Νίκος Βεργέτης: «Έχω κάτι σαν φοβία απέναντι στα ηθικά διδάγματα...»

Συνέντευξη στον Αλέξη Καλοφωλιά

Φωτογραφίες: Γιώργος Θωμόπουλος

«Στο Τορκί Μπαρ, ο χρόνος κυλούσε αλλιώτικα. Σε αυτό το απάγκιο των κατατρεγμένων, το κυλινδρικό καφεκόκκινο μαξιλάρι κατά μήκος της μπάρας υπέμενε μητρικά σχεδόν, τους ασήκωτους απ’ τους καημούς αγκώνες των ημιμεθυσμένων θαμώνων που προσπαθούσαν βουτηγμένοι στη δυστυχοευτυχία τους να τη βγάλουν καθαρή μέχρι το επόμενο πρωί. Άλλωστε, όπως συνήθιζε να λέει τραγουδιστά στη μητρική του γλώσσα ο Τζίμι ΜακΝίκολ έπειτα από μερικά ποτηράκια: «Καινούργιο βράδυ/καινούργιο σώμα/όλα μοιάζουν πιθανά/η μέρα είναι μια άλλη υπόθεση».
[Από το Τορκί Μπαρ, σελ. 65]

Στις ιστορίες του Νίκου Βεργέτη, η προσπάθεια των ανθρώπων να ξεφύγουν από τους ιστούς που υφαίνoυν γύρω τους η τυχαιότητα και η προσδοκία στέφεται σχεδόν πάντα με αποτυχία. Μια αποτυχία όμως «μπεκετική», δυναμική, σχεδόν ένδοξη μέσα στην ταπεινότητα της, που διεκδικεί το τενεκεδένιο στέμμα της τόσο τις στιγμές που μας κατακλύζει η αφοπλιστική μελαγχολία της ύπαρξης, όσο και αυτές που θυμώνουμε ή γελάμε με τις αντιφάσεις της. 

Κομμάτι μιας γενιάς που ένιωσε να της τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια και να της στερούν όλες τις ηρωικές αφηγήσεις αλλά αντί αυτό να τον τσακίσει τον πείσμωσε και τον ενέπνευσε, ο Νίκος Βεργέτης έχει γράψει τρία βιβλία (χόλι μάουντεν, Ιπποκράτους και Ασκληπιού γωνία, Τορκί Μπαρ), ισορροπώντας αριστοτεχνικά κατά τη γνώμη μας ανάμεσα στο διήγημα και τη νουβέλα, την εξιστόρηση και τον στοχασμό, τη φιλία και την προδοσία, την απώλεια και τη νευρική χαρά της επόμενης μέρας. Αυτή την εποχή έχει μόλις ολοκληρώσει το τέταρτο βιβλίο του που θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα. Εκτός από άνθρωπος των ιστοριών, ο Νίκος είναι εκδότης – η ψυχή πίσω από τις εκδόσεις Κυψέλη – και μουσικός με θαυμάσια πορεία. Σε μια τετ α τετ συνάντηση, του ζητήσαμε να απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις γύρω από τη διαδρομή του, τις ιδέες και τη γραφή του.


Α.Κ.: Ας αρχίσουμε μιλώντας για την πορεία της έκφρασής σου. Ξεκίνησες από μια φόρμα που θα την έλεγα ρευστή, το χόλι μάουντεν, πέρασες στη μικρή φόρμα, στα διηγήματα με τον καταπληκτικό τίτλο Ιπποκράτους και Ασκληπιού γωνία και έπειτα στο μυθιστόρημα με το Τορκί Μπαρ. Πώς ήταν αυτό το ταξίδι, αυτές οι μεταβάσεις;

Ν.Β.: Όλα οφείλονται κατά κάποιο τρόπο, στην τύχη. Ή μάλλον, στη συγκυρία, όχι στην τύχη. Το χόλι μάουντεν ήταν ένα «ξεμπούκωμα» μια συνολική εκφόρτιση. Το έγραψα στο Βέλγιο, είχα βρεθεί εκεί μαζί με την τότε σύντροφό μου∙ είχε μια θέση για ένα τρίμηνο, ένα καλοκαίρι, σε ένα πανεπιστήμιο που απείχε μία ώρα από τις Βρυξέλλες. Ένας καλός μου φίλος που έμενε στις Βρυξέλλες ερχόταν τα καλοκαίρια στην Αθήνα και μου είπε πάρε τα κλειδιά και πήγαινε, το σπίτι μου είναι δικό σου. Οπότε στην ουσία είχα ένα σπίτι μόνος μου. Το χόλι μάουντεν το έγραψα όλο έξω, σε καφέ και μπυραρίες, αλλά επειδή εγώ δεν πίνω μπύρα, έψαχνα πάντα την μπύρα με το περισσότερο αλκοόλ – μιλάμε για τρελά νούμερα και μετά δεν μπορούσα να βρω τον δρόμο για το σπίτι. Ήταν μια τρελή κατάσταση, το έγραψα μέσα σε τρεις μέρες και ίσως αυτό φαίνεται και στο αποτέλεσμα. Σχεδόν αυτόματη γραφή. Η αρχική του μορφή είναι αυτή που εκδόθηκε – δεν γνωρίζω τη διαδικασία αυτού που λέμε δεύτερη γραφή, δεν έχω καθίσει ποτέ να ξαναδώ αυτά που γράφω και να σβήσω κάτι που δεν μου άρεσε. Δεν το λέω για να το καυχηθώ, θαυμάζω τη διαδικασία του editing, αλλά δεν τη γνωρίζω. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να προσθέσω μία ιδέα που μου ήρθε εκ των υστέρων, να αφαιρέσω δύο σελίδες ή να ενώσω δυο στοιχεία από διαφορετικά σημεία. Έτσι, το χόλι μάουντεν έγινε σε συμπυκνωμένο χρόνο, ήταν και το θέμα τέτοιο – αφενός ο θάνατος του φίλου μου του Πάνου που τον έζησα από πολύ κοντά, ήμουν στο νοσοκομείο σχεδόν κάθε μέρα - και αφετέρου ο ήρωας που είναι τέτοιος άνθρωπος∙ πεθαίνει και θέλει να πει ό,τι προλαβαίνει. Πιστεύω ότι αυτός ο συνδυασμός δημιούργησε το χειμαρρώδες του πράγματος. Η συγκυρία της κατάστασης του ήρωα με τη δική μου, που εκείνη την εποχή ήμουν «στα κάγκελα». Έτσι, με έναν περίεργο, δικό του τρόπο, το πράγμα προχώρησε.

Στο δεύτερο, τη συλλογή διηγημάτων, η φάση είχε να κάνει με το ότι είχε ήδη γεννηθεί ο Άρης, ο γιος μου, είχε αλλάξει η ζωή μου από τα θεμέλια και ένιωθα ότι δεν είχα χρόνο να καθίσω να γράψω κάτι αντίστοιχο με το χόλι μάουντεν ή κάτι μεγάλο. Υπήρχαν μερικά διηγήματα ήδη γραμμένα, αλλά το ζήτημα ήταν καθαρά πρακτικό∙ με βοήθησε η αυτοτέλεια που έχει το διήγημα, το γράψαμε το κλείσαμε, πάμε παρακάτω. Μετά από δεκαπέντε μέρες μου ερχόταν μια άλλη ιδέα, την έγραφα κι αυτή. Όμως θεωρώ πως αν και αυτοτελή, τα διηγήματα της «Ιπποκράτους» χτίζουν μια κοινή ατμόσφαιρα που πάλι αντικατοπτρίζει την όλη φάση της περιόδου που γράφτηκαν. Θα την έλεγα «αστικό σουρεαλισμό». Απλές ιστορίες πόλης, σημεία όπου σμίγουν ασύνδετα αλλά και κοντινά μέρη όπως η Ασκληπιού με την Ιπποκράτους.
Είναι περίεργο… Ξέρω ότι το χόλι μάουντεν μίλησε περισσότερο στον κόσμο, αλλά από τα δύο προτιμώ το Ιπποκράτους και Ασκληπιού. Ξαναδιαβάζοντας το χόλι μάουντεν, μπορώ να σου πω ότι τις πρώτες πενήντα σελίδες θα τις πέταγα. Το δεύτερο μισό μου φαίνεται ότι κυλάει, αλλά το πρώτο μέρος μου φαίνεται έτσι κι έτσι. Αυτό που με εκνευρίζει κάπως είναι ότι είχα βρει μια εύκολη συνθήκη για να μιλήσω για τα πάντα. Ένας ετοιμοθάνατος που ξερνάει όλη τη ζωή του. Αφενός έχει μια συνολικότητα, αφετέρου – ελπίζω να μην το έχω κάνει, μου λένε ότι δεν το έχω κάνει αλλά είμαι πάντα κριτικός απέναντι στον εαυτό μου - έχει φράσεις που ακούγονται σαν γνωμικά, αποφάνσεις που τις καταθέτω ευθέως.
Το Τορκί, από την άλλη, με δεδομένο τον ενστικτώδη χαρακτήρα των δύο πρώτων, ήταν κατά κάποιο τρόπο το πιο μελετημένο. Με ένοιαζε όλο αυτό το «ζουμί» του χόλι μάουντεν να το κάνω ιστορία, μυθοπλασία. Αυτό που ζητάει να ειπωθεί να μη λέγεται τόσο άμεσα. Αυτό ήταν κάτι διαφορετικό σε σχέση με το χόλι μάουντεν. Οπότε έτσι προέκυψαν και αναζητήσεις δομής.

Α.Κ.: Μιλώντας για το Τορκί, το διάβασα σαν μία ευχάριστη απελευθέρωση από τη δικτατορία της πλοκής, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Η πλοκή κατέχει δευτερεύουσα θέση στην εξέλιξη της ιστορίας και πρωτεύουσα θέση αυτές που εγώ ονομάζω «μικρές αποκαλύψεις» δηλαδή σχεδόν διακριτικές θύρες για μια άλλη πραγματικότητα. Αυτό είναι για σένα συνειδητό; Δηλαδή προτιμάς να κολλήσει ο αναγνώστης σε μια σελίδα και να μην έχει τόση σημασία πώς έφτασε εκεί;

Ν.Β.: Καταρχάς είμαι παντελώς ανίκανος να γράψω πλοκή. Δεν «το ΄χω» με τίποτα. Δεν έχω ιδέα πώς φτιάχνεις ένα προσχέδιο όπως λένε, έναν σκελετό. Οπότε ο μόνος τρόπος – και στα δύο βιβλία το έχω κάνει αυτό – είναι να ενώσω δύο διαφορετικά πράγματα. Ας πούμε ότι είμαστε εδώ οι δυο μας και λες κάτι – πήγα εκεί, έκανα αυτό και μου κάνει κλικ. Έπειτα από δυο μέρες είμαι με την Καλυψώ τη γυναίκα μου π.χ. και μου λέει κάτι άλλο, που μου κάνει κι αυτό κλικ. Πρέπει να ενώσω σωστά αυτά τα δύο. Έχω δύο πράγματα που μου κάνουν, η φάση μου είναι να τα βάλω σε μια ιστορία. Αν ενωθούν αυτά τα δύο, μετά γίνεται ένα ντόμινο. Σταματάω να ψάχνω κάτι, έχει δημιουργηθεί η αρχή και η ιστορία παίρνει ένα δικό της δρόμο. Υπάρχει ένας συνεκτικός ιστός και μέσα σ’ αυτή την ύλη αρχίζουν να γεννιούνται οι συνειρμοί, μπαίνει η τρέλα, η φαντασία, όπως θέλεις πες το. Είμαι της σχολής «πες μια γαμημένη ιστορία». Αν την πεις καλά, κάτι καλά κάνεις. Είναι ψέματα, είναι αλήθεια, είναι ιστορικά τεκμηριωμένη, δεν είναι, ελάχιστη σημασία έχει για μένα. Μπορείς να χτίσεις μια ατμόσφαιρα; Να μου πεις μια ιστορία και να με κάνεις να γουστάρω, να τη διαβάσω και να βρεθώ εκεί; Μου κάνει. Το τι συμβαίνει από πίσω, αν βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, δεν μου καίγεται καρφί. Μη σου πω ότι ψιλοξενερώνω αν συμβαίνει αυτό. Δεν με νοιάζει αν με κοροϊδεύεις. Η γιαγιά μου, μια θρήσκα γυναίκα, μου έλεγε ιστορίες για τον Αη Γιώργη. Όμως μου τις έλεγε πολύ ωραία, ρε φίλε. Αυτή ήταν συγγραφέας στο μυαλό μου. Νομίζω ότι και στη μουσική συμβαίνει το ίδιο. Μπορείς να δημιουργήσεις ένα τραγούδι, να συνταιριάξεις τη μελωδία με τον ρυθμό έτσι που να σε πάρει μαζί του και να το πεις; Αυτό είναι. Τώρα οι ανατροπές, η πλοκή η περίεργη, όλα αυτά δεν με συγκινούν. Και δεν με συγκινούν σε κανέναν τρόπο έκφρασης, ακόμα και στον κινηματογράφο, οι σκόπιμες ανατροπές με απωθούν, με βγάζουν από την ατμόσφαιρα. Ό,τι με συγκινεί έχει ατμόσφαιρα.

Α.Κ.: Παρ’ όλα αυτά, συνθέτεις σιγά σιγά ένα λογοτεχνικό σύμπαν με κοινούς ήρωες. Για παράδειγμα, στο Ιπποκράτους και Ασκληπιού εμφανίζεται ένα σκαρίφημα της ζωής του Άρη Χρήστου, που είναι και χαρακτήρας του Τορκί. Στο Ιπποκράτους και Ασκληπιού εμφανίζεται επίσης το χόλι μάουντεν. Αυτό προκύπτει μέσα από τις ανάγκες της εκάστοτε σύνθεσης, ή επειδή θέλεις να εξελίξεις έναν χαρακτήρα, να τον μάθεις κι εσύ θα μπορούσαμε να πούμε δείχνοντας πολλές πλευρές του υποτιθέμενου ψυχισμού του;

Ν.Β.: Μου αρέσει πολύ αυτό. Ξεπηδάει μέσα από την αποστροφή που μου προκαλούν δηλώσεις όπως «Είμαι ο εαυτός μου», ή προτροπές του τύπου «Να είσαι ο εαυτός σου». Θα ήθελα να ρωτήσω ειλικρινά, «Ποιος εαυτός ρε φίλε;» Είσαι τόσο σίγουρος ότι δεν είσαι οι άνθρωποι που σε επηρεάζουν, ότι δεν είσαι τα παιδικά σου χρόνια, ή το κορίτσι που σε παράτησε, ή το κορίτσι που παράτησες εσύ; Θα είσαι ο εαυτός σου μόνο όταν συνειδητοποιήσεις ότι είσαι χίλιοι εαυτοί. Οι αντιφάσεις σου, οι εσωτερικές διαμάχες σου, αυτά συνθέτουν τον πραγματικό εαυτό σου. Οπότε αυτό για το οποίο ξεκινήσαμε να μιλάμε προκύπτει μέσα από τη διαπίστωση «αυτό ήταν κάτι εκεί, αλλά αν το πάρω και το βάλω εδώ θα είναι κάτι διαφορετικό», γιατί μπορεί ναι είναι και κάτι διαφορετικό. Δεν σημαίνει ότι ο ήρωας του πρώτου βιβλίου θα είναι και στο δεύτερο ο ίδιος, ότι θα κουβαλάει τα ίδια χαρακτηριστικά. Είναι κάτι σαν παιχνίδι, που πηγάζει μέσα από την πολυπλοκότητα και τις πολλές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής.

Α.Κ.: Ναι, παίζεις πράγματι πολύ με αυτό, την άλλη πλευρά του ανθρώπινου ψυχισμού που δεν είναι ευδιάκριτη με πρώτη ματιά και συγχρόνως αποφεύγεις τα ηθικά διδάγματα.

Ν.Β.: Μακάρι να το έχω καταφέρει αυτό, αν το έχω καταφέρει, γιατί σιχαίνομαι να το βλέπω ως αναγνώστης. Έχω κάτι σαν φοβία απέναντι στα ηθικά διδάγματα. Θυμήσου αυτό που σου είπα για το χόλι μάουντεν, για τα ρητά που εμφανίζονται σαν ένα είδος ηθικών κρίσεων. Κάποιοι άνθρωποι που σέβομαι μου έχουν πει ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά για μένα οριακά συμβαίνει.

Α.Κ.: Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέσα από την άρνηση του ηθικισμού γίνεσαι ένας ηθογράφος;

Ν.Β.: Αυτό ακριβώς είναι η πρόθεσή μου. Το είπες καλύτερα απ’ ότι θα μπορούσα να το πω εγώ. Μακριά από μένα οι ηθικολογίες. Επίσης, κάτι άλλο που με απωθεί είναι η περιγραφή των συναισθημάτων. Βρίσκω ανόητο στην τέχνη να προσπαθείς να περιγράψεις ένα συναίσθημα. Απλά το αποδυναμώνεις. Την αγάπη, τον έρωτα, τη φιλία, τον φόβο, αν πας να τα περιγράψεις τα αποδυναμώνεις. Κατ’ αρχάς, όλα αυτά είναι διαφορετικά για τον καθένα, έχουν άλλες αφετηρίες. Έτσι μπορείς να τα προσεγγίσεις μόνο έμμεσα, υπαινικτικά. Μου φαίνεται χαζό να το περιγράψεις με γενικευμένους όρους και νομίζω ότι το κάνουν πάρα πολύ οι έλληνες συγγραφείς. Πάνε να περιγράψουν τον έρωτα – ας τον ήσυχο, μην τον απομαγεύεις. Δείξ' τον, αλλά κάνε τον μια εικόνα, κάνε τον έναν τοπίο, βάλ’ τον μέσα σε μια ιστορία, σε μια αλληγορία, μετουσίωσέ τον, αλλιώς φτάνουμε στο «έρωτας είναι…», σε έναν ορισμό. Αλλά αυτό είναι, αλήθεια;

Α.Κ.: Κάτι άλλο, που ίσως συνδέεται με αυτό, είναι μια συμπόνια για τον άνθρωπο που αναδύεται στα γραπτά σου. Για τις αδυναμίες του, τις αντιφάσεις του, τα ελαττώματά του, μια παραδοχή της ατέλειάς του.

Ν.Β.: Ξεκάθαρα το έχω στο νου μου αυτό. Θα ήμουν ευτυχής αν οι ιστορίες μου ήταν ένας ύμνος στις ατέλειες της ανθρώπινης φύσης. Νομίζω ότι σε πάρα πολλά έργα μυθοπλασίας που έχω διαβάσει, ο ήρωας παραείναι «γαμάτος» για να το πω έτσι. Ακόμα κι όταν δεν είναι και υποτίθεται ότι έχει μειονεκτήματα, πρόκειται για γοητευτικά μειονεκτήματα. Πολύ λίγοι μπορούν να διαλέξουν για ήρωά τους έναν μαλάκα. Και ο λόγος γι’ αυτό – είμαι πεπεισμένος, αν και δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη – είναι ότι όσοι γράφουμε, νιώθουμε ότι αυτό που στήνουμε μάς καθρεφτίζει και ότι οι άλλοι βλέπουν κάτι από μας, μια αποκρυστάλλωση του δικού μας είναι. Τελικά καταλήγεις να συνθέτεις πάντα θα συνθέσεις μια εικόνα που σε αυτοδικαιώνει, ακόμα και στα ελαττώματά σου. Μπορεί ο ήρωας να πίνει, να εξαπατά, να σέρνεται στη λάσπη αλλά το κάνει με έναν τρόπο που ναι, τον θαυμάζουμε και λίγο. Κάτι που για παράδειγμα δεν κάνει ο Dostoyevsky στο Υπόγειο, ή ο Camus στην Πτώση, όπως δεν συμβαίνει και σε ένα άλλο βιβλίο που θεωρώ κορυφαίο – ο τίτλος του είναι Μια Ιστορία με Κοκαΐνη- και είναι γραμμένο από τον Μ. Agueev, αν αυτό είναι το όνομά του και όχι ψευδώνυμο. Ήρωας είναι ένας έφηβος που με δυο λόγια είναι ο διάβολος ο ίδιος. Κάνει τα χειρότερα, παρασύρει άλλους ανθρώπους στο βούρκο, αλλά δεν εκπέμπει καμία γοητεία. Αυτό μου αρέσει. Όμως δύσκολα γίνεται στην πράξη, γιατί όπως είπαμε, πάντα οι λογοτέχνες βασανίζονται από τον φόβο ότι ο αναγνώστης θα δει μέσα στο λογοτέχνημα τον συγγραφέα. Δεν μου αρέσει η κλασσική διάκριση ανάμεσα σε ήρωα και αντιήρωα, γιατί πολύ ο ήρωας μπορεί εύκολα να γίνει αντιήρωας σε μια άλλη συνθήκη. Πιστεύω εν μέρει αυτόν που λέει ότι όλοι είμαστε δυνάμει εγκληματίες, ότι όλα είναι θέματα συγκυρίας και ότι ένα κλικ πιο δίπλα μπορεί να γίνει η στραβή και απλά έτυχε και δεν το έκανες. Και μετά από αυτή τη στραβή μπορεί να σε πάρει η μπάλα.

Α.Κ. Το «Δίχτυ», που λέει και το τραγούδι. Κάτι άλλο, του ήρωές σου τους κυνηγάς ή έρχονται και σε βρίσκουν;

Ν.Β.: Δεν θα μπορούσα να γράψω για κάτι ακραίο, δεν θα μπορούσα π.χ. να γράψω για έναν σίριαλ κίλερ. Θα ήταν ωραίο να μπορούσα να μιλήσω για κάτι χρησιμοποιώντας ένα τέτοιο όχημα, αλλά δεν φτάνω μέχρι εκεί, δεν γνωρίζω πώς λειτουργεί η ψυχοσύνθεση ενός σίριαλ κίλερ. Ή ίσως, επειδή οι ήρωές μου είναι καθημερινοί άνθρωποι, να έδινα στην περιγραφή μια σφαιρικότητα. Ξεφεύγω τώρα, αλλά δεν είμαι της σχολής του λιθοβολισμού, ό,τι κι αν έχει κάνει ο άλλος. Όχι επειδή βλέπω το καλό σε κάθε άνθρωπο – εξίσου με απασχολεί και η κακή του πλευρά – αλλά επειδή σε κάποιες καθολικά κατακριτέες ανθρώπινες πράξεις βλέπω μια βαθιά αρρώστια και η αρρώστια σε κάνει ανήμπορο. Δεν είναι τα πάντα απόρροιες λογικών διεργασιών. Για να επιστρέψω στην ερώτηση, οι ήρωές μου είναι οι φίλοι μου, το περιβάλλον μου, αυτό που γνωρίζω. Πώς να γράψω π.χ. για έναν μεταλλωρύχο στη Χιλή, όταν θα τον προσεγγίσω μόνο έμμεσα, μόνο μέσα από την έρευνα;

Α.Κ. Τώρα μίλησες για κάτι που ήθελα να θίξουμε. Μέσα από τα γραπτά σου αναδύεται ένας βαθμός έρευνας, το Τορκί ειδικά είναι πολύ καλά τεκμηριωμένο. Όμως οι άνθρωποι της γραφής στην Ελλάδα δεν μιλούν πολύ για αυτό το επίπονο και βασικό κομμάτι της σύνθεσης ενός κειμένου. Όχι ότι οι συγγραφείς στην Ελλάδα δεν κάνουν έρευνα, το αντίθετο, αλλά είναι σαν να βρίσκεται πάντα στο βάθος. Όσο σε αφορά, πώς ήταν η έρευνά σου στα βιβλία σου; Στο Τορκί για παράδειγμα, για μένα που έζησα εκείνη τη χρονιά, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η αποτύπωση του zeitgeist του 1987. Πόσο σε απασχολεί η έρευνα και πώς τεκμηριώνεις πραγματολογικά τα βιβλία σου;

Ν.Β.: Θαυμάζω πάρα πολύ τους ανθρώπους που καταδύονται σε σχολαστική έρευνα για να γράψουν τα βιβλία τους, αλλά δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Φροντίζω να μην υπάρχουν πραγματολογικά λάθη, αλλά μέχρι εκεί. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή δεν γράφω για πράγματα πολύ ειδικά, για τα οποία η έρευνα αποτελεί σοβαρή προϋπόθεση. Π.χ. αν έγραφα για το τράφικινγκ, θα έκανα έρευνα για το σύμπαν του τράφικινγκ. Τα πραγματολογικά μου είναι πιο γενικής φύσης, σαν να λέμε. Επιπλέον, ίσως σου φανεί λίγο ακραίο, αλλά πιστεύω ότι η υπερβολική έρευνα περιορίζει λίγο τη φαντασία. Ας υποθέσουμε ότι τα πίναμε οι δυο μας σε μιαν άλλη εποχή και λέγαμε «Θυμάσαι εκείνον τον στόπερ του Ολυμπιακού το ‘92, τον Ρώσο, πώς τον έλεγαν;». Θα μπαίναμε σε μια διαδικασία, τον έλεγαν έτσι, όχι, τον έλεγαν αλλιώς, θα ψάχναμε, μπορεί και να λέγαμε «Πάρε τηλέφωνο τον Κώστα, μπορεί να θυμάται». Αυτό από μόνο του είναι μια ιστορία. Δημιουργεί μια κατάσταση την οποία μπορείς να περιγράψεις. Αν σήμερα εγώ βγάλω το κινητό και το γκουγκλάρω, σε στυλ «στόπερ Ολυμπιακού 1991 –αυτός» πάει η ιστορία, γαμήθηκε. Έρευνα εννοείται ότι πρέπει να γίνεται, δεν θέλω να παρεξηγηθώ σε αυτό. Αλλά αν το θέμα που γράφεις το κατέχεις τόσο μα τόσο καλά, αν το έχεις ψάξει σε βαθμό σχολαστικότητας, ξέρεις τα πάντα για το πώς εξελίχθηκε στην πραγματικότητα, που μπορεί να τρυπώσει η φαντασία και να «παίξεις μπάλα;» Δεν είναι κομμάτι πιο δύσκολο; Η απόλυτη γνώση δεν σε εξοικειώνει και λίγο με τον θάνατο; Τα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα, δεν σε προκαλούν να καταδυθείς σε αυτά και έτσι να γεννηθούν κι άλλα και να παίξεις αυτό το παιχνίδι; Σκέψου να ήσουν απόλυτος γνώστης των πάντων, μια ιδεατή κατάσταση. Για τι θα μπορούσες να μιλήσεις πατώντας στη φαντασία; Με αυτή τη λογική, θα επέτρεπα στον εαυτό μου λάθη που έχουν να κάνουν με κάτι μακρινό για μένα, π.χ. στο Τορκί έκανα μια πολύ μικρή έρευνα για πράγματα που αφορούσαν τη Σκωτία και τις ομάδες της και από εκεί και πέρα έκανα λίγο του κεφαλιού μου. Ήταν ένας χάρτης μιας περιοχής άγνωστης σε μένα, έτσι μπορούσα να τον σχεδιάσω και λίγο κατά βούληση. Εύχομαι να στάθηκα τυχερός. Αν έγραφα όμως για τον Εμφύλιο, ναι, αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Έχω μεταπτυχιακό στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία για τη δεκαετία του 1940. Είναι μια εποχή που γνωρίζω, έτσι δεν θα άφηνα πράγματα στην τύχη. Όσο αφορά λοιπόν τα πραγματολογικά που μπορείς να αποκομίσεις από τις έρευνες στο Διαδίκτυο, ναι, καλό να τα έχεις όλα αυτά, αλλά να τα έχεις για να τα κάνεις κάτι. Να καταπιείς τη γνώση για να τη μεταβολίσεις, να την κάνεις στη συνέχεια κάτι άλλο. Αν επιχειρήσεις απλά να πεις πιστά αυτά που ξέρεις, εντάξει, γράψε ιστορία με λογοτεχνική χροιά. Οπότε συνοψίζοντας θα μπορούσα να πω ότι με την έρευνα με συνδέει μια σχέση «Ναι μεν, αλλά…» και ότι κλίνω περισσότερο προς μία πιο «ελεύθερη» εκδοχή των πραγμάτων. Το ίδιο αισθάνομαι και με πολλούς ανθρώπους που έχουν ταξιδέψει πολύ στη ζωή τους και μιλούν με μια έπαρση του τύπου «Θα σου πω εγώ πώς είναι τα πράγματα εκεί, αυτό και το άλλο, έχω πάει και ξέρω». Όμως όταν μιλάω με τον Παντελή Ροδοστόγλου για παράδειγμα, που είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει ταξιδέψει ιδιαίτερα στη ζωή του, μόνο για να παίξει με τα Κρίνα, ναι, αυτόν θέλω να ακούσω να μου μιλάει π.χ. για τη Λατινική Αμερική, όχι τον δήθεν πολυταξιδεμένο, γιατί ο Παντελής έχει μια εικόνα από τα βιβλία που έχει διαβάσει, τις ταινίες που έχει δει, έχει διαμορφώσει πεδία του φαντασιακού που εμένα μου κάνουν περισσότερο. Υπάρχει μια σιγουριά στους πολυταξιδεμένους, ένα «έτσι και όχι αλλιώς» που μου φαίνεται ότι δεν εναρμονίζεται με την ευρύτητα και τις άπειρες πλευρές αυτού του κόσμου.


Α.Κ.: Αυτή η ερώτηση έχει να κάνει με τις αναφορές, κάτι απέναντι στο οποίο εγώ τάσσομαι κριτικά. Υπάρχουν πολλές αναφορές στα βιβλία σου. Καλλιτεχνικά έργα, δημιουργικές αποκρυσταλλώσεις γεγονότων ή συνθηκών μέσα από την τέχνη. Με ποιο σκοπό τις χρησιμοποιείς; Σαν προτροπές προς τον αναγνώστη να τις ψάξει, να τις γκουγκλάρει ενδεχομένως, ή σαν μικρές «βόμβες συμπυκνωμένου νοήματος»; Ερχόμαστε λιγάκι σε ένα πεδίο που αφορά την ατμόσφαιρα.

Ν.Β.: Και για τα δύο, θα έλεγα.

Α.Κ.: Πώς αισθάνεσαι για τους αναγνώστες που είναι πιθανό να μην έχουν γνώση αυτών των αναφορών; Πιστεύεις ότι χάνουν ένα κομμάτι από το έργο σου;

Ν.Β.: Όχι, δεν νομίζω. Ίσως έχει να κάνει με τον τρόπο που τις χρησιμοποιώ. Δεν είναι ότι χτίζω την ιστορία πάνω σε αυτές τις αναφορές, απλώς πετάω κάποια ονόματα στο τραπέζι. Δεν είναι απαραίτητο να ξέρει ο άλλος ποιος είναι ο Syd Barrett, χρησιμοποιώ το όνομα του Syd Barrett για τον ιδιοκτήτη της μπυραρίας. Ένας ποδοσφαιριστής λέγεται Φόγκερτι, όπως τα αδέρφια από τους Creedence Clearwater Revival. Είναι άλλο ένα παιχνίδι. Ένας άλλος χαρακτήρας λέγεται Σεραφείμ Σαρακήνος, το μικρό όνομα ενός φίλου μου και το επώνυμο ενός άλλου. Όσοι διαβάσουν και ξέρουν, ίσως γελάσουν. Όσοι δεν ξέρουν, δεν θα χάσουν κάτι σημαντικό, μπορούν να ακολουθήσουν την ιστορία. Ένας άλλος λέγεται Χόκλιν, όπως ήταν το «Τέρας» του Μπρόντιγκαν στην παλιά μετάφραση.

Α.Κ.: Είναι γνωστό ότι έχεις και μια πορεία στον χώρο της μουσικής, παίζοντας τύμπανα. Θέλεις να μου μιλήσεις λίγο γι’ αυτήν;

Ν.Β.: Ξεκίνησα παίζοντας τύμπανα με φίλους, κοπανώντας πάνω στη μελωδία. Δηλαδή ξεκίνησα με μια πολύ ριζοσπαστική άποψη, (γέλια) την οποία δυστυχώς στην πορεία εγκατέλειψα γιατί όταν έφτανε η στιγμή που κάποιος έπαιζε ένα σόλο ας πούμε, έχανα την μπάλα. Μετά τα παράτησα για κάποιο διάστημα επειδή πήγα Θεσσαλονίκη για σπουδές και γύρω στα είκοσι έκανα κάποια μαθήματα με τον Νίκο Βαργιαμίδη και έτσι μπήκα στη λογική του οργάνου. Όταν επέστρεψα στην Αθήνα τελείωσα σπουδές στο Modern Music με τον Καπηλίδη, τον Σιδηροκαστρίτη και άλλους και πήρα πτυχίο για διδασκαλία. Ήταν ένα σχετικά απαιτητικό πρόγραμμα σπουδών, με αρκετό διάβασμα. Για κάποιο διάστημα δίδαξα σε Ωδεία και έπειτα άρχισαν να μπαίνουν οι μπάντες στη ζωή μου – η πρώτη μπάντα λεγόταν Μαύρο Κόκκινο – πρέπει να τους ακούσεις. Ελληνόφωνο γκαραζ πανκ, περίεργο πράγμα, μου άρεσε πολύ, γύρω στο 2007. Κράτησαν γύρω στα τρία χρόνια και έπειτα οι Tango, από το 2010 μέχρι το 2019, με ενδιάμεσα μικρά διαστήματα θητείας σε κάποια side-project των Closer, με τον Βαγγέλη και τον Γιάννη. Με θυμάμαι να παίζω μαζί τους δεκαπέντε κομμάτια χωρίς πρόβα σχεδόν, επειδή είχε σπάσει το χέρι του ο ντράμερ τους.

Α.Κ.: Με τους Tango;

Ν.Β.:Με τους Tango το πήγα μέχρι εκεί που μπορούσα, πολλές συναυλίες, δίσκοι, είχε ανταπόκριση το πράγμα. Μετά κάπου έσπασε η παρέα και αυτό που προέκυψε δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Όταν άρχισα να γράφω οι Tango ήταν στα καλύτερά τους αλλά για κάποιο λόγο δεν μου έφτανε το να παίζω τύμπανα, κάτι μου έλειπε. Ίσως να αναγνώριζα στον εαυτό μου – ακούγεται λίγο εγωιστικό όπως το λέω – ότι δεν ήμουν όσο καλός θα ήθελα και σκεφτόμουν κάτι άλλο. Η συγγραφή μου ήταν πάντα κάτι εύκολο, ενώ στη μουσική δεν ξεχώριζα όσο θα ήθελα, δεν ήμουν ο παίκτης –μηχανή. Ήμουν αυτό που λέμε «παίκτης ψυχολογίας». Αν μου καθόταν η φάση, μπορούσα να παίξω και γαμώ. Αλλά αν ξενέρωνα με κάτι, αν ένιωθα ότι κάτι κλωτσάει, αυτό καθρεφτιζόταν και στην απόδοσή μου. Σίγουρα δεν ήμουν ο μουσικός που μπορούσες να βασιστείς πάνω του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Στη συνέχεια γνωρίστηκα με τον Stefan Schwerdtfeger και έπαιξα στους Big Sleep για κάποιο διάστημα. Ο Stefan είναι εκπληκτικός μουσικός, σου λύνει όλα τα προβλήματα όταν παίζεις μαζί του. Τον αγαπώ πολύ, είναι ιδιαίτερος άνθρωπος και μοναδικός μουσικός. Τους είχα δει με την προηγούμενη σύνθεση, Τόλιος, Πατέλης, Μπασλάμ και η μπάντα σκότωνε, είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα. Ο Stefan είναι top performer και μεγάλο ταλέντο. Σχεδόν δεν μπορεί να γράψει κακό κομμάτι. Θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου που έπαιξα μαζί του.

Α.Κ.: Λοιπόν, περνάς μια βραδιά στο Καφέ Ιπποκράτους και Ασκληπιού, με κάποιους ανθρώπους που δεν γνωρίζεις προσωπικά, αλλά θα ήθελες να τους είχες στην παρέα σου, απόντες ή εν ζωή. Φτιάξε λοιπόν, το τραπέζι των ηρώων σου. Ποιοι θα είχαν θέση εκεί;

Ν.Β.: Roberto Bolano, Sarah Kane, Δημήτρης Μητροπάνος, George Best, Anthony Hopkins, David Bowie.

Τα βιβλία του Νίκου Βεργέτη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέλευθος (χόλι μάουντεν, Ιπποκράτους και Ασκληπιού γωνία) και Έρμα (Τορκί Μπαρ).


image

Alex K

Ο Αλέξης Καλοφωλιάς (Alex K.) είναι μουσικός και μεταφραστής.
 
 
 
image

Alex K

Ο Αλέξης Καλοφωλιάς (Alex K.) είναι μουσικός και μεταφραστής.
 
 
 
image

Alex K

Ο Αλέξης Καλοφωλιάς (Alex K.) είναι μουσικός και μεταφραστής.
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1