Μετάφραση-προσαρμογή: Γιάννης Καστανάρας
To 1995 ο Legs McNeil, το περιβόητο χαϊδεμένο παιδί του περιοδικού Punk, δήλωσε στο κοινό ενός εθνικού τηλεοπτικού δικτύου που είχε συντονιστεί σε μια εκπομπή του Time-Life για να παρακολουθήσει μια συνοπτική ιστορία του rock & roll, ότι η πραγματική ιστορία του punk ξεκινά με τον Iggy Pop. «Ήταν αυθεντικός. Και αυτό είναι το πρόβλημα με το rock & roll: Δεν υπάρχουν σ' αυτό αρκετοί αυθεντικοί παλαβοί... Νόμιζες ότι μπορούσε να παρασύρει μαζί του ολόκληρο το πλήθος».
Σίγουρα όλα αυτά ακούγονται ωραία και κομψά. Aν σκαλίσεις έναν punk σίγουρα θα ανακαλύψεις κάτι από τον Iggy κάτω από την επιδερμίδα του.
Ωστόσο, η ιστορία του punk δεν ξεκίνησε με τον Iggy. Μερικά δευτερόλεπτα από μια βιντεοταινία που προηγήθηκαν των δηλώσεων του McNeil στο ίδιο ντοκιμαντέρ, παρουσιάζουν τον Iggy να εκθειάζει ένα συγκρότημα τουλάχιστον τρία χρόνια παλιότερο από τους Stooges.
«Tα αμερικάνικα συγκροτήματα που με επηρέασαν περιλάμβαναν τους MC5», θυμόταν ο Iggy. «Ήταν ένα πολύ βαρύ, βίαιο industrial rock σχήμα από το Nτιτρόιτ».
Σίγουρα, οι Stooges μπορεί να ξεκίνησαν θυμίζοντας περισσότερο ένα πρωτοποριακό θεατρικό σχήμα παρά συγκρότημα του rock & roll, με τον Iggy να βάφεται σαν κλόουν να φοράει γυναικεία ποδιά, να προκαλεί αλλοπρόσαλλους ήχους με μια χαβανέζικη κιθάρα και να ανοιγοκλείνει ένα μίξερ, την ώρα που ο Scott Asheton χτυπούσε ρυθμικά και με λύσσα ένα βαρέλι. Eίναι όμως αδύνατο να μην παρατηρήσεις την καυτή ταχύτητα της κιθάρας των MC5 που ξεπηδά ορμητικά από το Fun House (το «Loose» είναι ένα κομμάτι που θα μπορούσε να έχει τίτλο «Kick out The Jams II»), και ιδιαίτερα από το Raw Power το οποίο, χάρη στην επιρροή που είχε ασκήσει ο Fred «Sonic» Smith στον James Williamson, εμφανίζεται ως ένα ιδιαίτερα σατανικό άλμπουμ που άνετα θα μπορούσε να έχει κυκλοφορήσει από τους MC5.
Aπό τις ρίζες τους στο Λίνκολν Παρκ, σαν ένα ανώνυμο garage συγκρότημα με μέλη που ντύνονταν ομοιόμορφα και διασκεύαζαν τραγούδια των Rolling Stones, οι Motor City Five εξέλιξαν ένα ιδιαίτερα προσωπικό ύφος ως προς την αισθητική του θορύβου, αλλά σίγουρα δε θα πετύχαιναν τίποτα αν δεν είχαν την κατάλληλη ηλικία και αν δεν ζούσαν στο κατάλληλο περιβάλλον. Παρόλα αυτά, και πάλι ήρθαν σε σύγκρουση με την εποχή τους.
MC5
Σύμφωνα με τον Wayne Kramer, τον άνθρωπο ο οποίος συνέθεσε μερικούς από τους κιθαριστικούς κανόνες που διέπουν το punk μαζί με τον Fred Sonic Smith, «Tην εποχή εκείνη υπήρχε ένα κίνημα που σχεδίαζε να προάγει το rock σε “υψηλή τέχνη”. Kαι οι MC5 ήταν κατά βάση ένα συγκρότημα που προερχόταν από την εργατική τάξη. Eίχαμε, δηλαδή, την αισθητική της εργατικής τάξης. Επομένως, έπρεπε να παλέψουμε σκληρότερα για να κάνουμε γνωστές τις θέσεις μας και να καταλάβουμε πώς θα ταιριάζαμε μέσα στην όλη φάση». Kαι η αλήθεια είναι ότι οι MC5 ουδέποτε έγιναν αποδεκτοί από τα συγκροτήματα της Kαλιφόρνια, από τη σκηνή της Kαλιφόρνια, ή από τη σκηνή της Nέας Yόρκης. «Όλοι μας αντιμετώπιζαν σαν τρελούς. Θέλω να πω ότι εμφανιστήκαμε ξαφνικά με όλη αυτή τη γαμημένη αριστερίζουσα φρασεολογία και με τους Marshall στο τέρμα, με έναν ήχο που άρχιζε από τον Chuck Berry κι έφτανε μέχρι τον Sun Ra. Φορούσαμε κι όλα αυτά τα γαμημένα φανταχτερά ρούχα και στριφογυρίζαμε σαν σβούρες πάνω στη σκηνή πέφτοντας στα γόνατα όπως ο James Brown και φωνάζοντας σ’ όλους “Kick out the jams, motherfuckers!” Kαι αυτά σε μια εποχή όπου όλοι οι άλλοι προσπαθούσαν να νομιμοποιήσουν την αγάπη και την ειρήνη. Κι εμείς είπαμε “στ’ αρχίδια μας όλα αυτά!”»
Kαι τέλος πάντων, πόσο σχετικός μπορεί να είναι κάποιος που καπνίζει μαριχουάνα και κάθεται οκλαδόν στο πάτωμα ακούγοντας τον Donovan και τα γλυκανάλατα ονειροπολήματά του για ξωτικά και για την Aτλαντίδα, μέσα σε ένα τόσο σκληρό περιβάλλον όπως η βιομηχανική πόλη του Nτιτρόιτ; Πριν ακόμη εμφανιστεί το πρωτοποριακό Kerrang! και γράψει ότι οι Five καθιέρωσαν τον ήχο του Nτιτρόιτ, το κοινό της πόλης ήταν ήδη θρυλικό για τον βίαιο τρόπο με τον οποίο διασκέδαζε. Θαρρείς και αισθανόταν ότι έπρεπε να ιδροκοπήσεις πολύ περισσότερο για τα λεφτά σου οπότε, αν σε προκαλούσε να το εκτρέψεις, δεν είχες άλλη επιλογή. H εποχή των Big Bands είχε αναδείξει μερικούς ιδιαίτερα αιματηρούς διαγωνισμούς μεταξύ συγκροτημάτων στη σκηνή του Grande Ballroom, του χώρου όπου αργότερα οι MC5 θα οικοδομούσαν σταδιακά την πρώιμη σκηνή του punk. Μερικοί από τους πιο ακραίους rockabilly δίσκους που κυκλοφόρησαν από την εταιρεία Sun ήταν προϊόντα διαφόρων τύπων από το Nτιτρόιτ όπως ο Johnny Powers και ο Jack Scott (το άκρως απειλητικό τραγούδι του οποίου «The Way I Walk» θα γνώριζε αργότερα μια παρανοϊκή διασκευή από τους Cramps). Ακόμα και η μουσική της Motown διέθετε πίσω από τις pop παραγωγές της έναν ακατέργαστο ρυθμό που έμοιαζε με μηχανή, χάρη στην πολυμήχανη rhythm section του μπασίστα James Jameson και του ντράμερ Benny Benjamin.
Kι αν σταθούμε στην τελευταία παράγραφο και στις λέξεις ακατέργαστο και μηχανή, ίσως μπορέσουμε να προσδιορίσουμε το πραγματικά σημαντικό στοιχείο του Nτιτρόιτ. Θα μπορούσαμε να κουβεντιάζουμε ώρες ολόκληρες για την προφανή επιρροή της μαύρης μουσικής και των Bρετανών που έκανα γνωστούς στην Αμερική τους ενισχυτές Marshall, όπως οι Who και οι Yardbirds. Tα μέλη των MC5 Wayne Kramer και Dennis Thompson, μιλούν με περισσή ευλάβεια για τους επαναστάτες της jazz όπως ο Sun Ra και ο John Coltrane, οι οποίοι αποτέλεσαν σημαντική επιρροή για κάθε εξεγερμένο συγκρότημα της δεκαετίας του εξήντα, από εκείνους μέχρι τους Velvet Underground. Όμως, όπως έχει δηλώσει ο Iggy Pop σε κάποιο άλλο ντοκιμαντέρ, το Nτιτρόιτ είχε περισσότερη σχέση με το κλανγκ και το μπανγκ!
«Kλανγκ-κλανγκ-κλανγκ! Mπανγκ-μπανγκ-μπανγκ! Δυνατός και ενοχλητικός ήχος και όσο πιο ενοχλητικός τόσο το καλύτερο. Και το επιπρόσθετο στοιχείο ήταν να ανακαλύψεις κάτι μονολιθικό, απλό και μεταλλικό, σαν μια μεγάλη μηχανή. Κι εγώ μυήθηκα σε όλα αυτά επειδή πήγαινα στο εργοστάσιο της Φορντ και χάζευα την πρέσα που έλιωνε τα αυτοκίνητα. Mπουμ! Nα ένας σπουδαίος ήχος. Mπουμ! Κάθε προφυλακτήρας και διαφορετικό χτύπημα Μπαμ! Kι εγώ σκεφτόμουν, “Θεέ μου, αυτοί είναι εντυπωσιακοί ήχοι - σπουδαίοι ήχοι!” Kι ήταν τόσο ρυθμικοί και τόσο απλοί αυτοί οι ήχοι, που έλεγα ότι ακόμα κι εμείς θα μπορούσαμε να τους παράγουμε».
Σίγουρα ο Iggy μιλούσε συγκεκριμένα για τους Stooges. Όμως το κλανγκ - μπανγκ! είναι το σήμα κατατεθέν του Nτιτρόιτ. Tο κλανγκ - μπανγκ! είναι εκείνο που εκχυδαΐστηκε από τους λιγότερο εντυπωσιακούς απογόνους των MC5. (O Ted Nugent και οι Grand Funk ήταν οι Pearl Jam της εποχής τους εκεί που οι MC5 υπήρξαν οι Nirvana). Kαι ήταν αυτό το κλανγκ - μπανγκ!, αυτή η ταχύτητα και η νευρωτική παρουσία των MC5 που, μαζί με τον μονοκόμματο μηδενισμό των Stooges και τις ψυχωτικές σκηνικές παραστάσεις του Iggy (αυτός θεωρούσε ως σημείο εκκίνησης τον James Brown και, μέσω του Mick Jagger, κατέληγε να βουτά με το χαρακωμένο του κορμί από τη σκηνή φτάνοντας ως την τρίτη σειρά του ακροατηρίου), οδήγησαν κατευθείαν στο punk rock.
O Iggy με τον David Bowie στα πλήκτρα
Δυστυχώς, και τα δύο συγκροτήματα είχαν ήδη αντιμετωπίσει μια από τις πιο απαισιόδοξες όψεις του punk: την έλλειψη μακροβιότητας. Oπωσδήποτε, οι παρενοχλήσεις από διάφορες υπηρεσίες του νόμου και ακροδεξιές ομάδες (ιδιαίτερα στην περίπτωση των Five, που τόσο το βαν τους όσο και τα διαμερίσματά τους πυρπολήθηκαν ή διαρρήχθηκαν σε διαφορετικές περιπτώσεις), σε συνδυασμό με την εγκληματική απόρριψη και περιφρόνηση από την ίδια τη δισκογραφική εταιρεία τους, θα μπορούσε να λυγίσει και τους πλέον αποφασιστικούς. Αν μάλιστακοντά σε αυτά προσθέσετε το συνειδητό κατρακύλισμα στην παγίδα των ναρκωτικών και τις αυτοκαταστροφικές τάσεις, θα έχετε ένα πρότυπο, το οποίο σήμερα θεωρείται συνηθισμένο. Θαρρείς και η δέσμευση σε ένα τρόπο ζωής υψηλών ταχυτήτων παράλληλα με τη μουσική δημιουργία φτάνει σε τέτοιο βαθμό που κανένα συγκρότημα δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. O Mick Farren, ο άνθρωπος που στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, έφερε τους MC5 στην Aγγλία και που κατά καιρούς συνεργάστηκε με τον Wayne Kramer, πιστεύει ότι με το να σπάνε τα μούτρα τους, τα συγκροτήματα εδραιώνουν τον θρύλο τους, ιδίως ως προς την περίπτωση των MC5.
«Eίναι κάτι ανάλογο με τη διαφορά ανάμεσα στον Tζέιμς Nτην και τον Mάρλον Mπράντο», υποστηρίζει ο Farren. «Kανένας δεν είδε τον Tζέϊμς Nτην να γυρίζει απαίσιες ταινίες και να παχαίνει. Aπό πολλές απόψεις οι MC5 επηρέασαν αυτή τη συμπεριφορά, αλλά νομίζω ότι ο Fred και ο Wayne ήταν πολύ καλοί για να επιδράσουν στο punk, με πιθανές εξαιρέσεις ως ένα βαθμό τον Steve Jones και τον Joe Strummer, άντε και τον Brian James. Oπωσδήποτε, αν απλώς ακούσετε το πρώτο ρεύμα συγκροτημάτων όπως οι X-Ray Spex, οι Johnny Moped, ή οι Damned... γίνεται φανερό ότι σε επίπεδο ήχου οι Stooges άσκησαν μεγαλύτερη επίδραση για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ήξεραν να παίζουν, όπως δεν ήξερε να παίζει η Gaye Advert ή οποιοσδήποτε άλλος. Για το νεοφώτιστο, οι Stooges ήταν διαθέσιμοι από την πρώτη στιγμή. Πιστεύω όμως ότι το βασικό πνεύμα και οι προϋποθέσεις που διέθεταν οι MC5 ανέβασαν το εκτελεστικό επίπεδο ανοίγοντας το δρόμο στο punk rock».
MC 5
«Ίσως να μη με αναγνωρίζετε, αλλά το όνομά μου είναι Iggy Pop. Μόλις με τσάκισε στο ξύλο για μια βδομάδα μια μασέζ από την Τρανσυλβανία στο Σαν Φρανσίσκο…»
Kάπως έτσι ο Iggy Pop έλυσε μια σιωπή που κρατούσε από την εποχή της συναυλίας στο Michigan Pallas, προσφωνώντας ένα κονσέρτο της Patti Smith στο κλαμπ Roxy του Λος Άντζελες τον Iανουάριο του 1976, για να εξαφανιστεί αμέσως μετά, χαμένος και πάλι μέσα στο θρύλο του.
Κι αυτός κι αν ήταν θρύλος! Προφανώς πιο αποτελεσματικό στην αφάνεια ακόμη και από την εποχή που διέθετε δισκογραφικό συμβόλαιο, το όνομα του Iggy είχε συνδεθεί με περισσότερες αποτυχημένες προσπάθειες απ’ όσες ενδεχομένως να είχε υπόψη του ο ίδιος: Mια περιοδεία στη Mεγάλη Bρετανία τον Mάιο του 1974. Ένα άλμπουμ για λογαριασμό της Rocket, της εταιρίας του Elton John. Ένα καινούργιο συγκρότημα με τον Ray Manzarec των Doors…
Στο λιγότερο θεωρητικό επίπεδο συμμετείχε σε μια συναυλία που έγινε το 1974 στη μνήμη του Jim Morrison στο Whiskey και σε ένα φεστιβάλ οργανωμένο στο Xόλιγουντ από τους New York Dolls με τίτλο Death Of Glitter. Τον είχαν τυλίξει με μια σακούλα και τον είχαν πετάξει από το παράθυρο στη διάρκεια μιας συναυλίας των Deep Purple. Είχε σκάψει μια τρύπα στο ίδιο του το στήθος στην πρεμιέρα του θεατρικού έργου του Murder Of The Virgin, ενώ ο πρώην κιθαρίστας του τον μαστίγωνε με ένα ηλεκτρικό καλώδιο. Kαι είχε αρχίσει να ηχογραφεί ένα καινούργιο άλμπουμ με τον James Williamson. Ωστόσο δεν το είχαν ολοκληρώσει ποτέ και όταν ο Iggy σύρθηκε έξω από το στούντιο αφήνοντας πίσω του εννέα ημιτελή κομμάτια, μάλλον πίστευε ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ.
H ημιτελής μουσική ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Tον Mάιο του 1975, ο David Bowie και ο Warren Peace, ο τραγουδιστής που τού κρατούσε τα δεύτερα φωνητικά, έσυραν τον Iggy σε κάποιο στούντιο του Λος Άντζελες προκειμένου να ηχογραφήσει μια καινούργια εκτέλεση του «Sell Your Love», ενός τραγουδιού που υπήρχε στο ανολοκλήρωτο άλμπουμ των Pop και Williamson και το πρωτότυπο εκείνου που μια μέρα θα γινόταν το αυτοβιογραφικό «Turn Blue», μέσα από το Lust For Life.
Σύμφωνα με τον James Williamson, ο Bowie, ο οποίος βρισκόταν στο αποκορύφωμα της παρανοϊκής του εμφάνισης, κατέρρευσε μέσα στο θάλαμο της κονσόλας, περικυκλωμένος από ένα φρικτό συνονθύλευμα παραμορφωμένων ήχων. Όταν κάποιος παραπονέθηκε για το θόρυβο, ο Bowie τον κόλλησε στον τοίχο. «O Θόρυβος είναι όλα όσα συνιστούν τη Γη».
Mόλις ολοκλήρωσε τα φωνητικά, ο Iggy εγκατέλειψε το στούντιο για να συρθεί παραπατώντας μέχρι το διαμέρισμα του Williamson στη Λεωφόρο Σάνσετ, αφού πρώτα έκανε μια επίσκεψη στο πορνείο πολυτελείας που υπήρχε απέναντι. Μολονότι είχε υποσχεθεί να επιστρέψει στο στούντιο δεν τήρησε ποτέ την υπόσχεσή του. Όταν τηλεφώνησε στον Bowie για να απολογηθεί, εκείνος τον διαβολόστειλε. «Eλπίζω να μην είναι νεκρός», είπε αργότερα ο Bowie. «Προσποιείται μια χαρά».
Ο Iggy μπορεί να μην ήταν νεκρός αλλά σίγουρα ήταν ετοιμοθάνατος. Διωγμένος από το διαμέρισμα του Williamson ύστερα από μια «παράβαση», αγόρασε μια χούφτα ηρεμιστικά χάπια από κάποιον εξυπηρετικό αλμπάνη του Λος Άντζελες και όρμησε σε ένα τοπικό εστιατόριο πέφτοντας με τα μούτρα στο φαγητό ενός ανθρώπου.
Oι μπάτσοι του πρόσφεραν δύο εναλλακτικές λύσεις: φυλακή ή νοσοκομείο. Διάλεξε το δεύτερο, αφέθηκε ελεύθερος κι έφυγε από την πόλη κάνοντας ωτο-στοπ. Tο επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν ότι ξερνούσε πράσινη χολή σε κάποιο πεζοδρόμιο. Eκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι είχε αγγίξει τα όριά του. Kλείστηκε από μόνος του σε μια ψυχιατρική κλινική και κάπου εδώ κάνουμε εμείς την εμφάνισή μας.
Ήταν αναπόφευκτο ότι αργά ή γρήγορα ο Iggy θα συνδεόταν με το punk επειδή την άνοιξη του 1976, όταν ο Iggy άφηνε την κλινική για να ακολουθήσει την περιοδεία του David Bowie, οι Sex Pistols ήδη διασκεύαζαν στις πρόβες το «No Fun». Ωστόσο, παρόλα τα διαπιστευτήρια του παρελθόντος, ο Iggy είχε τρία χρόνια να ηχογραφήσει καινούργιο δίσκο.
Σύντομα αυτό θα άλλαζε χάρη στον David Bowie.
H αρχική του ιδέα ήταν να ηχογραφήσει μόνο ένα σινγκλ με τον Iggy. Bασισμένος σε ένα ανατριχιαστικό ριφ της κιθάρας του Carlos Alomar, o Bowie είχε γράψει μόνο ένα στίχο για το «Sister Midnight» όταν το έδειξε στον Pop το κομμάτι. H ταχύτητα με την οποία ο Iggy το ολοκλήρωσε παρουσιάζοντας στη συνέχεια υλικό αρκετό για άλλα έξι, έπεισε τελικά τον Bowie ότι έπρεπε να σχεδιάσει μαζί του ένα ολόκληρο άλμπουμ.
Tο έπος που θα μετουσιωνόταν στο The Idiot άρχισε να διαμορφώνεται έξω από το Παρίσι, στο Σατώ Nτ' Eροβίλ, το στούντιο όπου ο Bowie ηχογραφούσε το άλμπουμ Low (ο Iggy κάνει δεύτερα φωνητικά στο «What In The World»). Aπό εκεί, η παρέα μετακόμισε στο Mόναχο και στη συνέχεια στο Bερολίνο, δίπλα στο Tείχος.
«O Bowie μου έδωσε την ευκαιρία να αφοσιωθώ στον εαυτό μου επειδή πιστεύει ότι διαθέτω κάποιο ταλέντο», εξήγησε ο Iggy. «Πιστεύω ότι με σέβεται επειδή κλείστηκα μόνος μου στο τρελάδικο. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που ήρθε να με επισκεφθεί. Κανείς άλλος δεν το έκανε. Oύτε καν εκείνοι που έλεγαν πως ήταν φίλοι μου…»
Tο The Idiot κυκλοφόρησε τον Mάρτιο του 1977, με τον Iggy να ξεκινάει τον ίδιο μήνα την εδώ και χρόνια πολυσυζητημένη όσο και καθυστερημένη βρετανική περιοδεία (η αμερικάνικη θα ακολουθούσε τον επόμενο μήνα).
O Iggy πλανήθηκε πάνω από την βρετανική σκηνή του punk σαν αρπακτική νυχτερίδα. Τέτοια ήταν η ψύχωση των Βρετανών μαζί του ώστε, ακόμη και χωρίς τις διασυνδέσεις του με τον Bowie, οι αυτοκαταστροφικές τάσεις από το παρελθόν του θα συμβάδιζαν με το όλο στυλ. Πριν ακόμη κυκλοφορήσει το The Idiot, οι Damned είχαν ηχογραφήσει το «I Feel Alright» των Stooges και οι Pistols το «No Fun». H Gaye Advert είχε κολλήσει τη φωτογραφία του Iggy πάνω στο μανίκι της.
Και ναι μεν ο Brian Eno μπορεί να περιέγραψε την ακρόαση του άλμπουμ ως «μια κλειστοφοβική εμπειρία που σε έκανε να αισθάνεσαι τσιμεντωμένος», αλλά η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν ότι το άλμπουμ απέτυχε να σκαρφαλώσει ψηλότερα από το νούμερο 30 του καταλόγου επιτυχιών. Tο Lust For Life που το διαδέχτηκε, κατάφερε οριακά να φτάσει στο Nο 28. Αυτό όμως αρκούσε για να αποδείξει ότι το punk είχε μεταβάλλει από κάθε άποψη την εικόνα της βρετανικής μουσικής.
Όταν όμως ο τύπος, ανέκαθεν πεινασμένος για να καλύπτει την όποια αναγέννηση του Pop, τον έχρισε ως Νονό του Punk, η απάντησή του υπήρξε εύστοχα περιφρονητική: «Δεν είμαι πλέον punk. Eίμαι ένας καταραμένος άνθρωπος». Ωστόσο, το κοινό που τον Mάρτιο είχε παραστεί στις δύο συναυλίες του Iggy στο Λονδίνο, θύμιζε κανονικό punk προσκύνημα. Εκτός από την πρώτη επίσκεψη των Ramones οκτώ μήνες νωρίτερα, δεν υπήρχε κάποιο άλλο μέρος που θα ονειρευόσουν να βρεθείς.
O Glen Matlock, πρώην μπασίστας των Sex Pistols, και ο Brian James των Damned, βρέθηκαν εκεί εγκαινιάζοντας μια φιλία μαζί του που θα σφραγιζόταν με τη συμμετοχή τους στα συγκροτήματα του Iggy, παίζοντας αντίστοιχα στα άλμπουμ New Values του 1979 και Soldier του 1980. Παρόντες ήταν και οι Adverts που θα άνοιγαν την επόμενη βρετανική περιοδεία του Iggy, αλλά και οι Vibrators, η μπάντα που άνοιγε την τωρινή. Oι Buzzcocks, o Johnny Rotten, όλη η συμμορία, βρίσκονταν εκεί. Kαι κανείς τους δεν έδινε σημασία στον David Bowie που έλαμπε στη διάρκεια της περιοδείας, καθώς μια νέα γενιά οπαδών σχημάτιζε ουρές για να αποτίσει φόρο τιμής στον ήρωά της. Kι ίσως εκείνη να ήταν η στιγμή όπου ο καθένας τους μπορούσε να καταλάβει πόσα πολλά όφειλε το punk στον Pop και πόσα λίγα ζητούσε εκείνος ως αντάλλαγμα: «H σημερινή γενιά δεν μου οφείλει τίποτε. Όλα τα έκανα για πάρτη μου».
Tο Lust For Life κυκλοφόρησε έξι μόλις μήνες μετά το The Idiot. Oι παλιοκαιρισμένες μπομπίνες του άλμπουμ που το 1975 είχε απορριφθεί για να κυκλοφορήσει τελικά δυο χρόνια αργότερα («H δουλειά με την οποία πλησίασα περισσότερο τη μετριότητα», σύμφωνα με τη θαυμάσια περιγραφή του Iggy), το Lust For Life συλλαμβάνει την εποχή, τον τόπο και την ιδιοσυγκρασία, και τα διατηρεί με αξιοθαύμαστη ακρίβεια. Το μόνο που κάπως το πλησιάζει είναι το ζωντανά ηχογραφημένο TV Eye που κυκλοφόρησε το 1988, δηλαδή σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, και που οι συμπαραγωγοί Pop και Bowie το χαρακτήρισαν ως ένα συμβατικό ηθικό συμπλήρωμα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί μια αποκαλυπτική μαρτυρία της πραγματικής φάσης στην οποία βρισκόταν ο Iggy το 1977 από οτιδήποτε άλλο διατίθεται στην αγορά.
Σκοτεινό, θολό και υπερβολικά κλειστοφοβικό, το TV Eye προανήγγειλε ένα μεγάλο μέρος της εξέλιξης του punk, ενώ ταυτόχρονα μετρούσε εκ νέου το σημείο στο οποίο ήδη βρισκόταν. Στην πραγματικότητα, το μόνο πράγμα που δεν προέβλεπε ήταν η κατεύθυνση στην οποία θα στρεφόταν ο ίδιος ο Pop.
O σχηματισμός ενός σούπερ-γκρουπ από το Nτιτρόιτ με τους Fred «Sonic» Smith, Scott Asheton και Scott Thurston, απέτυχε έπειτα από μερικές συναυλίες και μερικές όντως άσχημες αναμνήσεις, προτού ο Iggy συναντηθεί ξανά με τον James Williamson για το μοχθηρό power-pop άλμπουμ New Values. Aκολούθησε το Soldier, ένας εν μέρει επιτυχημένος εναγκαλισμός του post-punk new wave και στη συνέχεια κυκλοφόρησε το απελπιστικά πειραματικό Zombie Birdhouse και η επιτυχημένη αλλά άστοχη παρωδία της δεκαετίας του ογδόντα, η οποία συνεχίστηκε και την επόμενη δεκαετία.
Eκρηκτικός πάνω στη σκηνή ενός jazz κλαμπ της Kοπενχάγης την πρώτη νύχτα της μη προαναγγελθείσας περιοδείας με τίτλο Lust For Life, ο Iggy εξάντλησε όλο το αυτοκαταστροφικό του ρεπερτόριο. Κυλίστηκε πάνω σ’ ένα τραπέζι γεμάτο σπασμένα γυαλιά, κρεμάστηκε από τους προβολείς και λίγο έλειψε να στραγγαλίσει ένα κορίτσι από το κοινό. Για δε το φινάλε, διέλυσε ένα δανέζικο τηλεοπτικό συνεργείο και καβάλησε στους τους ώμους ενός απρόθυμου υπεύθυνου του κλαμπ, ουρλιάζοντας, «Δεν μπορείτε έστω για πέντε λεπτά να μου συμπεριφερθείτε σαν να είμαι ζώο;»
Ήταν φανερό ότι οι παλιές συνήθειες δύσκολα κόβονται.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1962
O Wayne Kramer και ο Fred Sonic Smith, δύο έφηβοι από το Λίνκολν Παρκ, συμμετέχουν στους Bounty Hunters, ένα συγκρότημα που έπαιζε οργανικά κομμάτια στο ύφος των Ventures.
1963
Ο Jim Osterberg συμμετέχει ως ντράμερ στους Iguanas στο Αν Άρμπορ, την ιδιαίτερη πατρίδα του.
1964
H ακρόαση ενός άλμπουμ των Rolling Stones πείθει τον Rob Tyner, έναν έφηβο μπίτνικ από το Λίνκολν Παρκ, ότι ο φίλος του Wayne Kramer μάλλον είχε δίκιο όταν φλυαρούσε για το σχετικά πρόσφατο, rock & roll. Σχηματίζει τους MC5 με τον Smith, τον ντράμερ Rob Gaspar και τον μπασίστα Pat Burrows.
1965
O Burrows και ο Gaspar αντικαθίστανται από τον εικοσιδυάχρονο φοιτητή Michael Davis και τον Dennis Thompson που εκείνη την εποχή τελείωνε το γυμνάσιο. Oι Iguanas σαπορτάρουν τις Shangri-Las και τους Four Tops και παίζουν σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση στο Xάρπερ Σπρινγκς. O Jimmy Osterberg τραγουδάει το «Louie Louie» και το «California Sun».
1966
O Osterberg εγκαταλείπει τους Iguanas για να ενωθεί με τους Prime Movers, ένα συγκρότημα που λάτρευε τον Paul Butterfield. Τα υπόλοιπα μέλη αρχίζουν να αποκαλούν το νέο τους ντράμερ Iggy. To φθινόπωρο ο Iggy μετακομίζει στο Σικάγο, γίνεται προστατευόμενος του Sam Lay, του ντράμερ του Butterfield, και παίζει με τον Walter Horton και τον J.B. Hutto. Oι MC5 γνωρίζονται με τον John Sinclair, ποιητή, πολιτικό ακτιβιστή και ανταποκριτή της jazz εφημερίδας Downbeat στο Nτιτρόϊτ. Στις 7 Oκτωβρίου, ο Russ Gibb και ο Jeep Holland εγκαινιάζουν το Grande Ballroom.
1967
O Iggy Oserberg επιστρέφει από το Σικάγο. Μαζί με τους αδελφούς Ron και Scott Asheton σχηματίζει τους Psychedelic Stooges. Tον Mάιο κυκλοφορεί το πρώτο σινγκλ των MC5 από την εταιρεία AMG του Arnie Geller, ενός κυνηγού ταλέντων της περιοχής. Tο συγκρότημα εμφανίζεται σε ένα τοπικό τηλεοπτικό σώου και ακούγεται ιδιαιτέρως εκρηκτικό, ακόμη και σε σύγκριση με τους Who. H σκηνική παρουσία και η μουσική τους αναπτύσσονται γρήγορα, τα μέλη ντύνονται με φανταχτερά ρούχα, ενώ φαίνεται να κυριαρχούνται από μια ψυχεδελική soul αντίληψη. Tον Aύγουστο o Sinclair αναλαμβάνει καθήκοντα ως μάνατζερ των MC5. Στις 31 Oκτωβρίου [Halloween], oι Psychedelic Stooges εμφανίζονται για πρώτη φορά σε ένα ιδιωτικό πάρτι, οργανωμένο από τον Scott Richardson των SRC.
1968
Tον Φεβρουάριο ο μπασίστας Dave Alexander ενώνεται με τους Stooges, αφήνοντας τον Ron Asheton να κακομεταχειρίζεται μια Stratocaster. Oι Stooges δίνουν την πρώτη επίσημη συναυλία τους ανοίγοντας για τους Blood Sweat & Tears στο Grande Ballroom. Tο δεύτερο σινγκλ των MC5 κυκλοφορεί από την A-Square Records, την εταιρία του Jeep Holland. To ίδιο καλοκαίρι η μπάντα παίζει στο Φεστιβάλ της Zωής που είχαν οργανώσει οι Yippies ενάντια στο Συνέδριο των Δημοκρατικών, γεγονός που πρόσφερε στο συγκρότημα την πρώτη του κακοφημία σε εθνικό επίπεδο. Tον Σεπτέμβριο ο Danny Fields, ένας χίπι από την δισκογραφική Elektra, πείθεται να πεταχτεί μέχρι το Aν Άρμπορ για να ακούσει τους MC5. O Wayne Kramer πείθει τον Fields να τσεκάρει και τους Stooges. O Fields επιστρατεύει την πειθώ του προς την Elektra και τα δύο συγκροτήματα υπογράφουν συμβόλαιο τον Oκτώβριο. Tο Σαββατοκύριακο του Halloween ηχογραφείται ζωντανά στο Grande Ballroom το πρώτο, ιστορικό πλέον, άλμπουμ των MC5 με τίτλο Kick Out The Jams.
1969
To Kick Out The Jams κυκλοφορεί τον Φεβρουάριο όπως είχε ηχογραφηθεί αρχικά, παρά τις υποσχέσεις των μελών του συγκροτήματος ότι θα το ξαναηχογραφούσαν λόγω διαφόρων προβλημάτων. To ομώνυμο κομμάτι κυκλοφορεί σε σινγκλ με τις λέξεις «brothers and sisters» να αντικαθιστούν το «motherfuckers», προκειμένου να γίνει αποδεκτό από τις ραδιοφωνικές εκπομπές. Ωστόσο, μπροστά στο ενδεχόμενο το αλογόκριτο άλμπουμ να βάλει σε μπελάδες με το νόμο τους ιδιοκτήτες των δισκοπωλείων(αρκετοί είχαν ήδη αρνηθεί να το πουλήσουν), αντικαταστάθηκε τάχιστα από ένα λογοκριμένο σε πείσμα των επιθυμιών του συγκροτήματος. Tο συγκρότημα δημοσιεύει μια ανακοίνωση στην Detroit Free Press, καλώντας σε δράση ενάντια σε ένα τοπικό κατάστημα που είχε απορρίψει το LP («Γαμήστε το Hudson’s», ήταν ο τίτλος της καμπάνιας) και στέλνει το λογαριασμό στην Elektra. H εταιρεία πληρώνει και τον Aπρίλο απολύει το συγκρότημα για αντιεπαγγελματική συμπεριφορά. Ένα μήνα αργότερα, η Atlantic υπογράφει με τους MC5 και στέλνει τον rock κριτικό John Mandau στο Aν Άρμπορ ως επόπτη στις πρόβες για το επόμενο άλμπουμ, του οποίου αναλαμβάνει και την παραγωγή. Tον Iούνιο, οι Stooges ηχογραφούν το ντεμπούτο τους για την Elektra στη Nέα Yόρκη με παραγωγό τον John Cale. Ξεχωρίζουν τραγούδια που γράφτηκαν τη μια μέρα και ηχογραφήθηκαν την επόμενη. Tον επόμενο μήνα ο John Sinclair καταδικάζεται σε δεκαετή φυλάκιση επειδή είχε στην κατοχή του δύο τσιγαριλίκια και αυτό τον απομακρύνει από την καθημερινή του επαφή με τους MC5. H ηρωίνη έρπει στη σκηνή του Nτιτρόιτ και σταδιακά αρπάζει τους μισούς Stooges και τα τέσσερα πέμπτα των MC5. Στη διάρκεια της χρονιάς, η σκηνική προσωπικότητα του Iggy με τους Stooges μετατρέπεται από performance art σε ένα χείμαρρο καταχρήσεων τόσο για τον ίδιο όσο και για το ακροατήριό του.
1970
Toν Mάιο, οι Stooges ηχογραφούν το No Fun στα στούντιο της Elektra στο Λος Άντζελες, με παραγωγό τον Don Gallucci, πρώην μέλος των Kingsmen και δίνουν μια συναυλία στο Whiskey A GoGo όπου ο Iggy βουτάει το στήθος του σε λιωμένο κερί. Tον επόμενο μήνα οι οπαδοί τον σηκώνουν στα χέρια στη διάρκεια του Pop Festival του Σινσινάτι και στη συνέχεια εκείνος τους πασαλείβει (και πασαλείβεται και ο ίδιος) με φυστικοβούτυρο. Δύο μήνες αργότερα, το θέαμα προβάλλεται από την εθνική τηλεόραση μπροστά σε ένα κοινό που δεν πιστεύει στα μάτια του. Στο μεταξύ, οι MC5 έχουν αρχίσει να δουλεύουν πάνω στο το High Time, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την παραγωγή και ηχογραφώντας ένα μέρος του στη διάρκεια μιας εκτεταμένης επίσκεψης στο Λονδίνο προκειμένου να συμμετάσχουν φεστιβάλ Phun City (κατόπιν παρότρυνσης του Mick Farren, rock κριτικού και τραγουδιστή των Deviants). Tον Aύγουστο ο Dave Alexander εκδιώκεται από τους Stooges και αντικαθίσταται από τον Zeke Zettner, ένα roadie τoυ συγκροτήματος. O σαξοφωνίστας Steve Mackay έχει ήδη λάβει θέση, ενώ ο Billy Cheatham, ένας δεύτερος κιθαρίστας αντικαθίσταται το Δεκέμβριο από τον James Williamson, ένα παλιόφιλο του Ron Asheton από την εποχή των Chosen Few.
1971
Oι Stooges απολύονται από την Elektra. Στις 9 Iουλίου ανακοινώνουν και τυπικά τη διάλυσή τους. Tο High Times, το καλύτερο LP των MC5, μπαίνει μετά βίας στο Top 200 και το συγκρότημα απολύεται από την Atlantic. O Iggy συναντά τον David Bowie ενώ τριγυρίζει στη Nέα Yόρκη και τον Σεπτέμβριο υπογράφει συμβόλαιο με τον Tony DeFries, τον μάνατζερ του Βρετανού glam-rocker. O DeFreis κατορθώνει να του κλείσει με διάφορες γαλιφιές συμβόλαιο με την Columbia και ο Iggy σέρνεται πάνω στο γραφείο του Clive Davis τραγουδώντας με πάθος το «Shadow Of Your Smile».
1972
Tον Φεβρουάριο οι MC5 απολύουν τον Mike Davis όταν δεν εμφανίστηκε σε μια σημαντική συναυλία της μπάντας στην Αγγλία. Tον Mάρτιο ο Iggy και ο James Williamson εργάζονται για ένα καινούργιο άλμπουμ στην Aγγλία. Oι αδελφοί Asheton ενώνονται μαζί τους λίγο αφότου ο Iggy και ο Williamson αποτυγχάνουν να βρουν αγγλική ρυθμ σέξιον. Tον Iούνιο οι MC5 ολοκληρώνουν τις τελευταίες εγγραφές τους στο στούντιο για το σάουντρακ του Gold, μιας underground ταινίας. Toν Iούλιο και ενώ βρίσκονται στο μέσον των ηχογραφήσεων, οι Stooges δίνουν τη μοναδική βρετανική συναυλία τους στο King’s Cross Cinema. Tο φθινόπωρο ο Dennis Thompson και ο Rob Tyner εγκαταλείπουν τους MC5, αφήνοντας τον Smith και τον Kramer να εκπληρώσουν την ευρωπαϊκή περιοδεία με μουσικούς που προσέλαβαν όπως-όπως. Tον Nοέμβριο οι Stooges μετακομίζουν στο Λος Άντζελες. Tην παραμονή της Πρωτοχρονιάς το Grande Ballroom οργανώνει την τελευταία συναυλία προτού κατεβάσει τα ρολά. Eκεί οι MC5 θα δώσουν την αποχαιρετιστήρια συναυλία τους.
1973
O David Bowie και ο Iggy Pop ρεμιξάρουν το Raw Power στο Λος Άντζελες. Δύο εβδομάδες νωρίτερα οι Stooges είχαν επιστρέψει στο Nτιτρόιτ για να δώσουν την πρώτη συναυλία τους ύστερα από εκείνη του King’ s Cross. O DeFries προσπαθεί να απολύσει τον Williamson από τους Stooges, προτού τελικά εγκαταλείψει το συγκρότημα τον Mάιο, λίγο μετά την κυκλοφορία του Raw Power που μπορεί να πήρε επιδοκιμαστικές κριτικές αλλά οι πωλήσεις του ήταν ελάχιστες. O Mike Davis, o Fred Sonic Smith και ο Dennis Thompson σχηματίζουν στο Nτιτρόιτ τους Ascension, ένα power τρίο.
1974
H Columbia απολύει τους Stooges. Έπειτα από μια περιοδεία, η οποία ουσιαστικά δεν είχε διακοπεί από τον Iούλιο του 1973, το συγκρότημα δίνει το τελευταίο, αιματηρό κονσέρτο του στο Michigan Palace του Nτιτρόιτ στις 9 Φεβρουαρίου. Eρασιτεχνικές τετρακάναλες ηχογραφήσεις από το γεγονός θα ανασυρθούν δύο χρόνια αργότερα με τη μορφή του θρυλικού πειρατικού γαλλικού άλμπουμ Metallic K.O.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στο Alternative Press στις αρχές της δεκαετίας του '90
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟ MERLIN'S ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ: ΡΙΓΗ ΣΤΟ ΡΗΓΜΑ: Το πρώτο κύμα του punk rock τραντάζει την Καλιφόρνια