O Steve Marriott και η εποχή του...

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

Όταν ήμουν στην ηλικία που όλοι έχουν κάποιον μεγαλύτερο αδερφό ή αδερφό φίλου, που τύχαινε να έχει μια αξιοπρεπή ροκ δισκοθήκη, έπεσε στα χέρια μου το ομώνυμο άλμπουμ των Humble Pie.

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, ίσως και 30, μέχρι να το βρω ξανά σε κάποιο δισκοπωλείο και να το κάνω δικό μου, όπως είχα κάνει δικό μου κι ένα άλλο άλμπουμ που είχα ακούσει την ίδια μέρα από εκείνον τον φίλο, το καταπληκτικό Banquet των Lucifer’s Friend που με είχε στοιχειώσει με το “Spanish Galleon” και την φωνάρα του John Lawton (αργότερα στους Uriah Heep).

Μένει να βρεθεί άλλος ένας δίσκος βινυλίου για να κλείσω τα ακούσματα μιας και μόνο ημέρας από την παιδική μου ηλικία, το Junkies Monkeys & Donkeys των Ισραηλινών Jericho Jones, το οποίο δεν είναι κάτι το αριστουργηματικό, απλά το θυμάμαι μαζί με τα άλλα δύο νοσταλγικά (υπάρχει ολόκληρο και στο YouTube) αλλά δεν καίγομαι και πάρα πολύ να το αγοράσω γιατί για κάποιο λόγο μου θυμίζει Μεσογειακά καλοκαίρια και Ελληνικές ταινίες του ‘70 με Λάκη Κομνηνό, «Ένα Καλοκαίρι» κλπ... άμα το ακούσετε θα καταλάβετε...

Δεν θα το άκουγα, ας πούμε, με την συχνότητα που ακούω σήμερα το καταπληκτικό “Live With Me” από το άλμπουμ των Humble Pie ή το “Earth and Water Song”.

Νομίζω πως στην Ελλάδα μερικά συγκροτήματα πέρασαν πολύ ξώφαλτσα και πέρα από τους Lucifer’s Friend, από αυτούς που προανέφερα, οι οποίοι έγιναν κάπως γνωστοί στους hard rock και prog rock κύκλους της χώρας μας, οι άλλοι δύο έμειναν στην αφάνεια.

Και εντάξει για τους Jericho Jones που έκαναν ένα άλμπουμ και μετά νομίζω άλλαξαν όνομα, αλλά οι Humble Pie είχαν στις τάξεις τους τον Steve Marriott και τον Peter Frampton, ενώ  αργότερα προσχώρησε και ο Clem Clempson των Colosseum…

Oι Humble Pie με τον Peter Frampton και τον Steve Marriott (πρώτος και τρίτος αντίστοιχα από αριστερά)

Oυσιαστικά η μπάντα ήταν του Steve Marriott ο οποίος προερχόταν από ένα από τα πιο επιδραστικά mod σύνολα της Αγγλίας της δεκαετίας του ’60, τους Small Faces. Ο Marriott διέθετε μια πολύ χαρακτηριστική φωνή και το παίξιμό του ήταν επηρεασμένο από τα Αμερικάνικα rhythm’n’blues.

Γεννήθηκε στο Manor Park του Ανατολικού Λονδίνου, και από μικρός φάνηκε πως είχε ένα έμφυτο ταλέντο, μιας και σε ηλικία 13 χρονών έπαιξε για ένα ολόκληρο χρόνο στο μιούζικαλ του Lionel Bart, “Oliver!”. O πατέρας του είχε ένα μαγαζί που σερβίριζε χέλια με ζελέ (Αγγλική λιχουδιά... χεχεχε) και έπαιζε πιάνο στις pub. Στον Steve έκανε δώρο ένα γιουκαλίλι και μια φυσαρμόνικα και ο μικρός, αφού έμαθε να παίζει μόνος του, την έστηνε στις στάσεις των λεωφορείων παίζοντας μουσική και μαζεύοντας χαρτζιλίκι.

Όταν το 1965 δημιούργησε τους Small Faces, το συγκρότημα βρέθηκε στο απόγειο ενός κινήματος της Βρετανικής υποκουλτούρας, που είχε ξεκινήσει στο Λονδίνο από το 1958 για να εξαπλωθεί σε όλη την Αγγλία - εκείνο των Mods (προέρχεται από την λέξη "modernist" επειδή αρχικά άκουγαν «μοντέρνα jazz»). Οι Mods ήταν νέοι και νέες προερχόμενοι κυρίως από την εργατική τάξη της χώρας, με ένα απελευθερωμένο για την εποχή τους σκεπτικό. Ντύνονταν όσο πιο καλά γινόταν (πολλές φορές με κουστούμια ραμμένα σε ράφτη) αγαπούσαν το rhythm ‘n’ blues και την soul και προς τα τέλη της δεκαετίας, όταν το φαινόμενο των Mods απέκτησε μεγαλύτερες διαστάσεις, μια μερίδα τους λάτρεψε την ska κι έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο κύμα των skinheads.

Skinheads στη δεκαετία του '60

Αυτοί οι πρώτοι skinheads δεν είχαν καμία σχέση με τους φασίστες skinheads των αρχών της δεκαετίας του ’80. Το πρώτο κύμα, ήταν παιδιά της εργατικής τάξης που απέρριπταν τις συντηρητικές αξίες των ‘50ς, την οικονομική λιτότητα, την πραότητα των χίπιδων, και είχαν παντρέψει την μόδα των mods με την κουλτούρα του rocksteady που είχαν φέρει στην Αγγλία οι Τζαμαϊκανοί μετανάστες και ειδικότερα τη φιλοσοφία του rude boy (δηλαδή, τον παράνομο τρόπο ζωής των νεαρών Τζαμαϊκανών). Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 μάλιστα υπήρξε αναβίωση και αυτού του είδους, όταν ο Jerry Dammers, ο κιμπορντίστας των Specials δημιούργησε (με τις πλάτες της Chrysalis Records) τη δισκογραφική εταιρία 2 Tone στο Coventry για να κυκλοφορήσει δίσκους που πάντρευαν την ska και το punk με κάποιες ποπ πινελιές και έτσι όλος ο κόσμος θα γνώριζε τους Madness, τους Specials, τους Beat, τους Selecter και άλλους.

Για να αφήσω λοιπόν κατά μέρους το πρώτο κύμα των skinheads και να επιστρέψω στους Mods, αυτά τα παιδιά, οι Mods της δεκαετίας του ’60 δηλαδή, κυκλοφορούσαν στους δρόμους οδηγώντας καλοδιατηρημένες και εντυπωσιακά στολισμένες ιταλικές Βέσπες ή Λαμπρέτες, γεμάτες καθρέφτες και έκαναν σύμβολό τους το σήμα της Αγγλικής Βασιλικής Αεροπορίας (ο μπλε κύκλος με την κόκκινη βούλα). Οι κοπέλες φορούσαν μίνι φούστες και η τηλεοπτική εκπομπή Ready Steady Go! που ξεκίνησε να προβάλλεται το 1966 (μην το ψάχνεις, εμείς εδώ πέρα ακόμα κάναμε πειραματικές τηλεοπτικές προβολές των δύο ωρών...) βοήθησε να διασκορπιστεί η mod μόδα. Καθώς οι έφηβοι άρχισαν να ξοδεύουν το χαρτζιλίκι τους σε στυλιζαρισμένα ρούχα, τα μαγαζιά της Carnaby Street και της Kings Road γνώρισαν τέτοια άνθιση που τα ονόματα αυτών των δύο δρόμων έγιναν συνώνυμα της κοντής φούστας με μπότες και καρέ κουρεμένο μαλλί.

Μοdette-style, sixties

Οι αμφεταμίνες έκαναν αυτούς τους έφηβους να χορεύουν μέχρι πρωίας σε μαγαζιά όπως το Marquee και το Flamingo, όπου και άρχισε να χτυπάει η καρδιά αυτού που ονομάστηκε Swinging London, με soul και rhythm’n’blues δισκάκια, φερμένα από μαύρους Αμερικάνους στρατιώτες που στάθμευαν στο νησί στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.

Την ίδια στιγμή που στην Ελλάδα διακωμωδούμε εκείνη την αγγλική πραγματικότητα με τον Κώστα Βουτσά να φοράει περούκα για να παίξει τον «Γαμπρό απ' το Λονδίνο», στα αγγλικά μαγαζιά, με πραγματικό μαλλί όμως, ο πιο καλοντυμένος Mod της παρέας λεγόταν “Face” («μούρη» που θα λέγαμε στην Ελληνική αργκώ ή «μουράτος») κι έτσι μπορεί κάποιος να καταλάβει προς τι και το όνομα του συγκροτήματος Small Faces… Ιστορικές έχουν μείνει οι συγκρούσεις των Mods με τους Rockers, μιας άλλης μερίδας της αγγλικής νεολαίας, της οποίας επίσης ο τρόπος ζωής είχε ως επίκεντρο τα δίκυκλα μόνο που τούτοι εδώ άκουγαν rock ’n’ roll της δεκαετίας του ’50, φορούσαν μαύρα δερμάτινα μπουφάν και μπότες για μοτοσικλέτα, και εμφανισιακά ήταν πολύ επηρεασμένοι από τον Μάρλον Μπράντο της ταινίας The Wild One.

Αρκετές ήταν οι συμπλοκές μεταξύ των δυο ομάδων σε παραλιακές πόλεις της νότιας Αγγλίας όπου πήγαιναν και οι μεν και οι δε εκδρομές με τις μηχανές τους (όταν δουν οι Άγγλοι ήλιο ξεχύνονται σε πάρκα και παραλίες), με αποκορύφωμα εκείνες του Brighton στις 18 και 19 Μαΐου του 1964, όπου το ξύλο κράτησε για δύο ολόκληρες μέρες (μάλιστα μεταφέρθηκε λίγο πιο πέρα, στο Hastings, πριν επιστρέψει στο Brighton…)

Η Μάχη του Brighton: Mods vs. Rockers

Κι επειδή όταν οι Εγγλέζοι παίζουν ξύλο το κάνουν με όλη την σημασία της λέξεως, όταν 17 χρόνια αργότερα, το 1981 στο Λονδίνο, οι Exploited έπαιξαν σε μια συναυλία τους το τραγούδι “Fuck the Mods”, όσοι παρευρίσκονταν στην συναυλία βγήκαν έξω και πλακώθηκαν στο ξύλο με τους οπαδούς των Jam που έπαιζαν σε έναν άλλο χώρο εκεί κοντά...

Όλα αυτά βέβαια, τώρα που έχω μεγαλώσει, μου φαίνονται αστεία και απογοητευτικά γιατί στη δεκαετία του '60 το σύστημα κατάφερε τελικά να διαιρέσει όλους αυτούς τους νέους και να τους στρέψει τον έναν εναντίον του άλλου για να μη χιμήξουν στο ίδιου και συνέχισε να το κάνει με απόλυτη επιτυχία για πολλά χρόνια αργότερα, ακόμα και μέχρι σήμερα.

Ναι, οι Mods αναβίωσαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στην Αγγλία, μετά το τέλος της πρώτης γενιάς του punk, με πρωτεργάτες τους Jam, τους Nine Below Zero, τους Secret Affair και πολλούς άλλους.

Μεγάλο ρόλο σε αυτή την αναβίωση έπαιξε και η ταινία Quadrophenia που βγήκε στις αίθουσες το 1979 σε σκηνοθεσία Franc Roddam βασισμένη σε μια ιδέα από την ομώνυμη rock opera που είχαν κυκλοφορήσει οι Who το 1973. Στην ταινία εμφανίζεται και ο Sting των Police στο ρόλο του Ace Face - δηλαδή κυριολεκτικά έπαιζε την «Πρώτη Μούρη»...

Στην δεκαετία του ’60 όμως, ο Marriott ήταν η «πρώτη μούρη» για τους Mods, ίσως πιο  πρώτη και από των Who, μιας και όντας μέλος των Small Faces φωτογραφιζόταν συχνά ως αντιπροσωπευτική φυσιογνωμία του κινήματος. Από μικρός λάτρευε τον Buddy Holly (φορούσε και ίδια γυαλιά, αλλά έχοντας αφαιρέσει τους φακούς) και μάλιστα σε εκείνη την οντισιόν που είχε δώσει στα 13 του για το Oliver! είχε τραγουδήσει το “Oh Boy” του Holly και το "Who's Sorry Now" της Connie Francis. Ανάμεσα στις επιρροές του πάντως ήταν επίσης οι Booker T & the MG's, ο Ray Charles, ο Otis Redding και ο Muddy Waters, μεταξύ άλλων.

Μάλιστα είχε την ιδέα με τον κολλητό του, τον David Bowie, να κάνουν ένα rhythm ’n’ blues ντουέτο και να βγούνε περιοδεία με το όνομα David and Goliath (o Marriott ήταν μικρόσωμος με ύψος 1,63, επομένως γίνεται αντιληπτός ο αυτοσαρκασμός) αλλά δεν το έκαναν ποτέ.

Το 1965 ο Steve γνώρισε τον Ronnie Lane και δημιούργησαν τους Small Faces υπογράφοντας τις επιτυχίες "Itchycoo Park", "Lazy Sunday", "All or Nothing" και "Tin Soldier", μέχρι που σε ένα live των Small Faces την Πρωτοχρονιά του 1969 ο Marriott εγκατέλειψε τη σκηνή φωνάζοντας στους υπόλοιπους «παραιτούμαι».

Ο Peter Frampton είχε έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τον Marriott και την παρέα του το 1968 για να ανταλλάξουν πληροφορίες σχετικά με απατεώνες μάνατζερ που έκλεβαν λεφτά από τους Herd, το συγκρότημα με το οποίο έπαιζε o Frampton από το 1965, και να μιλήσουν για τις κομπίνες των δισκογραφικών εταιριών και τις σχετικές εμπειρίες που είχαν και οι Small Faces από όλα αυτά...

Άρχισαν να κάνουν παρέα και, τζαμάροντας, ο Frampton έφτασε λίγο πριν το τέλος της μπάντας, να εμφανίζεται σε συναυλίες μαζί τηςως το άτυπο πέμπτο μέλος της. Την ίδια εποχή οι Small Faces μαζί με τον Frampton σαν έξτρα μέλος εμφανίζονταν στην Γαλλία ως η μπάντα που συνόδευε τον γνωστό Γάλλο μουσικό Johnny Hallyday και μάλιστα οι τελευταίες τους ηχογραφήσεις πριν την διάλυσή τους είναι με το Hallyday. Ο Steve Marriott και ο μπασίστας των Small Faces, Ronnie Lane, συνέθεσαν για τον Hallyday τα τραγούδια, Amen (Bang Bang), Reclamation (News Report) και Regarde Pour Moi (What You Will). Μερικούς μήνες αργότερα οι Humble Pie ξαναηχογράφησαν τα τελευταία δύο τραγούδια για το πρώτο τους άλμπουμ As Safe As Yesterday Is.

Κι αυτό με φέρνει πίσω, στην αρχική ιδέα αυτού του κειμένου, δηλαδή στο άλμπουμ Humble Pie των Humble Pie.

Small Faces

Ο Frampton, όντας ξεμυαλισμένος με τους Small Faces, ήθελε πολύ να προσχωρήσει στο συγκρότημα αλλά ενώ ετοιμαζόταν να τους προτείνει να γίνει μόνιμο μέλος, του τηλεφώνησε ο Marriott και τον ενημέρωσε ότι έφυγε από το γκρουπ. Έπειτα τον ρώτησε αν ήθελε να κάνουν μια νέα μπάντα μαζί και του ανακοίνωσε ότι είχαν ήδη συμφωνήσει να συμμετάσχουν ο Greg Ridley, o μπασίστας των Spooky Tooth, και ο ντράμερ Gerry Shirley. O κεραυνοβολημένος δεκαεννιάχρονος Frampton δέχθηκε αμέσως και έτσι δημιουργήθηκαν οι Humble Pie. To αστείο είναι ότι μέσα στις επόμενες ώρες οι υπόλοιποι τρεις Small Faces επισκέφτηκαν τον Frampton για να του προτείνουν να συνεχίσει μαζί τους αλλά εκείνος τους απάντησε ότι τους είχε προλάβει ο Marriott…

Το ομώνυμο άλμπουμ των Humble Pie λοιπόν, αυτό με τα “Live With Me” και “Earth and Water Song”, ήταν το τρίτο του συγκροτήματος και κυκλοφόρησε το 1970.

Ο Marriott, που ήταν από μικρός πλακατζής (κάποτε είχε βάλει φωτιά στην σχολική του τάξη) είπε σε μια συνέντευξή του στο Rolling Stone το 1977 ότι όταν έπαιζαν για δύο μέρες τον Μάη του 1971 στο Filmore East της Νέας Υόρκης, είχε γυρίσει στο ξενοδοχείο και κατούρησε στην ντουλάπα του Frampton, αφήνοντάς τον «με τη μυρωδιά για αρκετές ημέρες». Εντάξει, πλακίτσα έκανε, αλλά ο άλλος στράβωσε, μάζεψετα μπογαλάκια του και έφυγε απ το συγκρότημα για να δει μετανιωμένος (φαντάζομαι) το άλμπουμ που ηχογραφούσαν τις μέρες που του κατούρησε ο Μarriott την ντουλάπα, το Performance Rockin' Τhe Fillmore να σκαρφαλώνει στην 21η θέση στα τσαρτ το 1971, να γίνεται χρυσό, και να γίνεται η πρώτη μεγάλη επιτυχία των Humble Pie.

Μήπως δεν έπαιρναν τα ίδια ναρκωτικά; Ποιος ξέρει. Ο Frampton ουδέποτε παραδέχτηκε ότι έπαιρνε drugs ούτε του άρεσε να βλέπει τον Μarriott μεθυσμένο...

Παρεμπιπτόντως, το Filmore East, που πολλοί ίσως να το έχουμε ακουστά, ήταν ένας συναυλιακός χώρος που άνοιξε τον Μάρτιο του 1968 ο μάνατζερ Bill Graham (η γυναίκα του, Bonnie MacLean δημιούργησε τα γνωστά ψυχεδελικά πόστερ για το Fillmore) και το έκλεισε τον Ιούνιο του 1971 αφού είχαν προλάβει όμως, να ηχογραφήσουν ζωντανά τα άλμπουμ τους εκεί, ο Miles Davis, οι Allman Brothers, οι Grateful Dead, o Hendrix, οι Crosby, Stills, Nash and Young, οι Who, οι King Crimson, o Zappa και πολλοί άλλοι...

Ο Graham σκοτώθηκε το 1991 όταν έπεσε το ελικόπτερο με το οποίο επέστρεφε σπίτι του μετά από μια συναυλία των Huey Lewis and the News.

Τώρα, μιας και μιλάμε για ζωντανά ηχογραφημένους δίσκους, αυτό που είναι ιδιαίτερο με τον Frampton είναι ότι η μεγαλύτερη επιτυχία του με τους Humble Pie και η μεγαλύτερη solo επιτυχία του, το Frampton Comes Alive (που έγινε ο εμπορικότερος live δίσκος όλων των εποχών και ίσως να είναι ακόμα) είναι δύο άλμπουμ ηχογραφημένα ζωντανά κι αυτό κάτι λέει.

Μιας και δεν νομίζω πως θα έχω την ευκαιρία να ξαναγράψω για τον Frampton, ας πω εδώ ότι σε μια συζήτηση πριν μερικά χρόνια, μου έγινε γνωστό πως ο Frampton τo 1978 έπαιξε σε μια κινηματογραφική μουσική κωμωδία με τίτλο Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club BandΤώρα πια την έχω στο σπίτι σε DVD και πραγματικά έχει (σχεδόν) πλάκα... Είναι ένα μιούζικαλ σκηνοθετημένο από τον Michael Schultz σχετικά με μια μπάντα και τις παγίδες που της στήνει η μουσική βιομηχανία.Η μουσική αποτελείται από διασκευές των τραγουδιών των Beatles από το Sgt. Pepper’s και το Abbey Road και εκτός του Frampton, πρωταγωνιστούν οι Bee Gees (χεχε) ενώ εμφανίζονται ακόμα οι Aerosmith, ο Alice Cooper (πήρε τριήμερη άδεια από κέντρο αποτοξίνωσης για να ηχογραφήσει τα φωνητικά του “Because”), o Steve Martin, oι Earth, Wind & Fire (έφτασαν στο #9 του Bilboard με την διασκευή που έκαναν εδώ στο "Got to Get You Into My Life") ο Billy Preston κ.α.

Peter Frampton

20 χρόνια μετά την αποχώρηση από τους Humble Pie, Frampton και Marriott θα ξαναβρισκόντουσαν όταν οι πρώτος είχε στο μυαλό του να κάνουν κάτι μαζί και αμέσως άρχισαν να δουλεύουν κάποια νέα τραγούδια. Δύο από αυτά, το "The Bigger They Come" και το "I Won't Let You Down" με τον Steve Marriott στην φωνή και στην κιθάρα. Συμπεριλαμβάνονται στο άλμπουμ Shine On του Frampton. Όπως όμως φάνηκε σύντομα, το πράγμα δεν μπορούσε να προχωρήσει καθώς ο Frampton συνειδητοποίησε ότι ο Marriott του έλεγε ψέματα πως δεν θα έπινε αλκοόλ όσο θα συνεργαζόντουσαν...

Στις 20 Απριλίου του 1991 ο Marriott αποκοιμήθηκε μεθυσμένος στο κρεβάτι του με το τσιγάρο αναμμένο, με αποτέλεσμα να πάρει φωτιά και να καεί ζωντανός σε ηλικία 44 ετών. Ο Ozzy Osbourne αναφέρει σε μια συνέντευξή του τον Marriott ως τον τέταρτο μεγαλύτερο τραγουδιστή όλων των εποχών, ενώ ο Steve Jones, ο κιθαρίστας των Sex Pistols, παραδέχεται πως έχει επηρεαστεί από τους Small Faces (απ τους οποίους είχε κλέψει κανα-δυο φορές κάτι ενισχυτές και όργανα...)

Το 2003, θα πέθαινε και ο μπασίστας Greg Ridley που έπαιζε στο άλμπουμ Humble Pie, αυτός όμως από πνευμονία...

Ηumble Pie

Ο Frampton πριν μερικούς μήνες μήνυσε το spotify γιατί για δυόμιση εκατομμύρια φορές που παίχτηκαν τραγούδια του, τού πλήρωσε το spotify 1700 δολάρια (και καλά τους έκανε και να τα ακούνε αυτά οι μουσικοί, αν θέλετε την γνώμη μου...)

Παίρνω στα χέρια μου τον δίσκο των Humble Pie και τον ξανακοιτάω: Μια ημίγυμνη κοπέλα είναι ζωγραφισμένη στο ασπρόμαυρο εξώφυλλο καθώς ένα ακαθόριστο πλάσμα παίζει στα πόδια της ένα έγχορδο που μοιάζει με κιθάρα. Είναι ένα έργο του Aubrey Beardsley, ενός Άγγλου καλλιτέχνη του 19ου αιώνα που ήταν επηρεασμένος από τα ιαπωνικά ξυλόγλυπτα και ήταν βασικός εκπρόσωπος του κινήματος του Αισθητισμού μαζί με τον Oscar Wilde.

Στο οπισθόφυλλο, ένας άνθρωπος που μοιάζει με άγγελο, με τα μάτια του καλυμμένα από κάποιο ύφασμα, έχει αγκαλιάσει μια λύρα. Είναι έργο του Βικτοριανού ζωγράφου και γλύπτη George Frederic Watts και ονομάζεται “Hope”.


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1