Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Προτού αρχίσεις να διαβάζεις θα ήθελα, να σε προειδοποιήσω πως γράφω αυτό το κείμενο υπό την επήρεια ισχυρών δόσεων ανόθευτου Arthur Brown. Βρίσκομαι εδώ και μέρες κλεισμένος σε ένα σπίτι ακούγοντας τις δουλειές του, διαβάζοντας και βλέποντας συνεντεύξεις που έδωσε τα τελευταία τρία τέσσερα χρόνια και μετανιώνω πικρά και σιχτιρίζω την ώρα και την στιγμή που δεν είχα πάει στη συναυλία του στο Gagarin το 2012. Είχα ρωτήσει τότε κάποιους φίλους πώς ήταν επειδή τον είχαν συναντήσει στα παρασκήνια και μου είπαν, «Ένας παππούλης είναι, που ήταν εκεί με την γυναικούλα του» και… ξέρεις… χαμογέλασα και το ξέχασα. Έτσι απλά…
Έχω ξαναπεί ότι δεν είμαστε πάντα έτοιμοι να ακούσουμε κάποιους δίσκους και κάποιοι δίσκοι δεν είναι πάντα έτοιμοι για εμάς. Κάποτε όμως φτάνει εκείνη η ώρα.
Τα τελευταία χρόνια είχα φάει ένα κόλλημα με το ένα και μοναδικό άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι Arzachel το 1969. Ουσιαστικά, μιλάμε για τους Egg με διαφορετικό όνομα και με κιθαρίστα τον Steve Hillage. Ύστερα ήρθε η σειρά του “Butty's Blues” από το Valentyne Suite των Colosseum (επίσης το 1969) και τώρα τελευταία βάζω και ακούω τα τέσσερα πρώτα των King Crimson (1969-1974) αν και δεν έπαψα ποτέ να παίζω το “Starless” από το άλμπουμ τους Red ή το “Live With Me” των Humble Pie από το 1970.
Συχνά πυκνά, όλα αυτά τα έσπαγα με μια δόση από το The Crazy World Of Arthur Brown. Όχι τόσο το “Fire” αλλά κυρίως το “Nightmare”… και μετά έπαιρνε η μπάλα όλο το δίσκο. Όμως, και αυτό το άλμπουμ είναι του 1968. Έτσι δεν είναι;
Ο Arthur Brown επηρέασε κόσμο και κοσμάκη και λέγεται πως το πρώτο του άλμπουμ ήταν το πρώτο concept rock άλμπουμ, ενώ του χρεώνουν το “Fire” ως το πρώτο hard rock τραγούδι στην ιστορία της μουσικής. Αναρωτήθηκα γιατί δεν είχε πολλούς θαυμαστές στην Ελλάδα και το συζήτησα με φίλους.
Επίτηδες ανέφερα παραπάνω τις χρονιές της κυκλοφορίας αυτών των δίσκων για να καταλήξω τελικά στο συμπέρασμα ότι ήταν χρονιές χαμένες εξαιτίας της χούντας. Πόσους δίσκους μπορεί να προλάβαιναν να τυπώσουν ή να εισάγουν οι ελληνικές εταιρίες μετά την επταετία; Έτσι συνέβη και μετά το 1974 πήξαμε στις συλλογές.
Πιστεύω όμως ότι αυτός ήταν ο λόγος που μάθαμε πολλές μπάντες. Ίσως περισσότερες από όσες ήξεραν οι Άγγλοι, έστω και με ένα τραγούδι από την κάθε μια. Το ίδιο έγινε και με τις punk συλλογές. Το τελευταίο άλμπουμ των Doors, για παράδειγμα, ήταν το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα. Μετά θάνατον…
Έτσι λοιπόν, χάρη στις συλλογές, είχαμε μάθει το “Fire” του Arthur Brown: την επιτυχία του μόνο και... πάπαλα. Όπως από τους King Crimson το ευρύ κοινό είχε μάθει το “Epitaph” για να το χορεύουμε στα “slow” των πάρτι και... τέλος. Από εκεί και πέρα ήθελε ψάξιμο… Και, στο κάτω κάτω, πόσους ξένους καλλιτέχνες μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος από την Ελλάδα και πόσα χρήματα πρέπει να ξοδεύει γι' αυτό;
Όσο για τον Brown, η εντύπωση που είχε μείνει να αιωρείται στον αέρα ήταν ενός γραφικού τρελού που στις συναυλίες του φορούσε στο κεφάλι του μια κορώνα με αναμμένα κεριά. Ναι… Όμως, χμμμ.. δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Αυτή η κορώνα έχει μια ιστορία που ξεκινά από τη Μονμάρτη του Παρισιού. Πως όμως αυτό το άτομο βρέθηκε στη Γαλλία;
Ο Arthur Wilton Brown γεννήθηκε το 1942 σε μια οικογένεια που είχε πληγεί σοβαρά από τις βόμβες του πολέμου. Αυτές ήταν η αιτία για να διασπαστεί η οικογένεια, να πεθάνουν κάποια μέλη της, κάποια άλλα να μετακομίσουν αλλού και, στη συνέχεια, να μεταφερθούν πάλι αλλού εξαιτίας των βομβαρδισμών.
Όταν ο Arthur ήταν μικρός συνήθιζε να βγαίνει για περπάτημα στα δάση, εκεί όπου μπορούσε να τραγουδάει με την ησυχία του χωρίς να τον ενοχλεί κανείς. «Εκεί άρχισα να παίρνω από τη φύση αυτά που έχει να σου δώσει όταν είσαι ανοιχτός να την δεχτείς. Δεν μπορείς να περπατάς ανάμεσα στα δέντρα και να μη σε επηρεάζει. Κάποια μέρα όμως βρέθηκα στην μέση ενός λιβαδιού και καθώς ο αέρας έκανε τα στάχυα να κυματίζουν γύρω μου, ένιωσα πως δεν ήμουν πλέον ένα άτομο. Ήμουν το λιβάδι».
Ωστόσο, ο Arthur ήταν ήδη έτοιμος να νιώσει έτσι. Εξαιτίας του πολέμου ο πατέρας του έφερνε έναν άνθρωπο για να τον βοηθάει να «αδειάζει το μυαλό του» και ο νεαρός Brown καθόταν με τις ώρες μπροστά στο τζάκι κοιτώντας την φωτιά και τον καπνό που ανέβαινε στην καπνοδόχο. Αυτό τον έκανε να ταξιδεύει και όταν του δόθηκε η ευκαιρία να γράψει το πρώτο του άλμπουμ, έγραψε γι' αυτό ακριβώς που ήθελε να βγάλει από μέσα του: τη φωτιά. Ίσως από εκεί να κρατάει αυτή η γοητεία που πάντα ασκούσε πάνω του.
Στα έντεκα η μητέρα του τον πήγε να δουν τον Bill Graham και ο μικρός εντυπωσιάστηκε με την ευθύτητα, το πάθος και την όλη παράσταση του Αμερικανού Ευαγγελιστή. «Μετά από μερικά χρόνια όμως σκέφτηκα ότι τελικά δεν ήμουν και πολύ σίγουρος για αυτά που έλεγε…» έλεγε χαμογελώντας. Θυμόταν πάντως με ευχαρίστηση την γέννηση του rock’n’roll, καθώς κι εκείνα τα βράδια που κουκουλωνόταν στο κρεβάτι του και άκουγε στο ραδιόφωνο τα μουσικά προγράμματα του Radio Luxembourg.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ενώ ο Brown σπούδαζε φιλοσοφία και νομική στο Πανεπιστήμιο του Ρίντινγκ, συμμετείχε σε ένα jazz κουαρτέτο που σύντομα στράφηκε στο ηλεκτρικό blues (Muddy Waters κλπ). Μαζί του ο Brown κυκλοφόρησε ένα σινγκλ σε παραγωγή του Paul Samwell Smith των Yardbirds.
Ψάχνω στο διαδίκτυο και τον βρίσκω να τραγουδάει μια διασκευή στο “You Don’t Know” του B.B. King με τους Diamonds το 1965.
Ένα βράδυ, στα 23 του και ενώ είχε αποφασίσει ότι στη μουσική δεν υπήρχε κάποιο επαγγελματικό μέλλον, βρέθηκε σε ένα κλαμπ του Λονδίνου και εκείνο το βράδυ θα άλλαζε η ζωή του.
«Όταν πήγα να πάρω το ποτό μου από το μπαρ ένιωσα ένα χέρι στον ώμο και άκουσα μια φωνή να μου λέει “Εσένα από κάπου σε ξέρω”. Γύρισα και είδα τον ηχολήπτη που είχε δουλέψει στο σιγκλάκι μας». «Πως θα σου φαινόταν αν ξεκινούσες τη rock αυτοκρατορία σου από το Παρίσι, φιλαράκο;» τον ρώτησε και ο Brown του απάντησε καταφατικά.
Εκείνη την εποχή οι Γάλλοι ήταν πιο προχωρημένοι από τους Βρετανούς σε ό,τι είχε να κάνει με το ζήτημα του χιπισμού και όπως θυμάται ο Brown, «Αυτό φυσικά δεν άρεσε και πολύ στον στρατηγό Ντε Γκoλ επειδή δεν γούσταρε τους μακρυμάλληδες. Μάλιστα σε κάποια φάση είχε ανακοινώσει πως όποιος μακρυμάλλης περνούσε τα σύνορα θα τον κούρευαν».
Βρισκόμαστε στο 1965 και ο Arthur Brown έδινε τρεις συναυλίες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα, δίνοντας όλο και περισσότερο βάρος στη θεατρικότητα, προσθέτοντας συνεχώς περισσότερα σκετς παρά νέα τραγούδια, βάζοντας τον Πάπα στην σκηνή να κόβει τα μαλλιά του στρατηγού Ντε Γκολ ή τον Arthur να παριστάνει το Άγαλμα της Ελευθερίας, βαστώντας έναν κουβά και μια σφουγγαρίστρα. Ο Θεός της Φωτιάς της Κόλασης δεν είχε πάρει ακόμα μπροστά για τα καλά, αλλά το Παρίσι ήταν το μέρος από όπου ξεκίνησε.
«Ένα βράδυ, ήρθε στο καμαρίνι μου μια κυρία με τον επτάχρονο γιο της και μου είπε να μαυρίσω τα δόντια μου. Το δοκίμασα και είδα ότι το κοινό ξετρελάθηκε! Λίγο αργότερα, στο ξενοδοχείο που έμενα… ας το πούμε ξενοδοχείο γιατί εκεί έμεναν πολλές κυρίες της νύχτας», λέει γελώντας «άνοιξα ένα βράδυ την πόρτα μου και βρήκα απέξω παρατημένη μια κορώνα με κεριά. Την πήρα στο κλαμπ, άναψα τα κεριά και ζήτησα να σβήσουν όλα τα φώτα. Σε όλους άρεσε ο παλαβός που έτρεχε γυρω-γύρω με το κεφάλι του να έχει πάρει φωτιά. Υπάρχουν πολλά κλαμπ που έχουν ακόμα τα μαύρα σημάδια από τα αναμμένα κεριά στο ταβάνι της σκηνής τους». Φυσικά, αυτό δύσκολα μπορεί να το κάνει στις μέρες μας αν και στους μεγάλους συναυλιακούς χώρους καταφέρνει και την σκαπουλάρει.
Όταν κάποια στιγμή έσπασε η κορώνα, ο Brown χρησιμοποίησε ένα σουρωτήρι που το φορούσε ανάποδα, αλλά το λιωμένο κερί περνούσε μέσα από τις τρύπες και του έκαιγε το κεφάλι, όπως συνέβη στο φεστιβάλ του Ουίντσορ όταν τα μαλλιά του άρπαξαν φωτιά και ευτυχώς πρόλαβαν να τη σβήσουν δύο τύποι με τις μπύρες τους.
Αυτό έγινε το σήμα κατατεθέν του και μερικές φορές, αφού χρησιμοποιούσε τη φωτιά, έβγαζε όλα του τα ρούχα επί σκηνής, όπως έκανε σε ένα άλλο φεστιβάλ στην Ιταλία αναγκάζοντας τους μπάτσους να τον συλλάβουν και να τον απελάσουν.
Κάποια στιγμή ο Brown γνώρισε τον κημπορντίστα Vincent Crane, ο οποίος αργότερα θα έπαιζε στο άλμπουμ The Crazy World of Arthur Brown και το 1969 θα σχημάτιζε τους Atomic Rooster μαζί με άλλους από την μπάντα του Brown.
To 1967 κυκλοφόρησε το δεύτερο σινγκλ του Brown, “Devil's Grip / Give Him A Flower” που θα επηρέαζε τους Black Sabbath αλλά και τους Black Widow.
Όπως έχει πει ο ίδιος, σύντομα κατάλαβε ότι αν ήθελε να πιάσει ο κόσμος το νόημά του με έναν τρόπο που μόνο ένας σαμάνος θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί, στο άλμπουμ του θα έπρεπε να υπάρχουν δυο θεοί: ο θεός της φωτιάς της κολάσεως (η πύρινη γέεννα, σύμφωνα με το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο) και ο θεός της αγνής φωτιάς. Ωστόσο, στις λιγοστές ζωντανές εμφανίσεις που παρουσίασε το “Fire” πριν αυτό κυκλοφορήσει σαν σινγκλ, ο κόσμος φάνηκε να μην πιάνει το νόημα και ύστερα από κάποιες συζητήσεις με τον καλλιτέχνη Mark Reynolds που αφορούσαν τους συμβολισμούς των παγανιστικών σχεδίων, ο Brown αποφάσισε να φτιάξει θεατρικά κουστούμια με τέτοια σχέδια ειδικά για τις συναυλίες του.
Το 1968 η παγκόσμια επιτυχία του “Fire” τον εκτόξευσε στον κόσμο των διασημοτήτων και ο John Fenton, ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για το εμπορικό κομμάτι των Beatles, τον έφερε σε επαφή με τον Kit Lambert, τον μάνατζερ των Who.
Το άλμπουμ The Crazy World of Arthur Brown κυκλοφόρησε στη Βρετανία τον Ιούνιο του 1968 από την Track Records, τη δισκογραφική εταιρεία του Lambert σε παραγωγή του Lambert και με ένα χέρι βοηθείας από τον Pete Townshend. Το άλμπουμ έφτασε μέχρι την δεύτερη θέση στα τσαρτς της χώρας, ενώ στην Αμερική κυκλοφόρησε από την Atlantic και σκαρφάλωσε μέχρι την έβδομη.
Αυτό που επιδίωκε ο Brown με το άλμπουμ ήταν μια ροκ όπερα όπου ο βασικός πρωταγωνιστής επισκέπτεται άλλα πρόσωπα, αλλά ο Lambert όμως (ο πατέρας του οποίου ήταν πολύ γνωστός συνθέτης κλασικής μουσικής) ήθελε κάτι πιο εμπορικό κι έτσι στην πρώτη πλευρά έκανε το χατήρι στον Brown ενώ στην δεύτερη, οι αυθεντικές συνθέσεις εναλλάσσονταν με τις διασκευές στο “I Put a Spell on You” του Screamin' Jay Hawkins και το “I’ve Got Money” του James Brown.
«Ο Lambert μου είχε πει ότι πολύ σύντομα θα εμφανίζονταν άλλοι καλλιτέχνες που θα προσπαθούσαν να μιμηθούν αυτόν τον δίσκο», έχει πει ο Brown, «αλλά εγώ του απάντησα ότι αυτά τα πράγματα είναι για να γίνονται μόνο μια φορά. Αλλά ο τύπος είχε τον τρόπο του, αυτός ο άνθρωπος επηρέαζε τον Hendrix και τον Townsend. Τους είχε πει, “Ωραία, δώσατε κάτι στον κόσμο που το έκανε επιτυχία, αλλά τώρα είστε υποχρεωμένοι απέναντί του και πρέπει να το συνεχίσετε”. Σε έκανε να νιώθεις ότι παρείχες μια υπηρεσία κι αυτό σε βοηθούσε να ξεπερνάς το βάρος της διασημότητας».
Η σύνθεση των Crazy World of Arthur Brown, όπως ονομάστηκε το συγκρότημα του Brown, εκτός από τον ίδιο στα φωνητικά, συμπεριλάμβανε τους Vincent Crane (εκκλησιαστικό όργανο, πιάνο και μεταλλόφωνο) και Drachen Theaker (ντραμς). Ο τελευταίος o οποίος ήταν και πληκτράς, έπαιξε αργότερα με τους Deep Fix του Michael Moorcock, με τους Love, με τον Kim Fowley και με άλλους. Όπου χρειάστηκε μπάσο έπαιξε ο Nick Greenwood (αργότερα στους Khan, μια μπάντα του Steve Hillage) και σε μια διαφορετική εκτέλεση του “Fire” ο Ron Wood πριν τους Faces και πολύ πριν τους Rolling Stones, φυσικά.
Το παίξιμο του Theaker δεν άρεσε στην Atlantic και σε κάποια τραγούδια τον αντικατέστησε ο Jon Hiseman των Colosseum, ενώ σε κάποια άλλα,ο John Marshall, αλλά επειδή ο Lambert ήταν ο μόνος που γνώριζε ποιος έπαιξε και σε ποια κομμάτια, και έχει πλέον πεθάνει, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα.
Οι Crazy World of Arthur Brown βγήκαν για εμφανίσεις με τον Jimi Hendrix, τους Doors και τους Who, και στη μέση της αμερικάνικης περιοδείας τους απέλυσαν τον Drachen Theaker επειδή κατέστρεφε την θεατρική παράσταση (στη συνέχεια εντάχθηκε στο συγκρότημα του Arthur Lee των Love και κατόπιν έπαιξε με τον Graham Bond). Τη θέση του στο σκαμνί του ντράμερ πήρε ο Carl Palmer.
«Υπήρχαν κάποια απογεύματα στην Νέα Υόρκη που ανεβαίναμε στην σκηνή με τον Hendrix να παίρνει το μπάσο επειδή πάντα του άρεσε να παίζει το μπάσο και με τον Frank Zappa και τον John Lee Hooker στις κιθάρες και αναρωτιόμουν τι δουλειά είχα εγώ δίπλα στον Hooker, έναν άνθρωπο που τόσο με είχε επηρεάσει. Δεν παίζαμε τραγούδια που υπήρχαν από πριν, απλά τζαμάραμε και δούλευε το πράγμα. Η ενέργεια έτσι κι αλλιώς ξεχυνόταν από τον Jimi, έναν άνθρωπο που ανακατευόταν με τα πάντα. Κοινωνικά ζητήματα, πολιτικά, μουσικά… Κάποιο βράδυ με κάλεσε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του και μου εξήγησε ποιο ήθελε να είναι το επόμενο βήμα του. Είχε στο μυαλό του ζωντανές εμφανίσεις με προτζέκτορες στο βάθος της σκηνής για να προβάλλουν εικόνες, ενώ μπροστά θα υπήρχε το συγκρότημα ή μια μεγάλη ορχήστρα και ακόμα πιο μπροστά θα κάναμε τα θεατρικά δρώμενα που παρουσίαζα. Είχε ήδη σκεφτεί τα ορχηστρικά μέρη κάποιων τραγουδιών και το πάτωμα του δωματίου ήταν γεμάτο πεντάγραμμα πάνω στα οποία είχε γραμμένες μερικές νότες».
Ο Clive Davis, το μεγάλο κεφάλι της CBS, ζήτησε να μιλήσει με τον Brown που μετά την συνάντησή τους δήλωσε: «Δεν θέλω να γίνω mainstream. Θέλω να κάνω αυτό που γουστάρω. Κι εκεί, μάλλον, τέλειωσαν όλα, όσον αφορά στο γιατί ο Brown παρέμεινε άγνωστος, τουλάχιστον στην Ελλάδα.
Η χρήση των ναρκωτικών από τα μέλη της μπάντας επίσης έπαιξε τον ρόλο της και όταν ο Brown αποφάσισε ότι έπρεπε να εξελιχθεί άρχισε να ψάχνεται με διάφορα σχήματα, όπως οι Strangelands και οι Puddletown Express, πριν τελικά βρει τους κατάλληλους μουσικούς για να σχηματίσει τους Kingdom Come (Arthur Brown’s Kingdom Come για την Βόρεια Αμερική). Ο Vincent Crane με τον Carl Palmer συνέχισαν για αλλού και έφτιαξαν τους Atomic Rooster (και, αργότερα, ο τελευταίος τους Emerson, Lake & Palmer).
O μόνος από τους μουσικούς που έπαιξε μαζί με τον Brown και στα τρία άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι Kingdom Come, ήταν ο 23άχρονος τότε κιθαρίστας Andy Dalby (θα τον βρείτε στο άλμπουμ των Camel, On the Road του 1982, αλλά και στο προπέρσινο άλμπουμ An Alien Heat των Spirits Burning & Michael Moorcock – οι Spirits Burning είναι μια μουσική κολεκτίβα με μέλη από Blue Öyster Cult, Clearlight, Gong, και Hawkwind).
Το πρώτο άλμπουμ των Arthur Brown’s Kingdom Come κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1971 με τίτλο Galactic Zoo Dossier και τα υπόλοιπα μέλη της σύνθεσης ήταν ο Julian Paul Brown (απλή συνωνυμία - στο synthesizer), ο Michael "Goodge" Harris (στα keyboards), ο Desmond Fisher (στο μπάσο), και ο Martin "Slim" Steer (στα τύμπανα). Ο Dennis Taylor, ο φωτιστής του γκρουπ, ήταν άλλο ένα πολύ σημαντικό μέλος της μπάντας καθώς είχε τον έλεγχο του light show που έκανε την σκηνική τους παρουσία εντυπωσιακή, ενώ έπαιξε μεγάλο ρόλο στο συμβόλαιο της μπάντας με την Polygram.
Με αυτή την σύνθεση έπαιξαν στο φεστιβάλ του Glastonbury το 1971 μαζί με ονόματα όπως οι David Bowie, Marc Bolan, Grateful Dead, Hawkwind, Gong κ.α. ενώ εμφανίζονται και στο σχετικό ντοκιμαντέρ.
Όπως έλεγε ο Brown για το Galactic Zoo Dossier, «Το έγραψα επηρεασμένος από αυτά που είδα στην Αμερική: τους βετεράνους του Βιετνάμ που εμείς φυσικά δεν τους είχαμε στην Αγγλία, τον Ρόναλντ Ρέιγκαν να θέλει να κλείσει τους χίπηδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τα γεγονότα στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, τη Μαφία να επενδύει κεφάλαια σε ένα κομμάτι της ροκ σκηνής και το ξεπούλημα κάποιων χίπηδων μόλις είδαν το παραδάκι. Σε αυτόν τον δίσκο ήθελα να μιλήσω για όλα αυτά και να μην αφήσω τίποτα έξω».
Σε αυτό το άλμπουμ ο Brown έκανε επιτέλους αυτό που ήθελε να κάνει στο πρώτο του αλλά δεν τον είχε αφήσει ο Lambert. Μια ροκ όπερα χωρίς διασκευές. «Είχαμε εγκαταλείψει το παλιό μας κοινό και ψάχναμε για καινούργιο στο underground. Όσοι από τους παλιούς το κατάλαβαν μας ακολούθησαν».
Δύο τραγούδια από το Galactic Zoo Dossier με άφησαν με το στόμα ανοιχτό. Το “Gypsy Escape” είναι το ένα και το το καταπληκτικό blues “Sunrise” το άλλο.
Τον Οκτώβριο του 1972 το συγκρότημα, το οποίο ζούσε σε κοινόβιο, κυκλοφόρησε το άλμπουμ Kingdom Come, βασισμένο στιχουργικά στο νερό. Ο Brown, ένας αγνός παραδοσιακός χίπης μέχρι το κόκκαλο, ακούγεται να το διασκεδάζει με την μπάντα του που λίγο-πολύ είναι η ίδια με τη σύνθεση του προηγούμενου δίσκου (Andy Dalby – κιθάρα, Michael Harris – πλήκτρα, Julian Paul Brown – μουσική και στίχους και Slim Steer στα τύμπανα) με μοναδική αλλαγή τον Phil Shutt στο μπάσο. Όπως έχει πει ο Brown, στον δίσκο ήθελε να δείξει πως είναι να επιπλέεις πάνω σε μια απειλητική θάλασσα που συμβόλιζε την κυβέρνηση που προσπαθούσε να περιορίσει το κίνημα των χίπηδων, έχοντας φυλακίσει πολλούς και σκοτώσει αρκετούς άλλους, και πως είναι τελικά να βγαίνεις στην απέναντι όχθη. Σε ένα από τα τραγούδια, μάλιστα, ακούγεται να απαντά στο τηλέφωνο λέγοντας, «Καπετάνιος ήμουν και καπετάνιος θα παραμείνω, λοστρόμε». Εδώ είναι που τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας που τον συνοδεύει αποκτούν δική τους μουσική ταυτότητα, με αποτέλεσμα μερικές φορές να ακούω μια έντονη μουσική αντίληψη που θυμίζει Zappa, παντρεμένη με τον ήχο των Emerson, Lake & Palmer, όπως για παράδειγμα στο “Traffic Light Song” ή στο “City Melody”. Τραγούδια που με έκαναν να ψάξω μήπως ο Keith Emerson είχε βάλει κάποιο από τα δυο του χέρια πάνω στο κλαβιέ. Γενικά επικρατεί μια σουρεαλιστική prog-rock θεατρικότητα που τις περισσότερες φορές μου είναι δύσκολο να την παρακολουθήσω.
To τρίτο και τελευταίο άλμπουμ των Arthur Brown’s Kingdom Come έχει τίτλο Journey και έχει μια πρωτοτυπία: δεν παίζει κάποιος ντράμερ αλλά ένα drum-machine και στο σύνολό του έχει πιο ηλεκτρονικό προσανατολισμό.
«Έπρεπε να ηχογραφήσουμε το άλμπουμ επειδή σε πέντε εβδομάδες θα ξεκινούσαμε μια σειρά συναυλιών και τότε ο ντράμερ της μπάντας μας τηλεφώνησε από κάπου από την Βόρεια Αγγλία και μας ενημέρωσε ότι είχε πάρει το βαν και βρισκόταν εκεί με τη γυναίκα κάποιου από τα μέλη του συγκροτήματος. Δεν σκόπευε να γυρίσει κι έτσι κάθισα και έγραψα τα τύμπανα στο drum machine». Την εποχή των ηχογραφήσεων αυτού του δίσκου, ο Brown είχε ήδη συναντηθεί με τον συγγραφέα J.G. Bennett...
Στο σημείο αυτό και αφού σας ενημερώσω (για όσους δεν το γνωρίζετε ήδη) ότι ο Brown εμφανίστηκε στην κινηματογραφική μεταφορά της ροκ όπερας των Who, Τommy, στο σύντομο ρόλο ενός φανατικού ιερέα, ας κάνω μια παρεμβολή που θα βοηθήσει τον αναγνώστη:
Το 1961 ο Bennett είχε γνωριστεί με τον Ινδό μυστικιστή δάσκαλο Shivapuri Baba που πέθανε σε ηλικία 136 ετών (1826-1963) και έγραψε την βιογραφία του. Αυτός ο Βρετανός όμως ήταν γνωστός για τα βιβλία ψυχολογίας και πνευματισμού που έγραφε και κυρίως αφορούσαν τη διδασκαλία του ελληνο-αρμενικής καταγωγής Ρώσου φιλοσόφου, μυστικιστή, και πνευματικού διδασκάλου George Ivanovich Gurdjieff (το ελληνικό του όνομα: Γεώργιος Γεωργιάδης) τον οποίο είχε γνωρίσει στην Κωνσταντινούπολη το 1920 και τον είχε κάνει γνωστό στην Αγγλία. (Η βασική θέση και διδασκαλία του Gurdjieff ήταν ότι ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια του βίου του ζει σε μία μορφή ύπνωσης και σχεδόν εξ ολοκλήρου μηχανικά, δίχως να έχει πραγματική γνώση της εξωτερικής, αλλά κυρίως της εσωτερικής του πραγματικότητας. Από αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος μπορεί να αποδράσει μέσω δικής του, συνειδητής προσπάθειας και ηθελημένης ταλαιπωρίας και με τη βοήθεια ανθρώπων που έχουν ήδη προχωρήσει πριν από αυτόν σε κάποιο βαθμό προς αυτή την κατεύθυνση. Η ανακάλυψη του τι ακριβώς σημαίνουν οι όροι «συνειδητή προσπάθεια» και «ηθελημένη ταλαιπωρία», που χρησιμοποιούσε ο Gurdjieff, αποτελεί καθαυτή τμήμα της εξελικτικής διαδικασίας κάθε ανθρώπου).
Ο Bennett δημιούργησε το βρετανικό παράρτημα του Subud (ένα κίνημα εσωτερικής πνευματικής αναζήτησης που ξεκίνησε από την Ινδονησία το 1920) και είχε βρεθεί με το αντίσκηνό του σε εκείνο το φεστιβάλ του Glastonbury το 1971. Εκεί, ο Brown, ο οποίος πάντα ψαχνόταν εσωτερικά, γνωρίστηκε με τον Bennett και όταν τελικά μετά από δύο χρόνια οι Kingdom Come έπαιζαν στην Ελβετία για να προωθήσουν το τρίτο τους άλμπουμ, κάθισε και σκέφτηκε: «Έκανα ό,τι μπορούσα με την μπάντα για να καταφέρω να ξεπεράσω ό,τι έχω μέσα μου και δεν τα κατάφερα. Ίσως ήταν καλύτερα να πάω στην Ινδία. Έτσι αποφάσισα να διαλύσω το συγκρότημα. Μέσα σε όλα αυτά, συναντήθηκα με έναν νεαρό, τον Jeremy Thomas που ήταν ο ιδιοκτήτης της Fly Records και της Cube Records (είχε τους T.Rex) και αυτός με έφερε σε επαφή με έναν τύπο, ο οποίος με μύησε στο κίνημα του Gurdjieff. Εκτός από φιλόσοφος, ο Gurdjieff ήταν ένας ολοκληρωμένος ακορντεονίστας που του άρεσε να αυτοσχεδιάζει και ενδιαφερόταν πολύ για την δύναμη της μουσικής και του χορού. Από τότε που ήμουν μικρός, άκουγα ιστορίες από ανθρώπους που είχαν επισκεφθεί την Αφρική και έτσι φρόντισα να μάθω μερικούς αφρικάνικους χορούς, το λίκνισμα των γονάτων και του σώματος των θεραπευτών-μάγων, κάτι που κάνει πολύ καλό στην υγεία. Έτσι, άρχισα να ψάχνω διαφορετικές μορφές χορού και ήξερα ότι υπήρχαν άνθρωποι στην Αφρική που δίδασκαν τα πιστεύω τους σύμφωνα με τα οποία όλοι συνδεόμαστε μεταξύ μας όπως και με το σύμπαν, με το οποίο μπορείς να επικοινωνείς μέσω του χορού. Ήθελα, λοιπόν, να βρω κάποιον να διδάξει κι εμένα».
Στο μεταξύ ο Brown είχε παντρευτεί μια κυρία από το Τέξας και είχε ήδη μαζί της ένα παιδί. Η πεθερά του ήθελε να βλέπει περισσότερο το εγγόνι της και έτσι έμαθε γαλλικά με σκοπό να πάρει μετάθεση από την δουλειά της για το Παρίσι προκειμένου να βρίσκεται πιο κοντά στην Αγγλία. Αντί όμως να τη μεταθέσουν στην Γαλλία, την έστειλαν στο Μπουρούντι, δίπλα στην Ρουάντα όπου οι φυλές Χούτου και Τούτσι σφάζονταν μεταξύ τους και επικρατούσε ένας γενικότερος αναβρασμός. «Κομματιάζονταν κυριολεκτικά μεταξύ τους», θυμόταν ο Brown, «αλλά σκέφτηκα ότι θα μπορούσα με ένα σμπάρο να πετύχω δύο τρυγόνια. Να την κάνω να αισθάνεται λιγότερο μόνη και να μάθω κι εγώ τους χορούς που ήθελα». Έτσι πήρε την γυναίκα και το παιδί του και τράβηξαν για Αφρική.
«Δεν βρήκα ποτέ κάποιον να με διδάξει να χορεύω, αλλά γνωρίστηκα με τους κρουστούς στη ζούγκλα του Μπουρούντι. Συνάντησα μια ομάδα από αυτούς που έπαιζαν τα τύμπανα ντυμένοι με την παραδοσιακή φορεσιά της φυλής τους. Στο Μπουρούντι έγινα καθηγητής μουσικής ιστορίας και οι μισοί μαθητές μου προέρχονταν από τις τοπικές φυλές ενώ οι άλλοι μισοί ήταν από όλα τα μέρη του κόσμου».
Για ένα διάστημα μάλιστα έγινε ο μαέστρος της Ορχήστρας του Μπουρούντι, μέχρι που έμαθε για ποιο λόγο βρίσκονταν εκεί όλοι αυτοί οι μουσικοί. «Έλεγα στους μουσικούς πόσο θαυμάσιο ήταν που η κυβέρνηση είχε δημιουργήσει αυτή την ορχήστρα και μου είπαν πως το είχαν σκάσει όταν ξεκίνησαν στην χώρα οι μεγάλοι σκοτωμοί επειδή η κυβέρνηση δεν γούσταρε τους καλλιτέχνες και τις ιδέες τους. Την εποχή που βρισκόμουν εκεί είχαν δεχτεί απειλητικές επιστολές σύμφωνα με τις οποίες αν δεν έφτιαχναν την ορχήστρα η κυβέρνηση ήξερε που ζούσαν οι οικογένειές τους και αν δεν επέστρεφαν θα σκότωνε τους ανθρώπους τους. Για μένα αυτό ήταν μια αποκάλυψη. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ άσχημη κι έτσι σύντομα τα μαζέψαμε και πήγαμε στο Τέξας».
Εκεί Ο Brown πήρε ένα μάστερ στην φιλοσοφία και άνοιξε μια επιχείρηση ελαιοχρωματισμού μαζί με τον Carl Black, τον παλιό ντράμερ των Mothers of Invention του Zappa, δίχως να έχει ιδέα ότι καλλιτέχνες όπως ο Marylin Manson και οι Prodigy σαμπλάριζαν τη μουσική του. Όταν έβαφε τα σπίτια, περιστασιακά έβαζε την υπογραφή του στον τοίχο σαν να ήταν έργο τέχνης και έτσι ο κόσμος άρχισε να συνειδητοποιεί ποιος ήταν αυτός ο ελαιοχρωματιστής.
Από το 2000 που επανασυνδέθηκαν οι Crazy World of Arthur Brown, έχουν κυκλοφορήσει έξι στούντιο άλμπουμ.
«Είμαι ευτυχισμένος κάθε φορά που ανεβαίνω στο πάλκο. Χάνω την αίσθηση του χρόνου. Φυσικά, πρέπει να έχω το νου μου για να μην μπλεχτούν κάπου τα πόδια μου και κουτρουβαλήσω από την σκηνή, αλλά από την άλλη πλευρά, εκείνες τις στιγμές, βρίσκομαι κάπου όπου ο χρόνος και ο χώρος δεν έχουν όρια και κάθε φορά αυτό είναι για μένα το υπέρτατο δώρο».
AKOYΣΤΕ: Eternal Messenger - An Anthology 1970- 1973: 5CD Remastered & Expanded Boxset
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ στο MERLIN'S:
Daevid Allen & Gong: Σύντομη αναδρομή σε μια διαστημική καριέρα...
Blue Öyster Cult: Βετεράνοι των rock’n’roll πολέμων...
To Μονοπάτι των Χίπηδων και το Magic Bus...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ: The Crazy Worlds of Arthur Brown: Marvellous Moments of Momentary Marvel (Cherry Red Books, 2014)
BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:
https://tribe4mian.wordpress.com/
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.