Blue Öyster Cult: Βετεράνοι των rock’n’roll πολέμων...

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

Κάποια μέρα, ένας νεαρός μακρυμάλλης που ζούσε στην γειτονιά, έπιασε εμένα κι έναν φίλο μου και μας ρώτησε αν ξέραμε το αγαπημένο του συγκρότημα, τους Blue Öyster Cult. Ο Σωτήρης, έτσι τον έλεγαν τον νεαρό, έπαιζε σε μια μπάντα που λεγόντουσαν Beavers (Κάστορες) και τότε εμφανίζονταν στα μουσικά πρωινά σε κινηματογράφους μαζί με τους Socrates, τον Τζώνυ Βαβούρα, και πολλούς άλλους. Πήγε λοιπόν και μας έφερε να ακούσουμε ένα καινούργιο τραγούδι της μπάντας κι εγώ «κόλλησα» αμέσως επειδή όταν ήμουν μικρός πήγαινα με άλλα γειτονόπουλα στον συνοικιακό κινηματογράφο και βλέπαμε τις γιαπωνέζικες ταινίες με τον Godzilla.

Για εκείνο το συγκρότημα όμως, τους Blue Öyster Cult , όλα είχαν ξεκινήσει το 1967, όταν ο Sandy Pearlman συγκέντρωνε μουσικούς με σκοπό να σχηματίσει ένα ροκ συγκρότημα το οποίο θα μελοποιούσε το Imaginos, μια συρραφή σεναρίων και ποιημάτων του που χρονολογούνταν από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960. Ήθελε να δημιουργήσει ένα θεματικό άλμπουμ, μια ροκ όπερα με θέμα κάποια εξωγήινη συνωμοσία που είχε εξυφανθεί στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα μέσω των δράσεων του Imaginos, ενός πράκτορα του κακού. Η ιστορία συνδύαζε στοιχεία γοτθικής λογοτεχνίας και επιστημονικής φαντασίας και αντλούσε έντονα έμπνευση από το έργο του H. P. Lovecraft. Είχε μάλιστα τον υπότιτλο «Μια ιστορία για να κοιμούνται τα παιδιά των καταραμένων» και έμελλε να αποτελέσει το θέμα του ενδέκατου άλμπουμ των Blue Öyster Cult, το οποίο κυκλοφόρησαν το 1988 (είχαν χρειαστεί οκτώ χρόνια για να το ολοκληρώσουν).

Οι μουσικοί που «ψάρεψε» ο Pearlman έμεναν σε ένα κοινόβιο, στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης και ο κιθαρίστας και τραγουδιστής τους Donald «Buck Dharma» Roeser ήταν συμφοιτητής του Perlman στο Πανεπιστήμιο του Stony Brook.
Η επόμενη κίνηση του Pearlman ήταν να βαφτίσει αυτή την ομάδα μουσικών Soft White Underbelly (από μια ομιλία του Ουίνστον Τσόρτσιλ κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σχολιάζοντας ότι «η Ιταλία είναι το μαλακό υπογάστριο του Άξονα»).
Ο Pearlman ανέλαβε να τους μανατζάρει μαζί με τον Murray Krugman (έως το 1995) και στο μέλλον θα γινόταν παραγωγός ή συμπαραγωγός σε επτά στούντιο και τέσσερα ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ των Blue Öyster Cult. Τώρα όμως, βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της ιστορίας.
Οι Soft White Underbelly πραγματοποίησαν την πρώτη τους εμφάνιση τον Οκτώβριο του 1967, ως το συγκρότημα που συνόδευε τον Steve Noonan στο Stony Brook. Γενικότερα, ήταν μια μπάντα που κυρίως αυτοσχεδίαζε πάνω στην σκηνή κι αν χρειάζονταν κάπου φωνητικά, τα έκανε είτε ο Albert Bouchard, ο ντράμερ τους, είτε ο Roeser. Όταν όμως ο Pearlman άρχισε να τους κλείνει εμφανίσεις με τους Grateful Dead και τον Muddy Waters, αποφάσισαν ότι χρειάζονταν μόνιμο τραγουδιστή και τελικά τον βρήκαν στο πρόσωπο του Les Braunstein.
Όταν ο Braunstein πήγαινε στο κολέγιο έπαιζε με διάφορες jug μπάντες, αλλά χάρη στη φιλία του με τον Andy Yarrow (αδερφό του Peter Yarrow των Peter, Paul and Mary) το τραγούδι του «I'm In Love With A Big Blue Frog» μέσα από το άλμπουμ του διάσημου τρίο Album 1700, γνώρισε επιτυχία και του εξασφάλισε ένα σταθερό εισόδημα.
Η οικονομική άνεση του έδωσε την δυνατότητα να ψαχτεί για νέες εμπειρίες και ο δρόμος του τον έφερε στην παρέα των Soft White Underbelly και στο κοινόβιό τους, όπου αυτοσχεδίαζαν, τραγουδούσαν και, γενικά, δημιουργούσαν όλοι μαζί.
Το 1968, οι εμφανίσεις του συγκροτήματος στα περίχωρα της Νέας Υόρκης άρχισαν να κάνουν εντύπωση και όταν ο πρόεδρος της Elektra Records, Jac Holzman, πήγε να τους δει σε μια από αυτές, τους γούσταρε και υπέγραψε επιτόπου το συγκρότημα στην εταιρεία του.
Με την προκαταβολή που πήραν οι νεαροί μουσικοί, άρχισαν να αγοράζουν καλύτερο εξοπλισμό ώσπου μια μέρα γνώρισαν τον Eric Bloom ο οποίος δούλευε σε ένα κατάστημα οργάνων. Όπως διαπίστωσαν, είχαν πολλά κοινά μαζί του και έτσι τον κάλεσαν να μετακομίσει κι αυτός στο σπίτι της μπάντας ως μηχανικός ήχου.

Τα προβλήματα παρουσιάστηκαν στις αρχές του 1969, όταν οι Soft White Underbelly μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ και τότε φάνηκε ότι άλλα ήθελε ο Les Braunstein και άλλα οι υπόλοιποι με αποτέλεσμα την αποχώρηση του τραγουδιστή που άφησε το άλμπουμ ημιτελές και το συγκρότημα σε κατάσταση πανικού. Η κρίση που προέκυψε ήταν μεγάλη μέχρι που σκέφτηκαν να δώσουν το μικρόφωνο στον Eric Bloom.
Η Elektra όμως δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο. Θεωρούσε ότι ο Braunstein θα ήταν η απάντηση της Ανατολικής ακτής στον Jim Morrison των Doors και έτσι καταχώνιασε το άλμπουμ στα ντουλάπια.
Ούτως ή άλλως, μια δυσμενής κριτική για κάποια εμφάνιση που έκαναν το 1969 στο Fillmore East ανάγκασε τον Pearlman να αλλάξει το όνομα του συγκροτήματος, πρώτα σε Oaxaca και κατόπιν σε Stalk-Forrest Group.
Με το τελευταίο όνομα και με τους Albert Bouchard, Allen Lanier, Andy Winters, Donald "Buck Dharma" Roeser και Eric Bloom στη σύνθεση, το 1970 η Elektra κυκλοφόρησε το επτάιντσο «What Is Quicksand? / Arthur Comics» σε 300 αντίτυπα.
Η μπάντα ηχογράφησε και ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ αλλά η εταιρεία επίσης το καταχώνιασε μέχρι να κυκλοφορήσει από τη Rhino το 2001 με τίτλο St. Cecilia: The Elektra Recordings.
Έπειτα από μερικές ακόμα αλλαγές ονόματος όπως Τhe Santos Sisters, το 1971 κατέληξαν στο Blue Öyster Cult.
Το όνομα Blue Öyster Cult προέρχεται από ένα ποίημα του Sandy Pearlman για μια ομάδα εξωγήινων που είχαν επισκεφθεί κρυφά στον πλανήτη μας για να καθοδηγήσουν την ιστορία της Γης και αυτός ήταν που τελικά επινόησε τον όρο «heavy metal» για να περιγράψει τον βαρύ και παραμορφωμένο ήχο της κιθάρας του συγκροτήματος.
Εκτός από τον Pearlman όμως, υπήρχε άλλος ένας συμφοιτητής που έδινε στους Blue Öyster Cult στίχους και έκλεινε από κοινού με τον Pearlman εμφανίσεις για το συγκρότημα, ώστε να βγαίνει χαρτζιλίκι. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Richard Meltzer.
Λέγεται ότι τα «umlauts», οι δύο τελείες πάνω από το όμικρον στο όνομα, προστέθηκαν είτε από τον Meltzer, είτε από τον κιθαρίστα και πληκτρά της μπάντας (και για μια μεγάλη περίοδο στα seventies, amore της Patti Smith), Allen Lanier. Αργότερα, αντέγραψαν την χρήση των umlauts οι Motörhead και οι Queensrÿche για τα δικά τους λογότυπα.
Με αυτό το όνομα πλέον, η μπάντα υπέγραψε με την Columbia και τον Ιανουάριο του 1972 κυκλοφόρησε το πρώτο της, ομώνυμο άλμπουμ. Πήγε καλά εμπορικά και έτσι βγήκαν στο δρόμο με τους Byrds, τους Mahavishnu Orchestra και τον (τους) Alice Cooper.
Ο Pearlman ήθελε να τους κάνει την αμερικάνικη απάντηση στους Black Sabbath, έτσι o ήχος τους έγινε βαρύτερος και κάπως έτσι τους κόλλησε το παρατσούκλι «οι Αμερικάνοι Black Sabbath» ή «το hard rock συγκρότημα των διανοούμενων».

Την ίδια χρονιά ο Bill Gawlik δημιούργησε το σύμβολό τους με τον γάντζο και τον σταυρό.
Το 1973 οι Blue Öyster Cult κυκλοφόρησαν το δεύτερο άλμπουμ τους με τίτλο Tyranny and Mutation, σε παραγωγή των Murray Krugman και Sandy Pearlman (Πέρα από τους BÖC, ο Pearlman έκανε την παραγωγή στο άλμπουμ Give 'Em Enough Rope, των Clash καθώς και σε κάποια από τα τραγούδια τους που συμπεριλήφθηκαν στο Black Market Clash. Έκανε ακόμα παραγωγή σε μπάντες όπως οι Dictators, οι Pavlov's Dog, οι Space Team Electra, και οι Dream Syndicate, ενώ εκτέλεσε χρέη μάνατζερ για τους Blue Öyster Cult, τους Black Sabbath [για την περίοδο 1979–1983], τους Romeo Void, τους Dictators, τους Shakin' Street, τον Aldo Nova και άλλους).
Το Tyrrany and Mutation περιέχει το τραγούδι «Baby Ice Dog» σε στίχους της Patti Smith, η οποία αργότερα θα συνεισέφερε αρκετές φορές στο ρεπερτόριο της μπάντας. Πούλησε καλύτερα από το προηγούμενο, εξασφαλίζοντας την κυκλοφορία του Secret Treaties το 1974, με άλλο ένα τραγούδι που είχαν γράψει με την Patti, το «Career of Evil», αλλά και το «Astronomy» σε στίχους του Pearlman. Χάρη στις συνεχείς περιοδείες γίνονταν όλο και πιο γνωστοί και τελικά ο δίσκος έγινε χρυσός.
Επειδή τα εξώφυλλα των τριών πρώτων άλμπουμ ήταν ασπρόμαυρα, οι κριτικοί και οι θαυμαστές τους χαρακτηρίζουν εκείνη την περίοδο «ασπρόμαυρα χρόνια».
Στις 27 Φεβρουαρίου 1975 η Columbia κυκλοφόρησε το διπλό, ζωντανά ηχογραφημένο, On Your Feet or on Your Knees, με τρία τραγούδια από καθένα από τα τρία άλμπουμ τους, δύο διασκευές, το «I Ain't Got You» του Calvin Carter αλλά με διαφοροποιημένους στίχους (το είχαν διασκευάσει και οι Yardbirds, οι Animals, οι Aerosmith, οι Blues Brothers και άλλοι) και το «Born to Be Wild» των Steppenwolf.
Τον Μάιο της επόμενης χρονιάς ήρθε το πλατινένιο Agents of Fortune με το τραγούδι «(Don't Fear) The Reaper» (σε παραγωγή των David Lucas, Murray Krugman, και Sandy Pearlman) να φτάνει στο #12 του Billboard. Το τραγούδι έχει να κάνει με το αναπόφευκτο του θανάτου και την ανοησία του φόβου απέναντί του και το είχε γράψει ο Roeser σκεφτόμενος τι θα συνέβαινε αν πέθαινε σε νεαρή ηλικία. Στίχοι όπως «Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα είναι μαζί στην αιωνιότητα» έκαναν πολλούς ακροατές να ερμηνεύσουν το τραγούδι ως ένα σύμφωνο δολοφονίας-αυτοκτονίας, αλλά ο Roeser δήλωσε ότι το τραγούδι αφορά την αιώνια αγάπη και όχι την αυτοκτονία. Χρησιμοποίησε τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα για να περιγράψει ένα ζευγάρι που ήθελε να είναι μαζί στη μετά θάνατον ζωή. Υπέθεσε πως «40.000 άντρες και γυναίκες» πέθαιναν κάθε μέρα και χρησιμοποίησε αυτό το νούμερο αρκετές φορές στους στίχους, πέφτοντας έξω μόλις κατά… 100.000 θανάτους. Στο άλμπουμ αυτό τραγούδησαν για πρώτη φορά και τα πέντε μέλη, ενώ στην περιοδεία που το ακολούθησε έγιναν από τους πρώτους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν λέϊζερ στο σόου τους.

Ο «Godzilla» ήταν το σινγκλ που άνοιγε το επόμενο άλμπουμ τους με τίτλο Spectres. Δεν γινόταν να μην το αγαπήσεις, αφού κάνανε πλάκα με το διάσημο τερατάκι της Toho και το τραγούδι, αν και δεν μπήκε στα τσαρτ, έγινε ένα από τα πιο γνωστά τους μαζί με τα «(Don't Fear) The Reaper» και «Burnin' for You».
Μάλιστα, αρκετά χρόνια αργότερα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απουσία του τραγουδιού από το soundtrack της ταινίας Godzilla του 1998, οι Eric Bloom και Buck Dharma έγραψαν την δική τους παρωδία με τίτλο «NoZilla» που διατέθηκε μόνο σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. («Oh no! The director says ‘no go’! No go Godzilla») . Πάντως το άλμπουμ έγινε χρυσό και όχι πλατινένιο για να ακολουθήσει το Some Enchanted Evening άλλο ένα live άλμπουμ την επόμενη χρονιά, αυτή την φορά μονό και ηχογραφημένο σε διάφορα μέρη των ΗΠΑ και της Αγγλίας. Οι πωλήσεις του ξεπέρασαν τα δύο εκατομμύρια κάνοντας αυτό τον δίσκο τον εμπορικότερο των Blue Öyster Cult.
Το 1979, όταν ο Pearlman άρχισε να μανατζάρει τους Black Sabbath, δεν συνεργάστηκαν με τον Murray Krugman, αλλά για το άλμπουμ Mirrors διάλεξαν για τον Tom Werman, έναν παραγωγό που είχε συνεργαστεί με τους Cheap Trick και τον Ted Nugent. Ήταν το πιο «λουστραρισμένο» άλμπουμ της καριέρας τους, αλλά οι πωλήσεις ήταν απογοητευτικές και έτσι το συγκρότημα στράφηκε στον τον παραγωγό Martin Birch σε μια προσπάθεια να επιστρέψει σε έναν πιο σκοτεινό ήχο. Σε αυτό συνέβαλε η σχέση του Pearlman με τους Black Sabbath, μιας και ο Birch είχε κάνει την παραγωγή του Heaven and Hell των Sabbath


Αυτή την φορά τα αποτελέσματα ήταν θετικότερα και το άλμπουμ Cultösaurus Erectus του 1980 έφτασε στο νούμερο 12 των τσαρτ στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν τα πήγε το ίδιο καλά. Μάλιστα οι στίχοι του τραγουδιού «Black Blade» είναι του Βρετανού συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Michael Moorcock και έχουν ως θέμα το Stormbringer, ένα μαύρο σπαθί από τις ιστορίες του Elric of Melniboné, του πιο γνωστού χαρακτήρα της μυθολογίας του Moorcock.
Στην συνέχεια, οι Blue Öyster Cult βγήκαν στον δρόμο για την περιοδεία «Black and Blue», μαζί με τους Black Sabbath προκειμένου να αυξήσουν τις πωλήσεις του άλμπουμ.
Ο Birch ανέλαβε την παραγωγή και του επόμενου άλμπουμ, Fire of Unknown Origin, του 1981 στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το χιτ «Burnin' for You», ένα τραγούδι του Roeser σε στίχους του Richard Meltzer που, όπως προανέφερα, βοηθούσε κι εκείνος στο κλείσιμο εμφανίσεων.
Και μιας και μιλάμε για τον Meltzer, έχω να πω μερικά πράγματα σχετικά με αυτόν: από την εποχή που το συγκρότημα άλλαξε το όνομα του σε Blue Öyster Cult, ο Richard Meltzer εξελίχθηκε σε αρθρογράφο του μουσικού περιοδικού Crawdaddy, του πρώτου περιοδικού που σύμφωνα με τους New York Times πήρε το rock’n’roll στα σοβαρά. Το περιοδικό αυτό μάλιστα, προϋπήρξε του Rolling Stone και του Creem, στα οποία αργότερα επίσης αρθρογράφησε ο Meltzer. Την περίοδο του πανκ, ο Meltzer δημιούργησε ένα πανκ συγκρότημα με το όνομα VOM (σύντμηση του vomit-εμετός) που κυκλοφόρησαν ένα επτάιντσο ΕΡ με τέσσερα τραγούδια. Ακόμα, συνέβαλε στην παραγωγή μιας ταινίας, καθώς και στα βίντεο κάποιων τραγουδιών των Blue Öyster Cult, στα οποία εμφανίζεται ο κιθαρίστας των Mau Maus, Mike R. Livingston, και ο Gregg Turner, οι οποίοι σχημάτισαν τους Angry Samoans μαζί με τον Mike Saunders που τότε ακόμα έπαιζε τύμπανα στους VOM.
Είναι μικρός ο κόσμος, έτσι;
Πίσω στους Blue Öyster Cult… Πέρα από τον ήχο τους που γινόταν όλο και πιο σκληρός, σε κάποια τραγούδια έκαναν πλέον την εμφάνισή τους πλήκτρα με new wave επιρροές.
Πολλά κομμάτια του Fire of Unknown Origin, όπως το «Vengeance (The Pact)», γράφτηκαν με σκοπό να συμπεριληφθούν στην ταινία κινουμένων σχεδίων Heavy Metal. Τελικά μπήκε μόνο το «Veteran of the Psychic Wars» (το οποίο δεν είχε γραφτεί για την ταινία), μια σύνθεση σε συνεργασία με τον Michael Moorcock.
Αυτή την φορά κατάφεραν ο δίσκος τους να γίνει χρυσός, κάτι που είχαν στερηθεί από την εποχή του Specters.
Την ίδια εποχή, ο Albert Bouchard τσακώθηκε με τους υπόλοιπους και αντικαταστάθηκε στα τύμπανα από τον Rick Downey, τον φωτιστή του συγκροτήματος, βάζοντας τέλος στην εποχή της αρχικής σύνθεσης του συγκροτήματος.

Όταν έφυγε ο Bouchard, εργάστηκε για πέντε χρόνια πάνω σε ένα σόλο άλμπουμ βασισμένο στο ποίημα του Sandy Pearlman (που πέθανε τον Ιούλιο του 2016), Imaginos, ενώ παράλληλα οι Blue Öyster Cult κυκλοφόρησαν το τρίτο live άλμπουμ τους, Extraterrestrial Live με ηχογραφήσεις κυρίως από την περιοδεία «The Black and Blue Tour».
Η Patti Smith μπήκε ξανά στην ζωή του συγκροτήματος με το επόμενο άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1983 με τίτλο The Revölution by Night. Οι στίχοι του «Shooting Shark» βασίζονταν σε δικό της ποίημα, ενώ το «Take Me Away» ήταν γραμμένο από τον Eric Bloom και τον Καναδό μουσικό Aldo Nova. Αν και αυτό το τελευταίο τραγούδι μεταδόθηκε αρκετά από τους σταθμούς, το άλμπουμ δεν τα πήγε καλά σε πωλήσεις σηματοδοτώντας την αρχή ενός εμπορικού κατήφορου.
Μετά την περιοδεία που ακολούθησε, αποχώρησε και ο Rick Downey αφήνοντάς το συγκρότημα χωρίς ντράμερ.
Τον Φεβρουάριο του 1985 οι Blue Öyster Cult και ο Albert Bouchard συνεργάστηκαν ξανά για μια περιοδεία στην Καλιφόρνια, αλλά οι σχέσεις τους εντάθηκαν επειδή εκείνος πίστευε ότι θα παρέμενε μόνιμα στην μπάντα, κάτι που οι υπόλοιποι δεν είχαν καμία διάθεση να κάνουν. Απλά τον χρησιμοποίησαν ως λύση της τελευταίας στιγμής, οπότε εκείνος έφυγε μόλις τέλειωσε η περιοδεία. Μετά από λίγο έφυγε και ο Allen Lanier, αφήνοντάς τους χωρίς πλήκτρα και με μόνο τρία μέλη από την βασική σύνθεση.
Το δέκατο άλμπουμ του συγκροτήματος είχε τίτλο Club Ninja και πούλησε 175.000 αντίτυπα, μακράν από το να γίνει χρυσό. Για την ολοκλήρωσή του επιστρατεύτηκε ο Tommy Zvoncheck (πρώην κημπορντίστας του Aldo Nova και πληκτράς των Public Image Limited στην Ιαπωνική τους περιοδεία το 1983) και ο ντράμερ Jimmy Wilcox, ο οποίος παρέμεινε στην μπάντα μέχρι το 1987.
Μόνο το «Dancin' in the Ruins», μια σύνθεση του Larry Gottlieb, γνώρισε κάποια μικρή αποδοχή από το κοινό του MTV, ενώ αυτό που άντεξε στον χρόνο ήταν το «Perfect Water», γραμμένο από τον Dharma και τον (τον γνωστό ποιητή και μουσικό) Jim Carroll.

Η μπάντα περιόδευσε στη Γερμανία και στη συνέχεια αποχώρησε και ο έτερος αδερφός Bouchard, ο Joe ο μπασίστας, αφήνοντας μόνο δύο από τα μέλη της αρχικής σύνθεσης, τον Eric Bloom και τον Donald Roeser. Τη θέση του πήρε ο Jon Rogers μέχρι να τελειώσει η περιοδεία και με το τέλος της χρονιάς οι Blue Öyster Cult αποφάσισαν να διακόψουν τις ηχογραφήσεις και τις περιοδείες.
Βέβαια, την επόμενη χρονιά τους έγινε η πρόταση να παίξουν ζωντανά στην Ελλάδα και ο Allen Lanier που συμπτωματικά διάβαζε κάποια βιβλία αρχαίων Ελλήνων κλασικών, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα για να επιστρέψει στην μπάντα. Έτσι οι Blue Öyster Cult εμφανίστηκαν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στις 8 και 9 Ιουλίου του 1987, με τρεις μουσικούς από την original σύνθεση και με επεισόδια ανάμεσα στην αστυνομία και τον κόσμο την πρώτη βραδιά. 

Το πρόγραμμα των τραγουδιών που έπαιξαν είναι το παρακάτω και ήταν το ίδιο και για τις δύο εμφανίσεις:

1. R.U. Ready 2 Rock
2. Dominance and Submission
3. E.T.I. (Extra Terrestrial Intelligence)
4. Buck's Boogie
5. Take Me Away
6. Veteran of the Psychic Wars
7. ME 262
8. Cities on Flame with Rock and Roll
9. Joan Crawford
10. Burnin' for You
11. Godzilla
12. Born to be Wild
13. (Don't Fear) The Reaper
14. Roadhouse Blues

Στο μεταξύ, όταν ο Albert Bouchard ολοκλήρωσε το Imaginos και το πήγε στην Columbia, του είπαν πως δεν τους ενδιέφερε να κυκλοφορήσουν κανένα σόλο άλμπουμ του κι έτσι εκείνος συμφώνησε με τους υπόλοιπους να κυκλοφορήσει ως άλμπουμ των Blue Öyster Cult. Θα ακουστεί λίγο σαν συνταγή μαγειρικής τώρα, αλλά αντικατέστησαν τα φωνητικά του και τα έκαναν ο Bloom με τον Roeser (ο δεύτερος έγραψε από πάνω και κάτι lead κιθάρες). Είχαν πάει νωρίτερα και ο αδερφός του Albert, ο Joe Bouchard μαζί με τον Allen Lanier και έγραψαν τις δεύτερες φωνές και τα πλήκτρα, οπότε έδεσε το γλυκό και στον δίσκο ξαναβρέθηκε η αρχική πεντάδα.

Η δισκογραφική εταιρία όμως δεν διαφήμισε το Imaginos. Είχε άλλα προβλήματα να λύσει η Columbia. Δικά της.
Και παρόλο που η μπάντα βγήκε για περιοδεία με την σύνθεση που είχε, εκτός των δύο αδερφών Bouchard, το άλμπουμ δεν είχε εμπορική ανταπόκριση. Μάλιστα, όταν η Sony αγόρασε τη μητρική εταιρία της Columbia, την CBS Records, για να φτιάξει τη Sony Music Entertainment, οι Blue Öyster Cult απορρίφθηκαν από το ρόστερ της.
Για τα επόμενα έντεκα χρόνια η μπάντα τριγυρνούσε δίνοντας συναυλίες χωρίς να κυκλοφορεί δίσκους με νέο υλικό, πέρα από δυο τραγουδάκια που έδωσε για το soundtrack της ταινίας The Bad Channels το 1992.
Με τα τρία μέλη της αρχικής σύνθεσης να συνεχίζουν (Eric Bloom, Donald “Buck Dharma” Roeser και Allen Lanier), οι Blue Öyster Cult μπήκαν και ξαναηχογράφησαν παλιό υλικό όπως τα «Don't Fear the Reaper», «Godzilla», «Astronomy» και «Burning for You» για το δωδέκατο άλμπουμ τους, το Cult Classics του 1994.
Όλα αυτά τα χρόνια βέβαια, το ρυθμ σέξιον άλλαζε συνεχώς: Όταν ο Ron Riddle έφυγε από την θέση του ντράμερ, τον αντικατέστησε αρχικά ο Chuck Burgi (έχει παίξει τύμπανα με τους Al Di Meola, Hall & Oates, Joe Lynn Turner, Rainbow, Meat Loaf, Enrique Iglesias, Bon Jovi και Diana Ross), έπειτα ο John Miceli (o ντράμερ του Meat Loaf) και ο John O'Reilly (των Rainbow και Trans-Siberian Orchestra) και αργότερα ο Bobby Rondinelli (Rainbow, Quiet Riot, Black Sabbath).
Όταν το 1995 ο Jon Rogers εγκατέλειψε την θέση του μπασίστα, (το 2000 κυκλοφόρησε με τον Roeser και τον Ron Riddle ένα άλμπουμ ως The Red And The Black), αντικαταστάθηκε από τον Danny Miranda.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 οι Blue Öyster Cult εξασφάλισαν συμβόλαιο με την CMC Records και κυκλοφόρησαν τα άλμπουμ Heaven Forbid (1998) και Curse of the Hidden Mirror (2001) σε στίχους του Αμερικάνου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας και τρόμου John Shirley.
Οι φτωχές πωλήσεις του δεύτερου δίσκου όμως έκαναν τη δισκογραφική Sanctuary (που είχε απορροφήσει την CMC Records) να τους απολύσει αφού πρώτα κυκλοφόρησε σε CD και DVD το ζωντανά ηχογραφημένο στο Σικάγο άλμπουμ A Long Day's Night.

Οι αλλαγές στην σύνθεση ξανάρχισαν με κόσμο να μπαίνει και να βγαίνει σε τύμπανα και μπάσο, και με τον Miranda να πηγαίνει στους Queen για να αντικαταστήσει τον John Deacon που είχε βγει στην σύνταξη.
Το 2007 ο Allen Lanier αποσύρθηκε από την ενεργό δράση παραχωρώντας την θέση του πίσω στα πλήκτρα στον Richie Castellano, ενώ στο μπάσο ήρθε ο Rudy Sarzo (πρώην μέλος των Quiet Riot, Whitesnake, Ozzy Osbourne και Dio). Στο μεταξύ από το 2001 οι δισκογραφικές είχαν αρχίσει να επανεκδίδουν το υλικό τους και είχαν σκαλίσει σε τέτοιο βάθος που έβγαζαν κυκλοφορίες της εποχής των Stalk-Forrest Group.
Για χρόνια οι ειδήσεις από το συγκρότημα ήταν οι ανακοινώσεις ονομάτων μουσικών που άλλαζαν και κυκλοφορίες όπως ένα boxset με 17 CD και τίτλο The Complete Columbia Albums Collection το 2012.
Την ίδια χρονιά εμφανίστηκαν για πρώτη φορά όλοι μαζί μετά από 25 χρόνια σε μια ειδική εκδήλωση που έγινε στην Νέα Υόρκη, λίγο πριν ο Allen Lanier πεθάνει από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
Τον Φεβρουάριο του 2014 οι Blue Öyster Cult επισκέφθηκαν ξανά την Ελλάδα, παίζοντας στις 6 του μηνός στην Αθήνα και στις 7 στην Θεσσαλονίκη.
Ο Albert Bouchard επέστρεψε στο συγκρότημα για μια σειρά εμφανίσεων το 2016 και ακολούθησαν ανακοινώσεις, φήμες και σχόλια για ένα νέο άλμπουμ, το οποίο τελικά ολοκληρώθηκε και κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2020 με τίτλο The Symbol Remains – η πρώτη στουντιακή τους κυκλοφορία από το 2001. Στην σύνθεση έχουν παραμείνει ο Eric Bloom και ο Buck Dharma από τους βασικούς, ο Richie Castellano και ο Danny Miranda από τα πληρωμένα πιστόλια και έχει προστεθεί ο ντράμερ Jules Radino.
Γνωρίζω ότι φέτος θα προβληθεί στους κινηματογράφους η νέα ταινία με θέμα τον Godzilla και εγώ, ως παντοτινός θαυμαστής της υποκριτικής του τέχνης, θα ήθελα, ει δυνατόν, να συμπεριληφθεί στο soundtrack και το τραγούδι που έγραψαν για αυτόν οι Blue Öyster Cult…

Διαβάστε σχετικά:

Δύναμη και πάθος: Πενήντα (και κάτι) χρόνια Eloy...

Daevid Allen & Gong: Σύντομη αναδρομή σε μια διαστημική καριέρα...

Hawkwind: “Urban Guerrilla” Η μικρή-μεγάλη ιστορία ενός απαγορευμένου τραγουδιού...

Ακούστε σχετικά:

Οι Blue Oyster Cult στο Ρόδον τον Δεκέμβριο του 1995 (audio)

Οι συναυλίες των Blue Oyster Cult στη Λεωφόρο στις 8 & 9 Ιουλίου 1987 (audio)

BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:

https://tribe4mian.wordpress.com/

https://newzerogod.com/home

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...

 

 


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1