Γράφει ο Μιχάλης Τζάνογλος
Το 1968 πλησίαζε προς το τέλος του και οι Rolling Stones βρίσκονταν σε περίοδο αναθεώρησης και επαναπροσδιορισμού της πορείας τους. Τα κακά παιδιά που στην αρχή προσπαθούσαν να παίξουν σαν Αμερικανοί μπλουζίστες, είχαν μετεξελιχθεί σε μία πολλά υποσχόμενη μπάντα. Οι Stones ήταν πλέον προβεβλημένα μέλη του Swinging London. Το σεξ, τα ναρκωτικά, το rock ’n’ roll και οι άλλες μορφές σύγχρονης τέχνης ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Ο μέχρι τότε ηγέτης τους Brian Jones παραχωρούσε τη θέση του στον Mick Jagger. Ήταν τα χρόνια που η αθωότητα έσβηνε και τη θέση της έπαιρνε η αμφισβήτηση. Το rock είχε αρχίσει να αφήνει πίσω του την εφηβεία και να μπαίνει στην εποχή της ωριμότητας. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι Rolling Stones μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το νέο τους άλμπουμ.
Έμπνευση και δημιουργία
Όσο περνούν τα χρόνια, η μνήμη των δημιουργών του εξασθενεί. Πώς εμπνεύστηκαν το εμβληματικό “Sympathy for the Devil”; Αν και στα credits αναφέρεται (όπως σχεδόν πάντα) το δίδυμο Jagger-Richards, στην πραγματικότητα ο Jagger ήταν εκείνος που έγραψε το τραγούδι.
Οι τρεις πιο διαδεδομένες εκδοχές είναι οι εξής:
- 1η Εκδοχή: Σύμφωνα με τον βιογράφο του Jagger, Philip Norman, η Marianne Faithful, η τότε σύντροφος του Jagger, του είχε δανείσει το βιβλίο του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα που μόλις είχε κυκλοφορήσει στη Βρετανία, και όπου ο διάβολος εμφανίζεται ως ένας εκλεπτυσμένος και κοινωνικός τύπος.
- 2η Εκδοχή: Σε κάποια συνέντευξη το 1995, ο Jagger είχε αναφέρει πως αν και δεν ήταν σίγουρος, πίστευε ότι είχε αντλήσει έμπνευση από τον Μποντλέρ ή, τέλος πάντων, από κάποιο γαλλικό κείμενο.
- 3η Εκδοχή: Το 2012, σε άλλη συνέντευξη, ο Jagger συνδύασε τις δύο εκδοχές και έφτιαξε μια Τρίτη.
Αν κρατήσουμε την εκδοχή ότι η έμπνευση προέκυψε από την κλασική λογοτεχνία, μάλλον πέφτουμε μέσα. “Μάλλον”, γιατί υπάρχει και η εκδοχή του Greil Marcus στο βιβλίο του Mystery Train, σύμφωνα με την οποία ο Jagger εμπνεύστηκε το τραγούδι από το κομμάτι “Me and the Devil Blues” του Robert Johnson, του σπουδαίου μπλουζίστα που ούτως ή άλλως αποτελούσε βασική πηγή έμπνευσης για τους Stones.
Αρχικά, ο τίτλος του κομματιού ήταν “The Devil Is My Name” και αργότερα άλλαξε σε “Sympathy for the Devil”.
Ο πρώτος από τα μέλη του συγκροτήματος που το άκουσε ήταν ο Charlie Watts, όταν ένα απόγευμα, την ώρα που έδυε ο ήλιος, βρήκε τον Jagger να τον περιμένει στα σκαλιά του σπιτιού του γρατζουνώντας την κιθάρα του.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στα Olympic Studios του Λονδίνου μέσα σε πέντε ημέρες (5, 6, 8, 9 & 10 Ιουνίου 1968).
Όπως δήλωσε κάποια στιγμή ο Keith Richards, οι Stones το ηχογράφησαν μόλις δυο φορές. Η πρώτη ήταν χάλια και η δεύτερη άψογη.
Πρακτικά το κομμάτι ολοκληρώθηκε σαν σύνθεση εκείνες τις ημέρες στο στούντιο και από μία folk μπαλάντα που ήταν αρχικά μεταμορφώθηκε σε μία «τεράστια υπνωτιστική δύναμη χάρη στον πρωτόγονο αφρικάνικο, νοτιοαμερικάνικο, αφρο-ό,τι-θέλετε ρυθμό του. Κι αυτό ήταν κάτι πολύ τρομακτικό για το λευκό κοινό». (Keith Richards στο περιοδικό Rolling Stone, 1995) Οι ηχογραφήσεις στα Olympic Studios απαθανατίστηκαν από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζακ-Λικ Γκοντάρ στη ταινία One plus One (που άλλες φορές εμφανίζεται και με τον τίτλο Sympathy for the Devil). Στη ταινία αυτή ο Γκοντάρ παρακολούθησε και κατέγραψε με την κάμερά του τη δημιουργική διαδικασία με των Rolling Stones.
Ο τρόπος που δούλευαν οι Stones παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Άλλοτε όλοι μαζί, άλλοτε ένας ένας, άλλοτε με τους φίλους και τις φίλες τους μέσα στο στούντιο. Όλο αυτό το πανηγύρι βοηθούσε τους μουσικούς να εκφραστούν και να παρουσιάζουν νέες ιδέες. Η προσθήκη του χαρακτηριστικού «Whoo-Whoo» που δίνει την αίσθηση της «άφρο» γυναικείας χορωδίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή που δοκίμαζαν το κομμάτι, η Anita Pallenberg, η τότε φίλη του Richards, καθόταν δίπλα στον ηχολήπτη και ξαφνικά άρχισε να σιγοτραγουδάει «Whoo-Whoo, Whoo-Whoo», χτυπώντας τα δάχτυλά της πάνω στη κονσόλα. Ο παραγωγός Jimmy Miller που ήταν παρών ενθουσιάστηκε και έπεισε τους Stones να βάλουν τις κοπέλες τους να κάνουν φωνητικά.
Εκτός από την μπάντα στην ηχογράφηση συμμετείχαν ο Nicky Hopkins στο πιάνο και ο Rocky Dzidzornu στα congas. Ωστόσο, κάποια μέλη της μπάντας έπαιξαν έναν κάπως διαφορετικό ρόλο. Για παράδειγμα, ο Keith Richards έπαιξε μπάσο και όχι ο Bill Wyman, ο οποίος με τη σειρά του έπαιξε ένα αφρικάνικο όργανο με το παράξενο όνομα shekere. Εκτός από ακουστική κιθάρα, ο Brian Jones έπαιξε bongos. Ο Charlie Watts τύμπανα και κουδούνα και ο Mick Jagger επίσης bongos. Τέλος, στα φωνητικά συμμετείχαν όλοι οι Stones, οι δύο κοπέλες (Marianne Faithful και Anita Pallenberg), αλλά και ο παραγωγός Jimmy Miller.
Οι στίχοι, τα νοήματα και η μουσική
«Παρακαλώ επιτρέψτε μου να συστηθώ, είμαι ένας πλούσιος άνθρωπος με γούστο»
O Mick Jagger το έγραψε σε πρώτο πρόσωπο και το πρόσωπο αυτό είναι ο Εωσφόρος (Lucifer). Ο τρόπος της ερμηνείας του ήταν σαρκαστικός, ανατριχιαστικός, προβοκατόρικος και ταυτόχρονα περιπαιχτικός. Έδινε την αίσθηση ενός σατανικού γελωτοποιού και την ίδια στιγμή, ενός διεστραμμένου, καλοπερασάκια δανδή που κυκλοφορούσε στα σαλόνια και τα καμπαρέ της belle epoque.
Η διαχρονικότητα του τραγουδιού είναι τέτοια που επιβάλλει την ανάλυσή στου στον ενεστώτα.
Ο αφηγητής διατρέχει την ιστορία του ανθρώπου και ο ακροατής νοιώθει ότι μέσα από ένα στερεοσκόπιο ή ένα view-master (slideshow θα το λέγαμε σήμερα), βλέπει χιλιάδες φρικιαστικές εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη με απίστευτη ταχύτητα. Στηλιτεύει την υποκρισία και την κτηνωδία που δηλητηριάζει τις ψυχές των ανθρώπων. Θυμάται το μαρτύριο του Χριστού και την υποκρισία του Πόντιου Πιλάτου. Μεταφέρει τον ακροατή στη Αγία Πετρούπολη και στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Μιλάει για την εκτέλεση του τσάρου και της οικογένειάς του, για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις θηριωδίες των Ναζί και από εκεί γυρίζει πίσω, στον Εκατονταετή Πόλεμο. Και μετά, στο σήμερα (στη δεκαετία του 60) φωνάζοντας υποκριτικά “ποιος σκότωσε τους Κένεντι;” Κι αμέσως είναι σαν να φτύνει την απάντηση: «Εσύ κι εγώ» (Ο Ρόμπερτ Κένεντι δολοφονήθηκε στις 5 Ιουνίου 1968, την πρώτη μέρα των ηχογραφήσεων, γι’ αυτό ο Jagger τροποποίησε την αρχική αναφορά του στον (Τζον) Κένεντι στους (δυο δολοφονημένους αδελφούς) Κένεντι. Και όταν μιλάει για τους τροβαδούρους που παγιδεύει και σκοτώνει στο ταξίδι τους προς τη Βομβάη, ειρωνεύεται την αφέλεια των χίπιδων.
«Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία, ελπίζω να μάντεψες το όνομά μου», χλευάζει ανάμεσα στις στροφές. «Αλλά αυτό που σε προβληματίζει είναι η φύση του παιχνιδιού μου». Για να συνεχίσει με μια υπενθύμιση: όλοι οι μπάτσοι είναι εγκληματίες, σε αντιδιαστολή με τους καταραμένους (αμαρτωλούς, τους χαρακτηρίζει) που είναι άγιοι. Και μας κατακεραυνώνει «Να με αποκαλείς απλά Εωσφόρο γιατί χρειάζομαι λίγη χαλιναγώγηση. Κι αν με πετύχεις πουθενά, φρόντισε να είσαι ευγενικός, δείξε μου κατανόηση και λίγη εκτίμηση. Χρησιμοποίησε όλα τα μαθήματα καλών τρόπων που έχεις πάρει. Ειδάλλως θα αφανίσω την ψυχή σου…»
Οι στίχοι μας ξεγυμνώνουν και μας βάζουν μπροστά σε έναν καθρέφτη αφήνοντας μας να κοιτάμε σοκαρισμένοι το τρομακτικά διαβολικό, μέσα μας. Η πεμπτουσία του κομματιού είναι η προτροπή να κοιτάξουμε κατάματα τον Σατανά. Να τον κοιτάξουμε τόσο καλά, που θα μας μείνει αξέχαστος. Να τον πολεμήσουμε και να τον αφήσουμε χωρίς δουλειά.
Μουσικά, το “Sympathy For The Devil” είναι ένα μείγμα folk απαγγελίας με ρυθμούς samba, free jazz και rock. Το κομμάτι ξεκινά ρυθμικά με αφρικάνικα κρουστά και κραυγές που παραπέμπουν στη ζούγκλα. Σταδιακά προστίθενται περισσότερα όργανα, ο ρυθμός γίνεται πιο έντονος και παρασέρνει τον ακροατή σε ένα οργιαστικό κρεσέντο με όργανα και φωνές.
Η επιτυχία, η απήχηση και ο πόλεμος
Το “Sympathy for the Devil” άνοιγε το άλμπουμ Beggars Banquet που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1968 και έγινε γρήγορα επιτυχία σκαρφαλώνοντας στην 3η θέση των charts της Βρετανίας, στην 5η θέση των ΗΠΑ και στην 1η θέση της Γαλλίας. Σαν σινγκλ κυκλοφόρησε μόνο στη Γαλλία όπου έφτασε την 4η θέση του καταλόγου επιτυχιών.
Το περιοδικό Rolling Stone το έχει συμπεριλάβει στα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών (στην 32η θέση) ενώ το Beggars Banquet στο νούμερο 57 των σημαντικότερων άλμπουμ δίσκων όλων των εποχών. Ο δίσκος έγινε πολλαπλά χρυσός και πλατινένιος σε πολλές χώρες.
Η πρώτη φορά που το “Sympathy For The Devil” παρουσιάστηκε ζωντανά ήταν στην εκπομπή του David Frost στο BBC, λίγες μόλις μέρες πριν την επίσημη κυκλοφορία του Beggars Banquet.
H δεύτερη παρουσίαση είχε προγραμματιστεί για το Rock and Roll Circus (Δεκέμβριος 1968), αλλά αν και κινηματογραφήθηκε έμεινε έξω από το τελικό μοντάζ. Ίσως η εμφάνιση του Jagger να θεωρήθηκε πολύ προκλητική επειδή σε κάποιο σημείο έβγαλε τη μπλούζα του έχοντας στο στήθος του ένα τεράστιο (ψεύτικο) τατουάζ με την εικόνα του Σατανά.
Το “Sympathy for the Devil” παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μπροστά σε μεγάλο κοινό στη δωρεάν συναυλία που έδωσαν οι Rolling Stones στο Hyde Park, στις 5 Ιουλίου του 1969. Μόλις δυο μέρες νωρίτερα ο Brian Jones, ο κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος της μπάντας, είχε βρεθεί νεκρός. Ντυμένος στα λευκά, ο Jagger αφιέρωσε στη μνήμη του μερικούς στίχους του ρομαντικού ποιητή Percy Shelley. Κλείνοντας την απαγγελία, απελευθερώθηκαν εκατοντάδες πεταλούδες που πέταξαν προς τον ουρανό, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το “Sympathy for the Devil”. Στη σκηνή εμφανίστηκαν Αφρικανοί μουσικοί με τύμπανα που φορούσαν παραδοσιακές στολές. Ήταν μια μοναδική στιγμή που χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη των 250.000 θεατών που βρέθηκαν εκεί.
Ωστόσο, αντίστοιχος με την επιτυχία του τραγουδιού υπήρξε ο πόλεμος πού εξαπέλυσαν αμέσως συντηρητικοί και εκκλησιαστικοί κύκλοι και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Πολλές ομάδες, που περίμεναν τον Jagger στη «γωνία» μετά την κυκλοφορία του Their Satanic Majesties Request, του προηγούμενου άλμπουμ των Stones, τον κατηγόρησαν για σατανιστή επικαλούμενοι την “φιλία” του με τον επικεφαλής της Εκκλησίας του Σατανά Anton LaVey, με τον οποίο οι Stones είχε συνεργαστεί στην cult ταινία μικρού μήκους του Kenneth Anger με τίτλο Lucifer Rising. Οι θεωρίες συνωμοσίας προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα καταγγέλλοντας τον Jagger ως μέλος της σατανιστικής σέχτας Process Church of the Final Judgment που έδρασε κυρίως στο Λονδίνο από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘70.
Όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, η ανάγνωση του τραγουδιού ήταν διαφορετική, ανάλογα με τη σκοπιά που το έβλεπε καθένας. Έτσι, ενώ οι προοδευτικοί το αντιμετώπισαν σαν μια καταγγελία, οι χριστιανοί, παρέα με τους σατανιστές, το θεώρησαν σαν μια ωδή προς τον Σατανά. Το περίεργο είναι ότι οι δεξιοί εθνικιστές της Αγγλίας θεώρησαν το τραγούδι συντηρητικό (!!!) Ως ευτράπελο και μόνο αξίζει να αναφερθεί ότι το 2006, όταν η κρυφο-φασιστική και εμφανώς υπερδεξιά συντακτική ομάδα του National Review συνέταξε το Top-50 των πιο συντηρητικών τραγουδιών όλων των εποχών, κατέταξε το “Sympathy For The Devil” στην τρίτη θέση λόγω της αναφοράς του στην εκτέλεση του τσάρου και της οικογένειάς του. Τα δύο κομμάτια που του «έκλεψαν» την πρωτιά ήταν το “Taxman” των Beatles στη δεύτερη θέση, και το “Won’t Get Fooled Again” των Who στην πρώτη. Η λίστα αυτή έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί περιλαμβάνει καλλιτέχνες όπως οι Sex Pistols, ο Bob Dylan, οι U2, οι Kinks, οι Band, οι Creedence Clearwater Revival, οι Offspring, ακόμα και οι Clash.
Για την καλλιτεχνική και ιδιαίτερα τη rock κοινότητα της εποχής, η λατρεία του Σατανά ήταν ένα παιχνίδι στα πλαίσια των πολλαπλών αναζητήσεων και, αν θέλετε, της προβοκατόρικης διάθεσης να σοκάρουν τα “χρηστά ήθη” της εποχής. Είναι βέβαιο ότι το “Sympathy for the Devil”, μολονότι στη πραγματικότητα είχε ως θέμα τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου, τράβηξε το πέπλο πίσω από το οποίο κρυβόταν ο Σατανάς και οι οπαδοί του και τους παρουσίασε στο ευρύ κοινό.
Το τραγούδι έχει τύχει πολλών και διαφορετικών διασκευών από πολλούς διάσημους καλλιτέχνες. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν αυτές των Sandie Shaw, Blood, Sweat & Tears, Bryan Ferry, Jane's Addiction, U2, Laibach, Guns ‘n’ Roses, Ozzy Osborne και, φυσικά, η διασκευή των Motorhead. Το τραγούδι έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, σε βιντεοπαιχνίδια, ακόμα και σε κόμικς, άλλοτε ως μουσική υπόκρουση και άλλοτε ως αναφορά στα λόγια του Εωσφόρου όπως τα αποδίδουν οι στίχοι. Χαρακτηριστικό είναι στο έβδομο κεφάλαιο της ταινίας V for Vendetta, ο V συστήνεται με τα ίδια ακριβώς λόγια που συστήνεται και ο Εωσφόρος στο τραγούδι.