Συνέντευξη: ABIES SYLOS & ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΗΒΑΣ
Φωτογραφίες: ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (QoQ photos)
Η πολυαναμενόμενη κυκλοφορία του Finchlay Road, του νέου προσωπικού δίσκου του Πάνου Μπίρμπα, είναι πλέον γεγονός και ο frontman των Dustbowl έχει κάθε λόγο να αισθάνεται χαρούμενος. Έχοντας, όπως λέει ο ίδιος, διανύσει πλέον πολλά χιλιόμετρα με το συγκρότημα, το Finchley Road προέκυψε αφενός ως αποτέλεσμα προσωπικών βιωμάτων και αφετέρου ως αφορμή προκειμένου ο καλλιτέχνης να θίξει ένα από τα πλέον ευαίσθητα κοινωνικά προβλήματα που ταλανίζουν σήμερα την ευρωπαϊκή αλλά και την παγκόσμια κοινότητα: το προσφυγικό. Ο Πάνος ευαισθητοποιείται εδώ και πάρα πολλά χρόνια σε αυτόν τον τομέα, τόσο ως μουσικός όσο και ως ένας άνθρωπος που εργάζεται για την ανακούφιση των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι για πολλούς και διάφορους λόγους ξεριζώνονται από τον τόπο τους και προσφεύγουν σε "υγιέστερες" κοινωνίες ζητώντας βοήθεια. Για όλα αυτά και για πολλά άλλα, ο Πάνος μίλησε στο Merlin's Music Box...
Τι ήταν αυτό που σε οδήγησε να μπεις στη διαδικασία της ηχογράφησης του Finchley Road;
Κατ’ αρχήν είχαν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια από την κυκλοφορία του προηγούμενου άλμπουμ. Όλο αυτό το διάστημα έγραφα τα κομμάτια του Finchley Road κυρίως στο Λονδίνο, γι’ αυτό και μπορούμε να πούμε ότι η θεματολογία του είναι λιγάκι αγγλική. Ο δίσκος περιλαμβάνει δέκα κομμάτια. Τα οκτώ από αυτά γράφτηκαν στο Λονδίνο, οπότε είμαι αρκετά επηρεασμένος από την αγγλική φάση μουσικά και θεματικά, αλλά και σε ψυχολογικό επίπεδο. Δεν είχα κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση να γράψω βρετανική μουσική – όσο αγαπάω την brit αγαπάω και την americana. Συνθετικά πάντως εμένα μου βγαίνει πολύ americana. Το “The Letter”, για παράδειγμα, είναι μία κλασική αμερικανική μπαλάντα, την οποία προσπάθησαν να «σπάσω» ελαφρώς ώστε να μην ακούγεται τόσο αμερικανική, γιατί αυτό το κομμάτι θα μπορούσε να έχει γραφτεί και με τους Dustbowl. Μέσα μου πάλι ίσως ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό από αυτά που έκανα τους Dustbowl.
Ποιοι σε βοήθησαν στη δημιουργία του άλμπουμ;
Την παραγωγή την έκανα εγώ μαζί με τον Φώτη τον Παπαθεοδώρου που παίζει κιθάρα. Το πήραμε από την αρχή οι δυο μας και η παραγωγή ήταν ουσιαστικά ένα πιάνο μία κιθάρα και μία φωνή. Προσπαθούσαμε να βρούμε καλές στιγμές και καλές μέρες. Υπήρξαν φάσεις που δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα οπότε σταματούσαμε και το ξαναπιάναμε από την αρχή. Ο Φώτης είναι πολύ καλός ηχολήπτης και όλο το στήσιμο το κάναμε στο σπίτι του. Είχε την τεχνογνωσία να γράψει μερικά πράγματα εξαρχής καλά. Όταν, ας πούμε, γράψαμε το “St. James Hotel” και το “The Seed Of Love” με ένα πιάνο, σαν οδηγό κρατήσαμε το πρώτο πράγμα που γράφτηκε και που είχε πιο αυθεντικό feeling από το να προσπαθούσαμε να το αναπαράγουμε ξανά και ξανά σε ένα στούντιο τεχνητά. Μία φωνή που γράφτηκε, γράφτηκε όπως ήταν, ένα take που μας άρεσε κρατήθηκε. Το Finchley Road στην πραγματικότητα είναι ένας τραγουδοκεντρικός δίσκος. Από κει και πέρα άρχισε να γίνεται μία μίξη πραγμάτων με τους μουσικούς, όπως με τον Γιάννη Μαρίνη που παίζει πιάνο και με τον οποίο είχα συνεργαστεί και στο παρελθόν. Μαζί με αυτόν κόλλησαν και όλοι οι υπόλοιποι της μπάντας: ο Δημήτρης Κλώνης που τον θεωρώ έναν από τους κορυφαίους ντράμερ στην Ελλάδα με φανταστικές ιδέες, ο Δημήτρης ο Γρηγοριάδης από τους Τεφλόν που επίσης έπαιξε τύμπανα, ο Μάκης Καφετζιδάκης που έχει γράψει κάποια μπάσα μαζί με τον Φώτη και το Μάνο Αναγνωστόπουλο, ο Διαμαντής Καλαφατιάδης, ένας δαίμονας με πολύ μεγάλη εμπειρία στα αναλογικά synthie που μπήκε στη φάση προς το τέλος δημιουργώντας ένα πολύ ωραίο sοundblock. Στα φωνητικά με βοήθησαν ο Αποστόλης Ψυχράμης και η πάντα φανταστική Τζένη Καπάδαη στο “Room 7”. Στα κομμάτια έγινε πολύ δουλειά και επιμέλεια από τον Φώτη Παπαθεοδώρου, ενώ ο Γιάννης Πετρόλιας έκανε το τελικό mastering.
Είσαι ευχαριστημένος από το τελικό αποτέλεσμα;
Πάρα πολύ, γιατί το προηγούμενο άλμπουμ ήταν πολύ πιο σκοτεινό πολύ πιο μίνιμαλ, πιο πειραματικό. Θα έλεγα ότι τότε ήμουν ακόμα ανέτοιμος να τραγουδήσω όπως θα ήθελα. Το Finchley Road είναι άλλη φάση. Για μένα το κάθε βήμα πρέπει να διαφέρει, ωστόσο πρέπει να υπάρχει μία κοινή βάση συνθετικά και δημιουργικά. Νομίζω ότι έχουμε καταφέρει να έχουμε ταυτότητα σε αυτό που κάνουμε και πιστεύω ότι η φωνή μου έχει αποτυπωθεί με ειλικρίνεια, δεν έχω πει τίποτα επιτηδευμένο. Μπορεί να έκανα λάθη, να έχω κάποια «σπασίματα» ή ο ψυχολογικός παράγοντας να έπαιξε το ρόλο του στα κομμάτια. Ωστόσο, όλα αυτά μου αρέσουν. Η διαφορά με τους Dustbowl είναι ότι εκεί ξέρεις ακριβώς τι συμβαίνει, το πράγμα είναι πιο δεμένο, πιο μασίφ. Όταν όμως είσαι μόνος σου, πρέπει να βρεις άτομα που να μπορούν να κουμπώνουν με αυτό που κάνεις. Άλλοτε μπορείς να το πετύχεις κι άλλοτε όχι. Εγώ πάντως αισθάνομαι ότι στη φάση αυτή στάθηκα πολύ τυχερός με τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα.
Η διαπίστωση κατά την πρώτη, επίσημη παρουσίαση του άλμπουμ πριν μερικές μέρες, είναι ότι υπήρχε μία ισορροπία ανάμεσα στο στούντιο και στο live. Δεν υπήρχε, δηλαδή, ο αναγκαίος ηλεκτρισμός που θα έκανε τα τραγούδια να ακούγονται πιο rock…
Πιστεύω ότι με το χρόνο θα απελευθερωθούμε πολύ περισσότερο στις ζωντανές εμφανίσεις, τα τραγούδια θα γίνουν πιο δυνατά και πιο rock. Θεωρώ ότι τα λάθη επηρεάζονται από το συναίσθημα της στιγμής. Έχω δει τον Leonard Cohen τρεις φορές και κανένα live του δεν ήταν το ίδιο. Τα τραγούδια σίγουρα επηρεάζονται και από τη φάση στην οποία βρίσκεσαι. Άλλοτε Θα τα σπάσεις κι άλλοτε όχι. Στο Faust προσπαθήσαμε να αποδώσουμε το δίσκο όσο πιο πιστά γινόταν, όπως γράφτηκε στο στούντιο. Εξάλλου, κάποιος που δεν είχε ακούσει τίποτα έπρεπε να πάρει μία ρεαλιστική γραμμή της συνολικής δουλειάς. Όταν παίξαμε παλιότερα κομμάτια και κάποιες διασκευές, η όλη φάση ανέβηκε κατά 50%. Στο δεύτερο μέρος αισθανθήκαμε πολύ πιο άνετα και παίξαμε πιο ελεύθερα.
Πώς προέκυψε ο τίτλος του δίσκου;
H Finchley Road είναι ένας δρόμος που βρίσκεται στο βορειοδυτικό Λονδίνο. Μπορεί να μην έχει κάτι το ιδιαίτερο, αλλά για μένα αντικατοπτρίζει το αστικό τοπίο όπου νομίζεις ότι βλέπεις τα πάντα, από τον πιο high level τύπο, τον πιο πετυχημένο, μέχρι τον άστεγο, ο οποίος στην ουσία με ενέπνευσε να κάνω αυτό το δίσκο. Όσο διάστημα ζούσα στο Λονδίνο έβλεπα καθημερινά αυτό τον άνθρωπο στη διαδρομή μου για να πάρω το μέτρο. Επειδή λοιπόν βρισκόμουν στο Λονδίνο για να εργαστώ σαν κοινωνικός λειτουργός τον παρακολουθούσα σε καθημερινή βάση. Δεν ήταν η εικόνα του παράνομου, σχιζοφρενούς ανθρώπου που ζει στο δρόμο, αλλά η εικόνα ενός πολύ δουλεμένου ανθρώπου. Είχε ένα κόντρα ρόλο από αυτό που έβλεπες σε πρώτο επίπεδο. Κάποια στιγμή του έπιασα την κουβέντα, του εξήγησα τί ακριβώς κάνω, του έδωσα τις κάρτες μου και τον ρώτησα αν χρειαζόταν κάποια βοήθεια. Γύρω του υπήρχε ένας κόσμος που αντικατοπτρίζει ακριβώς το αστικό μοντέλο της απομόνωσης – ήταν ένας αόρατος άνθρωπος. Η μέρα περνούσε, ο κόσμος χανόταν, κι αυτός ήταν πάντα εκεί, ξαπλωμένος. Πραγματικά, δεν έχω ξαναδεί τόσο θλιμμένα μάτια στη ζωή μου, αλλά και τόσο έμπειρα. Όταν λοιπόν τον ρώτησα αν μπορούσα να κάνω κάτι για να τον βοηθήσω εκείνος μου απάντησε ότι όλα είναι αδιέξοδο, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Αυτός ήταν ο λόγος που ξεκίνησα τη φάση του δίσκου. Ασφαλώς, αυτό δεν αφορούσε αποκλειστικά την Αγγλία, απλά ήταν μία συγκυριακή φάση με έναν άνθρωπο που για μένα εξέφρασε αυτό που είχα στο κεφάλι μου για την Αθήνα, τα Εξάρχεια και για άλλες πόλεις. Πιστεύω ότι σαν άνθρωπος αντιλαμβάνομαι πολύ έντονα αυτά τα πράγματα. Μπορεί να βρεθώ σε κάποια χώρα και να παρατηρήσω το πιο περίεργο πράγμα που υπάρχει γύρω μου. Πίσω από τις πόλεις του φωτός και της «μεγάλης επιτυχίας» βλέπεις τα χειρότερα που δεν βρίσκονται ποτέ σε πρώτο πλάνο. Παρατηρείς πιο έντονα την ανέχεια και τη σκοτεινιά. Έτσι σκέφτηκα να γράψω ένα δίσκο για το μέρος που βρισκόμουν αλλά που στην ουσία δεν αφορούσε μόνο αυτό. Η όλη ιστορία κόλλησε με το “The Boat”, το οποίο είχε γραφτεί σε ένα στάδιο μετατραυματικού σοκ για μένα, όταν μαζεύαμε ανθρώπους από εκείνο το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι. Εκεί, σαν υπεύθυνος, είδα τόσους και τόσους πονεμένους ανθρώπους, πρόσφυγες και αυτό μου προκάλεσε ένα βαθύτατο σοκ. Είδα ανθρώπους που είχαν χάσει τους δικούς τους, τους είχαν δει να βυθίζονται και να πνίγονται μπροστά στα μάτια τους. Έτσι έβαλα λόγια των ίδιων των ανθρώπων μέσα σε αυτό το τραγούδι, «Θα σας δω όλους στην κόλαση» -αυτό μου το είπε ένας από αυτούς. Το “The Boat” στην ουσία είναι οι φωνές αυτών των ανθρώπων, είναι ένα από τα τραγούδια που δεν τα σκέφτηκαν αλλά έχουν βγει εντελώς αυθόρμητα. Κάθισα με την κιθάρα και απλώς έλεγα πράγματα σχηματίζοντας στίχους.
Το κομμάτι αυτό και σε μουσικό επίπεδο όμως διαφέρει κάπως από τον υπόλοιπο δίσκο...
Έχει ένα πολεμοχαρές στοιχείο και μία εσωτερικότητα. Μπορεί να φαίνεται σκηνοθετημένο αλλά δεν είναι, μου βγήκε πολύ φυσικά. Στην εκτέλεση με του Dustbowl που δεν έχει ηχογραφηθεί ακόμα βγαίνει πολύ πιο rock and roll.
Πώς ευαισθητοποιήθηκες γύρω από το προσφυγικό;
Εργάζομαι σε αυτή την υπόθεση εδώ και εννέα χρόνια αλλά ασχολούμαι αλλά δέκα. Στα δεκαοκτώ μου το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν η μουσική, στην τσάντα μου υπήρχαν μόνο παρτιτούρες από το ωδείο και μουσικά βιβλία, μουσικοί ήρωες. Παράλληλα, τριγύριζα στα Εξάρχεια, ήμουν εθελοντής σε διάφορες οργανώσεις, είχα ασχοληθεί κάπως με το θέμα και όχι μόνο με τους πρόσφυγες. Τελικά όμως αυτό το κομμάτι ήταν που με τράβηξε σε μία περίοδο που υπήρχαν αρκετές φουρνιές προσφύγων Ιρακινών, Ιρανών, Αφγανών, Βιετναμέζων. Απλά δεν είχε γίνει τόσο μεγάλος ντόρος όσος γίνεται τώρα. Όλες αυτές οι φουρνιές που πέρασαν είναι πολύ αδικημένες σε σχέση με τις τωρινές. Μπορεί στρατόπεδα που τους φιλοξενούν σήμερα να είναι σκατά, τότε όμως κοιμόντουσαν σε παγκάκια, δεν είχαν ούτε ένα τσουκάλι για να μαγειρεύουν το φαγητό τους, έτρωγαν από τα σκουπίδια. Για πολλά χρόνια καμία κυβέρνηση δεν φρόντιζε αυτούς τους ανθρώπους. Συγκριτικά, πάντως, σήμερα ακόμα και η φρασεολογία των κυβερνήσεων έχει αλλάξει, είναι ελαφρώς διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν, λίγο πιο «εξανθρωπισμένη». Μπορεί αυτό να ακούγεται πολύ μικρό, πολύ λίγο σε σχέση με το συνολικό πρόβλημα, αλλά η κατάσταση είναι κάπως πιο βελτιωμένη, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει συμφωνώ με την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης. Ακόμα και το ότι η τηλεόραση δεν αναφέρεται τόσο σε λαθρομετανάστες αλλά σε πρόσφυγες, έχει κι αυτό κάποια σημασία. Ωστόσο, κανένας άνθρωπος δεν φεύγει από τον τόπο του για πλάκα και αυτός που αναφέρεται ως λαθρομετανάστης είναι κάποιος που έχει εγκαταλείψει τη χώρα του επειδή δεν έχει να φάει, αυτός, το παιδί του, η οικογένειά του. Δεν σημαίνει ότι απαραίτητα πρέπει να υπάρχει πόλεμος, δεν σημαίνει ότι είναι λαθραίος, παράνομος και εγκληματίας. Γύρω από το προσφυγικό βιώνουμε καταστάσεις που δεν τις βιώνουμε μόνο και μόνο λόγω της ελληνικής πραγματικότητας αλλά και απέναντι σε μία Ευρώπη που έχει δείξει τι είναι. Δεν υπάρχει αλληλεγγύη, δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος ένταξης, υπάρχει εκφασισμός των κοινωνιών, υπάρχουν κλειστά σύνορα και τείχη. Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να είναι η Ευρώπη. Εμένα μου φαίνεται ενδιαφέρουσα η διαφορετικότητα ενός ανθρώπου, ο οποίος προέρχεται από μία εντελώς διαφορετική κουλτούρα και αντιμετωπίζει την πραγματικότητα εδώ. Έχουμε πολλά πράγματα να κερδίσουμε από αυτούς τους ανθρώπους όπως κερδίσαμε όταν ήρθαν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και μας έφεραν τη δική τους κουλτούρα, την τέχνη τη μαγειρική και τόσα άλλα πράγματα. Συνέβαλαν σε πολύ σημαντικό βαθμό στην εξέλιξη της Ελλάδας.
Με αφορμή αυτό που ανέφερες μόλις τώρα σχετικά με τους πρόσφυγες που ήρθαν από τη Μικρά Ασία… Θα έλεγα ότι ο ρατσισμός δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τη φυλή ή τη χώρα καταγωγής, αλλά έχει να κάνει με καθαρά οικονομικά κριτήρια. Άνθρωποι που και οι ίδιοι μπορεί να είναι πάρα πολύ φτωχοί, ξεσπούν σε εκείνους που βρίσκονται ακόμα πιο κάτω από αυτούς.
Αυτό είναι αλήθεια. Αν, για παράδειγμα, έρθει ένας Άγγλος να εργαστεί στην Ελλάδα, κανένας δεν θα τον αντιμετωπίσει ρατσιστικά, ούτε σαν εγκληματία σε αντίθεσης με έναν Αφγανό πρόσφυγα, ο οποίος όμως μπορεί να είναι γιατρός και να έχει σώσει χιλιάδες ζωές στην πατρίδα του. Το στερεότυπο δεν φεύγει εύκολα από τους ανθρώπους
Μέσα από αυτά που λέμε αναδεικνύονται κάποια κοινωνικά χαρακτηριστικά που υπάρχουν στον κόσμο. Ωστόσο, στο δίσκο σου υπάρχει και ένα ερωτικό κομμάτι που κρύβει πόνο. Ο δίσκος ακούγεται αρκετά βιωματικός, από αυτά που μας έχεις πει μέχρι τώρα…
Ερωτικά σίγουρα υπάρχει μία μαυρίλα. Είναι μία φάση αποχαιρετισμού, θα έλεγα. Ίσως και απώλειας ή φόβου απώλειας. Υπάρχουν τέτοια χαρακτηριστικά. Όσες φορές έχω ερωτευτεί και αισθάνομαι καλά, δεν γράφω τίποτα! Το ζω και δεν γράφω μουσική. Δεν ξέρω πώς γράφονται χαρούμενα τραγούδια…
Μόνο οι Τζαμαϊκάνοι και οι Αφρικανοί γράφουν χαρούμενα ερωτικά τραγούδια. Η Ευρώπη δεν το έχει αυτό, δεν έχει χαρούμενα ερωτικά τραγούδια, είναι κάτι που δεν το συναντάς εύκολα…
Η λογική του να γράφεις τραγούδια σε βάζει σε αυτή τη διαδικασία. Γράφεις όταν είσαι εσύ και ο εαυτός σου τα βράδια που θα ξυπνήσεις και θα βιώνεις την απώλειά σου και την απογοήτευσή σου. Τότε θα καθίσεις στο πιάνο και θα γράψεις ένα τραγούδι μόνο και μόνο για να το βγάλεις από μέσα σου. Εγώ πληρώνω τη μουσική για να μην πληρώνω θεραπευτή. Κάπως έτσι το σκέφτομαι. Για παράδειγμα, στο δίσκο μελαγχολικό τραγούδι είναι και το “The Letter” αλλά και το “Room 7”, όπως εξίσου μελαγχολικό είναι το “The Seed Of Love”. Το τελευταίο όμως μιλάει για το σπόρο και τη θεραπεία μέσα από την αγάπη. Μπορεί να υπάρχει κάποια μαυρίλα και μία αγωνία για το τι θα συμβεί, αλλά μιλάει και για έναν πραγματικό έρωτα που τον βιώνεις εκείνη τη στιγμή μέσα από τα τραύματα. Είμαστε όλοι ερωτευμένοι και παράλληλα όλοι δυστυχισμένοι. Και ήμασταν όλοι δυστυχισμένοι γιατί ήμασταν ερωτευμένοι. Είναι οι διαφορετικές απόψεις του έρωτα. Το “The Letter” είναι από τα πιο αληθινά τραγούδια του δίσκου. Το “The Seed Of Lοve” γράφτηκε μέσα σε τρία λεπτά μέσα στη φάση του έρωτα και όχι στην απώλεια του έρωτα, όπως και το “St. James Hotel”, ένα τραγούδι κάβλας. Υπάρχουν τραγούδια που είναι μέσα στον έρωτα και μετά τον έρωτα.
Μίλησέ μας λίγο για την αντίστιξη με τους Dustbowl.
Mε τους Dustbowl δημιουργικά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, είναι οικογένεια, σε αυτήν ανήκω και εγώ η φάση είναι πολύ πιο συντροφική. Το ίδιο βέβαια αισθάνομαι και τώρα με τα παιδιά που παίζουμε μαζί. Με τους Dustbowl σίγουρα η δουλειά είναι πιο ομαδική, θα φέρει κάποιος μια ιδέα και θα τη δουλέψουμε όλοι μαζί.
Με τους Dustbowl πάντως υπάρχει κάποια οριοθέτηση παρόλο που η μπάντα έχει εξελιχθεί πολύ τα τελευταία χρόνια…
Σίγουρα Οι Dustbowl έχουν τη δική τους ταυτότητα και έτσι πρέπει να είναι. Νομίζω ότι το συγκρότημα αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μία πολύ καλή φάση. Εγώ τους παρακολουθούσα και ως φαν πριν παίξω μαζί τους. Δεν τους ήξερα καν προσωπικά και γνωριστήκαμε τυχαία. Πριν το πράγμα ήταν τελείως διαφορετικό, αν και εξίσου καλό σε μουσικό επίπεδο.
Δυσκολεύτηκες να προσαρμοστείς μαζί τους;
Επειδή όταν μπήκα στο συγκρότημα τα περισσότερα τραγούδια ήταν ήδη έτοιμα, εγώ έπρεπε να μπορέσω να καταλάβω πού ακριβώς πατάω. Όταν τα παιδιά μου πρότειναν να συμμετάσχω στο συγκρότημα, τους ζήτησα να ακούσω καταρχήν τα κομμάτια. Όταν άκουσα τα τραγούδια από το The Great Fantango είπα, εντάξει παιδιά, είναι τιμή μου να παίξω μαζί σας. Από κει και πέρα έπρεπε να βρω το ρόλο μου και να μπορέσω να δώσω κι εγώ τη δική μου ταυτότητα. Χρειάστηκα λίγο χρόνο, αλλά νομίζω ότι τελικά τα κατάφερα. Είμαστε πλέον σε πολύ καλή φάση. Για μένα η δυσκολία ήταν στις πρώτες ζωντανές εμφανίσεις. Οι Dustbowl έτσι κι αλλιώς είχαν περάσει από πολλές αλλαγές. Μου άρεσε πάρα πολύ όταν τους είχα δει να παίζουν τα τραγούδια του Johnny Cash, αλλά στην ουσία ήταν μία tribute μπάντα. Το έκαναν με πολύ ωραίο και καλοστημένο τρόπο, αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό. Πιστεύω ότι αν κάνουμε μουσική την κάνουμε επειδή έχουμε πράγματα να δημιουργήσουμε. Αν δεν είχα δέκα χρόνια υλικό για να κάνω ένα δίσκο που μου άρεσε, δεν θα έπαιζα μουσική. Δεν θα έβγαινα με μία κιθάρα να παίξω διασκευές μόνο και μόνο για να παίξω. Πρέπει να είσαι δημιουργικός και δεν τρέχει τίποτα αν μείνεις «έξω» για ένα διάστημα. Καλύτερα να περιμένεις πέντε χρόνια και να βγεις να κάνεις ένα πολύ ωραίο άλμπουμ. Θα νιώσω πράγματι ευτυχισμένος αν είμαι δημιουργικός και μπορέσω, για παράδειγμα, να κάνω άλλον ένα ωραίο δίσκο του χρόνου, αν έχω άλλα δέκα τραγούδια που μου αρέσουν. Το θέμα βέβαια είναι να υπάρχει και ένα νόημα σε αυτό. Λογικό είναι σαν καλλιτέχνης να θέλεις να έχεις μία συνέχεια, ωστόσο αντιμετωπίζουμε τόσα πράγματα και τόσες δυσκολίες που αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Με τους Dustbowl αισθάνομαι ευτυχισμένος που συμμετέχω σε αυτό το ταξίδι και νομίζω ότι η όλη διαδικασία της ηχογράφησης του The Great Fantango με βοήθησε πολύ, όπως και οι ζωντανές εμφανίσεις. Αισθάνομαι ότι τα επόμενα που θα έρθουν θα είναι ακόμα καλύτερα. Έχω κάνει χιλιόμετρα με την μπάντα και έχω πλέον αποκτήσει εμπειρία.
Για το Finchley Road χρειάστηκες κάποια αποτοξίνωση από τους Dustbowl;
Παράλληλα έγιναν όλα αυτά. Είχα γράψει κάποια τραγούδια παλιότερα, αλλά τα περισσότερα είχαν γραφτεί σχετικά πρόσφατα. Δεν μπορώ να πω ότι βγήκα από τη φάση των Dustbowl για να κάνω το δικό μου project, αλλά σίγουρα χρειάστηκα κάποιο χρόνο. Έτσι κι αλλιώς με το συγκρότημα είχαμε τελειώσει το δημιουργικό κομμάτι του άλμπουμ, είχαμε μόνο τα live, τα οποία πλέον έχουν μία φυσική ροή. Έχουμε παίξει πολλές φορές τα τραγούδια, το πράγμα είναι δεμένο και πολλές φορές η αποχή από τις άπειρες πρόβες σου δίνει μεγαλύτερη ενέργεια να βγεις και να παίξεις στο live. Οι πολλές πρόβες ενδεχομένως να αφαιρέσουν ενέργεια από το live. Με την ίδια λογική, η αποχή από τα πολλά live θα μας δώσει την ευκαιρία να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα.
Δηλαδή, υπάρχει κάτι καινούργιο στα σκαριά;
Σίγουρα κάτι θα γίνει μέσα στους επόμενους μήνες. Το πιθανότερο ένα ΕΡ που ίσως θα περιλαμβάνει το “The Boat” και το “Refugee”, τα οποία έχουν κοινή θεματολογία, και ίσως κάποια ακόμα. Υπάρχουν νέα κομμάτια, αλλά ακόμα δεν έχουμε αποφασίσει. Εκτός κι αν ξαφνικά προκύψει κάτι περισσότερο.
Υπάρχει άλλο προσωπικό υλικό για μελλοντική χρήση;
Πάρα πολύ, θα μπορούσα να κάνω άλλους δύο δίσκους. Το έχω βάλει σε μία χρονική σειρά. Έχω γράψει κάποια κομμάτια τον τελευταίο καιρό, έχω και κάποια άλλα που τα έχω αφήσει στην άκρη. Στο Finchley Road πήρα τα τραγούδια που νόμιζα ότι εκπροσωπούσαν αυτή την εποχή. Τον τελευταίο καιρό γράφω πάρα πολύ, κυρίως στο πιάνο ή στην ακουστική. Μου αρέσει ένα τραγούδι αρχικά να στέκεται μόνο του, να το γράφεις στο πιάνο ή στην ακουστική και να μπορείς να το τραγουδήσεις έτσι απλά. Ούτως ή άλλως, τα κομμάτια μου είναι δομημένα να παίζονται έτσι. Από κει και πέρα, όλα έχουν να κάνουν με την ενορχήστρωση. Ακόμα συγκινούμαι όταν ακούω κάποιες ηχογραφήσεις μου του 2013 ή του 2014. Ας πούμε, όταν ακούω το “The Letter” στην πρώτη του φάση. Μπορεί η κιθάρα είναι ακούγεται ξεκούρδιστη, μπορεί να ακούγονται φάλτσα, αλλά έχουν μία αλήθεια που ποτέ ξανά δεν θα αποτυπωθεί όπως εκείνο το βράδυ που ξύπνησα τρελαμένος και έγραψα το “The Seed Of Love”. Είναι διαφορετικό όταν μετά από δύο χρόνια, για παράδειγμα, μπαίνεις στο στούντιο και προσπαθείς να το γράψεις με νέα δεδομένα Το ιδανικό θα ήταν να βρίσκομαι σε ένα χώρο, να πατήσω το record και την ίδια στιγμή να τα γράψω το δίσκο. Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω την πρώτη μου κιθάρα και την πρώτη μου φωνή η το πρώτο μου πιάνο και την πρώτη μου φωνή και αυτά να είναι τα τελικά στο τραγούδι, μακάρι να μπορούσα να το κάνω τεχνικά με τόσο σωστό τρόπο, ώστε να μείνει και να έρθει μετά η μπάντα και να κάνει τα πάντα overdub. Σκεφτείτε πόση αλήθεια και πόση ένταση έχει ένα τραγούδι όταν ξυπνάς ξαφνικά μέσα στη μέση της νύχτας και το γράφεις.
Πότε ξεκίνησες να γράφεις τραγούδια;
Από πολύ μικρός από τα δεκαοκτώ. Μου βγαίνουν κάπως μαγικά τα τραγούδια, από μόνα τους. Δεν έχω πει ποτέ θα κάτσω και θα γράψω ένα τραγούδι, δεν το έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου κι έχω γράψει πολλά τραγούδια, πολύ περισσότερα από όσα έχω κυκλοφορήσει. Είναι συγκλονιστικό όταν σου συμβαίνει αυτό, είναι σαν να πιάνεις ένα καμβά και να μην ξέρεις τι να φτιάξεις και ξαφνικά να σου βγαίνει το πιο ωραίο πράγμα, έχοντας ξεκινήσει πραγματικά από το μηδέν – σαν να πετάς πράγματα και τελικά να παίρνουν ένα σχήμα από μόνα τους. Είναι ελαφρώς σχιζοφρενικό. Αυτή είναι η ουσία της μουσικής και έχω καταλήξει ότι αυτό θέλω να κάνω, να μπορώ να βγάζω αυτό το πράγμα όπως βγαίνει. Προτιμώ αυτή τη διαδικασία ακόμα κι από τα live.
Δυο live που σου έχουν μείνει αξέχαστα;
Ένα είναι το πρόσφατο με τους Dream Syndicate. Ήταν από τα live που ένιωσα ότι αν και παίζαμε opening act, δεν ήμασταν αυτό. Είχαμε φοβερή αποδοχή από τον κόσμο. Ένα δικό μου live που θυμάμαι είναι τότε που είχα παίξει σε ένα ανοιχτό θέατρο για την παγκόσμια ημέρα των προσφύγων πριν από τρία χρόνια. Έπαιζα ένα παλιό βαλσάκι, δικό μου, και είχαν μαζευτεί εκατόν πενήντα προσφυγάκια και χόρευαν βαλς μπροστά στη σκηνή. Αυτές είναι οι στιγμές που τελικά σου μένουν.
Έχεις ανεβάσει στο YouTube ένα κομμάτι, το “Children”, με παιδική χορωδία, το οποίο δεν υπάρχει στο άλμπουμ. Πώς προέκυψε και γιατί δεν το συμπεριέλαβες στο δίσκο;
Αρχικά ήταν να μπει στο δίσκο. Σε μία φάση που σκεφτόμουν τέτοια πράγματα, μου ήρθε αυτό το τραγούδι, είναι ένα πολύ απλό κομμάτι αλλά για μένα αντικατοπτρίζει πολλά αληθινά πράγματα. Σκέφτηκα ότι έχουμε πάρα πολλά παιδιά στην Πυξίδα, ένα διαπολιτισμικό σχολείο υπό την αιγίδα του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, και ότι αυτά τα παιδιά πάντα έχουν όρεξη για μουσική, είναι κάτι πολύ θεραπευτικό. Εγώ τους έκανα χορωδία και ξαφνικά τα έβλεπα να τραγουδούν πολύ σωστά. Έτσι κάθισα κι έγραψα αυτό το τραγούδι και είπαμε να το ηχογραφήσουμε. Ένας συνάδελφος πρότεινε το όνομα Compassionate για την παιδική χορωδία, καθώς είχε να κάνει με το compassion (συμπόνοια) και με την πυξίδα (compass), το όνομα του σχολείου. Ήταν ένας συνδυασμός, ένα λογοπαίγνιο. Είπαμε στα παιδιά να κάνουμε πρόβες πάνω σε αυτό το κομμάτι για να δούμε μήπως θα μπορούσαμε να το ηχογραφήσουμε. Και πάλι, σαν θεραπευτικού τύπου παρέμβαση, είπαμε να τα πάρουμε και να τα πάμε σε ένα μεγάλο στούντιο. Η όλη φάση λειτούργησε πάρα πολύ καλά. Επρόκειτο για καμιά δεκαπενταριά παιδιά με πολλές τραυματικές εμπειρίες και για μένα ήταν ό,τι πιο συγκλονιστικό έχω κάνει σαν ηχογράφηση. Στην αρχή ήθελα πολύ αυτό το τραγούδι στο δίσκο αλλά στην πορεία σκέφτηκα ότι δεν θα ήθελα να γίνει εμπορεύσιμο. Υπάρχει βέβαια στο iTunes αλλά εκεί τα χρήματα πηγαίνουν για κάποιο σκοπό υπέρ των παιδιών. Τους επόμενους μήνες το Finchley Road μάλλον θα κυκλοφορήσει σε βινύλιο, οπότε σκεφτόμαστε μήπως βάλουμε ένα κωδικό που θα παραπέμπει στο κομμάτι, οπότε όποιος θέλει θα μπορεί να το αγοράσει έναντι ενός ευρώ και τα χρήματα θα πηγαίνουν για κάποιο σκοπό. Τα βινύλιο σκοπεύουμε να το βγάλουμε σε δυο-τρεις μήνες. Θέλαμε πρώτα να βγει το CD που κόπηκε σε χίλια αντίτυπα και με ιδιαίτερα φροντισμένο artwork του Νικόλα Κουσιάδη. Θα διατεθεί σε κάποια συγκεκριμένα δισκοπωλεία και θα υπάρξει διανομή σε Αγγλία και Γερμανία.
Η συνέχεια του Πάνου Μπίρμπα σαν σόλο καλλιτέχνης;
Θα κάνουμε κάποια live στην Αθήνα, θέλουμε να κάνουμε κάποιο μαζί με το Merlin’s. Θα κοιτάξουμε επίσης και στην επαρχία, Λάρισα, Βόλο, Θεσσαλονίκη και όπου αλλού μπορέσουμε. Θέλουμε να παίξουμε και στο εξωτερικό. Ελπίζω να υπάρξει μία ευρύτερη αποδοχή και ένα καλό κλίμα ώστε να έχει νόημα να το προχωρήσουμε. Έτσι κι αλλιώς είναι μία κατάσταση αλληλεπίδρασης.
Πιστεύεις πως όταν ο δίσκος φύγει πλέον από τα χέρια του μουσικού, αυτό τον κατά κάποιο τρόπο τον απελευθερώνει;
Όσον αφορά εμένα, θεωρώ ότι έχει φύγει παρόλο που έχει περάσει λίγος καιρός από την κυκλοφορία του. Συνθετικά και μουσικά σίγουρα έχει φύγει και αισθάνομαι πραγματικά ευχαριστημένος που αποτυπώθηκε όπως αποτυπώθηκε. Αρχίζει να χαλαρώνει ο οργανισμός μου, ήμουν στην τσίτα για έξι μήνες. Δεν κοιμόμουν, δούλευα, έγραφα, ηχογραφούσε και μετά έπρεπε να σκεφτώ πώς θα κυκλοφορήσει ο δίσκος, πώς θα παρουσιαστεί, αν όλα θα πάνε καλά, αν θα αρέσει το υλικό. Το κεφάλι σου γίνεται καζάνι, οπότε μετά έρχεται η κάθαρση. Από αυτή την άποψη αισθάνομαι καθαρός, όλο αυτό που ήθελα να βγάλω από μέσα μου, το προσωπικό μου συναίσθημα πάνω σε αυτό, έχει καλυφθεί.
Είσαι από αυτούς τους τελειομανείς που ψάχνουν και βρίσκουν λάθη;
Τελειομανής είμαι σίγουρα. Αν καθίσω και το αναλύσω πολύ σίγουρα θα βρω άπειρα πράγματα που μπορεί να μην μου αρέσουν. Παλιότερα μπλόκαρα με το καθετί που συνέβαινε, αλλά τώρα έχω αρχίσει και πιστεύω στο soundblock αυτού του πράγματος. Όταν τελικά καταφέρεις να φτιάξεις μία εικόνα του τραγουδιού και σχηματίσεις αυτό το soundblock, εκεί χαλαρώνεις. Αν επιμείνεις σε διορθώσεις, μπορεί και να το χαλάσεις Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος από το πώς βγήκε η παραγωγή και από το πώς οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκα πλαισίωσαν την όλη δουλειά. Είμαι και ευχαριστημένος και ηχητικά. Δεν χρειάζεται να το ακούσω στο τέλειο ηχοσύστημα, ακόμα και στο αυτοκίνητό μου μία χαρά μου ακούγεται. Και αυτό έχει σημασία τελικά.
Τι σημαίνει για σένα η αποδοχή;
Δεν επιζητώ την αποδοχή των πάντων αλλά την αποδοχή εκείνων που καταλαβαίνουν αυτό που κάνω η εκείνων που μπορούν να δεθούν συναισθηματικά με αυτό που κάνω. Είναι πολύ σημαντικό να πετυχαίνεις τους ανθρώπους στις στιγμές τους και αυτό το πράγμα να γίνεται soundtrack στη φάση τους.
Ποια εταιρεία ανέλαβε την κυκλοφορία του Finchley Road;
Η Violins Productions. Είναι μια νέα εταιρεία και θα αρχίσει να κάνει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Ο Σπύρος Μπάλιος που την έχει αναλάβει είναι πολύ δραστήριος άνθρωπος. Πιστεύει στα καλά πράγματα και θέλει να συγκροτήσει ένα label με μερικούς καλούς καλλιτέχνες. Πιστεύω ότι έχει το όραμα να κάνει κάτι καλό, δείχνει ενδιαφέρον και δεν είναι από αυτούς που σου πετούν το μπαλάκι. Προσωπικά δεν πιστεύω στις δισκογραφικές, δεν υπάρχει κάποια που να μπορεί πλέον να παράγει κάτι σοβαρό. Καθένας είναι μόνος του σε αυτό που κάνει, πληρώνει μόνος του, κυκλοφορεί μόνος του, προσπαθεί μόνος του. Το να προσπαθείς μόνος σου σίγουρα είναι επίπονο και χρονοβόρο, ενώ δεν έχεις το feedback που θα ήθελες. Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν και ξαναπροσπαθούν μόνοι τους και τελικά τα παρατάνε γιατί απογοητεύονται. Ασφαλώς γουστάρω πολύ την ελευθερία της διακίνησης, το ότι μπορείς να ανεβάσεις το τραγούδι σου στο YouTube και να το ακούσει όποιος θέλει να το ακούσει κι ας μην έχεις κανέναν από πίσω. Στην ουσία, κανένας δεν γουστάρει την εμπορευματοποίηση της μουσικής αλλά αν δεν υπήρχε αυτό δεν θα υπήρχαν οι Rolling Stones, οι Beatles, αν δεν υπήρχε η εμπορευματοποίηση αυτή δεν θα υπήρχε τίποτα. Σίγουρα οι εποχές είναι διαφορετικές και σίγουρα δεν υπάρχει υγιής καπιταλισμός. Στην εποχή μας πάντως, με όλα αυτά που ζούμε, σίγουρα θα έπρεπε να έχουμε κάνει τα πράγματα πιο ριζοσπαστικά.
O Πάνος Μπίρμπας στο FACEBOOK
Aylos Abies Sylos
H Abies S. a.k.a. Γεωργία έχει μάθει να ζωγραφίζει, να γράφει μουσική και να διδάσκει κάτι από τα δύο. Τραβάει πολλές φωτογραφίες με φτηνές φωτογραφικές μηχανές. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μέρη που μετά έγιναν τα πιο βρώμικα και έρημα αυτής τη πολης. Ακόμα ζει στο κέντρο της.Aylos Abies Sylos
H Abies S. a.k.a. Γεωργία έχει μάθει να ζωγραφίζει, να γράφει μουσική και να διδάσκει κάτι από τα δύο. Τραβάει πολλές φωτογραφίες με φτηνές φωτογραφικές μηχανές. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μέρη που μετά έγιναν τα πιο βρώμικα και έρημα αυτής τη πολης. Ακόμα ζει στο κέντρο της.Aylos Abies Sylos
H Abies S. a.k.a. Γεωργία έχει μάθει να ζωγραφίζει, να γράφει μουσική και να διδάσκει κάτι από τα δύο. Τραβάει πολλές φωτογραφίες με φτηνές φωτογραφικές μηχανές. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μέρη που μετά έγιναν τα πιο βρώμικα και έρημα αυτής τη πολης. Ακόμα ζει στο κέντρο της.
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The MusicΑντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The MusicΑντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music