The Steams: Aπό την άγρια ζύμωση στην εμπραγμάτωση της ανάγκης για έκφραση...

Το Wild Ferment, το ντεμπούτο άλμπουμ των Steams, είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες δουλειές που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από ελληνική μπάντα. Μέσα σε ένα ψυχεδελικό ηχοτρόπιο, όπου το progressive rock συναντά την παραδοσιακή μουσική με λαούτα, τσαμπούνες και, κυρίως, με τη λύρα του Ψαραντώνη, οι Steams προσθέτουν το δικό τους λόγο στην εγχώρια σκηνή και φαίνεται πως έχουν να πουν ακόμα πολλά. Το Merlin’s Music Box, ζήτησε από τον Πάνο Δημητρόπουλο, τον κιθαρίστα, τραγουδιστή και πρώτο μηχανοδηγό της αμαξοστοιχίας των Steams, να πει μερικά λόγια για τη διαδικασία της παραγωγής του άλμπουμ, για το συγκρότημα και για τη συνεργασία τους με τον Ψαραντώνη.

Οι Steams πρακτικά ξεκίνησαν σαν ιδέα το 2012. Η πορεία που ακολούθησε το σχήμα επηρεάστηκε άμεσα από τον τρόπο ζωής μου, και στο σημείο αυτό θα αναφερθώ στον παράγοντα Σαντορίνη. Το να βρει κανείς τον «ήχο» του και την ταυτότητά του ως μουσικός απαιτεί χρόνο αλλά κυρίως απαιτεί χρήματα. Χρήματα που θα ξοδέψει αρχικά για τον εξοπλισμό (κιθάρες, ενισχυτές, πετάλια κ.ά.) και όταν τελικά καταλήξει στη χροιά που τον εκφράζει και με δεδομένο το ότι έχει κάποιο υλικό, θα προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που είναι η παραγωγή του άλμπουμ. Έπρεπε λοιπόν, όπως είναι λογικό, να δουλέψω ώστε να μπορώ να διαθέσω αυτά τα χρήματα και κάπως έτσι ξεκίνησα τις σεζόν στο νησί όπου ασχολήθηκα με το κρασί. Όσο ζούσα εκεί έγραφα ιδέες, τις μοιραζόμουν με τους υπόλοιπους, και κάθε φορά που επέστρεφα στην Αθήνα τις κάναμε πράξη στο στούντιο. Ακολουθούσαν τα live και η αλήθεια είναι πως κάναμε αρκετά χωρίς να έχουμε κάποιο υλικό. Αυτό συνέβαινε για καιρό και μου κόστισε πολλά. Ένα από αυτά είναι ότι για έξι μήνες το χρόνο, οι Steams παρέμεναν ανενεργοί. Θυμάμαι να ρίχνω άκυρο σε συναυλίες στις οποίες πολύ θα ήθελα να παίξω. Ήταν σκληρό, αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ότι αυτή η υπομονή θα απέφερε κάτι καλό.


Παρόλο όμως που «χάσαμε’», όπως είπα, κάποιες ευκαιρίες για ζωντανές εμφανίσεις, oι Steams είναι μια μπάντα που το κοινό έχει συνηθίσει να ακούει σε live περιβάλλον. Θα έλεγα ότι η μουσική μας σε μεγάλο βαθμό μοιάζει με ιεροτελεστία. Χαρακτηρίζεται από φωνητικά που θυμίζουν ψαλμωδία, προοδευτικές κιθάρες, έντονα τύμπανα και επαναλαμβανόμενες μπασογραμμές που προσκαλούν, ιδανικά, τον ακροατή σε ένα μυσταγωγικό ταξίδι – σε αυτό τουλάχιστον στοχεύουμε. Αποτελείται από εντελώς εικονογραφικά και ατμοσφαιρικά κομμάτια, τα οποία εξελίσσονται από γλυκές μελωδίες σε βαριά ριφ,δυναμικά drum beats και εκστατικά κρεσέντο. Οι ανατολίτικες επιρροές συνδυάζονται με την καλιφορνέζικη ψυχεδέλεια των αρχών της δεκαετίας του '70 και οδηγούν στον καλειδοσκοπικό χαρακτήρα του σχήματος αλλά και της μουσικής μας. Οι στίχοι συχνά αφηγούνται γεγονότα και ιστορίες, ακροβατώντας ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό. Έχω γράψει κομμάτια έχοντας μεγάλη ένταση μέσα μου. Ένταση όπως θυμό, άγχος, ή φόβο. Έχω γράψει κομμάτια με κίνητρο θετικές καταστάσεις, επιθυμία, έρωτα. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι ανακουφιστικό από την άποψη ότι για μένα αυτό αποτελεί τον κύριο τρόπο έκφρασης. Η δυναμική των κομματιών είναι τέτοια που γεννάει αυτό το συναίσθημα της προσωπικής αναζήτησης και ενδοσκόπησης, πολλές φορές αντιφατικό αλλά πάντα έντονο. Τα κομμάτια γράφτηκαν σε μια περίοδο που κοιμόμουν και ξυπνούσα ανάμεσα σε δύο ενεργά ηφαίστεια. Ο χειμώνας στην Σαντορίνη είναι κάτι μαγικό.
Ουσιαστικά, όταν το concept των Steams ξεκαθάρισε μέσα μου, το πρώτο βήμα ήταν η ηχογράφηση του "Feed/Green Fire", το οποίο κυκλοφόρησε ως πρώτη επίσημη δουλειά το Μάρτιο του 2016 και αποκόμισε αρκετά θετικές εντυπώσεις λαμβάνοντας υπόψη ότι επρόκειτο για ένα ελληνικό unsigned act. Για μένα, αυτά τα δύο κομμάτια έπρεπε να κυκλοφορήσουν μαζί γιατί λειτουργούν αντιθετικά μεταξύ τους. Yπάρχει μέσα τους ρομαντισμός και έκσταση και ήταν μια κάποια «αρχή». Το "Feed" γεννήθηκε μέσα από ένα τζαμάρισμα επί σκηνής, όταν η μπάντα βρισκόταν ακόμα σε πρώιμο στάδιο. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα μέσα μου ότι είχα βρει την χροιά μου. Το "Green Fire" είναι ένα καθαρά ερωτικό κομμάτι.


Ένα χρόνο αργότερα μπήκαμε στο στούντιο και ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις για το πρώτο μας άλμπουμ, το οποίο στόχευε εν μέρει σε μία αλλαγή μορφής ως προς τη μέχρι τότε δουλειά μας. Το άλμπουμ αυτό ηχογραφήθηκε ζωντανά και εξελίχθηκε σε ένα project, το οποίο ξεπέρασε την έννοια της heavy psych rock ταμπέλας μας. Η παραγωγή του δίσκου έγινε από τον Άλεξ Μπόλπαση και οι μίξεις πραγματοποιήθηκαν με αναλογικό τρόπο. Σε αυτό το σημείο οφείλω να αναφέρω κάτι σημαντικό και αυτό αφορά τον ήχο μας που vintage-oriented. Αυτό απαιτεί ακριβό gear και όσο το δυνατόν περισσότερο τη χρήση αναλογικού εξοπλισμού ηχογράφησης και μίξης με αποτέλεσμα την καλύτερη δυνατή ποιότητα. Το mastering του δίσκου ανέλαβε ο Dave Cooley στο Elysian Masters στο Los Angeles.
Το Wild Ferment χαρακτηρίζεται από γνήσιους και ενδιαφέροντες ήχους, που προέκυψαν ύστερα από συνεργασίες με guest μουσικούς παραδοσιακών οργάνων, όπως η κρητική λύρα, το λαούτο και η τσαμπούνα. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφερθώ στην πιο έντονη, από πολλές απόψεις, συνεργασία που είχαμε κατά την ηχογράφηση του δίσκου – σε αυτή με τον Ψαραντώνη. Τον Ψαραντώνη, λοιπόν, τον γνώρισα στην Σαντορίνη τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν πραγματοποίησε μια εμφάνιση στο ταβερνάκι κάποιων φίλων. Του μίλησα πρώτη φορά εκεί για την ιδέα που είχα. Έπειτα από δύο μήνες τον είδα στην συναυλία του Nick Cave στην Αθήνα και μόλις τελείωσε το live τον προσέγγισα στα παρασκήνια και κουβεντιάσαμε σχετικά. Του έδωσα το κομμάτι στην πρώιμη μορφή του. Δύο μέρες αργότερα χτύπησε το τηλέφωνό μου και ήταν αυτός. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Ο Πάνος Δημητρόπουλος με τον Ψαραντώνη

Όσον αφορά στο LP μας, θα ήθελα να εμβαθύνω λίγο και να πω ότι σίγουρα ότι μεγάλο μέρος της έμπνευσής μου αντλήθηκε από τη χειμερινή παραμονή μου στην Σαντορίνη, αλλά η ιστορία μου με το νησί διαρκεί τουλάχιστον πέντε χρόνια και το μοίρασμα της χρονιάς σε δυο τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα σίγουρα είχε αντίκτυπο στο συγκρότημα. Τα περισσότερα κομμάτια που υπάρχουν στο άλμπουμ γράφτηκαν εκεί, σε μια περίοδο «άγριας ζύμωσης» - εξ ου και ο τίτλος του.

Το Wild Ferment είναι μια αλληγορία για την «Άγρια Ζύμωση» - ένας βιοχημικός/οινολογικός όρος. Αφορά την παραγωγή κρασιού και αναφέρεται στην μετατροπή του μούστου σε κρασί καθαρά και μόνο από φυσικές (άγριες) ζύμες. Σε αντίθεση με την κοινή πρακτική, απαιτείται πολύ περισσότερος χρόνος. Το πρώτο αυτό άλμπουμ είναι, λοιπόν, μια «άγρια ζύμωση», μια ζύμωση που κράτησε χρόνια και τώρα ολοκληρώνεται. Τραγούδια που γράφτηκαν, δουλεύτηκαν και ωρίμασαν σε ένα timeline αλλαγών, αυτοαναζήτησης και επαναπροσδιορισμού, αντλώντας στοιχεία του ευρύτερου περιβάλλοντος και, συνάμα, διατηρώντας γηγενή χαρακτήρα. Ο συγκεκριμένος τίτλος, επομένως, προδίδει και σκιαγραφεί με μεστό τρόπο την πορεία, όχι μόνο του συγκεκριμένου δίσκου αλλά και των Steams γενικότερα, καθώς δίνεται έμφαση στην ώριμη δουλειά που απαιτήθηκε για να προκύψει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα και αποτελεί εμπραγμάτωση της ανάγκης για έκφραση.

Οι Steams είναι ο Πάνος Δημητρόπουλος (φωνή, κιθάρες), ο Ανδρέας Κοκοβίκας (κιθάρες), 'Αλεξ Μπόλμπασης (μπάσο, στο άλμπουμ έπαιξε ο Simon Εsnafides) και ο Gustav Penk (τύμπανα, κρουστά).

Στο άλμπουμ συμμετέχουν ο Ψαραντώνης (φωνή, κρητική λύρα), ο Δημήτρης Σιδέρης (λαούτο), ο Αλέξανδρος Κλειδωνάς (τσαμπούνα) και ο Κώστας Στεργίου (λαούτο, σαξόφωνο).

Το Wild Ferment κυκλοφόρησε ψηφιακά στις 22 Μαρτίου και σύντομα θα κυκλοφορήσει και σε «φυσική μορφή».

bandcamp

facebook

FEATURED VIDEOS

  • 1