Γράφει ο Αντώνης Ζήβας
Το απόσπασμα που θα διαβάσετε παρακάτω είναι ένα βασικό κομμάτι ενός μυθιστορήματος του Michael Moorcock με τίτλο The Great Rock 'n' Roll Swindle – The Gold Diggers of '77. Ο Michael Moorcock (1939-) είναι ένας από τους σημαντικότερους Βρετανούς συγγραφείς του νέου κύματος της επιστημονικής φαντασίας. Έχει γράψει πολλά λογοτεχνικά μυθιστορήματα και διηγήματα του είδους από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα.
Αρκετά από αυτά έχουν γίνει τηλεοπτικές σειρές και ταινίες, ενώ τα μυθιστορήματα του έχουν κερδίσει και έχουν επιλεγεί για πολλά βραβεία όπως τα Hugo, Nebula, World Fantasy, Whitbread και Guardian Fiction.
Το 1999 του απονεμήθηκε το βραβείο World Fantasy Life Achievement Award. Tο 2001, εισήχθη στo Sci-Fi Hall of Fame και το 2007 χρίστηκε Grandmaster SFWA.
Στους φανατικούς αναγνώστες του είδους ο Moorcock μπορεί να είναι πασίγνωστος ως συγγραφέας αλλά στον κόσμο του rock ’n’ roll είναι εξίσου γνωστός ως μουσικός και μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες των Hawkwind από τη δεκαετία του ’70. Περισσότερα για τη σχέση του με τους Hawkwind μπορείτε να διαβάσετε στο αφιέρωμα που είχα γράψει για αυτούς στο Merlin's Μusic Βox.
Ως συγγραφέας ήταν αυτός που συνέβαλε όσο κανένας άλλος στην αναγέννηση του είδους στη Μεγάλη Βρετανία. Έχει επηρεάσει πολλούς συγγραφείς του είδους όπως ο Νόρμαν Σπίνραντ ενώ έχει αναγνωριστεί και συγκριθεί με μεγάλους συγγραφείς όπως ο Μπαλζάκ, ο Αλέξανδρος Δουμάς, ο Κάρολος Ντίκενς, ο Τζέιμς Τζόις, ο Ίαν Φλέμινγκ ο Τ.Ρ.Ρ. Τόλκιεν και ο Ρόμπερτ Χάουαρντ.
Στους λογοτεχνικούς ήρωες του Michael Moorcock περιλαμβάνονται οι: Hawkmoon, Corum, Von Bek, Jerry Cornelius και, ο πιο διάσημος χαρακτήρας του, ο Elric.
Michael Moorcock
Ο Νέστωρ Μάχνο, ο αναρχικός ήρωας της Ουκρανίας, πήρε από το μπαρ άλλο ένα ποτήρι αψέντι και κοίταξε έξω, στην εγκαταλελειμμένη οδό Βοναπάρτη. «Για μένα», είπε, «λένε ότι πέθανα στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Ωστόσο, ας μην τα παίρνουμε όλα τοις μετρητοίς, έτσι δεν είναι;»
«Σε καταλαβαίνω απολύτως», είπε ο Σιντ Βίσιους, ο μπασίστας των Sex Pistols.
Όλα ήταν ήσυχα εκείνο το απόγευμα στο Καφέ Χέντριξ. Οι Ρομαντικοί Νεκροί ένιωθαν όλοι πολύ άσχημα. Ψυχική κατάπτωση, άραγε; Αν και κάθε φορά που τα τίναζε κι άλλος ένας νεαρός ήρωας ή ηρωίδα, υπήρχε ένα γενικό αίσθημα ικανοποίησης.
«Εκτός αυτού», είπε ο Μπράιαν Τζόουνς, ο κιθαρίστας των Rolling Stones, «τώρα έχουμε κι όλους αυτούς τους θανάτους της δεύτερης και τρίτης γενιάς του rock, που είναι όλοι σαν να βγήκαν με καρμπόν. Και υπάρχουν κάποιοι για τους οποίους πολύ αμφιβάλλω αν ήταν πραγματικά μάρτυρες της ιδεολογίας τους».
«Για ποια ιδεολογία μιλάς;» είπε ο Σιντ και βούτηξε ένα κομμάτι πίτα.
«Ξέρεις τώρα, Οι Ωραίοι Χαμένοι, Οι Νεκροί Καταφρονεμένοι, Οι Τραγικές Φυσιογνωμίες. Όλοι αυτοί». Ο Τζόουνς ήταν ασαφής. Προφανώς είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που τα πρωτοσκέφτηκε όλα αυτά. Ο Σιντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Μπράιαν ήταν απλώς αναστατωμένος. Ίσως τον είχε πιάσει πάλι η έμμονη ιδέα ότι του είχαν «φάει» την κιθάρα.
Ο Τζαίημς Ντιν πλησίασε κουτσαίνοντας. «Όλα αυτά είναι τρίχες. Η ανία μας έχει καταντήσει όλους σ’ αυτό το χάλι, μάγκες. Χώρια το άλλο, που οι οπαδοί μας νομίζουν ότι πεθάναμε για δαύτους».
«Μάλλον εξαιτίας τους πεθάναμε».
Όλοι γύρισαν για να κοιτάξουν αυτόν που είχε μιλήσει. Ήταν ένας από τους πιο παλιούς θαμώνες του Καφέ Χέντριξ κι από τους πιο σεβάσμιους. Ο Ιησούς Χριστός χαμογέλασε πικρά.
«Πιο εύκολα πιστεύει κανείς σε νεκρούς παρά σε ζωντανούς», είπε. «Και όταν είσαι νεκρός, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια για να σταματήσεις τον μύθο. Αυτό έχω καταλάβει εγώ. Σε θέλουν νεκρό, αδερφέ μου».
Αρκετά κεφάλια ένευσαν καταφατικά. Αρκετά χέρια ύψωσαν ποτήρια και τα έφεραν σε χλωμά χείλη.
«Πάντα σε κουρντίζουν να κάνεις αυτό που θέλει το κοινό», είπε ο Κιθ Μουν, ο ντράμερ των The Who, «ακόμα κι όταν το κάνεις παρά τη θέλησή σου. Περιμένουν βία, τους δίνεις βία. Περιμένουν έναν τραγικό θάνατο ορίστε, λοιπόν, τους τον έδωσα».
Ο Τζον Μπόναμ, ο ντράμερ των Led Zepelin, κούνησε το κεφάλι του. Κάτι ήξερε κι αυτός.
«Έτσι είναι ο κόσμος της σόου μπίζνες», είπε ο Νέστωρ Μάχνο. «Η πίεση σε συνθλίβει. Κουβαλάς στην πλάτη σου τα όνειρα τόσων και τόσων ανθρώπων. Ασχέτως αν το μόνο που ζητάς είναι μια καλύτερη ζωή».
«Κι όλοι περιμένουν να λύσεις και το δικό τους πρόβλημα», συμπλήρωσε ο Τζίμι Χέντριξ.
«Μα αυτό δεν είναι αναρχισμός», αναφώνησε ο Μάχνο. «Χρόνια ολόκληρα τους φωνάζεις να μην ακολουθούν αρχηγούς και ηγέτες κι εκείνοι σε θαυμάζουν και λένε τι ωραία που τα λες και μπράβο, πολύ ωραίο σύνθημα. Κι έπειτα έρχονται και σε ρωτούν, Αρχηγέ, τι να κάνω στη ζωή μου;»
«Σ’ όλα μου τα βιβλία έκανα νύξεις για σοσιαλισμό, κομμουνισμό και αναρχισμό», είπε ο Ιούλιος Βερν. «Χρειάστηκε να έρθει η δεκαετία το ’80 για ν’ αρχίσουν να με καταλαβαίνουν».
«Κι εμένα πολύ που με καταλάβαιναν στη δεκαετία του '60, τότε που φώναζα ότι θα ήθελα, προτού πεθάνω, ν’ ακούσω τον θρήνο μιας πεταλούδας», συμπλήρωσε με περίσσεια πίκρα ο Τζιμ Μόρισον, ο τραγουδιστής των Doors.
«Νομίζουν ότι αναρχισμός σημαίνει κάποιο είδος επίθεσης, ανταρσίας ή εξέγερσης. Δεν αντιλαμβάνονται ότι σημαίνει συνειδητοποίηση, αυτοσυγκράτηση και αυτοπειθαρχία. Ούτε αφέντης ούτε σκλάβος. Καλά να πάθουμε που γίναμε ήρωες». Ο Μιχαήλ Μπακούνιν είχε κι απόψε τα κέφια του.
«Μη μου πεις ότι δεν σ’ άρεσε λιγάκι», του είπε ο Μάχνο και του γέμισε το ποτήρι.
«Μερικές στιγμές μονάχα. Τέλος πάντων, είναι κάτι που άμα αρχίσει δε σταματά».
«Πόσο θα ’θελα να είχα ζήσει δίχως να με ξέρει κανείς, σαν ένας απλός άνθρωπος», είπε ο Χριστός. «Δε θα μου ήταν καθόλου δυσάρεστο, σας διαβεβαιώ».
«Ε, δεν είχατε και τόσους πολλούς δημοσιογράφους στον καιρό σου», είπε ο Σιντ. «Όμως κι εσύ είχες πάρει πολύ ψηλά τον αμανέ, παραδέξου το».
«Εσένα όμως δε σου είχαν πει ότι είσαι ο γιος του Θεού», είπε σκεφτικά ο Χριστός.
«Εμένα με είπαν Αντίχριστο», είπε ο Μάχνο.
«Έτσι αποκαλούσε τον εαυτό του ο Τζόνι Ρότεν, ο τραγουδιστής μας», είπε ο Σιντ.
«Κι εμένα μου κόλλησαν αυτό το όνομα», είπε ο Μεγάλος Μοναχικός, ο Νίτσε, «όχι από το ομώνυμο βιβλίο μου, αλλά επειδή έβριζα τους παπάδες και την οργανωμένη θρησκεία. Και τους πλούσιους».
Ο Ιησούς αναστέναξε. «Τίποτα, εγώ φταίω, αδέρφια».
«Εγώ πάντως σε παραδέχομαι», είπε ο Μπράιαν Έπσταιν, ο ατζέντης των Beatles. «Θα πρέπει να είσαι πολύ σπουδαίος για να σηκώσεις στις πλάτες σου τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων».
«Λέτε να είμαστε στην Κόλαση;» αναρωτήθηκε η αδικοχαμένη πανκ τραγουδίστρια των Gits ,Μία Ζαπάτα. Καμιά απάντηση.
«Όλα ήταν μια συνωμοσία». Ο Μαρκ Μπόλαν των T-Rex, έσιαξε το μεταξωτό του πουκάμισο.
«Μόλις φύγει ο πόνος έρχεται η ηδονή», είπε ο Σωκράτης.
Ο Αλμπέρ Καμί τους έκλεισε το μάτι. «Ακούστε τον μεγάλο. Πασχίζουμε να κάνουμε τον θάνατο να φαίνεται κάτι ανώτερο, σημαντικό, ιδανικό. Μην τους κατηγορούμε τους ανθρώπους. Αυτή ήταν η μοίρα μας και η αποστολή μας».
«Πρέπει να αποδεχτούμε το πεπρωμένο μας», είπε ο Νίτσε.
«Και ποιο είναι αυτό; Ο πρόωρος θάνατος;» ρώτησε ο Σιντ. Ήταν σχετικά καινούριος στο Καφέ Χέντριξ.
«Τρέλα ή αυτοκτονία;» ρώτησε ο Νίτσε.
«Απεικονίζουμε το θάνατο σαν κάτι ευγενές και ρομαντικό». Τον Μπάιρον τον έπιασε πάλι βήχας. Η ελονοσία που είχε κολλήσει στο Μεσολόγγι τον παίδευε ακόμη. «Δεν ξέρω καν τι ιδέα έχουν για μένα. Με είπαν δαίμονα. Στην Ελλάδα πάντως με λάτρεψαν. Ο θάνατος, αδέρφια, είναι κάτι σάπιο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό».
Στην άλλη άκρη του καφενείου, ο τραγουδιστής του rock n roll Τζιν Βίνσεντ έβαλε τα κλάματα.
Ο Νέστωρ Μάχνο ξαναγέμισε το ποτήρι του με αψέντι και το κατέβασε μονοκοπανιά.
Ο Σιντ τον πλησίασε διστακτικά. «Σου άρεσε καμιά συναυλία μας;» τον ρώτησε.
«Όχι όλα όσα συνέβαιναν εκεί. Στην αρχή, ξέρεις, είχα μεγάλες ελπίδες και περίμενα πολλά από σας. Ξέρεις, το κοινό θα μπορούσε να ξεσηκωθεί ύστερα από μια συναυλία κι όλα τα καθάρματα αυτού του κόσμου να τα πάρει και να τα σηκώσει».
Ο Μάχνο ξαναβούλιαξε στην πολυθρόνα του. «Αλλά, δυστυχώς .... τίποτα.... απολύτως τίποτα», πρόσθεσε.
«Μην απελπίζεσαι, φίλτατε» τον διέκοψε ο Σέλεϊ. «Λένε ότι το punk κίνημα θα αναβιώσει».
«Τελικά, εσείς οι ροκάδες ποτέ δεν πειράξατε τα ιερά και τα όσια», είπε με παράπονο ο Μάχνο. «Ίσα που βοηθούσατε το κατεστημένο να τα ’κονομήσει».
Άλλη μια βραδιά γεμάτη πίκρα στο Καφέ Χέντριξ.
«Πρέπει κανείς να πεθαίνει μόνος του, ολότελα μόνος του, αλλά και να ζει μόνος του» είπε η Τζάνις Τζόπλιν, η τραγουδίστρια της μοναξιάς. «Δεν έχουμε εναλλακτική λύση», πρόσθεσε.
«Διάβασες το βιβλίο μου Ο Μοναδικός και το Δικό του;» τη ρώτησε ο Στίρνερ.
«Οι δικοί μου αναρχικοί ήταν πάντα αθεράπευτα ρομαντικοί», είπε ο Ιούλιος Βερν. «Μα πού είναι η Ούλρικε Μάινχοφ; Δεν την είδα καθόλου απόψε».
«Οι ήρωές σου, φίλε μου Βερν, δεν ήταν ποτέ ολοκληρωμένοι αναρχικοί», είπε ο Μάχνο. «Ήταν όλοι τόσο εξιδανικευμένοι που θα μπορούσες να τους θεωρήσεις υποκατάστατα της θρησκείας. Τα ’χουμε ξαναπεί αυτά. Βαρέθηκα πια. Μπούχτισα».
Ο Σίντ πάλι έχασε στα χαρτιά. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω, τη γκρίζα ομίχλη της αιωνιότητας.
«Μη χολοσκάς νεαρέ», τον παρηγόρησαν ταυτόχρονα ο Μπάιρον κι ο Τζίμι Χέντριξ, ενώ λίγο πιο πέρα ο Έλβις Πρίσλεϊ έπαιρνε πάλι τα χάπια του. «Δεν τα πήγες κι άσχημα, ξέρεις. Τι λες για τις κονκάρδες Ο Σιντ είναι αθώος ή Ο Σιντ ζει;»
«Σήμερα ο θάνατος φέρνει πολύ χρήμα», είπε ο Σέλλεϊ. «Όχι όπως παλιά... Αν και, δεν λέω, βοήθησε στις πωλήσεις των ποιημάτων μου. Ποιος ξέρει τι θα ’καναν αν πέθαινα σήμερα. Αφίσες Σέλλεϊ. Στυλό Σέλλεϊ».
«Εγώ πάντως δεν είχα καθόλου πρόβλημα με το μάρκετινγκ», είπε ο Χριστός. «Οι οπαδοί μου όλο και πληθαίνουν».
«Ας μην ήμουν εγώ και θα ’βλεπες τι θα ήσουνα σήμερα», είπε ο Απόστολος Παύλος.
«Είσαι πολύ σνομπ», συμπλήρωσε ο Όσκαρ Ουάιλντ.
«Χωρίς τις μεσοαστικές τάξεις δεν θα ήσασταν τίποτα», επέμεινε ο Χριστός.
«Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα», είπαν ταυτόχρονα ο Σιντ κι ο Μάχνο. «Ούτε θέλουμε να καταλάβουμε».
Ο Σιντ άρχισε να τραγουδάει το «Αναρχία στο Ηνωμένο Βασίλειο».
«Τις επαναστάσεις τις αρχίζουν οι πολιτικά αστοιχείωτοι», είπε ο Μάχνο. «Και οι πολιτικά εγγράμματοι τις χάνουν».
«Πολύ κρύο κάνει εδώ μέσα», είπε ο ποιητής Ντίλαν Τόμας.
«Τι θα ’κανες, αγάπη μου» είπε η Νάνσι στον Σιντ «αν ξαναζωντανεύαμε;»
«Θα σε πήδαγα!»
«Εγώ θα γινόμουν μηδενιστής», είπε ο Μάχνο και ύψωσε το ποτήρι του. «Ας πιούμε στην υγεία ενός ακόμη βαρετού απογεύματος μέσα στο άπειρο της αιωνιότητας».
«Άει γαμήσου!» είπε ο Σιντ. Πήγε προς την πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει.
«Λυπάμαι, φίλε» είπε ο Σέλεϊ. «Η πόρτα αυτή εδώ και χιλιάδες χρόνια ανοίγει μόνο απέξω, ποτέ από μέσα. Κατάλαβες; Αδιέξοδο. Πλήρες αδιέξοδο».
(Michael Moorcock, The Great Rock 'n' Roll Swindle – The Gold Diggers of '77)
Η μεγαλειώδης απάτη του Rock ’n’ roll
Το The Great Rock ’n’ Roll Swindle ήταν μια ταινία που σκηνοθέτησε ο Τζούλιεν Τέμπλ που στην ουσία αφορούσε τον μάνατζερ των Sex Pistols, Μάλκομ Μακλάρεν. Η ταινία ξεκινά λίγο μετά την καταστροφική περιοδεία του συγκροτήματος στις ΗΠΑ και τη τελική διάλυσή τους και έκανε πρεμιέρα στη Μεγάλη Βρετανία στις 15 Μαΐου του 1980.
Πρόκειται για μια κάπως παρανοϊκή και κυνική ταινία, σαν ένα μεταμοντέρνο σχόλιο που δεν αφηγείται τη σύντομη, πολυτάραχη και ξαφνική επιτυχία του συγκροτήματος, αλλά προσπαθεί να αναδείξει την υποτιθέμενη σπουδαιότητα και εξυπνάδα του μάνατζέρ τους ο οποίος, όταν κάποιος τον ρώτησε τι ήταν τελικά οι Sex Pistols, εκείνος είχε απαντήσει αυτάρεσκα: «Παραδάκι από το χάος» («Cash from chaos»). Αυτό αποτυπώνεται στην ταινία που παρουσιάζει τα εναπομείναντα μέλη της μπάντας Πολ Κούκ και Στιβ Τζόουνς, και πάνω από όλους τον Σίντ Βίσιους, ως καρικατούρες ηλιθίων.
Στη ταινία ο Μακλάρεν είχε βάλει κατά πολύ το χεράκι του και μέσω μιας αποτυχημένης, δήθεν καταστασιακής ματιάς προσπάθησε να αναδειχθεί ως ο πραγματικός ηγέτης των Sex Pistols και ότι στην πραγματικότητα η μπάντα, η οποία κατ’ αυτόν δεν είχε κανένα ταλέντο, ήταν δική του επινόηση προκειμένου να εξαπατήσει τις δισκογραφικές εταιρίες. Αυτό έκανε την απάτη ακόμη πιο έξυπνη. Επειδή όμως οι μέτριοι άνθρωποι που θεωρούν εαυτούς αυθεντίες συνήθως καταλήγουν στον πάτο του σκουπιδοντενεκέ χωρίς να τους θυμάται κανείς, ο Μακλάρεν, δεν ξέφυγε από αυτόν τον υπέροχο άγραφο κανόνα. Οι Sex Pistols εξακολουθούν να είναι οι αντιήρωες μιας ολόκληρης σκηνής, ενώ τον Μακλάρεν δεν τον θυμάται κανένας, και αρκεί να δει κάποιος ένα βίντεο από μια συναυλία της μπάντας πέρα από τη μουσική τους, για να διαπιστώσει την παρανοϊκή ηλεκτρική ενέργεια του Τζόνι Ρότεν όταν τραγουδούσε - κάτι που φυσικά δεν του είχε διδάξει ο Μακλάρεν.
Malcolm McLaren
Ο Michael Moorcock και η αποδόμηση μιας απάτης: «Τρομοκρατήστε, απειλήστε και προσβάλλετε τη δική σας άχρηστη γενιά».
Το 1980 με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας The Great Rock ’n’ Roll Swindle, το αφεντικό της Virgin Books, Maxim Jakubowski, κάλεσε στο γραφείο του τον Moorcock, ο οποίος ήταν ήδη αναγνωρισμένος και ακολούθησε ο κάτωθι διάλογος (όπως τον έχει διηγηθεί ο ίδιος ο συγγραφέας):
«Τι πιστεύετε για τους Sex Pistols;»
«Όχι πολλά», απάντησα.
«Θα σας πληρώσουμε ικανοποιητικά αν συμφωνείτε ώστε να μεταφέρετε σε βιβλίο το The Great Rock ’n’ Roll Swindle και να το κυκλοφορήσουμε σε δέκα ημέρες. Θα το τυπώσουμε σε χαρτί και σε μορφή ταμπλόιντ και θα το διανείμουμε δωρεάν σαν εφημερίδα έξω από τους κινηματογράφους που θα προβάλουν την ταινία”.
Η ιδέα μου άρεσε και για τις επόμενες δέκα ημέρες έγραφα ένα κεφάλαιο την ημέρα. Είχα δει την ταινία σε ιδιωτική προβολή και σκέφτηκα την ιδέα να αποκαταστήσω τον αδικημένο Γκλεν Μάτλοκ (σημ. Ο πρώτος μπασίστας των Sex Pistols) και να προβάλω την αλαζονική ρητορική του Μακλάρεν, απομυθοποιώντας όλο αυτό το κατασκεύασμα.
Στο μυθιστόρημα ο Moorcock χρησιμοποίησε ένας από τους πιο δημοφιλείς ήρωες του, τον Τζέρι Κορνέλιους, μια χίπστερ καρικατούρα που από βιβλίο σε βιβλίο παρουσιαζόταν ως διαφορετικό πρόσωπο και φύλο. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Κορνέλιους πήρε τη θέση της Irene Handl στην ταινία ως κυρία Κορνέλιους. Ο Moorcock μάλιστα παρουσίασε τους ίδιους τους Sex Pistols ως μέλη του πληρώματος του διαστημόπλοιου Τζούμπιλι που δίνουν μάχες με τα πολυβόλα τους ανάμεσα στα ερείπια ενός κατεστραμμένου από τον πόλεμο Λονδίνου. Εμφανίζονται ως πάνκηδες γεμάτοι θλίψη και απογοήτευση λόγω της εμπορικής τους επιτυχίας και της εκμετάλλευσής τους από τον Μακλάρεν, που προσπαθούν να πάρουν πίσω τα χρήματα που είχε κερδίσει από αυτούς. Το μυθιστόρημα απέδωσε στον Μακλάρεν ακριβώς την περιφρόνηση που του άξιζε και τον αποδομούσε πλήρως σε σχέση με την ταινία όπου, ανάμεσα στους ήρωες της, ο Κορνέλιους μεταμορφώνεται κάποια στιγμή ακόμα και σε Lemmy των Motorhead (και πρώην μέλους των Hakwind).
Όπως προανέφερα, η αρχική έκδοση του μυθιστορήματος το 1980 κυκλοφόρησε σε μορφή εφημερίδας ταμπλόιντ διαστάσεων 11 x 14 εκατοστών και στις σελίδες του περιείχε αρκετές ομαδικές φωτογραφίες των Sex Pistols και των μελών τους ξεχωριστά. Μερικά χρόνια μετά επανεκδόθηκε σε κανονικό βιβλίο, ενώ η πρώτη έκδοση θεωρείται πολύ σπάνια και η τιμή της αγγίζει τις 180 λίρες. Στο βαθμό που γνωρίζω παραμένει αμετάφραστο στα ελληνικά. Το απόσπασμα που δημοσιεύω προέρχεται από το αρχείο μου, αλλά δυστυχώς δεν θυμάμαι που το είχα βρει και ποιος έχει κάνει την ελληνική μετάφραση. Έχω την εντύπωση ότι είχε δημοσιευτεί σε κάποιο αναρχικό έντυπο τη δεκαετία του ’90 και θα ήταν κάτι παραπάνω από θεμιτό αν κάποια/ος από εσάς έχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΤΟ MERLIN'S MUSIC BOX:
Hawkwind “Urban Guerrilla” Η μικρή-μεγάλη ιστορία ενός απαγορευμένου τραγουδιού
Μichael Moorcock: Ο αιώνιος πρόμαχος...
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music