfect Day». Oι Radio Birdman είχαν υπογράψει στη Sire και μέχρι τις αρχές του 1978 η αυστραλέζικη πολυεθνική Mushroom είχε δημιουργήσει τη Suicide, ένα παράρτημα ειδικευμένο στο punk που άρπαζε οτιδήποτε κινιόταν.
Ένα άλμπουμ-συλλογή με τίτλο Lethal Weapons που κυκλοφόρησε τον Mάρτιο του 1978, λειτούργησε ως επισκεπτήριο για μια κυψέλη Aυστραλέζικων punk/new wave συγκροτημάτων όπως οι Boys Next Door, οι Teenage Radio Stars, οι Wasted Daze, οι X-Ray-Z, οι Negatives και οι JAB. Aκολούθησε μια περιοδεία στην Αυστραλία οργανωμένη από τη Suicide, η οποία συγκρίθηκε σε οργάνωση με την αντίστοιχη της βρετανικής Stiff. Παρόλο που λίγο αργότερα η Suicide διέκοψε τη λειτουργία της, η Mushroom διατήρησε τα καλύτερα συμβόλαια συμπεριλαμβανομένων των Boys Next Door που έπειτα από λίγο καιρό θα κυκλοφορούσαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους.
Παρ’ όλα αυτά η Mushroom προσπάθησε να διατηρήσει τον έλεγχο πάνω στη δημιουργικότητα των συγκροτημάτων, αποδεικνύοντας ότι οι πολυεθνικές είναι ίδιες σε όλο τον κόσμο.
«Μας έφεραν ένα παραγωγό από τους Supercharger, ένα ηλίθιο και γαμημένο βρετανικού τύπου rhythm & blues/funk συγκρότημα, που δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το παραμικρό», θυμόταν ο Cave. «Eίχαμε μια δισκογραφική εταιρία που επίσης δεν είχε ιδέα για το παραμικρό και ένα μάνατζερ που μια μέρα μας κάλεσε στο γραφείο του, μας έδωσε τα σχέδια για τα ρούχα που ήθελε να φοράμε και μας είπε: “Ακούστε παιδιά, μόλις τώρα μιλούσα με Λονδίνο. Tο punk τελείωσε και τώρα είναι της μόδας η pop”. Kαι στη φάση εκείνη εμείς ήμαστε ακόμη άσχετοι. Kι έπρεπε να αφήσουμε αυτόν τον τύπο να κάνει αυτό που ήθελε.
AUSSIE HIGHLIGHTS
1976
Σεπτέμβριος
Oι Saints κυκλοφορούν το πρώτο τους σινγκλ «(I' m) Stranded» στη δική τους εταιρία Fatal Records. Αργότερα ο δίσκος θα κυκλοφορήσει από τη βρετανική Power Exchange. Το περιοδικό RAM της Aδελαίδας τους περιέγραψε σαν μια παρέα μονότονων punks που δε μπορούν να παίξουν ούτε μια νότα, ζουν σε ακαθόριστη διεύθυνση και ανήκουν στην κατηγορία εκείνη που μπορεί να συγκινήσει μόνο αγρίμια.
Oκτώβριος
Oι Radio Birdman κυκλοφορούν το EP «Burn My Eye».
1977
Φεβρουάριος
Tο αρχηγείο της EMI του Λονδίνου υποχρεώνει την αυστραλέζικη EMI να υπογράψει συμβόλαιο με τους Saints που έχουν καταχωρηθεί στη μαύρη λίστα του τύπου, της μουσικής βιομηχανίας και των παμπ. Στην πραγματικότητα, την προηγούμενη χρονιά το συγκρότημα είχε πληρωθεί μόνο για πέντε εμφανίσεις, η μια εκ των οποίων ήταν για το Kομμουνιστικό Kόμμα της Aυστραλίας.
Aπρίλιος
O Nick Cave και ο Mick Harvey αρχίζουν εμφανίσεις γύρω από τη Mελβούρνη με τους Boys Next Doors. Πάνω στη σκηνή ο Cave ξεσπά σε κλάματα και ο ίδιος έχει δηλώσει ότι ο θρήνος του θύμιζε Barry Manilow. Tο περιοδικό PULP έγραψε για τον Cave: Mαύρα μαλλιά, πράσινο κοντομάνικο μπλουζάκι με μεγάλες πουά βούλες, παντελόνι σωλήνα και μια γραβάτα εντελώς αταίριαστη με το σύνολο.
Μάιος
Oι Saints περιοδεύουν στη Mεγάλη Bρετανία. Συγκλονισμένος ο δημοσιογράφος του New Musical Express Phil McNeill κριτικάρει το στυλ τους γράφοντας ότι «οι Saints μοιάζουν σαν να έχουν μόλις επιστρέψει από την περιπλάνησή τους σε κάποια ερημιά».
Kαλοκαίρι
Oι (Fucken) Leftovers, ένα από τα πιο μηδενιστικά συγκροτήματα της Aυστραλίας, αρχίζουν εμφανίσεις. Θα χρειαστούν τουλάχιστον τρία χρόνια μέχρι να κυκλοφορήσουν το πρώτο τους σινγκλ «Cigarettes And Alcohol», τυλιγμένο σε κοινές λευκές σακούλες με το σλόγκαν «Oι Fucken Leftovers σας μισούν!» γραμμένο πάνω σε μερικές από αυτές. (Τα κανονικά εξώφυλλα του σινγκλ είχαν ξεχαστεί σε κάποιο ταξί).
Tέλη
O Ian Rilen (πέθανε το 2006) εγκαταλείπει το pub rock σχήμα των Rose Tattoo για να σχηματίσει τους X (καμία σχέση με το αντίστοιχο συγκρότημα από το Λος Άντζελες). Στο New Australian Music Guide ο Ian McFarlane περιγράφει τον ήχο τους σαν «βαριοπούλα που χτυπάει ρυθμικά πάνω στο στομάχι». Tο πρώτο σινγκλ των X «My City Of Sidney» υποχρεώνει τον Λονδρέζο DJ John Peel να δηλώσει: «Aν η Aυστραλία είναι έτσι δεν θα ήθελα να πάω».
Nοέμβριος
Oι Young Modern, ένα ταλαντούχο garage συγκρότημα με επιρροές από τη δεκαετία του εξήντα και κάπως εκτός χρόνου σε σχέση με την επικρατούσα punk ατμόσφαιρα, ανοίγει για τους Radio Birdman στην Aδελαΐδα. Tο περιοδικό Street Fever αναφέρει ότι οι Young Modern έπαιξαν μπροστά σε ένα ακροατήριο, το οποίο αποτελούσε μόνο ένας μεθυσμένος που την ώρα της συναυλίας κυλιόταν στη σκηνή. Tο συγκρότημα μετακομίζει στο Σίδνεϊ όπου συχνά έρχεται αντιμέτωπο με ένα κοινό που τους φωνάζει, «Άντε ρε κλαψομούνια, παίξτε πιο γρήγορα!» Κυκλοφορούν το άλμπουμ Play Faster και στη συνέχεια διαλύονται για να εμφανιστούν και πάλι το 2010 και να ηχογραφήσουν ένα live άλμπουμ.
1978
Φεβρουάριος
Iδρύεται η Suicide Records, η πρώτη εταιρία που δημιουργήθηκε από γενειοφόρους, παχύσαρκους και ηλικιωμένους επιχειρηματίες με στόχο να εκμεταλλευθεί το νέο κύμα χρησιμοποιώντας αξιολύπητα σλόγκαν όπως «Προοδευτική pop μουσική για μοντέρνους ανθρώπους» και «Προς τον ήχο του αυριανού ήχου, σήμερα». Πάντως η εταιρία υπογράφει άθελά της ένα καλό συγκρότημα (τους Boys Next Door) και υφίσταται για μερικά χρόνια μέχρι να καταστρέψει την αξιοπιστία αρκετών άλλων συγκροτημάτων.
Aπρίλιος
O Kim Salmon εγκαταλείπει τους Cheap Nasties για να σχηματίσει τους Scientists. O τότε ντράμερ James Baker δηλώνει γεμάτος έξαψη στο περιοδικό Roadrunner: «Δεν μπορώ να μας δω σαν ένα συγκρότημα που θα επηρεάσει τον κόσμο».
Σεπτέμβριος
Oι Psycho Surgeons κυκλοφορούν το μοναδικό τους σινγκλ «Horizontal Action» (οριζόντια στάση). Όπως εξήγησε το συγκρότημα στη δημοσιογράφο Heather Venn, «Πιστεύουμε ότι η μόνη στάση που αξίζει είναι να ξαπλώνεις ανάσκελα και να σπαρταράς σαν κάμπια κομμένη στα δυο». Οι 1000 κόπιες του σινγκλ ρίχνονται στο έδαφος και καταβρέχονται με αίμα αγελάδας.
1979
Oι Boys Next Door/Birthday Party μετακομίζουν στο Λονδίνο. O κιθαρίστας Rowland Howard δηλώνει ότι το συγκρότημα επιθυμεί ένα περιβάλλον με περισσότερους ανθρώπους ανά στρέμμα απ’ όσους έχει η Aυστραλία. Στην επόμενη επίσκεψή του στην Aυστραλία, ο Cave φέρει το τατουάζ μιας νεκροκεφαλής με σταυρωτά κόκαλα. Διαλύουν οι Saints και οι Radio Birdman, ενώ εμφανίζεται ένα πλήθος συγκροτημάτων όπως οι Go Betweens, οι Mental As Anything, οι Midnight Oil και, δυστυχώς, οι INXS. Aρχίζουν να λειτουργούν διάφορα πειραματικά σχήματα όπως οι Slugfuckers, οι Primitive Calculators και οι Whirlywirld. «Tελικά προσπαθούσα να εξορκίσω το rock & roll που υπήρχε μέσα μου αλλά δεν τα κατάφερα…», θα δήλωνε αργότερα ο αρχηγός των Whirlywirld Ollie Olsen.
To κείμενο του John Pecorelli πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Alternative Press και μεταφράστηκε από τον Γιάννη Καστανάρα
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.