Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Προτού ξεκινήσω το δεύτερο μέρος της ιστορίας των Killing Joke (το πρώτο μέρος ΕΔΩ), να σημειώσω εδώ κάτι που ισχύει τόσο γι' αυτούς, όσο και για κάθε συγκρότημα: όπως όλοι γνωρίζουμε, η συνύπαρξη δύο ανθρώπων ακόμα και σε μια ερωτική σχέση είναι δύσκολη. Φαντάζεστε λοιπόν πόσο δύσκολη είναι μια σχέση, όταν συνυπάρχουν 4-5 άτομα, 4-5 εγωισμοί μέσα στο ίδιο δωμάτιο, σε ένα μουσικό σύνολο, με διαφορετικά όνειρα ο καθένας για τον εαυτό του; Συνήθως βλέπουμε ένα συγκρότημα σαν ένα σύνολο, αλλά εδώ δύο ζευγάρια που είναι φίλοι για χρόνια πάνε ένα Σαββατοκύριακο εκδρομή στην λιμνούλα και την Δευτέρα δεν μιλιούνται. Σκεφτείτε, λοιπόν, ένα μουσικό σύνολο όπου ο καθένας έχει τα δικά του προσωπικά προβλήματα, χρησιμοποιεί διαφορετικά ναρκωτικά για να φτιάχνεται, και ο καθένας εξελίσσεται αναπτύσσοντας διαφορετικά ενδιαφέροντα απ τους άλλους; Σκεφτείτε αυτό το σύνολο να είναι υποχρεωμένο, για οικονομικούς λόγους τις περισσότερες φορές, να τρώει στην μάπα συνεχώς κάποιον άλλο από το συγκρότημα μέσα σε ένα αυτοκίνητο, μέσα σε ένα στούντιο, ή πάνω στην σκηνή, για μέρες, εβδομάδες, μήνες.
Και από την άλλη, αν όλοι αυτοί μοιράζονταν ένα κοινό όνειρο στην αρχή της μουσικής τους σχέσης, είναι φυσικό οι άνθρωποι να μην είναι κούκλες βιτρίνας για να είναι απαράλλακτοι από τα 20 ως τα 40 ή τα 50 τους. Χωρίς την δέσμευση κάποιου συμβολαίου, ο καθένας είναι ελεύθερος να φύγει από ένα συγκρότημα, γιατί αυτόν που παίζει μουσική μαζί σου δεν τον παντρεύεσαι. Αυτό ισχύει για κάθε μπάντα που είναι ενεργή για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ενώ οι Killing Joke έδιναν μάχες στις συνεχείς επιθέσεις του μουσικού τύπου, τον Οκτώβριο του 1985 επέστρεψαν στο Βερολίνο με τον Chris Kimsey για την ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ τους, Brighter Than a Thousand Suns (τίτλος, φαντάζομαι, δανεισμένος από το βιβλίο του Αυστριακού φιλειρηνιστή Robert Jungk, Brighter Τhan Α Thousand Suns: A Personal History of the Atomic Scientists, σχετικά με το Πρόγραμμα Μανχάταν και τα σχέδια των ναζί για ατομική βόμβα).
Η EG Records όμως, παρά τις ενστάσεις του συγκροτήματος, απέρριψε τις μίξεις που έκανε στα τραγούδια ο Kimsey και τις αντικατέστησε με νέες μίξεις του Αυστραλού παραγωγού Julian Mendelsohn (στην καριέρα του έχει κάνει παραγωγή για τους Pet Shop Boys και έχει συνεργαστεί με και με τους Elton John, Jimmy Page, Bob Marley, INXS, Level 42, Nik Kershaw και Paul McCartney) ώστε το αποτέλεσμα να είναι πιο εμπορικό.
Αυτές οι μίξεις κυκλοφόρησαν τελικά, με αρκετά εφέ, ενώ οι κιθάρες και η rhythm section ήταν μιξαρισμένα χαμηλότερα από την αρχική μίξη. Εμένα πάντως δεν με χαλάει, για να πω την αλήθεια. Οι Killing Joke ακούγονται πλέον πιο εμπορικοί από τις προηγούμενες δουλειές τους και το άλμπουμ έφτασε μέχρι το νούμερο 54. Στην επανέκδοση του 2008, το συγκρότημα απαίτησε και κατάφερε να επανέλθουν οι αρχικές μίξεις του Chris Kimsey οι οποίες ακούγονται και πιο ουσιώδεις.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, ο ερχομός του Paul Raven στο μπάσο είχε προσφέρει κάτι διαφορετικό ήδη από το προηγούμενο άλμπουμ, το Night Time. Το μπάσο, ας πούμε, στο «Love Like Blood» είναι τόσο χαρακτηριστικό, που δε πα να το παίξεις σε άλλο τραγούδι με διαφορετικές ενορχηστρώσεις και άλλα ακόρντα, η ρυθμολογία του θα το προδώσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Martin Glover (στο εφεξής θα τον αναφέρω ως Youth) ήταν ένας μουσικός κατώτερης ποιότητας.
Jaz Coleman
Αλλά ας μιλήσουμε λίγο γι αυτόν, καθώς είναι μια πολύ σημαντική προσωπικότητα και όχι μόνο για τους Killing Joke: Όταν ήταν μικρός, ο Youth φοίτησε σε ένα ανεξάρτητο ιδιωτικό σχολείο του Oxfordshire και εκεί γνώρισε τον Alex Paterson, ο οποίος αργότερα θα γινόταν τεχνικός βοηθός του Youth στους Killing Joke, πριν σχηματίσει τους The Orb (μικρός ο κόσμος).
Ο δε Youth, αρχικά είχε υιοθετήσει το παρατσούκλι «Pig Youth» από τον τραγουδιστή της reggae Big Youth και άρχισε να παίζει μουσική το 1977 με το πανκ συγκρότημα Rage που περιόδευσε με τους Adverts. Αργότερα προσχώρησε στους 4 Be 2 (ένα συγκρότημα που είχε σχηματίσει ο αδερφός του John Lydon, Jimmy Lydon) και μαζί τους ηχογράφησε το σινγκλ «One of the Lads».
Όταν το 1982 αποχώρησε από τους Killing Joke, σχημάτισε την dub funk μπάντα Brilliant με τον Jimmy Cauty (συνιδρυτής των The Orb μαζί με τον Paterson, και μέλος των KLF). Οι Brilliant ηχογράφησαν ένα άλμπουμ το 1985 και διαλύθηκαν.
Έπειτα από ένα 12" με τους Bollock Brothers, o Youth ίδρυσε μαζί με τον Paterson τη δισκογραφική εταιρία WAU! Mr. Modo Recordings και προσανατολίστηκαν σε industrial techno dub ήχους αλλά και στο σκληρό dub, κυκλοφορώντας τα πρώτα των The Orb, Napthali, Manasseh, Bim Sherman και Jah Warrior.
Είναι προφανές, ότι μουσικοί όπως ο Youth που την έψαχνε με το dub και τον ηλεκτρονικό ήχο ή ο Jah Wobble που χρησιμοποιούσε τους Invaders of the Heart ως μουσικό όχημα στο κόσμο της World μουσικής, ψαχνόντουσαν και ψάχνονται ακόμα. Στο σημείο αυτό, να μην ξεχάσω να αναφέρω τον Bill Laswell που κάνει το ίδιο (μπασίστες και οι τρεις – τυχαίο;)
Οι δεσμοί του Youth με το dub συνεχίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν ο παραγωγός Adrian Sherwood του ζήτησε να ρεμιξάρει μερικά από τα κομμάτια του Bim Sherman για μια νέα επεξεργασία του άλμπουμ Miracle. Έτσι, ξεκίνησε τις μίξεις για άλλους καλλιτέχνες και άρχισε να χτίζει ένα πολύ καλό όνομα ως παραγωγός και ρεμίξερ.
Εδώ μπορεί να κάνω λάθος, αλλά έχω την άποψη ότι ο Youth συνετέλεσε καθοριστικά, μαζί και με τους Killing Joke, στην έκταση που πήρε αργότερα το industrial και το industrial metal.
Κάποτε, ο Wayne Hussey μου είχε πει πως όταν ο Youth είχε πάει να κάνει το ρεμίξ του τραγουδιού «Tower Of Strength» των Mission (κυκλοφόρησε ως «Tower Of Strength (East India Trans Cairo Mix)» το 1994) είχε ανάψει δύο fog machines (τα μηχανήματα που βγάζουν καπνό στις συναυλίες) μέσα στο στούντιο και δούλευε με αυτόν τον τρόπο.
Youth
Στο μεταξύ, πίσω στο 1985 και στο Brighter Than a Thousand Suns, ο ήχος των Killing Joke συνέχιζε να αλλάζει, προμηνύοντας μια νέα πορεία. Raven με Ferguson στο μπάσο και στα τύμπανα αντίστοιχα, είχαν φτιάξει ένα ακατανίκητο funk τραγούδι, το «Victory» (το ηχογράφησαν μήνες αργότερα, το 1986, και δεν υπάρχει στο αρχικό βινύλιο – αλλά μπορείτε να το βρείτε στην κασέτα και στην CD έκδοση) που δείχνει ότι έψαχναν άλλες μουσικές διεξόδους. Έπειτα, είναι η κιθάρα του Geordie Walker ο οποίος είχε πλέον βρει τον δικό του ήχο, το προσωπικό του ύφος και στυλ.
Το κακό ήταν, όπως γίνεται πάντα σε μπάντες τέτοιου του βεληνεκούς, η εταιρεία πίεζε συνεχώς το συγκρότημα για να επαναλάβει την επιτυχία του προηγούμενου άλμπουμ, ενώ με την συμφωνία που είχαν υπογράψει δεν τους είχαν απομείνει χρήματα. (Ανάλογες πιέσεις δέχονται όλοι, και αυτός είναι ο λόγος, σύμφωνα με τον Roger Waters, που οι Pink Floyd έγραψαν το «Money»).
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η μπάντα άρχισε να άγεται και να φέρεται σε ποπ τηλεοπτικές εκπομπές, και κάποια μέρα, εξαιτίας των επιθέσεων του μουσικού τύπου που συνεχίζονταν, ο Coleman τα πήρε στο κρανίο και πήγε και άφησε στην ρεσεψιόν μιας μουσικής εφημερίδας ένα μοσχαρίσιο συκώτι γεμάτο σκουλήκια.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, όταν οι Killing Joke άρχισαν να γράφουν το έβδομο άλμπουμ τους, Outside The Gate,οι εντάσεις που πλέον είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα στα μέλη ανάγκασαν τον ντράμερ Paul Ferguson να αποχωρήσει από το σχήμα.
«Η συμπεριφορά του Jaz ήταν τόσο άσχημη που ήταν αδύνατον να βρισκόμαστε όλοι μαζί στον ίδιο χώρο. Αρχικά, ηχογράφησα τύμπανα χωρίς να ακούω τα πλήκτρα που είχε παίξει επειδή δεν μου άρεσαν. Κατόπιν, πήρα ένα μήνυμα πως ό,τι είχα παίξει ήταν εκτός χρόνου και ότι έπρεπε να τα ξαναγράψω. Του είπα να πάει να γαμηθεί και έφυγα από τη χώρα», δήλωσε ο Ferguson.
Αργότερα, ανέφερε ότι το Outside The Gate είχε ξεκινήσει ως σόλο δουλειά του Coleman. Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε το 2016, o Ferguson ανέφερε ότι στη διάρκεια της παραγωγής το κόστος της ηχογράφησης είχε αυξηθεί και έτσι η δισκογραφική εταιρεία επέμεινε ότι ο δίσκος έπρεπε να κυκλοφορήσει ως άλμπουμ των Killing Joke, παρόλο που τόσο ο ίδιος όσο και ο Raven δεν συμμετείχαν πλέον στη σύνθεση της μπάντας.
Paul Ferguson
Ο Ferguson συνεργάστηκε με τους Warrior Soul (1987–1990), με τους Murder, Inc. (1991–92) και, για ένα χρόνο, με τον John Valentine Carruthers, τον πρώην κιθαρίστα των Siouxsie & the Banshees. Ύστερα μετακόμισε στο Πουέρτο Ρίκο, στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, και έγινε γλύπτης και συντηρητής έργων τέχνης με ειδίκευση στα αρχαία γλυπτά. Έπαιξε επίσης για λίγο με τους The Orb και ασχολήθηκε με την κιθάρα.
Από την άλλη, ο Paul Raven συμμετείχε στην ηχογράφηση του Outside The Gate, αλλά τελικά ζήτησε να αποσυρθεί το όνομά του από τους τίτλους επειδή δεν συμφωνούσε με το καλλιτεχνικό περιεχόμενο. Το 1991 σχημάτισε τους Murder, Inc. με τον τραγουδιστή Chris Connelly (ο Connely είχε περάσει από τους Ministry, τους Revolting Cocks και τους Pigface. Όταν μου παραχώρησε μια συνέντευξη για την εκπομπή μου, μου είχε ζητήσει να μην τον ρωτήσω για τους Ministry). Ταυτόχρονα, ο Raven συμμετείχε κι εκείνος στους Pigface του Martin Atkins, του πρώην ντράμερ των Public Image LTD.
Επομένως, το Outside the Gate είναι κυρίως μια δουλειά του Coleman με τον Geordie Walker. Ηχητικά το άλμπουμ απομακρύνεται από τον ήχο των Killing Joke, έχει περισσότερα πλήκτρα, πιο περίπλοκες συνθέσεις, ενώ πότε-πότε φλερτάρει και με την rap, όπως στο «Stay One Jump Ahead». Κυκλοφόρησε στις 27 Ιουνίου του 1988 και έφτασε μέχρι το νούμερο 92 των βρετανικών τσαρτ.
Τίποτα δεν φαινόταν να πηγαίνει καλά. Η EG ζητούσε πίσω τα λεφτά της, η Virgin τους έδιωξε από την διανομή της, συναυλίες δεν γινόντουσαν και ο Coleman έπεσε σε κατάθλιψη.
Σε αυτό το σημείο, ο τραγουδιστής αποφάσισε να κάνει μια εντυπωσιακή στροφή στην καριέρα του και να γίνει δυο διαφορετικοί… Jaz Coleman: o ένας θα ήταν ο τραγουδιστής των Killing Joke και ο άλλος ο κλασσικός πλέον μουσικός, ο ενορχηστρωτής, ο μαέστρος. Έτσι κι αλλιώς, από την ημέρα που πάτησε το πόδι του στην Ισλανδία, είχε αποφασίσει να γίνει συνθέτης κλασσικής μουσικής.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, επισκέφθηκε το Κάιρο μαζί με την κημπορντίστρια Anne Dudley (των Art of Noise) και το 1990 ηχογράφησαν εκεί, αλλά και στο Λονδίνο, το άλμπουμ Songs from Τhe Victorious City (Κάιρο στα Αραβικά σημαίνει Νικηφόρος, Θριαμβευτής). Ο αναγνώστης θα πρέπει να ξέρει ότι η Anne Dudley δεν είναι καμιά τυχαία. Έχει βραβευτεί με Όσκαρ καλύτερης μουσικής για κωμική ταινία (The Full Monty), ενώ έχει συνθέσει τη μουσική επένδυση για άλλες είκοσι δυο ταινίες. Μέχρι τότε, είχε συνεργαστεί με τους ABC και τους a-ha, για να ακολουθήσουν πάρα πολλά μεγάλα ονόματα τα επόμενα χρόνια.
Geordie
Το Songs from Τhe Victorious City, ήταν το πρώτο σόλο άλμπουμ του Coleman που είναι ορχηστρικό και συγκαταλέγεται στη World μουσική (πιστεύω ότι όλοι βλέπουμε ξεκάθαρα πλέον αυτό το «ψάξιμο» που προανέφερα για τους μουσικούς, καθώς και μια στροφή στην πορεία που σε λίγο θα κάνει τους Coleman και Youth να κινούνται παράλληλα). Στο άλμπουμ η Dudley παίζει πλήκτρα, ο Coleman βιολί και φλάουτο, ενώ οι υπόλοιποι μουσικοί είναι Αιγύπτιοι. Ο Coleman ήταν έμπειρος βιολιστής και είχε σπουδάσει μουσική στη Λειψία για δέκα συνεχή χρόνια. Όταν πήγε στην Αίγυπτο, μαγεύτηκε από την τοπική μουσική παράδοση και ξεκίνησε εκτεταμένες σπουδές στο Κάιρο πάνω στο σύγχρονο αραβικό ηχητικό σύστημα, ή σύστημα μουσικού συντονισμού, ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε στους Killing Joke.
Από τότε, άρχισε σιγά-σιγά να διευθύνει κλασσικές ορχήστρες και στην συνέχεια έπαιξε με μερικές από τις κορυφαίες του κόσμου. Μάλιστα, ο μαέστρος Klaus Tennstedt τον χαρακτήρισε ως «νέο Μάλερ». (Το 1997, σε δική του ενορχήστρωση, θα κυκλοφορούσε με την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου το άλμπουμ Kashmir: Symphonic Led Zeppelin – ωπ! Νάτος πάλι ο Jimmy Page!)
Coleman: «Πήγα στην Ανατολική Γερμανία, την Ουγγαρία και το Μινσκ για να σπουδάσω ενορχήστρωση με διάφορους δασκάλους. Συνθέτω και διευθύνω – η Ορχήστρα των Ηνωμένων Εθνών μου ανέθεσε να σχηματίσω την Ορχήστρα Δωματίου των Ηνωμένων Εθνών, η οποία ελπίζω να κάνει πολλές συναυλίες για να συγκεντρώσει χρήματα για διάφορους σκοπούς. Έχω επίσης διετές συμβόλαιο με την Κρατική Ορχήστρα της Αγίας Πετρούπολης. Την πρώτη φορά που διηύθυνα, είχα μόνο μια ώρα πρόβα, μετά βρέθηκα στη σκηνή μπροστά σε έναν πρόεδρο. Ήμουν τρομοκρατημένος!»
Πίσω στους Killing Joke όμως, μετά την αποτυχία του άλμπουμ Outside The Gate, το συγκρότημα βρισκόταν χωρίς καμία οικονομική υποστήριξη. Αμέσως μετά την κυκλοφορία του Songs from Τhe Victorious City, ο Coleman με τον Walker, που είχαν προσθέσει στο συγκρότημα τον Martin Atkins στα τύμπανα, ζήτησαν από τον Paul Raven να επιστρέψει στο μπάσο.
Το άλμπουμ Extremities, Dirt and Various Repressed Emotions κυκλοφόρησε από τη γερμανική εταιρία Noise Records τον Νοέμβριο του 1990 και ίσως και λόγω του industrial ήχου που άρχισε να παίρνει τα πάνω του εκείνη την εποχή, ίσως λόγω της συμμετοχής του Atkins, ήταν ότι σκληρότερο είχαν βγάλει μέχρι τότε οι Killing Joke. Το σινγκλ του άλμπουμ, «Money Is Not Our God», δεν μπήκε στα τσαρτ. Για εμένα όμως, το άλμπουμ αυτό ήταν ακόμα ένα βήμα που έκανε το συγκρότημα πιο κοντά στον Youth και τον ήχο του, και η απόδειξη βρίσκεται στο επόμενο άλμπουμ της μπάντας, όπου επιτέλους οι τροχιές τους συναντήθηκαν: το Pandemonium του 1994.
Συνεπαρμένος από το ενεργειακό πεδίο των αιγυπτιακών πυραμίδων, ο Coleman κάλεσε τον Youth να αναλάβει την παραγωγή του άλμπουμ και επισκέφθηκαν μαζί την Αίγυπτο για να ηχογραφήσουν τα φωνητικά στον Θάλαμο του Βασιλιά της Πυραμίδας του Χέοπα. «Η ενέργεια της πυραμίδας είναι τόσο έντονη που δεν χρειάζεσαι ούτε ναρκωτικά, ούτε ύπνο» έλεγε ο Coleman.
Η πρώτη μέρα δεν τους πήγε καλά, λόγω των αντηχήσεων μέσα στο χώρο που είχαν φωτίσει με κεριά στερεωμένα σε μανουάλια, αλλά τη δεύτερη ημέρα, ο Coleman εξήγησε στο Πνεύμα της πυραμίδας ότι δεν είχαν σκοπό να το προσβάλουν και ότι οι προθέσεις τους ήταν αγαθές.
Youth και Coleman πέτυχαν τελικά τα φωνητικά για τα τραγούδια «Pandemonium», «Exorcism» και «Millennium» και έτσι αυτό το άλμπουμ βρέθηκε να γεφυρώνει τις ethnic αναζητήσεις του ενός με τις industrial ανακαλύψεις του άλλου, διευρύνοντας τον ήχο της μπάντας.
Στο σημείο αυτό να σημειώσω ότι το CD που έχω δεν αναφέρει ποιοι συμμετέχουν, εκτός από τους Αιγύπτιους μουσικούς, οπότε, αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο, δεν θα γνώριζα αν παίζει ο Raven ή ο Youth, ποιος παίζει τις κιθάρες (τις παίζει ο Walker) ή τα τύμπανα, εκτός κι αν ο Hossam Ramzy και ο Said El Artist, οι οποίοι αναγράφονται ως περκασιονίστες, κάνουν αυτή την δουλειά.
Το Pandemonium κυκλοφόρησε από την Butterfly Recordings, την εταιρία του Youth, o οποίος, για να λύσω το μυστήριο, ασχέτως αν δεν αναγράφεται στο CD, είχε επιστρέψει στο μπάσο της μπάντας στην θέση του Raven.
Τα σινγκλ «Millennium» και «Pandemonium» έφτασαν και τα δύο στο τοπ 40 του Ηνωμένου Βασιλείου και το Pandemonium έγινε το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία του συγκροτήματος. Όταν το αγόρασα, το άκουγα και το ξανάκουγα, επειδή ήταν τόσο καινούργιο, τόσο παράξενο και ιδιόμορφο, μέσα σε ένα γενικότερο μουσικό περιβάλλον, για όποιον θυμάται εκείνες τις εποχές, όπου υπήρχαν οι Nine Inch Nails του The Downward Spiral, η Hitch Hyke μόλις είχε φέρει στην Ελλάδα το The Final Remixes των Die Krupps, και οι Prodigy κυκλοφορούσαν το Music For The Jilted Generation.
Ζήλεψα και ήθελα κι εγώ να κάνω κάτι, να ψάξω αυτόν τον νέο ήχο, και ξεκίνησα γράφοντας το «Channel Z» με τους Flowers of Romance, ενώ αργότερα ψάχτηκα περισσότερο με τους NEXUS.
Όπως φάνηκε, δεν ήμουν ο μόνος μουσικός που το βίωσα έτσι...
(Συνεχίζεται)
Killing Joke: Οι χοροί της φωτιάς... (Μέρος Α΄)
Από το glam στο new wave: Οι Japan και το νόημα του στυλ...
Gang of Four: Μια συμμορία με όπλο τη μουσική...
Brendan Perry: Το ρεμπέτικο στα αγγλικά...
Fruits de Mer Records: Θαρρείς και τα τελευταία 40 χρόνια δεν συνέβησαν ποτέ
Κraftwerk: Άνθρωποι, μηχανές και μουσική
Λόγια ανθρώπων επιφανών: Brian Eno
BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:
https://tribe4mian.wordpress.com/
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.