του Jece Clayton
(μετάφραση:* Πάνος Τομαράς)
Ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης και παραγωγός, ο οποίος πέθανε στις 29 Αυγούστου 2023 σε ηλικία 85 ετών, έφερε επανάσταση στη μουσική με τις τολμηρές μεθόδους του στο στούντιο.
Η μαύρη λάμψη της τζαμαϊκανής μουσικής εξακολουθεί να επηρεάζει την αντίληψή μας για τον ήχο και να μας συγκινεί. Ρέγκε, σκα, ροκστέντι, ντάνσχολ. Dub εκτελέσεις, remixes, το στούντιο ως όργανο, ο παραγωγός ως μάγος. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία με τα οποία ένα μικρό κράτος της Καραϊβικής άλλαξε την πορεία της ποπ μουσικής σε όλο τον κόσμο.
Ο Lee «Scratch» Perry καταλάβαινε περισσότερο απ’ όλους ότι ο μεγαλοφυής ήχος της Τζαμάικας ήταν ένας ζωντανός ιστός από ανθρώπους και δονήσεις που εμπλέκονταν με την τεχνολογία της ηχογράφησης και της αναπαραγωγής στο στούντιο. Από τα πρώτα του σινγκλ τη δεκαετία του 1960, μέχρι τις δουλειές του με τον Μπομπ Μάρλεϊ και τους σεισμικούς dub πειραματισμούς του, ο Perry κατάφερε να κινείται με άνεση ανάμεσα στη συγγραφή στίχων και μελωδιών, στο τραγούδι, στα κρουστά, στην ηχογράφηση, στη μίξη, στην ενορχήστρωση, στην παραγωγή και στην ανίχνευση ταλέντων, ακολουθώντας ένα δικό του σύστημα και μια δική του σοφία.
Σε όλη του τη ζωή ο Perry αρνιόταν –ήρεμα αλλά σταθερά– να προβεί σε πεζές διακρίσεις: Η μουσική του είναι ποπ, παράξενη, ιερή. Η ακούραστη αφοσίωσή του σε έναν ηχητικό κόσμο που μόνο ο ίδιος άκουγε, κατέληξε να δώσει στο έργο του μια οικουμενικότητα. Ο άνθρωπος έγινε μια εμβληματική φυσιογνωμία που συνεργάστηκε με τους Clash, τον Πολ και τη Λίντα ΜακΚάρτνεϊ και τους Beastie Boys, ωστόσο παρά το γεγονός ότι έκανε την παραγωγή σε πάμπολλα κλασικά ρέγκε κομμάτια, δεν έπαψε να αντιμετωπίζει τη μουσική σαν μια διαδικασία που ήταν συνώνυμη με την ίδια τη ζωή – ζωντανή και συνεχώς μεταβαλλόμενη. «Το στούντιο πρέπει να είναι σαν ζωντανός οργανισμός», είπε κάποτε. «Τότε βάζω το μυαλό μου στα μηχανήματα και τα μηχανήματα πραγματοποιούν».
Ο ήχος του Perry, βαρύς αλλά ταυτόχρονα εύθυμος, μεταδίδει την πεποίθηση ότι η μουσική είναι μια ιεροτελεστία, και η ενότητά του με το πνευματικό μυστήριο ακούγεται σε όλες τις ηχογραφήσεις του. Η μουσική του έχει μια αυτοσχέδια αίσθηση, αλλά είναι ασυνήθιστα στιβαρή. Δεν ήταν τόσο «παραγωγός» σινγκλ όσο αρχιτέκτονας ενός υπνωτικού περιβάλλοντος όπου οι μελωδίες και οι παράδοξοι ήχοι συνδυάζουν τις δυνάμεις τους για να μιλήσουν για έναν κόσμο, στον οποίο ο θόρυβος είναι εξίσου αγαπητός όσο κι η μουσική. Το γνωστό σινγκλ του με τίτλο «People Funny Boy» από το 1968, περιλάμβανε το κλάμα ενός μωρού, τριάντα χρόνια πριν το «Are You That Somebody?» της Aaliyah και του Timbaland.
ότι το έκαψε ο ίδιος, προκειμένου να το απαλλάξει από δαίμονες, όπως ισχυρίστηκε. Κατάφερε επανειλημμένα να αποτυπώσει σε ταινία την ψυχή των συντελεστών, αποσπώντας κλασικές πια ερμηνείες από τον Μπομπ Μάρλεϊ και τους Wailers, τον Max Romeo και πολλούς άλλους. Και ύστερα, παρότι το στούντιό του διέθετε απίστευτα στοιχειώδη εξοπλισμό, βελτίωνε ακόμη περισσότερο το τελικό αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι ο Perry είχε μόνο ένα τετρακάναλο μαγνητόφωνο –ενώ όλα τα υπόλοιπα στούντιο στο Κίνγκστον είχαν 16κάναλες κονσόλες– έκανε ακόμα πιο εντυπωσιακή την ικανότητά του να δημιουργεί ένα εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακό ηχητικό σύμπαν.
Ένας από τους λόγους που η μουσική του Perry έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο σε τόσον πολύ κόσμο είναι επειδή επιτρέπει στον ακροατή να αντιληφθεί ότι ένα τραγούδι μπορεί να αποκαλύψει ένα μεγάλο εύρος πιθανοτήτων. Μερικές φορές, ένας παράξενος ήχος που μοιάζει ξεκάρφωτος με το πρώτο άκουσμα, όπως το μουγκρητό της αγελάδας στο «Roast Fish & Cornbread», καταλήγει να παίζει καθοριστικό ρόλο στη μορφή του κομματιού. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο «Rejoice Jah Jah Children» των Silvertones, οι αιθέριες φωνητικές αρμονίες συνδυάζουν τη μελωδικότητα και την παραφωνία. Κάποιες φορές το τρίξιμο από τα κρουστά –συχνά τα έπαιζε ο ίδιος ο Perry– δένει ένα κομμάτι, ή αντίθετα το απαγκιστρώνει από την αίσθηση του ρυθμού. Αυτό συμβαίνει με εντυπωσιακά αποτελέσματα στον δίσκο Heart of the Congos των Congos, και μάλιστα το συγκρότημα πήρε το όνομά του από τον ήχο του μετρονόμου στο στούντιο του Perry. Ο χώρος των κομματιών του προσκαλεί πάντοτε τον έξω κόσμο να εισέλθει σ’ αυτά.
Ο Perry ήταν διαβόητος για τις σαμανιστικές μεθόδους του στο στούντιο (έβαζε μικρόφωνο μπροστά από ένα φοινικόδεντρο για να ηχογραφήσει τον «ζωντανό παλμό της καρδιάς της Αφρικής», φυσούσε καπνό από φούντα στα μηχανήματα, έθαβε τις ταινίες με τις τελικές μίξεις κομματιών και αργότερα τις ράντιζε με «μια ποικιλία υγρών, όπως ουίσκι, αίμα και κάτουρο»), ωστόσο αυτές συνδυάζονταν με μια τεχνική ικανότητα αρκετά ανεπτυγμένη, ώστε να καταλαβαίνει ότι η τελειότητα είναι ο εχθρός. Όπως έγραψε το 2007 ο Μάικλ Βιλ στο εξαιρετικό βιβλίο του Dub: Soundscapes and Shattered Songs in Jamaican Reggae, σε αντίθεση με τον King Tubby και όλους τους υπόλοιπους πρωτοπόρους του dub, οι οποίοι έχτιζαν ξανά με δημιουργικό τρόπο ήδη ηχογραφημένα τραγούδια, ο Perry συχνά χρησιμοποιούσε dub τεχνικές επιτόπου – την ίδια στιγμή που έπαιζε το συγκρότημα, εκείνος χόρευε, έκανε ένα σωρό πολύπλοκα στουντιακά μαγικά και έκανε τη μείξη του ήχου απευθείας στην μπομπίνα.
Πριν από την εμφάνιση του dub, ήταν αδιανόητο να φτιάξεις μουσική αφαιρώντας ήχους. Ωστόσο, αυτό ακριβώς έκανε το dub. Ο συγκεκριμένος στουντιακός νεωτερισμός αποτέλεσε μια από τις πιο τις πιο επαναστατικές εξελίξεις στη μουσική: Ένα πλήρως ηχογραφημένο τραγούδι, παγιωμένο στον χρόνο, μπορεί να επανέλθει στη ζωή, να συναρμολογηθεί εκ νέου και να αναστηθεί, αποκτώντας μια απόκοσμη ισχύ. Η μουσική dub είναι κυριολεκτικά ανεξουσιοδότητη: Σου δίνει το ελεύθερο να πάρεις το τραγούδι κάποιου άλλου, να αφαιρέσεις σημαντικά στοιχεία, και παρ’ όλα αυτά να καταλήξεις με κάτι ιδιαίτερα αξιόλογο – και ίσως τώρα να λειτουργεί και καλύτερα στην πίστα.
Το 1986 ο Perry κυκλοφόρησε το «I Am a Madman», όμως η ιδέα ότι η δημιουργική έμπνευση οφείλει να υπερβαίνει τα στεγανά του φυσιολογικού ήταν η μόνιμη επωδός της ζωής του. Ο επιστημονικός ορθολογισμός της Δύσης δημιούργησε τους παράφρονες· οι ίδιοι οι παράφρονες απλώς δημιουργούσαν. «Το ξέρεις ότι είμαι τρελός;» ρώτησε ο Perry έναν εμφανώς αμήχανο δημοσιογράφο του BBC σε μια τηλεοπτική συνέντευξη πριν από λίγα χρόνια. «Είμαι 100 τοις εκατό τρελός. Δεν είμαι τεμπέλης». Σ’ εκείνη τη συνέντευξη ο ανατρεπτικός ογδοντάχρονος και βάλε τύπος δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον: Μαλλιά και γένια βαμμένα κόκκινα, καπέλο και παπούτσια στολισμένα με καθρεφτάκια και θρησκευτικές εικονίτσες, στενό παντελόνι με διαστημικά σχέδια, μια μπλούζα με τον Χριστό, χαϊμαλιά, δαχτυλίδια – και το ήρεμο βλέμμα ενός ανθρώπου που είχε πλήρη επίγνωση ότι έχει αγνοήσει τις κοινωνικές συμβάσεις από τότε που αφίχθη στον πλανήτη, το 1936.
Παράλληλα ο Perry αντιλαμβανόταν ότι, ιδίως για ένα μαύρο άτομο, η παράσταση δεν σταματάει ποτέ. Βρίσκεσαι σε συνεχή έκθεση, επικρίνεσαι ή επαινείσαι, πιο πολύ μοιάζεις με αμφισβητούμενο χαρακτήρα, παρά με πολίτη ομαλά ενταγμένο στην κοινωνία. Ο ίδιος μεγάλωσε σε μια βρετανική αποικία και αναγνώρισε πολύ σωστά τι ήταν η τζαμαϊκανή μουσική: Ένα θαύμα που γεννήθηκε από τους καταπιεσμένους και τους στερημένους. Στο «I Am a Madman», αφού τραγουδάει τη φράση του τίτλου τρεις φορές στη σειρά, ο άνθρωπος που αυτοαποκαλούταν «Upsetter» (ταραξίας), συνεχίζει: «Was bound in a country/… Human rights declaration throughout the universe, say Lord / Speak the truth and see what it costs». (Σε ελεύθερη απόδοση: «Βρέθηκα δεσμευμένος σε μια χώρα… Διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε ολόκληρο το σύμπαν, λέει ο Κύριος / Δοκίμασε να πεις την αλήθεια και θα δεις τι κόστος έχει».)
Ο Perry περιόδευε ασταμάτητα και συνεργάστηκε με έναν ιδιαίτερα ευρύ κύκλο καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο. Τα επίπεδα της ενέργειάς του ήταν εντυπωσιακά. Ο Σιμόνε Μπερτούτσι, μέλος του καλλιτεχνικού ντουέτου Invernomuto, κινηματογράφησε τον Perry για ένα conceptual ντοκιμαντέρ του 2016 με τίτλο Negus, και μου είπε: «Κόντευε τα ογδόντα, και μετά από οδήγημα πέντε ωρών, χοροπηδούσε μπροστά στην κάμερα για άλλες πέντε. Στο τέλος τον ρωτήσαμε: ‘Lee, είσαι καλά; Μήπως πεινάς; Θέλεις να σταματήσουμε;’ Κι αυτός απάντησε: ‘Εγώ είμαι ρομπότ, μπορώ να συνεχίσω να λειτουργώ για πάντα. Ό,τι θέλετε εσείς’». Το Negus είχε σαν αφετηρία την ιδέα του Perry ότι οι κατάλληλες δονήσεις, παιγμένες σε ένα ηχοσύστημα με την κατάλληλη ένταση, μπορούν να μεταβάλουν τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον. Οι καλλιτέχνες που ενέπνευσε ο Ταραξίας κατά παρόμοιο, ανορθόδοξο τρόπο ως προς την έκταση των ηχητικών πιθανοτήτων είναι αμέτρητοι.
Έτσι λοιπόν, ενώ ο ίδιος ο Perry έχει πλέον μετοικήσει σε μια άλλη σφαίρα ύπαρξης, το σύνολο του έργου του εξακολουθεί να αντηχεί βροντερά, να προκαλεί ανάδραση και να δυναμώνει. «Όσο ζω, θα πηγαίνω τη μουσική σε ένα ανώτερο επίπεδο», είπε τον περασμένο Μάρτιο. «Επειδή η μουσική δεν έχει τέλος και σε κάνει να αισθάνεσαι χαρά, σε φτιάχνει και σε βάζει στο κρεβάτι». Στις ηχογραφήσεις του αποτύπωσε τη μαγεία. Τώρα η δική μας δουλειά είναι να ενεργοποιήσουμε ξανά αυτή τη μαγεία, όπως έκανε το dub.
[* Το άρθρο του καλλιτέχνη και συγγραφέα Jace Clayton δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Pitchfork].
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ
15 πράγματα που ίσως δεν ξέρετε για τον Bob Marley...
Μποσανόβα: το βραζιλιάνικο νέο κύμα...
Τάνγκο και αναρχία: Οι επαναστατικές ρίζες ενός από τους δημοφιλέστερους χορούς στον κόσμο...
Ο Τζον Λένον σε καραντίνα: ένα γράμμα από την Αβάνα...
Davit Katz: People funny boy - The genius of Lee "Scratch" Perry (Omnibus (2009)
{iyoutube}v=iTNam6GbJYg{/youtube}
Πάνος Τομαράς
O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
Πάνος Τομαράς
O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
Πάνος Τομαράς
O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.