Μετάφραση*: Πάνος Τομαράς
Φωτογραφίες: Dominique Tarle
Ένα φανταστικό άλμπουμ των Rolling Stones που γεννήθηκε μέσα από το χάος: αυτή είναι η ιστορία του Exile On Main Street. Οι Stones αυτοεξορίστηκαν στη Νότια Γαλλία για να ξεφύγουν από τη βρετανική κυβέρνηση και να γλιτώσουν από μια πολύ κακή επιχειρηματική συμφωνία. Όταν επέστρεψαν στον δημόσιο βίο, επανήλθαν με το πιο αγαπημένο άλμπουμ της καριέρας τους. Το άλμπουμ, που ηχογραφήθηκε σε μια σκοτεινή περίοδο γεμάτη σεξ, ναρκωτικά και άσχημες καταστάσεις, είναι ο ήχος του Κιθ Ρίτσαρντς που ψάχνει τη δόση του και του Μικ Τζάγκερ που κάνει ό,τι μπορεί έτσι ώστε το συγκρότημα να μην βρεθεί χρεωμένο. Η παραμονή του συγκροτήματος στη Γαλλία χαρακτηρίζεται από ναρκωτικά, γρονθοκοπήματα, ταχύπλοα σκάφη και γενικότερη ακολασία. Ό,τι μπορούσε να πάει στραβά, πήγε.
Παραδόξως, μέσα σ’ αυτό το ταραγμένο, ψυχωτικό κλίμα, οι Rolling Stones ηχογράφησαν το άλμπουμ για το οποίο δούλευαν σε όλη τους τη ζωή: ένα απόσταγμα από rhythm and blues, honky tonk και rock and roll. Το Exile On Main Street δεν είναι μια απλή συλλογή τραγουδιών, είναι ένα τέρας της φύσης.
Οι Stones δραπετεύουν στη Γαλλία
Το 1970 οι Rolling Stones έτρεχαν σαν κυνηγημένοι. Το φάντασμα του θανάτου πλανιόταν πάνω από το συγκρότημα από την καταστροφική συναυλία τους στο Άλταμοντ έναν χρόνο πριν, η οποία είχε καταλήξει στο μαχαίρωμα του Μέρεντιθ Χάντερ, και από τον μυστηριώδη πνιγμό του Μπράιαν Τζόουνς. Το συγκρότημα ήταν ταπί, χρωστούσαν άπειρα χρήματα στη βρετανική κυβέρνηση και σύμφωνα με τις φήμες τα περιουσιακά τους στοιχεία κινδύνευαν άμεσα με κατάσχεση.
Αντί να περιμένουν για να διαπιστώσουν τι θα γίνει, οι Stones την έκαναν για τη νότια Γαλλία, όπου θα μπορούσαν να ζήσουν σαν παράνομοι και να αποφύγουν την εφορία. Ο Μικ πήγε στο Παρίσι, ο Κιθ μετακόμισε στη Νελκότ, μια βίλα στο Villefranche-sur-Mer κοντά στη Νίκαια, ενώ το υπόλοιπο συγκρότημα εγκαταστάθηκε στη νότια Γαλλία. Οι δύο κινητήριες δυνάμεις, ο Μικ κι ο Κιθ, χωρίστηκαν στη Γαλλία και ο καθένας είχε το δικό του κενό που έπρεπε να γεμίσει. Τον Κιθ τον παρακινούσε η ηρωίνη, η σπίθα που ένιωθε όταν τη σούταρε και η ανάγκη του για περισσότερη, ενώ ο Μικ είχε εξαντληθεί από την προσπάθειά του να κρατήσει το συγκρότημα απασχολημένο, ώσπου να ετοιμάσουν αρκετά τραγούδια για δίσκο. Αφού θα έκαναν τη μίξη του δίσκου, το συγκρότημα θα μπορούσε να βγει σε περιοδεία και οι περιοδείες σήμαιναν χρήματα. Πρώτα όμως έπρεπε να επιβιώσουν στη Γαλλία.
Ροκ στο υπόγειο, άραγμα επάνω...
Το υπόγειο της Νελκότ ήταν μαγικό μέρος. Εκεί μοχθούσε ο Τζάγκερ με τη βοήθεια του Τσάρλι Ουότς, του Μπιλ Γουάιμαν, του Μικ Τέιλορ και μιας χούφτας στούντιο μουσικών και ηχοληπτών, όσο περίμεναν τον Κιθ να ξυπνήσει και να δεήσει να τους τιμήσει με την παρουσία του. Πολύ συχνά έπρεπε να περάσουν τα μεσάνυχτα για να αρχίσει να ζεσταίνεται το συγκρότημα. Ο Τσάρλι Ουότς, το πιο χαμηλών τόνων μέλος του συγκροτήματος, μίλησε για την ηχογράφηση του άλμπουμ και είπε ότι καθοριζόταν από το βρικολακίστικο ωράριο του τοξικομανή Κιθ: «Μεγάλο μέρος του Exile έγινε σύμφωνα με τον τρόπο δουλειάς του Κιθ, που είναι ο εξής: παίξε το καμιά εικοσαριά φορές, άστο να μαριναριστεί και παίξε το άλλες είκοσι φορές. Ξέρει τι θέλει, αλλά είναι πολύ χύμα».
Ο Κιθ περνούσε τις μέρες του προσπαθώντας να βρει ηρωίνη, ή κοιμόταν ύστερα από μεθύσι ή έπαιζε την ακουστική Γκίμπσον του στο γιγάντιο κρεβάτι τύπου Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, πριν κατέβει κάτω πολύ αφότου είχε νυχτώσει, για να διαπιστώσει τι μπορούσε να δημιουργήσει μαζί με τους υπόλοιπους.
Η Κόλαση του Δάντη
Σε όλη τη δεκαετία του ’60 οι Stones κατρακυλούσαν προς την άβυσσο, διαχωρίζοντας τον εαυτό τους από τους χίπηδες και τα χαζοχαρούμενα συγκροτήματα που ασχολούνταν με το ξεκίνημα της Εποχής του Υδροχόου, επομένως ήταν φυσικό να παθιαστούν με τη μαυρίλα του περιβάλλοντος της Νελκότ. Το υπόγειο όπου ηχογραφούσαν το είχαν καταλάβει οι Ναζί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν γεμάτο χαραγμένες σβάστικες στις σκάλες και στους αεραγωγούς. Ο Ρίτσαρντς παρομοίασε το κατέβασμα στο αυτοσχέδιο υπόγειο στούντιο ηχογράφησης με την κάθοδο στην Κόλαση του Δάντη.
Δεν ήταν μόνο η ιδέα ότι το συγκρότημα ηχογραφούσε σε ένα υπόγειο σαν το καταφύγιο του Χίτλερ που έκανε το Exile μια επίπονη εμπειρία. Η υγρασία στη Γαλλική Ριβιέρα έκανε τις κιθάρες να ξεκουρδίζονται και τα δέρματα των τυμπάνων να χαλαρώνουν. Αν υπήρχε χειρότερο μέρος για να ηχογραφήσουν έναν δίσκο οι Stones, πιθανότατα το είχαν διαλέξει σωστά!
Η διαρρύθμιση του υπογείου δυσκόλευε την επικοινωνία μεταξύ του συγκροτήματος και του ηχολήπτη στην κινητή μονάδα ηχογράφησης του γκρουπ, πράγμα που σήμαινε ότι ο Τζίμι Μίλερ, ο παραγωγός, έπρεπε να τρέχει πέρα δώθε από το υπόγειο στο φορτηγό, αποφεύγοντας τους μεθυσμένους, τους μαστουρωμένους και τις γκρούπις, για να βεβαιώνεται ότι το συγκρότημα ηχογράφησε κάποια καλή εκτέλεση.
Ένα ατελείωτο πάρτι στην εξορία
Ενώ το συγκρότημα προσπαθούσε να βρει τον δρόμο του μέσα στον βούρκο του υπογείου, επάνω επικρατούσε ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό. Διάφοροι παρατρεχάμενοι, καινούριοι φίλοι και μαστούρηδες έρχονταν από παντού για να κάνουν παρέα με τον Κιθ, δημιουργώντας ο καθένας τα δικά του προβλήματα.
Η Ανίτα Πάλενμπεργκ είχε τρελάνει όλους τους Rolling Stones. Ο Κιθ Ρίτσαρντς είχε αρχίσει να κοιμάται μαζί της όταν εκείνη έβγαινε ακόμα με τον Μπράιαν Τζόουνς, ενώ ο Μικ είχε κοιμηθεί μαζί της όταν εκείνη ήταν με τον Κιθ. Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του Exile, η Ανίτα άραζε απλώς στη Νελκότ και κατανάλωνε την ηρωίνη του Κιθ. Η παρουσία της δεν βοηθούσε στη χαοτική ατμόσφαιρα, αλλά η Πάλενμπεργκ δεν ήταν υπεύθυνη για τη ζήλεια που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στον Μικ και τον Κιθ.
Περίπου έναν μήνα αφού άρχισαν οι ηχογραφήσεις του Exile, ο νιόπαντρος Γκραμ Πάρσονς και η γυναίκα του εμφανίστηκαν στη βίλα προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Μικ Τζάγκερ. Παρόλο που ο underground αστέρας της κάντρι είχε παρευρεθεί στην ηχογράφηση του Sticky Fingers και πιθανώς τους είχε βοηθήσει στο «Wild Horses», ο Τζάγκερ ήταν εκείνος που είχε γράψει το εξαιρετικό κομμάτι «Dead Flowers» για το άλμπουμ. Δεν γούσταρε να έχει δίπλα του έναν από τους μαστούρηδες κολλητούς του Κιθ, ο οποίος μάλιστα σκόπευε να του κλέψει τον κιθαρίστα. Ο Τζάγκερ πίστευε τότε ότι ο Πάρσονς ήθελε να πάρει τον Κιθ για να του κάνει την παραγωγή στον επόμενο δίσκο του και ύστερα να περιοδεύσουν μαζί. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι Stones θα σταματούσαν τουλάχιστον για δυο χρόνια και αυτό ήταν κάτι που ο Τζάγκερ δεν υπήρχε περίπτωση να το ανεχτεί. Κάποιος από την κουστωδία του συγκροτήματος ζήτησε από τον Πάρσονς να φύγει και το πάρτι συνεχίστηκε χωρίς αυτόν. Σχετικά με την αντιπάθεια του Τζάγκερ προς τον Πάρσονς, ο Ρίτσαρντς έχει πει: «Ο Μικ κι ο Γκραμ δεν τα βρήκαν ποτέ, κυρίως επειδή οι Stones είναι μια κλειστή οικογένεια. Την ίδια στιγμή όμως, ο Μικ άκουγε τι έκανε ο Γκραμ. Ο Μικ έχει πολύ καλό αυτί. Όταν γράφαμε το Exile On Main Street, μερικές φορές οι τρεις μας γρατσουνίζαμε τραγούδια του Χανκ Γουίλιαμς, ενώ περιμέναμε να έρθει το υπόλοιπο συγκρότημα».
Η ηρωίνη που αγόραζε ο Ρίτσαρντς από Καστιλιάνους εμπόρους, οι οποίοι είχαν άκρη για αγνή, ανόθευτη πρέζα, τροφοδοτούταν σε μεγάλο ποσοστό το ξέφρενο γλέντι. Ο Ρίτσαρντς είχε παραλάβει ένα κιλό, την έκοψε μόνος του, ενώ ο Πάρσονς παρακολουθούσε και περίμενε την άδεια για να πέσει με τα μούτρα.
Οι ρυθμοί εργασίας των Rolling Stones
Όπως στο Στον Δρόμο του Κέρουακ και τα πρώτα κείμενα του Μπουκόφσκι, έτσι και το Exile On Main Street είχε σαν καύσιμη ύλη τις υπερβολές των δημιουργών του. Όλα τα μέλη του συγκροτήματος είχαν πέσει ο καθένας στη δικιά του λούμπα με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Ο Τσάρλι Ουότς έπινε μπράντι σε σημείο όπου δεν μπορούσε να λειτουργήσει πια, ο Τζάγκερ έπαιρνε διεγερτικά χάπια για να μπορεί να ανταποκριθεί στο ωράριο νυχτοφύλακα του Ρίτσαρντς και ο Κιθ είχε τη δική του μέθοδο για να κρατιέται όρθιος.
Οι Αμερικάνοι είχαν τα βαρβιτουρικά, ενώ οι Ευρωπαίοι είχαν τα Μάντραξ. Κάθε μέρα, κατά τις δύο-τρεις το μεσημέρι, ο Κιθ ξυπνούσε, κατέβαζε ένα Μάντραξ κι έπινε μια γουλιά ουίσκι. Σούταρε πρέζα και καθόταν στο δωμάτιό του ακούγοντας μουσική μέχρι να πέσει ο ήλιος. Κατέβαινε στο υπόγειο μόνο αφού τα αξιοπρεπή μέλη της κοινωνίας είχαν πέσει για ύπνο.
Το Μάντραξ ήταν τόσο απαραίτητο για το καθημερινό πρόγραμμα του Κιθ (τον βοηθούσε, γιατί περιόριζε τις τρεμούλες στο ελάχιστο και διατηρούσε το άκουσμά του όλη τη μέρα), ώστε έδωσε το όνομα του χαπιού σε ένα ταχύπλοο σκάφος. Μετά από μια ιδιαίτερα καλή ηχογράφηση, ο Ρίτσαρντς πήρε το Μάντραξ ΙΙ για μια γύρα στα παράλια. Ύστερα από ένα γεύμα σε μια πόλη στην Ιταλία, στην απέναντι ακτή, κατέρρευσε στη βίλα αφού πλέον είχε ανατείλει ο ήλιος, και άρχισε πάλι από την αρχή.
Τα τραγούδια βγήκαν μέσα από ατέλειωτα τζαμαρίσματα
Το συγκρότημα βρισκόταν ήδη στη Γαλλία έναν μήνα πριν αρχίσουν κανονικά οι ηχογραφήσεις. Δεν είναι εύκολο να μάθουμε πότε ακριβώς ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις για το Exile. Δεν υπάρχει κάποια επίσημη ημερομηνία έναρξης. Μερικά κομμάτια είχαν απομείνει από το Sticky Fingers και δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς ηχογραφήθηκε τον Ιούνιο του 1970. Πάντως, σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες (ατόμων που θυμούνται), μεγάλο μέρος του δίσκου διαμορφώθηκε μέσα από ατέλειωτα τζαμαρίσματα βουτηγμένα σε αλκοόλ και ιδρώτα τις αποπνικτικές καλοκαιρινές νύχτες του 1971.
Κάθε βράδυ, ο Ρίτσαρντς, ο Μικ Τέιλορ κι ο Τσάρλι Ουότς τζάμαραν με τον πιανίστα Νίκι Χόπκινς, τον σαξοφωνίστα Μπόμπι Κιζ, τον ντράμερ Τζίμι Μίλερ και τον τρομπετίστα και τρομπονίστα Μπιλ Πράις, ενώ ο Άντι Τζονς, ο ηχολήπτης, έκανε ό,τι μπορούσε για να τους προλαβαίνει. Ο Τζάγκερ εμφανιζόταν όποτε ήταν διαθέσιμος και πολύ συχνά ο Μπιλ Γουάιμαν ήταν αγνοούμενος. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του εξωφύλλου, ο τελευταίος συμμετέχει μόνο σε οκτώ από τα 18 κομμάτια του δίσκου.
Τζαμαρίσματα που διαρκούσαν ώρες σμιλεύτηκαν για να γίνουν τραγούδια, με τον Τζάγκερ να φωνάζει απλώς φθόγγους, μέχρι να τους μετατρέψει σε λέξεις και τις λέξεις σε στίχους. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα rock and roll τσίρκου, το Exile διαμορφώθηκε μόνο του, από τη φασαρία και την άγρια ομορφιά ενός συγκροτήματος που αυτοκαταστρεφόταν.
Οι Stones εγκαταλείπουν τη Γαλλία
Το φθινόπωρο του 1971, οι επιπτώσεις από το ασταμάτητο πάρτι άρχισαν να γίνονται εμφανείς στους ενοίκους της Νελκότ. Άτομα που είχαν ελάχιστη σχέση με τους Stones πηγαινοέρχονταν, κατανάλωναν οτιδήποτε υπήρχε σε κοινή θέα και συνέχιζαν την ημέρα τους. Εξαιτίας της πολιτικής της ανοιχτής πόρτας που ίσχυε άτυπα στη βίλα, μια συμμορία από κλέφτες έσκασαν μύτη απρόσκλητοι και έφυγαν ήσυχα με εννέα κιθάρες του Ρίτσαρντς, ένα σαξόφωνο του Μπόμπι Κιζ και ένα μπάσο του Μπιλ Γουάιμαν, χωρίς να τους πει κανείς κουβέντα.
Αν αυτό το περιστατικό δεν ήταν αρκετό για να τους πείσει να φύγουν από τη Γαλλία, μια μέρα η αστυνομία αποφάσισε να κάνει μια επίσκεψη στη βίλα για να ερευνήσει μια καταγγελία, σύμφωνα με την οποία η Ανίτα Πάλενμπεργκ είχε δώσει ηρωίνη σε ένα δεκατετράχρονο κορίτσι (αυτό παραμένει ανεπιβεβαίωτο). Οι Γάλλοι αστυνομικοί έψαξαν πρόχειρα το σπίτι, αλλά υποσχέθηκαν ότι θα επέστρεφαν για πλήρη έρευνα. Αυτό ήταν που έκανε το συγκρότημα να αφήσει μια για πάντα πίσω του τη Γαλλία, με τον Ρίτσαρντς να διαφεύγει με το ταχύπλοό του, για άλλη μια φορά σαν κυνηγημένος παράνομος.
Ο Μικ Τζάγκερ ολοκλήρωσε το άλμπουμ στο Λος Άντζελες
Για να διαχωρίσει κανείς τον μύθο από την αλήθεια σχετικά με το Exile On Main Street, δεν φτάνει μόνο να μιλήσει με το συγκρότημα. Από τραγούδι σε τραγούδι, ακόμα κι από τη μία εκτέλεση του ίδιου τραγουδιού με την άλλη, τα μέλη του συγκροτήματος, η πόλη, το στούντιο κι η χρονολογία είναι διαφορετικά. Οι ηχογραφήσεις από τη Νελκότ είναι μόνο ένα μέρος του άλμπουμ, και μάλιστα όχι το σημαντικότερο κομμάτι της ιστορίας. Αφού ο Τζάγκερ έφυγε αεροπορικώς από τη Γαλλία, κατασκήνωσε στο Λος Άντζελες, όπου ολοκλήρωσε τον δίσκο στο στούντιο Sound. Τα φωνητικά, τα overdubs και η μίξη έγιναν τμηματικά από τον Δεκέμβριο του 1971 μέχρι τον Μάρτιο του 1972. Ο Τζάγκερ είχε καλέσει τον Μπίλι Πρέστον, τον Ντόκτορ Τζον και σχεδόν όλους τους στούντιο μουσικούς του Λος Άντζελες, για να τον βοηθήσουν να ξεκαθαρίσει κάποια φωνητικά που του φαίνονταν πολύ θολά, πνιγμένα στον βούρκο του rhythm and blues του Ρίτσαρντς, που συνδύαζε το Μέμφις και την Αγγλία.
Άραγε, ο Τζάγκερ θα προτιμούσε να είχαν γράψει το Exile σε ένα στούντιο με κανονικό ωράριο καταστημάτων; Πιθανώς. Πάντως, σε μια συνέντευξη στους Times της Νέας Υόρκης το 2010, είπε ότι το άλμπουμ δεν είναι τόσο προϊόν του τόπου στον οποίο γράφτηκε όσο προϊόν της εποχής του. Επομένως, όπου και να ηχογραφούσαν οι Stones από το 1969 ως το 1971, θα έβγαζαν το Exile On Main Street.
«Ο δίσκος δεν θα ήταν ο ίδιος χωρίς τη Νελκότ, αλλά δεν θα ήταν ο ίδιος χωρίς ό,τι είχαμε κάνει στο Λονδίνο… Είναι ωραία ιστορία να λες πως ό,τι δημιουργήθηκε στη Νελκότ ήταν αποτέλεσμα της απόλυτα παρακμιακής ατμόσφαιρας… Πιθανώς ισχύει ότι η ατμόσφαιρα επηρέασε την αίσθηση της μουσικής και τον ήχο του στούντιο. Δεν μπορείς να πεις όμως σε τι βαθμό το έκανε, μεγάλο ή μικρό. Τελικά, κατά βάση είναι απλώς ένας μύθος».
Όπως και σε οτιδήποτε άλλο σχετικά με το Exile, ο Κιθ Ρίτσαρντς είναι διαμετρικά αντίθετος με τον Τζάγκερ. Στο ίδιο άρθρο των Times, αναφέρεται συγκεκριμένα στη Νελκότ σαν έναν από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν τον ήχο του άλμπουμ. Λέει ότι όλα τα υπόλοιπα πράγματα στο άλμπουμ είναι απλώς «νεραϊδόσκονη».
Το Exile είναι ο ήχος των Stones στα καλύτερά τους και στα χειρότερά τους. Κυκλοφόρησε στις 12 Μαΐου 1972 και αμέσως σημείωσε εμπορική επιτυχία παγκοσμίως. Οι Rolling Stones περιόδευαν για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια και ο δίσκος έμεινε στην πρώτη θέση των τσαρτ, παρόλο που οι κριτικοί έγραφαν ότι δεν είχε συνοχή και ήταν άνισος. Ο Τζάγκερ δεν συμπάθησε ποτέ του το άλμπουμ και είπε ότι δεν καταλαβαίνει τι βρίσκουν οι οπαδοί τους σε έναν δίσκο χωρίς επιτυχίες.
Ίσως οι οπαδοί ανταποκρίνονται στο γενικότερο συναίσθημα του Exile, στον ήχο ενός συγκροτήματος που διαλύεται ή αυτοπυρπολείται, ή όποια μεταφορά σας αρέσει. Οι ορέξεις των Stones για ναρκωτικά και για δριμείς εσωτερικές φαγωμάρες αυξήθηκαν τη δεκαετία του ’70, προσφέροντας μερικές σύντομες μεγαλειώδεις εκλάμψεις, όπως το Goat’s Head Soup, αλλά και κάποια άλμπουμ που περιείχαν μόνο μια νερωμένη εκδοχή του μεγαλείου του συγκροτήματος.
Το συγκρότημα δεν έπιασε ποτέ ξανά το συναίσθημα του Exile, αλλά ίσως να μην το ήθελαν κι οι ίδιοι, αφού στη Γαλλία κόντεψαν να διαλυθούν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΤΟ MERLIN'S:
O Brian Jones, ένα μπλάκαουτ στη Νέα Υόρκη και μια... πρώτη φορά
Λόγια ανθρώπων επιφανών: KEITH RICHARDS
Ο Rory Gallagher, οι Rolling Stones και ένα κεφάλαιο που (δυστυχώς ή ευτυχώς) δεν άνοιξε ποτέ...
Πάνος Τομαράς
O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
Πάνος Τομαράς
O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
Πάνος Τομαράς
O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.