Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Στην δεκαετία του 80, πέρα από όλα τα άλλα, είχαμε να διαβάζουμε ένα θεότρελο περιοδικό που είχε την βάση του στην Αμερική και λεγόταν MAD. Υπήρχε όμως ένα άλλο περιοδικό, καθαρά ελληνικό και αρκετά μουσικό, που έκανε θραύση στους μουσικόφιλους της Ελλάδας. Ήταν το περιοδικό Αγκάθι το οποίο συμπεριλάμβανε διάφορα φωτομοντάζ, καυστική πολιτική σάτιρα, μουσικά ψεματάκια, φανταστικές συνεντεύξεις, φιλοσοφία και ποίηση.
Δημιουργός του Αγκαθιού ήταν ένας νεαρός που γεννήθηκε στην Κορώνεια της Λιβαδειάς στις 28 Φεβρουαρίου 1956 και μετά το εξατάξιο -τότε- γυμνάσιο κατέβηκε στην Αθήνα με σκοπό να γίνει δημοσιογράφος. Ήταν ο Θανάσης Μάνθος και ξεκίνησε δουλεύοντας για τα περιοδικά Φαντάζιο και Η Τρέλλα.
Για να γράψω αυτό το κείμενο, χρειάστηκα τη βοήθεια της συζύγου του Μάνθου, Μαρίας Παναγιώτου, και του κολλητού φίλου του, Βάσου Γεώργα, οι οποίοι με ενημέρωσαν λεπτομερώς για τον δημιουργό του Αγκαθιού, την εποχή του και τα προβλήματα που αντιμετώπισε. Τους ευχαριστώ πολύ.
Η παρέα του Μάνθου συναντιόταν στο καφέ Σελεστ στην Κυψέλη και εκτός από τον ίδιο την αποτελούσαν ο Βάσος Γεώργας (σημερινός ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου Biblioteque στην πλατεία Εξαρχείων), o Θεσσαλονικιός Τάσος Ψαλτάκης (μια μορφή στον χώρο των εντύπων επειδή ήξερε να στήνει έντυπα και είχε εκδώσει το Μουσικό Εξπρές και τα Μουσικά Θέματα), ο Χρήστος Γιαννακόπουλος (αργότερα συντάκτης ύλης στην Ελευθεροτυπία και σήμερα συνταξιούχος κάπου στη Μάνη), ο Γιώργος Παπακώστας (σκηνοθέτης του παλιού ελληνικού κινηματογράφου που είχε γυρίσει ταινίες με τον Τάσο τον Γιαννόπουλο) και ο κιθαρίστας Θόδωρος Παπαντίνας. Οι συζητήσεις τους περιστρέφονταν γύρω από το ροκ, τα ρεμπέτικα και την πολιτική – ξανά και ξανά…
«Όταν τον γνώρισα» θυμάται ο Βάσος Γεώργας, «ήταν γύρω στα 25-26. Ο Θανάσης ήταν ένα γλυκύτατο άτομο κι αν με ρωτούσες να σου πως κάποιους που άξιζαν κάτι και η κοινωνία δεν τους το έδωσε, θα τον έβαζα πρώτο-πρώτο μαζί με τον ποιητή Θωμά Γκόρπα».
Κατά καιρούς, ο Μάνθος έκανε μεροκάματα σε διάφορες εφημερίδες ως «υλατζής». (σημ. υπεύθυνος ύλης). Μεταξύ αυτών ήταν και η Αυριανή.
«Μας μάζευε όλους τότε», λέει ο Γεώργας, «επειδή έκανε μουσικά θέματα –εκείνα τα τριήμερα-τετραήμερα με ελληνικά συγκροτήματα που γινόντουσαν δωρεάν στο Σπόρτινγκ– και μας είχε εκεί τριγύρω να του γράφουμε κανένα κομμάτι για τα Μουσικά Θέματα. Μας έδινε κάτι μεροκάματα, στην Αυριανή κλπ».
Μέχρι που κάποια μέρα ο Μάνθος γνώρισε τον Γκρίτζαλη, τον εκδότη του Ποπ και Ροκ.
Στο Ποπ και Ροκ έκανε μια φανταστική συνέντευξη, στην οποία υποτίθεται ότι ο άφραγκος τραγουδιστής του βρετανικού συγκροτήματος Van der Graaf Generator, Peter Hammill, προκειμένου να βγάλει το ψωμί του, πήγε ταπεινά και ευλαβικά να πάρει συνέντευξη από τον Γιάννη Φλωρινιώτη για λογαριασμό του Ποπ και Ροκ, με σκοπό να την πουλήσει και να βγάλει κάποια χρήματα. Με την ευκαιρία, είχε μάλιστα ρωτήσει τον Φλωρινιώτη για το μυστικό της επιτυχίας.
«Αυτή η συνέντευξη έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία σε μια εποχή που αυτοί που έγραφαν σε περιοδικά ανέφεραν απλά ότι, για παράδειγμα, “Οι Led Zeppelin είναι αυτοί κι αυτοί και έπαιξαν εκεί κι εκεί”. Και o Μάνθος έκανε ένα κομμάτι από το τίποτα», λέει γελώντας ο Γεώργας καθώς πίνουμε μια δροσερή λεμονάδα με παγάκια μπροστά στο βιβλιοπωλείο του, το γνωστό Biblioteque, στην Πλατεία Εξαρχείων.
Τα νέα κυκλοφόρησαν από στόμα σε στόμα: «Διάβασες την συνέντευξη του Hammill με τον Φλωρινιώτη;» «Είδες τι είπε ο Φλωρινιώτης στον Hammill»; κι έτρεχαν όλοι να αγοράσουν το Ποπ και Ροκ για να διαβάσουν την συνέντευξη.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μάνθος ήταν φανατικός οπαδός του Hammill και των Van Der Graaf. Άκουγε όμως Pink Floyd, Yes και του άρεσαν και κάποια καινούργια πράγματα εκείνης της εποχής, καθώς και μερικά καινούργια ελληνικά, πιο έντεχνα. Του άρεσε πολύ η φωνή του Ζερβουδάκη.
Αλλά η μεγάλη του αγάπη ήταν ο Hammill. Τον είχε συναντήσει και του είχε πάρει και κανονική συνέντευξη και μάλιστα υπάρχει φωτογραφία του στο Αγκάθι από την ημέρα που ο Μάνθος πήγε στο αεροδρόμιο να τον υποδεχτεί με μια αγκαλιά λουλούδια.
Θεωρούσε όλους τους μουσικούς των Van Der Graaf Generator μεγάλους μουσικούς και όταν κάποια στιγμή πληροφορήθηκε ότι διαλύθηκαν και ότι ο ένας από αυτούς έγινε νταλικιέρης επειδή δεν μπορούσε να βρει δουλειά σαν σέσιον μουσικός, κόντεψε να τρελαθεί. «Αν αυτός ο μουσικός έγινε νταλικιέρης, τι ελπίδα έχει ο κόσμος;» μονολογούσε. Τους θεωρούσε παγκοσμίου κλάσης μουσικούς και το να αναγκάζονται, αυτοί που ήταν τέτοιου επιπέδου, να βιοπορίζονται κάνοντας άλλη δουλειά επειδή δεν έβρισκαν απασχόληση στο επάγγελμά τους, του φαινόταν απαράδεκτο.
«Από την επιτυχία εκείνης της συνέντευξης και μετά, εγώ τον έλεγα ροκ επιθεωρησιογράφο», προσθέτει ο Γεώργας και συμπληρώνει ότι «Έκανε και κάποιες απόπειρες με τον Χαρρυ Κλυν και άλλους να γράψει αλλά δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Η εποχή ήταν πολύ δύσκολη για τις ανθρώπινες σχέσεις».
Μετά την επιτυχία της συνέντευξης, ο Γκρίτζαλης του πρότεινε να εκδώσει ένα περιοδικό με φανταστικές συνεντεύξεις και ειδήσεις. Έτσι προέκυψε το Αγκάθι, ένα περιοδικό που αυτοπροσδιοριζόταν ως «μηνιαίο, ειρωνικό, σαρκαστικό, αμπλαούμπλα περιοδικό», το οποίο πουλούσε γύρω στα 12.000 αντίτυπα, κάτι που με σημερινούς όρους μπορεί να είναι τεράστιο νούμερο, αλλά για την εποχή του ήταν μικρό.
Ούτως ή άλλως, ο Μάνθος το έγραφε σχεδόν όλο μόνος του.
«Κατ' αρχάς ήταν μηνιαίο», λέει η Μαρία Παναγιώτου. «Αυτό είναι αξιοθαύμαστο από μόνο του, αλλά μέχρι να φτάσει να κάνει το Αγκάθι είχε και μια σειρά από πράγματα κατά κάποιο τρόπο “έτοιμα” επειδή τα έγραφε όλη του την ζωή. Ακόμα και τα φωτομοντάζ ήταν δικά του». Ο Μάνθος έπαιρνε τα φωτορομάντζα του περιοδικού και τα απογείωνε με φούσκες που είχαν χιουμοριστικούς διαλόγους. Δεν σκιτσάριζε αλλά περιστασιακά χρησιμοποιούσε κάποιο σκίτσο που του έδινε κάποιος.
Το Αγκάθι έγινε γνωστό σε συγκεκριμένους χώρους. Είχε αποκτήσει φανατικούς αναγνώστες και πολλοί έδιναν στον Μάνθο κάποιο σκίτσο ή κείμενο που αν του άρεσε το χρησιμοποιούσε.
Υπήρχαν κείμενα όπως το «Κατά Μάνθον Άθλιο Ευαγγέλιον», το «Κουφάλαιο», «Η Ελλάδα Είναι Μια Ξένη Χώρα» και άλλα.
Το 1987, ο Διονύσης Σαββόπουλος, τον οποίον το Αγκάθι σατίρισε σε ένα φωτομοντάζ με τον Σαββόπουλο ως θείο βρέφος στην αγκαλιά της Παναγίας επειδή δήλωνε Χριστιανός Ορθόδοξος, υπέβαλε μήνυση στον Μάνθο και τον έστειλε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Είχε ξεσηκωθεί η Αρχιεπισκοπή Αθηνών με τους παπάδες να παίρνουν το μέρος του Σαββόπουλου και έτσι η εισαγγελία άσκησε αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη «για κακόβουλη βλασφημία του θεού και καθύβριση θρησκεύματος». Στο πλευρό του Μάνθου στάθηκε ο Νίκος Ζερβονικολάκης, ένας άλλος δημοσιογράφος που έφυγε πριν μερικά χρόνια, αλλά η 15μηνη «καμπάνα» στην οποία καταδικάστηκε στοίχισε πάρα πολύ ψυχολογικά στον νεαρό εκδότη.
Πέρα από αυτή την μήνυση, κάποια στιγμή στο Αγκάθι είχε δημοσιεύσει μερικά κείμενα και ο Μανώλης Ρασούλης γράφοντας διάφορα για τον Νταλάρα.
Η Μαρία Παναγιώτου δεν θυμόταν ακριβώς αν ο Ρασούλης είχε κάποιες δικαστικές περιπέτειες με τον Νταλάρα, αν είχε υποβάλει κάποια μήνυση και τελικά την είχε αποσύρει, σίγουρα πάντως το Αγκάθι είχε δημοσιεύσει κείμενα του Ρασούλη.
Η ουσία είναι ότι το Αγκάθι είχε αρχίσει να φορτώνεται μηνύσεις.
«Ναι, δεχόταν πολλές αν και όχι αρκετές», λέει η Παναγιώτου. «Θέλω να σου πω επειδή κι εγώ είμαι δημοσιογράφος και τα τελευταία χρόνια τρώω πολλές. Όταν ήμουν πιο νέα, όλο αυτό με το Αγκάθι το έβλεπα λίγο τρομερό και τελικά αυτό είναι το πρόβλημα της χώρα μας. Το λέω περισσότερο ως επαγγελματίας του Τύπου – τελικά ο Θανάσης δεν είχε φάει τόσες πολλές μηνύσεις για τα όσα προκλητικά δημοσίευε στο Αγκάθι. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα».
Η συζήτηση με τη Μαρία πέρασε για λίγο στη λογοκρισία της δεκαετίας το 1980 σε σύγκριση με την σημερινή εποχή, για να καταλήξουμε ότι σε σύγκριση με αυτά που έγραφε ο Θανάσης και έτσι όπως το παρατραβούσε, σήμερα δεν υπάρχει ούτε το 10% εκείνης της ανοχής. Η εκκλησία είναι άλλος ένας ευαίσθητος τομέας, αλλά σε σχέση με το πολιτικό, αν έβγαινε τώρα το Αγκάθι, ο Μάνθος θα βρισκόταν κανονικά στη φυλακή επειδή θα είχε υποστεί τόσες μηνύσεις που ο ανασταλτικός χαρακτήρας των ποινών κάποια στιγμή θα περνούσε και τελικά θα τον έκλειναν μέσα για μέσα.
«Απειλεί και η πολιτική εξουσία. Είναι, δηλαδή, πολύ απειλητική. Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα», λέει η Παναγιώτου. «Ο Θανάσης τους είχε ταράξει στην κριτική. Και τάραζε και τους πάντες. Δεν είχε αφήσει κανέναν απέξω. Όλο το φάσμα, από δεξιά μέχρι ακροαριστερά. Δεν συντασσόταν με κανέναν, το Αγκάθι είχε αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα. Τα έχωνε στην Αριστερά και τα είχανε και μαζί του που τους έθιγε. Δεν είχε καμία φιλία».
«Είχε κάνει πολλά πράγματα», λέει ο Γεώργας, «όλος ο κόσμος ήταν εναντίον του. Ήταν μια εποχή σκανδάλων και του ήταν αδύνατο να καταλάβει ότι με τον ιδρώτα του και με τον σταυρό στο χέρι δεν μπορούσε να επιβιώσει, ενώ οι άλλοι, με τις κομπίνες τους, ήταν όλοι επιτυχημένοι. Αισθανόταν αδικημένος. Μια πικρία. Ταυτίστηκε πολύ με αυτό που έκανε μέχρι που στο τέλος τσακώθηκε με τον Γκρίτζαλη και σταμάτησε το Αγκάθι. Έκανε μερικές απόπειρες να το ξαναβγάλει, αλλά δεν…»
Ο Μάνθος έκλεισε το Αγκάθι μετά από 49 τεύχη και έπιασε δουλειά στο Ποντίκι. Κάθισε 8 χρόνια με τον Παπαϊωάννου του Ποντικιού στις θρυλικές εποχές του και πολλά από τα χιουμοριστικά στις πρώτες σελίδες της εφημερίδας ήταν δικά του.
Στη συνέχεια έμεινε για ένα διάστημα εκτός και κατόπιν άρχισε να δουλεύει σε περιοδικά life style, αν και η τελευταία φάση που προσεγγίζει το Αγκάθι είναι το Ποντίκι.
«Το καθεστώς Σημίτη τον είχε στοχοποιήσει πολύ και για πολλά χρόνια έμεινε εκτός χώρου και έφαγε μεγάλο λούκι» λέει η Παναγιώτου. «Νομίζω ότι μετά ηρέμησε λίγο επειδή άρχισε να κάνει κάτι που του αρέσει – εγώ ήμουν για χρόνια στο Μετρό. Και κάποια στιγμή πριν πεθάνει, το 2003, ξεκίνησε η δίκη της 17 Νοέμβρη και τότε αποφασίσαμε να δημοσιεύουμε τα πρακτικά της δίκης. Κάθε εβδομάδα κυκλοφορούσαμε ένα περιοδικάκι και τελικά τα τεύχη του δέθηκαν σε τόμο. Στο βαθμό που γνωρίζω, υπάρχουν στη Βιβλιοθήκη της Νομικής Αθηνών. Το έκανε Μάρτιο και πέθανε στις 4 Μαΐου, του άρεσε πάρα πολύ και πήγαινε και καλά. Μετά από καιρό είχε βρει να κάνει κάτι που γούσταρε πολύ και πιστεύω ότι εκεί που ηρέμησε τον βρήκε το έμφραγμα. Αυτά συμβαίνουν όταν τελικά ηρεμούμε μετά από χρόνιο άγχος, άρα πιστεύω από το έμφραγμα ήταν αποτέλεσμα στενοχώριας».
Πριν ολοκληρώσουμε την συζήτηση, η Μαρία Παναγιώτου συμπλήρωσε «Αυτό ακριβώς που χαρακτήριζε τον Θανάση, ήταν τα Ακάνθινα. Τα κειμενάκια που υπήρχαν στις πρώτες σελίδες του περιοδικού και που για μένα είναι ποιήματα. Στην πρώτη σελίδα είχε ένα εισαγωγικό κείμενο με τίτλο Ακάνθινα και μάλιστα στο πρώτο τεύχος είχε όλη την ιστορία για τον τίτλο του περιοδικού Αγκάθι. «Γιατί το Αγκάθι πάσχει για να αναπτυχθεί ελεύθερα το άνθος». Έτσι βγήκε το Αγκάθι. Αυτό χαρακτήρισε την ζωή του».
ΜΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΑΝΘΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΠ + ΡΟΚ:
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Περιοδικό MAD: Το Τέλος της Τρέλας...
Merlin’s Music Box: Ο Μάγος Μέρλιν στα στενά των Εξαρχείων
Η δίκη του εκδότη που σατίρισε τον Σαββόπουλο ως εσταυρωμένο...
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.