Η συνέντευξη με τους Junkheart θα μπορούσε να θεωρηθεί ως “στημένη”, για τον λόγο του ότι ο υπογράφων αυτή συνδέεται με τα μέλη της μπάντας με μακροχρόνια φιλία, της οποίας αφετηρία είναι οι κοινοί τόποι αγώνα, πολιτιστικής και πολιτικής πράξης, όπως ορίζονται μέσα από την αυτοοργανωμένη αντίληψη των αναρχικών/αντιεξουσιαστικών καταλήψεων. Αντιλήψεις ιδεών και αλληλεπιδράσεων που διέπονται πρωτίστως από τις αρχές της ισότιμης, οριζόντιας σχέσης, απαλλαγμένες από κάθε συμφεροντολογικό, εμπορικό και διαφημιστικό κομφορμισμό. Επομένως, αυτή η συνέντευξη δεν είναι καθόλου “στημένη”.
Οι Junkheart σχηματίστηκαν στην Αθήνα το 2013. Παίζουν ελληνόφωνο punk rock, και αρκετές φορές “ξεκουμπώνουν” τα καλώδια από τους ενισχυτές και με ακουστικά στοιχεία δίνουν μία διαφορετική -ας τη χαρακτηρίσω “ευαίσθητη”- διάσταση στη τραχύτητα του punk.
Έχουν κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ σε βινύλιο, το «Καμιά Πατρίδα» (2014) και το «Τραγούδια του Ανέμου» (2016), ενώ αυτόν τον καιρό ηχογραφούν τον τρίτο τους δίσκο «Άνοιξη Ρε», ένα LP με δέκα κομμάτια.
Η μπάντα αποτελείται από μέλη παλιών “γνωστών- άγνωστων” συγκροτημάτων της punk D.I.Y. σκηνής, όπως αυτή ξεπήδησε μέσα από τα μουσικά
αυτοοργανωμένα/αντιεμπορευματικά D.I.Y. εγχειρήματα των καταλήψεων, όπως η “Βίλα Αμαλίας”.
Οι JunkHeart είναι: Νικολάκης – κιθάρα/φωνητικά (Kill the Cat), Τζίμης – μπάσο/φωνή (Kill the Cat), Βαγγέλης Δήμος – τύμπανα (Timetrap, Αρχή του Τέλους και μερικές ακόμη μπάντες), Μητσαμόκ – κιθάρα (Αμόκ).
Ξεκινώντας θα ήθελα να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς. Πώς προέκυψε η δημιουργία της μπάντας;
Η μπάντα φτιάχτηκε το 2013 στην Αθήνα από τον Τζίμη και τον Νικολάκη, οι οποίοι είναι φίλοι από παιδιά. Μεγαλώσανε ακούγοντας μαζί και χώρια διάφορες κιθαριστικές μουσικές, με ιδιαίτερη αγάπη για το punk rock. Στην εφηβεία έτυχε να ψιλοτζαμάρουν πού και πού παρέα με τρόπο εντελώς άτεχνο, αλλά πορωμένο και πεισματάρικο. Κι όταν βρεθήκανε τελικά στην Αθήνα στις αρχές των ’00s, φτιάξανε επιτέλους ένα κανονικό συγκρότημα μαζί με φίλους και φίλες και παίξανε ska punk για μια ντουζίνα χρόνια. Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από αυτήν την περίοδο, προέκυψε η δημιουργία των Junkheart ως μοιραίο αποτέλεσμα της μακροχρόνιας φιλίας τους και της κοινής μουσικής τους διαδρομής. Και είπαν να παίξουν πια punk rock, δηλαδή τη μουσική που τους μεγάλωσε. Ξεκίνησαν σαν ακουστικό ντουέτο και στη συνέχεια ανέλαβε τα τύμπανα ο πολυθεσίτης μαχητής Βαγγέλης Δήμος και την κιθάρα ο πολυμήχανος soldier ονόματι Μητσαμόκ, φίλοι τους αγαπημένοι και μουσικοί τους συμπολεμιστές, οι οποίοι φέρανε στην όλη ιστορία τα δικά τους ιδιαίτερα μουσικά στοιχεία και βιώματα, επηρεάζοντας καθοριστικά τον ήχο, το στήσιμο και την όλη αύρα της μπάντας.
Στο “λεξικό” του rock and roll υπάρχει το λήμμα “supergroup”. Με δεδομένο ότι όλα τα μέλη των Junkheart προέρχεστε από γνωστές DIY μπάντες, θα μπορούσατε να υιοθετήσετε αυτόν τον χαρακτηρισμό; Ή θα προτιμούσατε να σας υπολογίζουν σαν μια νέα μπάντα χωρίς το “βάρος” του παρελθόντος;
Το να αποκαλέσει κάποιος τους Junkheart “supergroup” είναι τουλάχιστον τιμητικό, ιδιαίτερα εάν αυτός ο κάποιος είναι ένας άνθρωπος με διαχρονικά σοβαρό μουσικό αισθητήριο, όπως εσύ αγαπητέ Αντώνη! Από την πλευρά μας, ωστόσο, δεν θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Όντως αισθανόμαστε ότι έχουμε ανάγκη από μια καινούρια αρχή χωρίς να αγκιστρωνόμαστε στα όποια “κεκτημένα” του παρελθόντος. Μέσα στα χρόνια καταλήξαμε να μην δίνουμε και πολύ σημασία στο όποιο hype, αλλά στις απλές και ωραίες καταστάσεις που μας φέρνουν κοντά, που μας δίνουν δύναμη και έμπνευση να συνεχίσουμε να είμαστε παρέα και να μετατρέπουμε τα αδιέξοδα και τις ανησυχίες μας σε τραγούδια, παρά τις αναπόφευκτες δυσκολίες που φέρνει το πέρασμα του χρόνου.
Έκανα πριν μία αναφορά στην DIY σκηνή, την οποία έχετε “υπηρετήσει” πιστά με τις προηγούμενες μπάντες σας δισκογραφικά και ακόμη περισσότερο μέσα από τα δεκάδες live που είχατε δώσει σε καταλήψεις και στέκια σε όλη την Ελλάδα. Ποια είναι η γνώμη σας για τη συγκεκριμένη σκηνή σήμερα; Έχετε ζήσει από “τα μέσα” τη στροφή ενός μεγάλου κομματιού των υποκειμένων που υπήρχαν στη σκηνή στις αρχές της δεκαετίας του 1990 προς την αντιεμπορευματική πλευρά σαν πολιτική στάση και D.I.Y. Με σαφείς αντιεξουσιαστικές πολιτικές αναφορές ως προς τις επιλογές έκφρασης και απεύθυνσης. Πιστεύετε ότι το DIY σήμερα, έτσι όπως το ανέδειξε η δεκαετία του '90 κυρίως μέσα από τη φιλοσοφία της “Βίλλα Αμαλίας”, εξακολουθεί να έχει λόγο ύπαρξης; Η δική μου γνώμη είναι ότι παρόλο που η σκηνή έδωσε την ευκαιρία σε δεκάδες μπάντες να δείξουν τη δουλειά τους, ενώ σε διαφορετική περίπτωση δεν θα τα είχαν καταφέρει να παίξουν κάπου μιας και το κέρδος είναι ο σκοπός κάθε μαγαζιού, έγιναν και κάποια λάθη όπως ο αποκλεισμός συγκροτημάτων που είχαν εμφανιστεί σε κάποιο μαγαζί, από το να παίζουν στους αυτο-οργανωμένους χώρους. Ξέρουμε πολύ καλά ότι στην Ελλάδα, ειδικά μπάντες που έπαιζαν και παίζουν punk, δεν έχουν πάρει σχεδόν ποτέ χρήματα. Μήπως τελικά ήταν και λίγο άδικος αυτός ο αποκλεισμός, ειδικά για κάποιες μπάντες τα μέλη των οποίων ήταν κοντά στις αντιεξουσιαστικές-αναρχικές ιδέες και την όλη φιλοσοφία της αυτοοργάνωσης; Ποια είναι ή γνώμη σας;
Η ερώτηση-τοποθέτησή σου θέτει ένα ζήτημα που μας έχει απασχολήσει έντονα τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο συγκροτήματος ακριβώς επειδή, όπως λες κι εσύ, όλοι έχουμε στηρίξει μέσα στα χρόνια εκ των έσω την όλη λογική της έμπρακτης αντίθεσης στην πολιτιστική βιομηχανία. Σε αυτό το σημείο βέβαια θα πρέπει να πούμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά όλη αυτή η ιστορία περί εναντίωσης στην εμπορευματοποίηση της μουσικής, εμείς ήμασταν πιτσιρίκια που καλά-καλά δεν ασχολούμασταν με τη μουσική. Κοιτώντας όμως πίσω στο χρόνο, προσπαθούμε να καταλάβουμε το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η Villa Amalias και η αυτοοργανωμένη μουσική σκηνή τράβηξαν κόκκινες γραμμές. Μιλάμε για μια περίοδο που η καταναλωτική κουλτούρα, η ψευτό-ευημερία και το glamorous lifestyle έχουν την τιμητική τους στον λεγόμενο “δυτικό” κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Το mainstream επελαύνει ακάθεκτο αφομοιώνοντας τα πάντα, ακόμα και το λεγόμενο underground.
Ειδικά μετά την έκρηξη των Nirvana και το θάνατο του Cobain, μοιάζει λες και ολόκληρη η μουσική βιομηχανία στρέφει τα φώτα της στις τοπικές ροκ σκηνές, προσπαθώντας να τις ενσωματώσει και να τις μετατρέψει σε ιλουστρασιόν προϊόν, αποδυναμωμένες και άσφαιρες. Μέσα σε μια τέτοια αποπνικτική ατμόσφαιρα, το “όχι στα μαγαζιά”, “όχι στις δισκογραφικές”, “όχι στους μάνατζερ”, “όχι στη διαφήμιση”, “όχι στα ροκσταριλίκια”, “όχι στη βιομηχανία” εν γένει, ισοδυναμούσε με ένα αυθόρμητο και λυτρωτικό “fuck off” προς πολλές κατευθύνσεις. Έχουν ακουστεί πολλές κριτικές απέναντι σε αυτή τη στάση και σίγουρα θα μπορούσαν να ειπωθούν πάρα πολλά ακόμα, αλλά από το 1993 μέχρι σήμερα έχουν περάσει 25 χρόνια και πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Για παράδειγμα, αν τότε το βασικό διακύβευμα ήταν η οικονομική “ευμάρεια”, σήμερα είναι η οικονομική κρίση. Αν δηλαδή κάποτε το ζητούμενο ήταν το να μην υποταχθείς στις σειρήνες της αφομοίωσης, σήμερα το ζητούμενο είναι να επιβιώσεις υλικά, ηθικά και ψυχολογικά. Μια άλλη σημαντική διαφορά έχει να κάνει με την άνθιση των νέων τεχνολογικών μέσων. Η διάχυση του διαδικτύου σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής, ιδιαίτερα στη μουσική, έχει περιπλέξει κάπως τα πράγματα και οι κόκκινες γραμμές είναι ακόμα πιο δύσκολο να χαραχτούν με βεβαιότητα. Δες, για παράδειγμα, τι γίνεται με τα social media. Μια εύλογη αντιεμπορευματική στάση θα τα πέταγε δικαίως σύσσωμα στα σκουπίδια, αφού η βασική τους λειτουργία είναι να αποτελούν βάσεις δεδομένων προς όφελος της διαφήμισης των μεγάλων εταιρειών. Αλλά, αλήθεια, μπορούμε να φανταστούμε σήμερα ένα συγκρότημα με δυναμική παρουσία, ικανό να εμπνεύσει σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς το ακροατήριο με τα τραγούδια του, την αισθητική του και τη στάση του, χωρίς να έχει τραγούδια και βίντεο στο youtube, χωρίς να έχει σελίδα στο facebook και, γενικώς, χωρίς να έχει δραστηριότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Απλώς θέτουμε το ερώτημα. Δεν έχουμε έτοιμες απαντήσεις, ούτε ολοκληρωμένη θέση ως συγκρότημα για τίποτα από όλα αυτά. Τα βιώματά μας μέσα στη σκηνή μάς έμαθαν μεταξύ άλλων πως καλό είναι να μην ανεβάζουμε τον πήχη τόσο ψηλά επειδή στο τέλος θα αναγκαστούμε να περάσουμε από κάτω του.
Πως προσδιορίζετε μουσικά και κοινωνικά τους Junkheart;
Οι Junkheart είναι ένα punk rock συγκρότημα με ακουστικά στοιχεία. Από στιχουργική άποψη, μας αρέσει να πλέκουμε ιστορίες, οι οποίες ακροβατούν μεταξύ της πραγματικότητας και της μυθοπλασίας, της γιορτής και της μελαγχολίας, της ελπίδας και της νοσταλγίας, στα χνάρια της αμερικάνικης folk παράδοσης α λα Bruce Springsteen, η οποία έχει επηρεάσει έντονα μια γενιά σημαντικών punk rock συγκροτημάτων, όπως οι Against Me! ή οι Gaslight Anthem. Οι καιροί είναι ζόρικοι, νιώθεις την πίεση παντού, λες κι ένα βαρύ πέπλο σκεπάζει τις πόλεις. Το να δίνουμε την αίσθηση σε αυτούς που ακούν τα τραγούδια μας ότι το έχουμε καταλάβει κι εμείς αυτό, ότι δεν είναι τρελός όποιος αισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά, θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι ένα πρώτο μικρό βήμα για να μπορέσουμε να σταθούμε ξανά στα πόδια μας, ζαλισμένοι καθώς είμαστε από τα αλλεπάλληλα δυνατά χτυπήματα που δεχθήκαμε ως άτομα, ομάδες και κοινωνία μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Ποιο είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο που μπορεί να ορίσει σήμερα μια punk μπάντα ως τέτοια;
Μας είναι κάπως δύσκολο να δώσουμε μια συγκεκριμένη απάντηση σε αυτή την ερώτηση γιατί το punk δεν μπορείς να πεις ότι είναι ένα ενιαίο πράγμα. Υπήρξαν και υπάρχουν punk σκηνές που διαφοροποιούνται μεταξύ τους πάρα πολύ ως προς τον ήχο, την αισθητική και την κοινωνικό-πολιτική στάση. Έτσι, punk μπορείς να πεις ότι είναι μια μπάντα πιτσιρικάδων που κάνουν skate και τραγουδάνε για πιο “ανέμελα” θέματα με καλιφορνέζικο ήχο. Punk είναι μια αλητοπαρέα μοϊκανών που τραγουδάνε για τον τρόπο ζωής του δρόμου και είναι λάτρεις του ήχου της παλιάς σχολής. Punk είναι μια ομάδα κραστάδων που παίζουν σε καταλήψεις με την αισθητική των Crass και των Discharge. Punk είναι και ένας τύπος που βγαίνει μόνος του στη σκηνή με μια ακουστική κιθάρα και τραγουδάει πωρωμένα τα ποιήματά του σε ένα επαρχιακό μπαρ. Punk είναι...
Ένα από τα χαρακτηριστικά σημεία του punk, κυρίως ως φιλοσοφία, ήταν η επιθυμία του “να πεθάνει” πριν οι λογιών λογιών έμποροι το εκμεταλλευτούν και το αφομοιώσουν στην καταναλωτική κουλτούρα ως life-style. Τελικά το punk όχι μόνο καθιερώθηκε ως life-style, αλλά επηρέασε πολλές διαφορετικές καλλιτεχνικές τάσεις και δημιουργήματα εκτός της ίδιας της μουσικής. Από την ενδυματολογική και γενικότερα στυλιστική μόδα, μέχρι τη ζωγραφική και τη τυπογραφία, για να αναφέρω ενδεικτικά. Πιστεύετε ότι τελικά αυτό θα μπορούσε να είναι και μία “νίκη” για τη punk φιλοσοφία; Ή είναι η αδιαμφισβήτητη νίκη και παντοδυναμία της “αγοράς”;
Πράγματι όπως τα λες συνέβησαν τα πράγματα. Αλλά τελικά δεν έχει μάλλον και τόσο σημασία να πούμε αν το punk νίκησε ή έχασε. Άλλωστε τα όρια ανάμεσα στη νίκη και την ήττα συχνά είναι θολά, όπως συμβαίνει στη ζωή μας, στους αγώνες μας, στους έρωτές μας, στις σχέσεις και τις φιλίες μας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η “νίκη” ή η “ήττα” είναι απλώς όροι για να περιγράψουν το αποτέλεσμα μιας μάχης, να το κατηγοριοποιήσουν και να ξεμπερδέψουν μαζί του. Δεν λένε και πολλά για την ίδια τη μάχη που δόθηκε, τις μικρές νίκες και τα χαμόγελα που άστραψαν στο ενδιάμεσο, τις ματαιώσεις και τα δάκρυα που κυλήσανε, τις στιγμές συναισθηματικού δεσίματος ή την πίκρα της προδοσίας, δεν λένε πράγματα για το πολυπόθητο νόημα που αναζητήθηκε, βρέθηκε και χάθηκε. Ναι, το London Calling π.χ. χρησιμοποιήθηκε στις καμπάνιες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο το 2012. Αλλά εκτός από αυτό, η κραυγή του Strummer φέρει ακόμα μέσα της το μήνυμα του 1979 όταν πρωτοκυκλοφόρησε, εμπλουτισμένο με την ταύτιση των χιλιάδων ανθρώπων που έχουν μέσα στα χρόνια τραγουδήσει μαζί του, σε συναυλίες, πάρτι, μπαρ και δωμάτια “A nuclear era, but I have no fear”.
Ας γυρίσουμε λίγο στους Junkheart. Σαν μπάντα δεν έχετε και πολλά χρόνια στις...χορδές σας, παρόλα αυτά έχετε μια διαρκή δισκογραφική κινητικότητα, την οποία δεν τη συναντάμε συχνά στη χώρα μας, ενώ έχετε επιλέξει συνειδητά να κυκλοφορείτε τις δουλειές σας σε βινύλιο, δίνοντας όμως ταυτόχρονα τη μουσική σας και δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή μέσω της σελίδας σας στο bandcamp. Θα θέλατε να πείτε μερικά λόγια για αυτές σας τις επιλογές;
Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι ένα τραγούδι μας, το “Πίσω δεν κοιτάζω” ηχογραφήθηκε ένα βράδυ τον Μάρτη του 2013, στο στούντιό μας στην Αθήνα με μια ακουστική κιθάρα και μερικά μπουκάλια αλκοόλ που μοιραστήκαμε με κάποιες αγαπημένες φίλες που ήρθαν να αράξουν και να τραγουδήσουν μαζί μας. Υπήρχε απλά η ανάγκη να ηχογραφηθεί το συγκεκριμένο τραγούδι τότε, χωρίς να υπάρχει καν μπάντα. Αυτή η ανάγκη για σύνθεση και ηχογράφηση τραγουδιών παραμένει για εμάς πάντοτε αμείωτη. Για παράδειγμα, ενώ αυτή τη στιγμή επισήμως ηχογραφούμε τον τρίτο δίσκο μας, ήδη δουλεύουμε πάνω στα κομμάτια του τέταρτου. Μάλλον έχουμε πολλά πράγματα που θέλουμε να βγάλουμε προς τα έξω. Ή απλά έτσι μάθαμε να κάνουμε μέσα στα χρόνια. Η δε επιλογή του βινυλίου έχει να κάνει με τις προσωπικές μας αισθητικές επιλογές ως ακροατές και την προτίμησή μας στο βινύλιο. Αναλογικός ήχος, χορταστικά εξώφυλλα και η όμορφη τελετουργία που συνοδεύει την ακρόαση δίσκου σε βινύλιο είναι κάτι που θέλαμε να μπορούμε να χαρούμε και στις δικές μας κυκλοφορίες. Επειδή όμως ο περισσότερος κόσμος ακούει μουσική σε ψηφιακή μορφή και επειδή φυσικά κι εμείς το κάνουμε αυτό, από την πρώτη στιγμή συμφωνήσαμε ότι οι μουσικές μας θα ανεβαίνουν σε καλή ποιότητα για free download στη σελίδα μας στο bandcamp, ώστε τα τραγούδια μας να ταξιδεύουν ελεύθερα και να μπορούν να φτάσουν στα αυτιά για τα οποία γράφτηκαν και σε ακόμα περισσότερα.
Ηχοληπτικά, τόσο στις ηχογραφήσεις σας όσο και στις μίξεις των άλμπουμ σας συνεργάζεστε σταθερά με τον Γιώργο Παυλίδη στο στούντιο του, το “Ηχοβρύχιο”. Με δεδομένο ότι ο Γιώργος υπήρξε και αυτός μια εμβληματική φιγούρα με τους “Χάσμα” (σ.σ. κιθαρίστας-τραγουδιστής και συνθέτης των περισσοτέρων κομματιών στο συγκρότημα) για χρόνια στη σκηνή, η συνεργασία σας μαζί του είναι βασισμένη στη μακροχρόνια γνωριμία σας; Είναι θέμα εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του;
Με τον Γιώργο είμαστε φίλοι και αδερφοί εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια. Σε όλα μας σχεδόν τα δισκογραφικά βήματα στάθηκε δίπλα μας από την πρώτη στιγμή ως ηχολήπτης και παραγωγός. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από το γεγονός ότι τον εμπιστευόμαστε σαν εξαιρετικό μηχανικό ήχου που γνωρίζει σε βάθος το punk rock, τον εμπιστευόμαστε και ως προς τις αισθητικές επιλογές της μπάντας. Μέσα από τις ηχογραφήσεις και την παρέα ο Γιώργος μάς έχει διδάξει πραγματικά πολλά πράγματα για τον τρόπο που παίζουμε τα μουσικά μας όργανα, για τον τρόπο που συνθέτουμε μουσική και, φυσικά, για τον τρόπο που ηχογραφούμε. Πολλές φορές, αστειευόμενοι μεταξύ μας, λέμε ότι είναι το “δίχτυ ασφαλείας” μας, ότι ποτέ δεν θα επέτρεπε να βγει προς τα έξω κάτι που δεν αξίζει τον κόπο. Από αυτή την άποψη, δεν είναι απλά θέμα εμπιστοσύνης, αλλά τον νιώθουμε σαν έναν από εμάς και αυτός είναι και ο λόγος που φροντίζουμε να τον έχουμε ως ηχολήπτη και συντροφιά και στις συναυλίες που δίνουμε ανά την Ελλάδα.
Οι Junkheart είναι μια punk μπάντα που έχει αποδείξει με την παρουσία της την ευαισθησία της απέναντι σε κοινωνικά/πολιτικά ζητήματα. Κατά πόσον σας έχει επηρεάσει η όλη κατάσταση (κρίση, μεταναστευτικό κλπ.) και ποιες θα ήταν οι προτάσεις σας απέναντι στα ζητήματα αυτά προς την ελληνική rock κοινότητα;
Ακόμα κι αν θέλαμε να κλείσουμε τα μάτια μας μπροστά στην πραγματικότητα και να υποκριθούμε ότι όλα αυτά συμβαίνουν κάπου αλλού, θα ερχόταν η ίδια η καθημερινότητα να μας υπενθυμίσει την κατάσταση μέσα στην οποία ζούμε. Εν πολλοίς, λόγω της οικονομικής και της μεταναστευτικής κρίσης, η μπάντα είναι αυτή την περίοδο διασκορπισμένη και προσπαθεί να διατηρηθεί ενεργή και δραστήρια παρά την απόσταση που χωρίζει τις πόλεις όπου ζει ο καθένας από εμάς σήμερα (Ναύπακτος, Χίος, Αθήνα). Το να κρατάμε το συγκρότημα ζωντανό είναι η δική μας μάχη ενάντια στη μικροαστικοποίησή μας, καθώς μεγαλώνουμε μέσα σε έναν ολοένα και πιο ζοφερό κόσμο. Τα τραγούδια, τα βίντεο και τα artwork της μπάντας είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο αποτυπώνονται οι κοινωνικές μας εμπειρίες, οι κρυφές μας φαντασιώσεις και τα ουρλιαχτά μας απέναντι στη σύγχρονη δυστοπία. Δεν θέλουμε ούτε νιώθουμε ότι είμαστε σε θέση να προτείνουμε σε οποιονδήποτε τι πρέπει να κάνει. Άλλωστε, η μάχη ενάντια στο φασισμό, ενάντια σε όλες τις μορφές καταπίεσης και εκμετάλλευσης θα πρέπει να είναι αυτονόητη για όλους, έτσι δεν είναι;
Σχέδια για το μέλλον;
Όσο περισσότερες συναυλίες, όσο περισσότερα τραγούδια, όσο περισσότερες κυκλοφορίες. Θέλουμε απλώς να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που μας αρέσει και που έχουμε ανάγκη, κόντρα στα εμπόδια των καιρών, ελπίζοντας ότι το πάθος μας αυτό ίσως μπορέσει να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για όποιον ψάχνει να βρει κάτι να κινείται μέσα στην απόλυτη ακινησία της εποχής μας.
Θα θέλατε να μου πείτε ο κάθε ένας σας δέκα από τα καλύτερα του punk τραγούδια;
Χωρίς πολύ σκέψη και με τυχαία σειρά:
Τζίμης:
1. Chelsea – No one's coming outside
2. Ramones – My Brain is Hanging Upside Down (Bonzo Goes to Bitburg)
3. Slaughter and the Dogs – Situations
4. The Offspring – Bad habit
5. The Undertones – Teenage kicks
6. X-Ray Spex – Oh bondage! Up yours!
7. Descendents – Bikeage
8. The Clash – Guns of Brixton
9. The Dickies – Fan mail
10. Sex Pistols – Anarchy in the UK
Νικολάκης:
1. ΤV Personalities – Part Time Punks
2. Fidlar – No Waves
3. Ramones – My Brain is Hanging Upside Down (Bonzo Goes to Bitburg)
4. Rancid – Olympia WA
5. The Clash – Bankrobber
6. Patrick Fitzgerald – Safety Pin Stuck in my Heart
7. Against Me! – The Ocean
8. Ramshackle Glory – Your Heart is a Muscle the Size of your Fist
9. Inner Terrestrials – Boundaries
10. Dead Moon – It’s OK
Βαγγέλης Δήμος:
1. Wipers - Doom Town
2. Dead Moon - Clouds of Dawn
3. The Ruts - Something that I said
4. Wire - Mannequin
5. Jerry's Kids - Lost
6. Buzzcocks - Harmony in my head
7. Blitz - Never Surrender
8. Ramones - Poison Heart
9. Αmebix - Chain Reaction
10. No Hope For The Kids - Meningsløs Vold
Μητσαμόκ:
.
1. Against Me! – Cliche' Guevara
2. Misfits – Last Caress
3. The Menzingers – Lookers
4. Motorhead – Motorhead
5. The Gaslight Anthem – Here's Looking At You Kid
6. Tragedy – The Waiting
7. Bad Religion – I Want To Conquer The World
8. Anti Nowhere League – Streets of London
9. Rise Against – Ready to Fall
10. Ramones – I Just Want To Have Something To Do
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη κουβέντα και σας εύχομαι ότι καλύτερο για εσάς προσωπικά όσο και για τη μπάντα. Μπορούμε να κλείσουμε τη συνέντευξη λέγοντας ότι θέλετε.
Εμείς σε ευχαριστούμε για τη συζήτηση Αντώνη και σου ανταποδίδουμε τις ευχές! Θέλουμε να πούμε απλά καλή δύναμη σε όλες και όλους για όσα είναι να έρθουν. Και όσο για αυτά που περάσανε, καμιά ενοχή.
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The MusicΑντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The MusicΑντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music