Συνέντευξη: Φαίη Φραγκισκάτου
(φωτό: Βαγγέλης Ζαβός, Γιώργος Θωμόπουλος)
Οι Terrapin είναι ένα τρίο που δημιουργήθηκε το 2013 στην Αθήνα από τον κιθαρίστα και τραγουδιστή των No Man’s Land Βασίλη Αθανασιάδη, τον Γιώργο Τζίβα στα τύμπανα και τον Γιώργο Παπαγεωργιάδη στο μπάσο (επίσης ιδρυτικό μέλος των No Man’s Land). Το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο Sanctuary κυκλοφόρησε το 2017 αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές. Από το 2013 μέχρι σήμερα, οι Terrapin διατηρούν μια συνεχή παρουσία στην ελληνική μουσική σκηνή, παίζοντας σε μικρούς ή μεγαλύτερους χώρους, σε μπαρ, μουσικές σκηνές και φεστιβάλ, κυρίως στην Αθήνα. Οι ζωντανές τους εμφανίσεις διακρίνονται για την εσωτερική ένταση, το πάθος και την προσήλωση στη στιγμή, χαρακτηριστικά που δημιουργούν κάθε φορά μια ξεχωριστή, απόλυτα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Ο ήχος τους ξεκινά από το folk rock και περνά από τη ψυχεδέλεια, το prog και τη folk jazz, φτάνοντας ενίοτε ως τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, με σταθερό άξονα την rock τραγουδοποιΐα. Το δεύτερο άλμπουμ των Terrapin με τίτλο Zero Repercussions θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2020 από την Ikaros Records.
Είσαι ενεργός μουσικά από τα μέσα της δεκαετίας του '80 στον χώρο που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε underground στην Αθήνα. Θα μας πεις λίγα λόγια για το τότε και το τώρα αυτής της σκηνής;
Η άποψή μου είναι ότι τόσο ο όρος underground όσο και ο όρος «σκηνή» χρησιμοποιούνται καταχρηστικά για τη σύγχρονη ελληνική μουσική πραγματικότητα. Το μεν underground υπονοεί μιαν επαναστατικότητα, μία συνειδητή υπονόμευση της καθεστηκυίας τάξης, μία ταύτιση με κινήματα του παρελθόντος, πράγματα που δεν υπάρχουν παρά μόνο στη φαντασία κάποιων από εμάς. Και η φαντασίωση αυτή αποπροσανατολίζει από την ουσία, η οποία δεν είναι άλλη από την ίδια τη μουσική. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για ένα φαινόμενο που κάποιος φίλος περιέγραφε ως εξής: πολύς κόσμος ακούει μουσική όχι με τα αυτιά, αλλά με διάφορα άλλα όργανα του σώματος και του νου. Όσο για τη «σκηνή», αυτή προϋποθέτει τουλάχιστον μιαν υποτυπώδη συσπείρωση, ένα κοινό, ένα ακροατήριο βασικά, το οποίο εδώ ανέκαθεν ήταν εξαιρετικά περιορισμένο. Προϋποθέτει ακόμα μια σχετική αγορά, που και αυτή στα μέρη μας στην ουσία δεν υπάρχει. Και υπό αυτή την έννοια, είμαστε όντως underground, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν διαφαίνεται καμία πιθανότητα να γίνουμε πολύ σύντομα overground. Ας πούμε λοιπόν ότι ανήκαμε και εξακολουθούμε να ανήκουμε σε κάτι απροσδιόριστο, που βρίσκεται έξω από το mainstream της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας, το οποίο ενίοτε και υπό όρους μπορεί να ονομαστεί «σκηνή».
Μία βασική διαφορά ανάμεσα στη δεκαετία του 80 και το σήμερα (πέρα από τις, ας πούμε «μηχανιστικές», διαφορές που απορρέουν από την ύπαρξη του διαδικτύου και από την τεχνολογία, όπως η εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία, η καλή μουσική εκπαίδευση και η εστίαση στην επίτευξη ενός σκοπού), πιστεύω ότι είναι η εξής: τότε, ολόκληρη η «σκηνή» αποτελούσε ουσιαστικά έναν μικρόκοσμο. Σήμερα, οι μικρόκοσμοι είναι πολλοί και η επικοινωνία μεταξύ τους από ελάχιστη έως μηδενική. Θέλω να πω ότι τότε το σύνηθες ήταν στα μπαρ, στις μουσικές σκηνές και στα πολυάριθμα φεστιβάλ να εμφανίζονται μαζί μπάντες από όλο το (σχετικό) μουσικό φάσμα: punk, new wave, νεοψυχεδέλικοί, πειραματικοί, ροκαμπιλάδες, γκαραζιέρηδες και σχεδόν ό, τι άλλο κυκλοφορούσε, μαζί με τους φαν τους. Σήμερα, ο καθένας από τους μικρόκοσμους αυτούς μοιάζει να έχει μια σολιψιστική αντίληψη της πραγματικότητας. Οι στονεράδες από εδώ, οι post – punks από εκεί, οι έτσι πιο πέρα, οι αλλιώς πιο κάτω. Έχω την αίσθηση ότι ζούμε σε έναν κόσμο σαν αυτούς που περιγράφει ο J.G.. Ballard, στον οποίο κυριαρχεί το εξής παράδοξο: η τεχνολογική πρόοδος (με αποκορύφωμα το διαδίκτυο) αντί να καταρρίπτει τα σύνορα μεταξύ των ανθρώπων και των ανθρώπινων ομάδων, τους οδηγεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση. Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι αναπολώ τις «παλιές καλές μέρες» (ως γνωστόν, there are no good old days), ούτε πιστεύω πως η νοσταλγία βοηθάει σε τίποτε. Το αντίθετο. Απόδειξη για το ότι πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι είναι ότι υπάρχουν σήμερα τόσοι πολλοί φοβεροί νέοι μουσικοί, με έμπνευση και αληθινό ταλέντο, που έχουν πράγματα να πουν και τον τρόπο να τα πουν. Και μία ακόμη παραδοξότητα: παρόλο που τότε ήμασταν ας πούμε «όλοι μαζί», οι προκαταλήψεις και οι παρανοήσεις νομίζω ότι ήταν πολύ περισσότερες από σήμερα, που η απομόνωση είναι μεγαλύτερη. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι τις δυνατότητες που προσφέρει σήμερα το διαδίκτυο για τη διάδοση της μουσικής ούτε στον ύπνο μας δεν τις βλέπαμε τότε. Μία βασική ομοιότητα είναι ότι και τώρα, όπως και τότε, το κυρίαρχο κίνητρο για τις μπάντες και τους μουσικούς είναι η καλλιτεχνική έκφραση και όχι τίποτε βλέψεις για καριέρα ή βιοπορισμό. Και αυτό γιατί στο απροσδιόριστο αυτό πράγμα που ονομάζεται κατ’ ευφημισμόν «ελληνική ανεξάρτητη ροκ σκηνή» (ή, όπως είπαμε, underground), οι συνθήκες (χώροι για ζωντανές εμφανίσεις, κοινό, εταιρείες δίσκων, αγορά) παραμένουν ουσιαστικά ίδιες και απαράλλαχτες από τη δεκαετία του 80 μέχρι σήμερα. Μία ακόμη ομοιότητα είναι ότι και τώρα, όπως και τότε, η προσφορά της (καλής) μουσικής υπερβαίνει τη ζήτηση.
Οι Terrapin μετά από ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα το 2017 (Sanctuary) που ταξίδεψε τον ακροατή σε ψυχεδελικά τοπία, επανέρχονται μe ένα άλμπουμ (Zero Repercussions) περισσότερο ανοιχτό στον μουσικό αυτοσχεδιασμό και το ύφος του "progressive" ήχου. Θα ήθελες να σκιαγραφήσεις τη μουσική διαδρομή από τη δημιουργία της μπάντας ως σήμερα;
Οι Terrapin δημιουργήθηκαν το φθινόπωρο του 2013, όταν μαζευτήκαμε με τον Γιώργο Παπαγεωργιάδη (μπασίστα και ιδρυτικό μέλος των No Man’s Land) και τον Γιώργο Τζίβα (ντράμερ και κρουστό, που επίσης συμμετείχε σε πολλές δουλειές των No Man’s Land) και αρχίσαμε να κάνουμε πρόβες σε μερικά κομμάτια που είχα γράψει, τα οποία δεν «κολλούσαν» με τον ήχο των No Man’s Land. Στην αρχή ήταν λοιπόν ένα side project, αλλά σύντομα εξελίχθηκε σε κάτι πολύ παραπάνω. Αμέσως αρχίσαμε να εμφανιζόμαστε σε διάφορους χώρους της Αθήνας, ενώ παράλληλα ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις του “Sanctuary”. Μετά από τρία περίπου χρόνια συνεχών εμφανίσεων και χαλαρών ηχογραφήσεων, το ντεμπούτο ήταν έτοιμο. Ο ήχος του άλμπουμ βασιζόταν σε αυτό που παρουσιάζαμε ζωντανά εκείνη την περίοδο: ένα ακουστικό τρίο που έπαιζε ψυχεδελικό folk - η διαφορά ήταν ότι στο δίσκο τα κομμάτια εμπλουτίστηκαν με τη συνδρομή μερικών καλών φίλων και εξαιρετικών μουσικών. Μετά από λίγο ο Γιώργος Παπαγεωργιάδης αποχώρησε. Το φθινόπωρο του 2018 ήρθε μαζί μας ο Κώστας Σιδηροκαστρίτης, ο οποίος συνεισφέρει όχι μόνο παίζοντας μπάσο, αλλά και με φωνητικά, πλήκτρα και κιθάρα. Τα live συνεχίζονταν, γράφτηκαν καινούρια κομμάτια και το καλοκαίρι του 2019 μπήκαμε και πάλι στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε το δεύτερο άλμπουμ . Αυτή τη φορά ο ήχος ήταν πιο ηλεκτρικός και δεν είχαμε καλεσμένους, συμμετείχαν μόνο τα τρία μέλη της μπάντας. Όσο για τον αυτοσχεδιασμό, είναι κάτι που από την αρχή χαρακτήριζε τις ζωντανές μας εμφανίσεις. Πάντοτε επιδιώκουμε να αδράξουμε ας πούμε τη στιγμή, ποτέ δεν παίζουμε το ίδιο κομμάτι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Στο Zero Repercussions προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε κάτι από αυτή την ενέργεια, γι’ αυτό και στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα κομμάτια του ;almpoym ηχογραφήθηκαν ζωντανά στο στούντιο.
Η ''progressive'' διεθνής σκηνή παραμένει κάπως περιθωριακή για μεγάλο αριθμό νέων ειδικά ακροατών του ροκ. Θα μας πεις ποια είναι τα στοιχεία του ''prog'' ήχου που βρίσκετε ότι δημιουργούν συνθήκες ελεύθερης και πρωτότυπης τραγουδοποιίας εν έτει 2020;
Επίτρεψε μου να σημειώσω εδώ ότι ποτέ δεν ήμασταν ιδιαίτερα καλοί στο να πλασάρουμε τον εαυτό μας κάτω από κάποια ομπρέλα ή χρησιμοποιώντας κάποια συγκεκριμένη ετικέτα, ούτε με τους No Man’s Land, ούτε με τους Terrapin. Αφενός, πάντα αντιμετωπίζαμε τις ταμπέλες αυτές με επιφύλαξη, αφού είναι γνωστό ότι οι διάφορες «αστυνομίες» (η αστυνομία του rock’n’roll, της τζαζ, της ψυχεδέλειας, του punk, του garage κτλ.) καραδοκούν. Αφετέρου, οι επιρροές και τα ακούσματά μας είναι τόσο πολλά, ώστε δεν μας είναι πολύ εύκολο να περιγράψουμε με μια λέξη το συνονθύλευμα που είναι η μουσική που παίζουμε. Φυσικά, είναι απολύτως κατανοητό ότι οι ετικέτες και οι όροι είναι απαραίτητοι για να μπορούμε να συνεννοηθούμε – οπότε, χάριν ευκολίας λέμε ότι παίζουμε νεοψυχεδέλεια με progressive στοιχεία. Το progressive (που, σημειωτέον, ήταν απαγορευμένη λέξη τη δεκαετία του 80, τότε που οι περισσότεροι αγνοούσαν την εκτίμηση που έτρεφε ο Johnny Rotten για τον Peter Hammill και τους Van der Graaf Generator, ή τις συνεργασίες των Stranglers με τον Robert Fripp), πάντοτε αποτελούσε σημείο αναφοράς και για τις δύο μπάντες μας. (Με τους Terrapin μάλιστα παρουσιάσαμε ζωντανά μία ερμηνεία του κατά πολλούς κορυφαίου prog rock δίσκου, του ντεμπούτου των King Crimson “In the Court of the Crimson King”, τον περασμένο Οκτώβριο στο Underflow, με αφορμή τα 50 χρόνια από την κυκλοφορία του.) Όπως μου επισήμανε ένας φίλος ντράμερ και ειδικός σε ό, τι έχει να κάνει με το prog, το prog δεν είναι είδος, αλλά ιδίωμα. Κατ’ αυτή την έννοια, στοιχεία του εντοπίζονται σε πολλά και διάφορα «είδη», πέρα από τα γνωστά και καθιερωμένα. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για την ψυχεδέλεια. Αλλά όλα αυτά είναι περισσότερο φιλολογία παρά ουσία. Η ουσία, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι, είναι ότι το progressive rock, όπως και η ψυχεδέλεια, προσφέρει στον μουσικό μια πολύ ευρεία «ομπρέλα». Του επιτρέπει να συνδυάζει και να εντάσσει στα τραγούδια του πολλά επί μέρους είδη και ιδιώματα. Του δίνει με λίγα λόγια την ελευθερία να χρησιμοποιεί σχεδόν τα πάντα. Βέβαια, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να «χαθεί η μπάλα» στην πληθώρα των μουσικών αναφορών ή, από την άλλη, η τραγουδοποιΐα να καταντήσει απλά μια μανιέρα. Φυσικά, οι λέξεις progressive και «ψυχεδέλεια» χρησιμοποιούνται σήμερα κατά κόρον, πολλές φορές για πράγματα άσχετα, αλλά αυτό συμβαίνει σχεδόν με τα πάντα στην μετά – πραγματική εποχή μας.
Δεδομένης της ασφυξίας που η παρούσα κατάσταση μέτρων κατά της πανδημίας έχει επιφέρει στα μουσικά δρώμενα, πιστεύεις ότι για τις μπάντες όπως οι Τerrapin, τα εμπόδια έχουν πολλαπλασιαστεί;
Οι ζωντανές εμφανίσεις, που για μπάντες σαν τη δική μας αποτελούσαν πάντοτε σημαντικό κομμάτι της ύπαρξής τους και πηγή εσόδων για τη χρηματοδότηση των ηχογραφήσεων, έχουν αναβληθεί επ’ αόριστον. Φυσικά, προέχει η ασφάλεια όλων και η επάνοδος της κοινωνίας σε μία κατάσταση, αν όχι «κανονική», τουλάχιστον διαχειρίσιμη. Πρέπει να περάσουμε από την άλλη πλευρά με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Οπότε, το πρόβλημα δεν είναι τόσο το πότε ή εάν θα αρχίσουν ξανά τα live, αλλά σε ποιο βαθμό θα μπορέσουν να λειτουργήσουν τα όποια live στη νέα πραγματικότητα. Και ποια θα είναι αυτή. Σχετικά με κάτι άλλο, που άπτεται του ζητήματος των μέτρων κατά της πανδημίας: αν και κανείς δεν έπεσε από τα σύννεφα με την έλλειψη κρατικής στήριξης στους καλλιτέχνες και στους εργαζόμενους γύρω από τις τέχνες, αν και όλα αυτά τα support art workers κτλ. δεν άλλαξαν ούτε θα αλλάξουν τίποτε, έγινε τουλάχιστον πέρα από κάθε αμφιβολία αντιληπτό ότι ζούμε σε έναν τόπο όπου η τέχνη αντιμετωπίζεται (τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από την κοινωνία) απαξιωτικά, σαν κάτι δευτερεύον, ξένο προς τις «πραγματικές ανάγκες» και τελικά άχρηστο. Τα εμπόδια, επομένως, που υπήρχαν πάντοτε, δεν πολλαπλασιάστηκαν ακριβώς, απλά απόκτησαν όνομα: νοοτροπία σκοτεινού μεσαίωνα. Και, δυστυχώς, η θεώρηση αυτή των τεχνών δεν είναι παρά μία από τις πολλές εκφάνσεις της συγκεκριμένης νοοτροπίας.
Οι ψυχεδελικές μπάντες στην Αθήνα ήταν πάντα λίγες, μετά τον πρόσφατο θάνατο του Κώστα Κωνσταντίνου, πολλοί από μας συνειδητοποίησαν ότι ο χώρος παρέμεινε πολύ περιορισμένος όλα αυτά τα χρόνια. Θα μας πεις δυο λόγια για τη συγκοινωνούσα πορεία των No Man's Land & των Purple Overdose;
Θα έλεγα ότι οι Purple Overdose ήταν μία από τις ελάχιστες «στρατευμένα» ψυχεδελικές μπάντες που πέρασαν ποτέ από αυτό τον τόπο - αν όχι η μοναδική. Ο Κώστας Κωνσταντίνου γνώριζε πολύ καλά τι ήθελε μουσικά και είχε πολύ συγκεκριμένες ιδέες για το πώς να το πετύχει. Και, με τη βοήθεια των σπουδαίων συνεργατών του, το κατάφερνε. Η απώλειά του είναι δυσβάσταχτη, αλλά ευτυχώς άφησε πίσω του πλούσιο έργο. Οι Purple Overdose ξεκίνησαν με τη βοήθεια του τότε rhythm section των No Man’s Land, του Γιώργου Παπαγεωργιάδη (μπάσο) και του Γιώργου Νίκα (ντραμς). Εκείνα τα πρώτα χρόνια, οι δύο μπάντες ήταν μαζί στις συναυλίες, στις πρόβες, στις ηχογραφήσεις. Αλλά και αργότερα, οι πορείες μας διασταυρώθηκαν πολλές φορές, με αποκορύφωμα τον ερχομό του ντράμερ Χριστόφορου Τριανταφυλλόπουλου στους No Man’s Land στην ύστερη περίοδό τους, από το 2005 και μετά. Αργότερα προσχώρησε στους No Man’s Land άλλο ένα παλιό μέλος των Purple Overdose, ο Σταύρος Ελευθερίου (κρουστά.)
Θα μας πεις τα σχέδια των Τerrapin για εμφανίσεις μετά τις 15 Ιουλίου;
Τα σχέδια είναι ότι δεν υπάρχουν σχέδια. Τουλάχιστον σε ό, τι έχει να κάνει με τις εμφανίσεις, θα προχωρήσουμε «βλέποντας και κάνοντας». Εννοείται ότι θα επιδιώξουμε να παίξουμε ζωντανά το συντομότερο, κατά πόσο όμως κάτι τέτοιο θα είναι πράγματι εφικτό, ακόμα και μετά τις 15 Ιουλίου, μένει να το δούμε. Το μόνο σχέδιο που έχουμε προς το παρόν αφορά στην προώθηση του νέου μας άλμπουμ Zero Repercussions, το οποίο ήδη διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή από το bandcamp, ενώ τον Οκτώβριο πρόκειται να κυκλοφορήσει σε βινύλιο και cd από την Ikaros Records. Αν όλα πάνε καλά, θα το παρουσιάσουμε ζωντανά κάποια στιγμή γύρω στα Χριστούγεννα. Εν τω μεταξύ, έχουμε ήδη αρχίσει να δουλεύουμε πάνω σε καινούρια κομμάτια.
Πληροφορίες για το νέο άλμπουμ
Το Zero Repercussions ηχογραφήθηκε το καλοκαίρι του 2019 στο Suono Studio της Αθήνας. Για την παραγωγή και τις ενορχηστρώσεις είναι υπεύθυνη όλη η μπάντα, η ηχογράφηση και η μίξη έγινε από τον Gustav Penka (Steams, Los Tre μεταξύ άλλων), ενώ το mastering έγινε από τον Nick Townsend στην Costa Mesa (California, USA). Η μουσική και οι στίχοι είναι του Βασίλη Αθανασιάδη (εκτός του track “(Prolonged accusation) Mind Probe” για τους οποίους υπεύθυνη είναι η Sandra Dillon). To artwork είναι μια δημιουργία του ντράμερ της μπάντας Γιώργου Τζίβα.
bandcamp (ακούστε και παραγγείλετε όλο το άλμπουμ)
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.