Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Στα τέλη της δεκαετίας του '70, μαθητής ακόμα, πήγα να παρακολουθήσω για πρώτη φορά συναυλία ξένου συγκροτήματος στην Ελλάδα. Χμμμ... Εντάξει, τα παραλέω, δεν επρόκειτο για συναυλία-συναυλία, αλλά για την ταινία The Song Remains The Same, ένα ντοκιμαντέρ των Peter Cliffton και Joe Massot, μια καταγραφή της περιοδείας των Led Zeppelin στις Ηνωμένες Πολιτείες το καλοκαίρι του 1973. Θυμάμαι έντονα τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις του κοινού (και τις δικές μου) μετά το τέλος κάθε τραγουδιού, θαρρείς και το συγκρότημα έπαιζε ολοζώντανο μπροστά μας, ένας ασυγκράτητος χείμαρρος ενθουσιασμού που κατέκλυζε την κατάμεστη (ακόμα και στους διαδρόμους) αίθουσα του κινηματογράφου Απόλλων (ή μήπως ήταν το Αττικόν;) στη Σταδίου. Ήξερα, φυσικά, τους Zeppelin, αν δεν απατώμαι μόλις είχα αγοράσει το Physical Graffiti και είχα ήδη στη μικρή δισκοθήκη μου το Led Zeppellin, το IV και το Presence. Πήγα να ξαναδώ την ταινία την επόμενη ημέρα, τη μεθεπόμενη, την παραμεθεπόμενη και, νομίζω όλες τις επόμενες ημέρες της εβδομάδας...
Μέσα σε όλη εκείνη την πανδαισία, το σόλο του John Bonham, του ντράμερ της μπάντας, στο «Moby Dick» με έκανε να σηκωθώ από το κάθισμα και να αρχίσω να προσκυνάω. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, οι μόνες εμπειρίες μου από ζωντανή μουσική μέχρι τότε, ήταν οι ορχήστρες σε κάποια νυκτερινά κέντρα και αναψυκτήρια μαζί με τους γονείς μου και, αργότερα, κάποιες rock μπάντες σε διάφορες γυμνασιακές εκδηλώσεις. Λίγο καιρό αργότερα, η παλιά καλή Πλάκα με το παρκάκι έξω από του Μπαράκου, με τον Άρη και το Skylab, σε συνδυασμό με τα συνοικιακά κυριακάτικα rock πρωινά σε αθηναϊκούς κινηματογράφους, θα ήταν άλλο ένα ξεδίψασμα μέχρι να έρθουν οι Police, το 1979, και να ακολουθήσει αυτό που ακολούθησε.
«To σόλο του Bonham: είναι ένα σφιχτό, πολύ πυκνό πλέγμα από ενδιαφέροντες ρυθμούς που περιλαμβάνουν έναν εκπληκτικό αριθμό παραλλαγών, δίχως να χάνεται ποτέ ο βασικός ρυθμός. Έρχονται ακατάπαυστα και είναι τόσο συνεκτικοί που μπορούν να σταθούν από μόνοι τους σαν ένα κομμάτι μουσικής, ενώ ταυτόχρονα έχουν αρκετή ποικιλία ώστε να μην κουράζουν τον ακροατή. Απέχει πολλά έτη φωτός από τη συνηθισμένη τυχαία συλλογή πλεονασμών σε κρουστά. Περιλαμβάνει τρία τμήματα: ντραμς με μπαγκέτες, ντραμς με τα χέρια, και μια μάλλον περιορισμένη άσκηση ηλεκτρονικών κρουστών, πριν επιστρέψει στο κυρίως θέμα με τις μπαγκέτες » (Charls Shaar Murray, 1975)
Ο John «Bonzo» Bonham θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους - για πολλούς ο μεγαλύτερος - rock ντράμερ όλων των εποχών, παραμένοντας μια διαρκής πηγή έμπνευσης για γενιές ντράμερ, διαγράφοντας μια επική πορεία πίσω από τα τύμπανα των Led Zeppelin. Γεννήθηκε στις 31 Μαΐου 1948 στο Redditch του Worcestershire, στα Midlands της Αγγλίας και ήρθε στον κόσμο μετά από τοκετό διάρκειας 26 ωρών. Λίγο αφότου ήρθε στον κόσμο, η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά και επειδή ο μαιευτήρας είχε φύγει από το θάλαμο του τοκετού, η νοσοκόμα υπηρεσίας αναγκάστηκε να καλέσει έναν άλλο γιατρό, ο οποίος κατάφερε να επαναφέρει το βρέφος στη ζωή. O John επέζησε σαν από θαύμα.
Η οικογένεια Bonham είχε τρία παιδιά και ζούσε σε ένα μικρό σπίτι στα περίχωρα του Redditch. Ο John Henry πήρε το όνομα του ξυλουργού πατέρα του, αλλά και του παππού του, και χάρη στη σχετικά ανθηρή οικογενειακή επιχείριση που είχε στήσει ο τελευταίος και το τοπικό πρακτορείο εφημερίδων της μητέρας του, γράφτηκε σε ιδιωτικό σχολείο και αργότερα σε δημόσιο γυμνάσιο. Σύμφωνα με μια σχολική έκθεση που είχε στείλει ο γυμνασιάρχης του στους γονείς του, ο John θα κατέληγε ή σκουπιδιάρης ή εκατομμυριούχος. Ο John πέτυχε διάνα στο δεύτερο, αλλά δεν κατάφερε να το απολαύσει επειδή η μοίρα είχε διαφορετικά σχέδια για αυτόν.
H πρώτη γνωστή φωτογραφία του Bonham στα τύμπανα
Το μεγάλο πάθος του John Bonham ήταν τα τύμπανα και, όπως λέγεται, από πέντε χρονών συνήθιζε να χρησιμοποιεί σαν κρουστό κάθε βολικό αντικείμενο του σπιτιού, από κουτιά με άλατα για το μπάνιο, μέχρι κατσαρόλες, τηγάνια και καπάκια κουζινικών. Στα δέκα του απέκτησε το πρώτο κομμάτι του εξοπλισμού του, ένα ταμπούρο, και στα δεκαπέντε του το πρώτο του σετ από τύμπανα. Όταν παρακολούθησε με τον πατέρα του το The Benny Goodman Story, τη βιογραφική ταινία του 1956 για τον σπουδαίο κλαρινετίστα με σκηνές που απαθανάτιζαν τον αξεπέραστο ντράμερ Gene Kruppa, ο John κατάλαβε αμέσως τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 είχε ήδη αφήσει πίσω του το σχολείο και δούλευε με τον πατέρα του σε οικοδομές, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να παίζει με τους Blue Star Trio και με άλλες τοπικές μπάντες. Τα ινδάλματά του εκείνη την εποχή ήταν οι Johnny Kidd & The Pirates, οι Hollies και οι Graham Bond Organisation, με τον ένα και μοναδικό Ginger Baker στα τύμπανα. Παράλληλα, άκουγε με πάθος τους ντράμερ της αμερικανικής jazz, όπως ο Buddy Rich, ο Art Blakey, Max Roach και ο Louis Bellson.
"Ένα σόλο στα τύμπανα δεν αρέσει σε όλους και δεν το καταλαβαίνουν όλοι. Έτσι θέλω να δημιουργώ διάφορα εφέ και ήχους για να τους κρατάω το ενδιαφέρον"
Σε ηλικία δεκαέξι χρονών ο Bonham εντάχθηκε στην πρώτη του ημι-επαγγελματική μπάντα, τους Terry Webb & The Spiders, και μαζί τους μπήκε για πρώτη φορά στο στούντιο για την ηχογράφηση του «She's A Mod», μιας διασκευής ενός pop τραγουδιού των Senators. Το 1965, ο 17χρονος Bonham προσχώρησε στους A Way of Life και τον ίδιο χρόνο βρέθηκε παντρεμένος με την Pat Phillips, την οποία είχε γνωρίσει στη διάρκεια μιας συναυλία του. Η Pat είχε μείνει έγκυος και έτσι το ζευγάρι αναγκάστηκε να παντρευτεί. Ο γιος τους, Jason, γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1966 και, ως γνωστόν, ακολουθεί με επιτυχία τα χνάρια του πατέρα του. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο τροχόσπιτο που είχε ο πατέρας του John και ζούσε ακόμα εκεί όταν οι Led Zeppelin κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ στις αρχές του 1969. Η κόρη τους, Zoë, θα γεννιόταν το 1975.
Όταν οι A Way of Life θέλησαν να ηχογραφήσουν ένα demo στο στούντιο Zella του Johnny Haynes, ο τελευταίος έκρινε ότι ήταν αδύνατον να ηχογραφήσει τα τύμπανα του Bonham επειδή ήταν... πολύ δυνατά για τον εξοπλισμό που διέθετε το στούντιο. Χρόνια αργότερα, όταν οι Led Zeppelin είχαν πλέον απογειωθεί στο rock στερέωμα, ο John έστειλε στον Haynes ένα χρυσό δίσκο του συγκροτήματός του μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε «Ευχαριστώ για τη συμβουλή».
Στις αρχές του 1968, η φήμη του John Bonham είχε εξαπλωθεί ανάμεσα στους μουσικούς και τα συγκροτήματα γύρω από το Redditch και όσοι τον έβλεπαν διέδιδαν ότι ήταν ένας από τους καλύτερους ντράμερ, συνδυάζοντας δύναμη, αντοχή και τεχνική, με μια σκηνική παρουσία που τον έκανε να ξεχωρίζει. Σε αρκετές περιπτώσεις τα τύμπανά του φθείρονταν ή διαλύονταν, ενώ ο ήχος που παρήγαγαν ήταν τόσο εκκωφαντικός που πολλά κλαμπ του απαγόρευαν να εμφανιστεί επειδή ξεπερνούσε τα καθορισμένα ηχητικά όρια του χώρου. Μέχρι το 1968, ο John άλλαζε συγκροτήματα σαν τα πουκάμισα, καθώς εγκατέλειπε το ένα μετά το άλλο μόλις έβρισκε καλύτερη προσφορά, ενώ πολλές φορές «έστηνε» τους συνεργάτες του επειδή το ίδιο βράδυ αποφάσιζε να παίξει με άλλους.
O John γνώρισε τον συνομήλικό του, Robert Plant, στα τέλη του 1965, παίζοντας για ένα σύντομο χρονικό διάστημα με το συγκρότημα του Plant, τους Crawiling King Snakes και όταν τον Ιούλιο του 1968 ο 24χρονος Jimmy Page (ένας ήδη καταξιωμένος κιθαρίστας που είχε χτίσει το όνομά του σαν session μουσικός και σαν μέλος των Yardbirds, αποφάσισε να φτιάξει δικό του συγκρότημα υπό την καθοδήγηση του πανούργου μάνατζερ Peter Grant) παρακολούθησε κατόπιν σύστασης του Plant τον Bonham να παίζει με το συγκρότημα του folk τραγουδιστή Tim Rose σε ένα κλαμπ, κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος που χρειαζόταν για τα τύμπανα. Ήδη, ο μπασίστας John Paul Jones και ο Robert Plant είχαν συμφωνήσει να συνεργαστούν με τον Page, αλλά στην αρχή ο Bonham ήταν διστακτικός έχοντας πιο προσοδοφόρες προτάσεις από καλλιτέχνες όπως ο Joe Cocker και ο Chris Farlowe. Ο Plant και ο Grant άρχισαν να τον βομβαρδίζουν με τηλεγραφήματα (οκτώ από το Plant και σαράντα από τον Grant!) που τα έστελναν στον John στην αγαπημένη του τοπική παμπ του Bonham. Η επιμονή τους απέδωσε και τελικά ο ντράμερ πείστηκε και αποφάσισε να δεχτεί την προσφορά του Grant.
Οι Νew Yardbirds, όπως ονομάστηκε αρχικά το συγκρότημα, φρόντισαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις των Yardbirds, οι οποίες περιελάμβαναν μια σκανδιναβική περιοδεία, στη διάρκεια της οποίας το βρετανικό κουαρτέτο φωτογραφήθηκε για πρώτη φορά παίζοντας μπροστά σε κοινό στη Δανία. Ένα μήνα αργότερα, οι Led Zeppelin ηχογραφούσαν το πρώτο, ομώνυμο άλμπουμ τους. Από εκεί και μετά η ιστορία πήρε τον δρόμο της και πολύ σύντομα το όνομα του συγκροτήματος χαράχτηκε ανεξίτηλα με χρυσά γράμματα στην ιστορία της rock μουσικής.
Τον Σεπτέμβριο του 1980, τα τέσσερα μέλη του Led Zeppelin ξεκίνησαν πρόβες για την πρώτη τους περιοδεία στη Βόρεια Αμερική από το 1977, η οποία είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει από το Μόντρεαλ του Καναδά στις 17 Οκτωβρίου. Πραγματοποιήθηκαν κοντά στο σπίτι του Jimmy Page στο Windsor, όπου είχε εγκατασταθεί η μπάντα και οι συνεργάτες της. Εκεί ο John Paul Jones και ο Benje LeFevre (ο road manager των Zeppelin) ανακάλυψαν το σώμα του Bonham, το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου, όταν μπήκαν στο δωμάτιό του για να τον ξυπνήσουν επειδή είχε αργήσει για την πρόβα. Όταν δεν τα κατάφεραν, κάλεσαν ασθενοφόρο αλλά ήταν πλέον αργά. Ο ντράμερ είχε βρει τραγικό θάνατο από αναρρόφηση του εμετού του στη διάρκεια του ύπνου του, σε ηλικία μόλις 32 ετών. Την παραμονή του πρόωρου θανάτου του, ο Bonham έπινε ασταμάτητα βότκα στο σπίτι του Page, από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι τα μεσάνυχτα, καταναλώνοντας υπερδεκαπλάσια ποσότητα από τη μέγιστη που συνιστάται καθημερινά για τους άνδρες στη Μεγάλη Βρετανία. Κάποια στιγμή σωριάστηκε αναίσθητος σε έναν καναπέ και ένας βοηθός τον έβαλε στο κρεβάτι του ακουμπώντας πλάι του μαξιλάρια για να τον στηρίζουν. Από την ιατροδικαστική έρευνα διαπιστώθηκε ότι η αναρρόφηση στη διάρκεια του ύπνου είχε συσσωρεύσει υγρά στους πνεύμονες προκαλώντας στον Bonham πνευμονικό οίδημα. Ως αιτία θανάτου καταχωρήθηκε η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Η κηδεία του Bonham πραγματοποιήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1980 στο ναό της ενορίας Rushock του Worcestershire. Στις 4 Δεκεμβρίου οι Led Zeppelin εξέδωσαν την ακόλουθη λιτή ανακοίνωση μέσω της εταιρείας τους, Swan Song: «Επιθυμούμε να ανακοινώσουμε ότι η απώλεια του αγαπημένου μας φίλου και η βαθιά αίσθηση της αδιαίρετης αρμονίας που αισθανόμαστε εμείς και ο μάνατζέρ μας, μας οδήγησε στην απόφαση ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε όπως ήμασταν».
Όπως πολλές φορές έχουν δηλώσει ο Plant και ο Page, οι Led Zeppelin δεν θα ήταν καλοί ούτε στο μισό χωρίς τον Bonham. Εκείνος ήταν που μαζί με τον John Paul Jones δημιούργησε το ακλόνητο θεμέλιο και τη ραχοκοκαλιά της μπάντας. Για τον Bonham, οι ζωντανές εμφανίσεις των Zeppelin ήταν η ευκαιρία για να κάνει επίδειξη της δεξιοτεχνίας του στη διάρκεια των αναρίθμητων αυτοσχέδιων τζαμαρισμάτων των τεσσάρων μουσικών πάνω στη σκηνή. Πολλές φορές, το περίφημο σόλο του προς το τέλος του «Moby Dick» διαρκούσε δέκα λεπτά ξεσηκώνοντας το κοινό που τον αποθέωνε. Και η άνεσή του όταν έπαιζε, έκανε ακόμα και τα πιο δύσκολα μέρη να φαίνονται απλά.Το χτύπημα της μπότας με το δεξί του πόδι είναι θρυλικό και οι αστραπιαίες τριπλέτες του υπήρξαν το σήμα κατατεθέν του.
"Πριν από κάθε συναυλία τα νεύρα μου ήταν τσατάλια. Όλη την ώρα ήμουν νευρικός. Μόλις όμως έβγαινα στη σκηνή μου περνούσαν όλα..."
Στην αρχή της επαγγελματικής καριέρας του, ο Bonham έπαιζε με τύμπανα Premier, αλλά ο Carmine Appice τον έπεισε ότι τα Ludwig ήταν καλύτερα και ο Bonham ακολούθησε μέχρι τέλους της συμβουλή του. Χρησιμοποιούσε πιατίνια Paiste και μεμβράνες Remo. Σιγά σιγά μεγάλωσε το σετ των τυμπάνων του προσθέτοντας διάφορα κρουστά όπως congas, timbalies και κουδούνα, αλλά και ένα γκονγκ, στο οποίο συνήθιζε να βάζει φωτιά στο τέλος της συναυλίας. Συχνά στη διάρκεια του σόλο του έπαιζε το ταμπούρο με γυμνά χέρια και είχε αναπτύξει μια εδική τεχνική για να ελέγχει τα δάχτυλά του ακούγοντας ηχογραφήσεις του τζαζίστα ντράμερ Joe Morello. Χτυπούσε τα τύμπανα πιο δυνατά από τους άλλους διάσημους ντράμερ της εποχής που είχαν επηρεαστεί από την jazz, όπως ο Ginger Baker, ο Keith Moon και ο Mitch Mitchell, και στην ουσία ραφινάρισε τον ήχο τους, καθιερώνοντας τον ήχο του hard rock στα ντραμς. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ντράμερ που συνήθως ακολουθούν τον μπασίστα, εκείνος ακολουθούσε τα ριφ του Jimmy Page. Χωρίς το σταθερό και μεθοδικό του παίξιμο, ο συνολικός ήχος των Zeppelin θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε χάος.
Παρά την εικόνα του σαν ένας αγριάνθρωπος της rock, ο John Bonham ήταν ο κλασικός τύπος του οικογενειάρχη και προτιμούσε να βρίσκεται από το σπίτι του μαζί με την οικογένειά του και να ασχολείται με τη φάρμα του. Τα σύντομα διαστήματα που έμενε στο σπίτι του δεν έπιανε ποτέ τύμπανα στα χέρια του και χαλάρωνε με τους φίλους του. Ήταν λάτρης των πολυτελών και των αγωνιστικών αυτοκινήτων και των αντικών, αλλά οδηγούσε πολύ προσεκτικά. Στο τζούκ μποξ του σπιτιού του άκουγε τα πάντα, από Elvis και James Brown μέχρι Stylistics και Supertramp. Μισούσε τα αεροπορικά ταξίδια και δεν μπορούσε να κάθεται όλη μέρα άπραγος, περιμένοντας την επόμενη συναυλία. Συχνά η συμπεριφορά του ήταν αλλοπρόσαλλη, με ιστορίες, αληθινές ή ψεύτικες, για τη συμμετοχή του στα οργιαστικά μεθεόρτια (ή προεόρτια) των συναυλιών του συγκροτήματος. Τελικά, οι ασταμάτητες περιοδείες των Zeppelin άρχισαν να εξαντλούν την αντοχή του και την αυτοπεποίθησή του. Η αδρεναλίνη που τον πλημμύριζε όταν έπαιζε μπροστά σε χιλιάδες εκστατικούς θαυμαστές είχε το τίμημά της και ο John ήταν αναγκασμένος να την εκτονώνει σε μια ατέλειωτη σειρά από απρόσωπα ξενοδοχεία και μπαρ. Η ζωή στο δρόμο του ασκούσε μια διαρκή, συχνά αφόρητη πίεση που την επιδείνωναν οι εκδηλώσεις των θαυμαστών, οι γκρούπις, το άφθονο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Μπορεί στην αρχή η όλη φάση και η σχεδόν άμεση επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες να είχαν την πλάκα τους, αλλά με την πάροδο του χρόνου η μηχανή των Zeppelin άρχισε να ρετάρει και μετατράπηκε για αυτόν σε μια αποθαρρυντική διεργασία.
Η φήμη και η επιρροή του John Bonham συνεχίζονται μέχρι σήμερα με αμείωτο ενδιαφέρον. Το 2005 το περιοδικό Classic Rock τον κατέταξε πρώτο μεταξύ των 50 καλύτερων rock ντράμερ, το ίδιο και οι αναγνώστες του Rolling Stone το 2011, ενώ ανάλογες διακρίσεις έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί και εξακολουθούν να δημοσιεύονται σε μεγάλα και μικρά μουσικά έντυπα και ιστοσελίδες.
Το άγαλμα του Bonham στη γενέτειρά του στο Redditch
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Η πρώτη συναυλία των Led Zeppelin και ο φωτογράφος που την απαθανάτισε...
Ποιο punk, ρε γατάκια... KEITH MOON ή αλλιώς “Moon the Loon”...
Όταν ο Keith Moon σκότωσε τον οδηγό του...
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.