Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Το Wish You Were Here των Pink Floyd κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1975 και είναι το ένατο άλμπουμ τους ενώ παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα τους έργα, καθώς η ευγενική, παγερή του μεγαλοπρέπεια το κάνει να ακούγεται τόσο σύγχρονο σήμερα, όσο όταν είχε ακουστεί για πρώτη φορά πριν από 50 χρόνια. Η ηχογράφησή του είχε ταραχώδη κύηση, πραγματοποιήθηκε αργά και νωχελικά στο Abbey Road studio σε διάστημα μισού χρόνου και παραλίγο να διαλύσει το συγκρότημα, όπως ανέφερε ο Roger Waters το 1999, λέγοντας ότι «Το όλο πράγμα είχε καταρρεύσει στη διάρκεια της ηχογράφησης του Wish You Were Here».
Σίγουρα πάντως άνοιξε το δρόμο για την τρίτη εποχή των Pink Floyd – την τελευταία σχεδόν δεκαετία, όταν ο Waters είχε πλέον ορίσει τον εαυτό του αρχηγό της μπάντας, παραγκωνίζοντας τον κιθαρίστα και συν-συνθέτη David Gilmour, αποξενώνοντας τον ντράμερ Nick Mason και, τελικά, απολύοντας τον ιδρυτή του συγκροτήματος και πληκτρά, Richard Wright.
Το Wish You Were Here ήταν το άλμπουμ όπου, όπως έγραψε συνοπτικά ο Nicholas Schaffner στο βιβλίο του Saucerful Of Secrets το 1991, «oι Floyd, είτε το συνειδητοποιούσαν είτε όχι, είχαν αλληλοσυγκρουόμενα καλλιτεχνικά σχέδια. Οι Gilmour και Wright θα ήταν ικανοποιημένοι αν η μουσική των Pink Floyd συνέχιζε να οδηγεί τους ακροατές σε προηγμένες καταστάσεις REM. Ο Waters όμως ήταν πλέον αποφασισμένος… να τους ξυπνήσει».
«Η σκοτεινότητα μπορεί να έχει υπερεκτιμηθεί με την πάροδο του χρόνου», έχει πει ο Nick Mason. «Δεν ήταν τόσο ότι ήταν πραγματικά σκοτεινό, αλλά ότι εμείς είχαμε μεγάλη δυσκολία να δουλέψουμε με αυτό».
«Σε αυτήν την περίοδο μετά το The Dark Side of the Moon, έπρεπε να κατανοήσουμε το για ποιο λόγο είχαμε διαλέξει αυτό το επάγγελμα», σχολίασε ο Gilmour το 2011. Ξαφνικά, το να έχεις αρκετά χρήματα για να εκπληρώσεις ακόμα και τα πιο τρελά εφηβικά σου όνειρα αποδείχθηκε προβληματικό.
Χάρη στην παντοδύναμη επιτυχία του Dark Side, οι προσδοκίες είχαν μεγαλώσει. Όλο και περισσότερος κόσμος πήγαινε για να παρακολουθήσει το light show τους με συνέπεια οι άνθρωποι να μιλούν περισσότερο για τους τόνους του εξοπλισμού που χρησιμοποιούσε η μπάντα και για τον αριθμό των τεχνικών που χρειάζονταν για να λειτουργούν τους προτζέκτορες, παρά για τη μουσική.
Αργότερα ο Waters είχε δηλώσει ότι «τo The Dark Side of the Moon τελείωσε τους Pink Floyd μια για πάντα», και ο Gilmour συμφώνησε: «Ο Roger έχει πει ότι σε εκείνο το σημείο μπορεί να είχαμε τελειώσει και ίσως είχε δίκιο». Όμως ο Waters καταλάβαινε τον λόγο που τελικά το συγκρότημα δεν διαλύθηκε: «Φοβόμασταν την απεραντοσύνη που υπήρχε “εκεί έξω”, μακριά από την ομπρέλα του πανίσχυρου και πολύτιμου εμπορικού ονόματος των Pink Floyd…» Οι ρίζες του ανταγωνισμού για την εξουσία μεταξύ του Waters και του Gilmour εντοπίζονται στην περίοδο του The Dark Side of the Moon. Και τα τέσσερα μέλη της μπάντας συμβιβάστηκαν με τη νέα επιτυχία, ενώ σιγά-σιγά άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι οι σχέσεις μεταξύ τους διαλύονταν αφού τα κοινά ενδιαφέροντα που είχαν ήταν πλέον λίγα.
«ΜΑΛΑΚΙΣΤΗΚΑΜΕ ΣΠΑΤΑΛΩΝΤΑΣ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΧΡΟΝΟ ΣΤΟΥΝΤΙΟ...»
Μετά την κυκλοφορία του μνημειώδους Dark Side που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1973 για να γίνει ένα από τα πέντε εμπορικότερα άλμπουμ όλων των εποχών με πωλήσεις που σήμερα ξεπερνούν τα 45 εκατομμύρια αντίτυπα, το συγκρότημα ολοκλήρωσε μια περιοδεία στις ΗΠΑ και για πρώτη φορά είχε άφθονο χρόνο για να ξεκουραστεί. Μετά από αυτό το άλμπουμ, η έλλειψη κατεύθυνσης της μπάντας έγινε εντονότερη από το πρώτο της κιόλας πείραμα μετά το Dark Side. Επρόκειτο για ένα εντυπωσιακό έργο που είχε τίτλο Household Objects και αντιπροσώπευε την τελευταία προσπάθεια του συγκροτήματος στην πειραματική προσέγγιση των «Several Species Of Small Furry Animals Gathered Together In A Cave and Grooving with a Pict» και «Alan’s Psychedelic Breakfast» μέσα από τα άλμπουμ Ummagumma και Atom Heart Mother, αντίστοιχα.
Με τον ηχολήπτη Alan Parsons προσπάθησαν να συνθέσουν μουσική χρησιμοποιώντας αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Οι ηχογραφήσεις συνεχίστηκαν και τον Δεκέμβριο του 1973, αλλά τελικά η ιδέα εγκαταλείφθηκε ως ανεφάρμοστη.
«Θυμάμαι ότι ξόδεψα έναν υπερβολικά μεγάλο χρόνο τεντώνοντας λαστιχάκια στα σπιρτόκουτα για να φτιάξουμε έναν ήχο στο μπάσο – ο οποίος κατέληξε να ακούγεται σαν μπάσο!» είχε σχολιάσει ο Gilmour το 2002, συμπληρώνοντας ότι η ιδέα ήταν «μάλλον του Roger – σίγουρα πάντως δεν ήταν δική μου. Ξοδέψαμε πάρα πολλές ώρες χαμένου χρόνου στο στούντιο κάνοντας μαλακίες».
Στην πραγματικότητα, οι επόμενοι 18 μήνες της καριέρας των Pink Floyd θα μπορούσαν να περικλείονται στη φράση «μαλακιζόμαστε». Ενώ ο Waters σκεφτόταν τον αόρατο κόσμο, τα άλλα μέλη του συγκροτήματος μεγάλωναν τα χαρτοφυλάκια της περιουσίας τους και οργάνωναν πάρτι στα πλαίσια του νεοπλουτισμού τους. Το εμπορικό όνομα «Pink Floyd» συντηρήθηκε με την κυκλοφορία του A Nice Pair, ενός διπλού LP που περιλάμβανε τα δυο πρώτα άλμπουμ της μπάντας και κυκλοφόρησε στις αρχές του 1974.
Η από καιρό προγραμματισμένη γαλλική περιοδεία που οι Pink Floyd θα πραγματοποιούσαν τον Ιούνιο του 1974 ξεσήκωσε το συγκρότημα και καθώς τα μέλη έμπαιναν για πρόβες στα αποπνικτικά Unit Studios στο King's Cross του Λονδίνου, άρχισε να προκύπτει νέο υλικό.
«Δεν ήταν δα και τόσο καταθλιπτικό» θυμόταν ο Mason. «Δεν νομίζω ότι επειδή κάποιος κερδίζει χρήματα πρέπει σώνει και καλά να εγκαθίσταται στην Προεδρική Σουίτα του Holiday Inn – οι αίθουσες προβών μπορεί να γίνουν ζόρικες. Δεν νομίζω πάντως να είχαμε ποτέ πρόβλημα με αυτό».
Σε εκείνες τις πρόβες ήταν που ο Gilmour πέτυχε τη φράση με τις τέσσερεις νότες που «ξύπνησε» τον Waters. Αντλώντας έμπνευση από τη δουλειά του Gilmour στην κιθάρα, ο Waters σκέφτηκε τον Syd Barrett, τον αρχικό frontman του γκρουπ, ο οποίος είχε απολυθεί πριν από έξι χρόνια και έτσι έγραψε ένα στίχο για αυτόν, ονομάζοντας αρχικά το τραγούδι «Shine On».
Από εκείνη τη στιγμή ο μύθος του Barrett άρχισε να μεγαλώνει δυσανάλογα, καθώς το παλιό του συγκρότημα είχε γνωρίσει τόσο τεράστια επιτυχία με το The Dark Side of the Moon. Ήταν ίσως ειρωνικό το γεγονός ότι αυτή η επιτυχία είχε επιτευχθεί διευρύνοντας τον ήχο της μπάντας με την πρόσθεση σαξοφώνου (Dick Parry) και γυναικείων (Claire Torry –υπέροχη στο «The Great Gig in the Sky»– Doris Torry και Lesley Duncan) και ανδρικών φωνητικών (Barry St. John), ιδέες που ήδη είχε προτείνει ο Barrett το 1967.
H αυξανόμενη μυθολογία γύρω από τον Barrett μεγάλωσε ακόμα περισσότερο χάρη σε ένα άρθρο στον μουσικό Τύπο. Σε μια εποχή που οι δημοσιογράφοι ήταν οριακά λιγότερο διάσημοι από τους καλλιτέχνες για τους οποίους έγραφαν, τον Απρίλιο του 1974 ο Nick Kent είχε γράψει ένα εκτενές κείμενο για την NME με τίτλο «The Cracked Ballad of Syd Barrett», όπου εξερευνούσε τους μύθους γύρω από τον πρώην ηγέτη των Floyd.
Μέχρι το τέλος του έτους, η Harvest κυκλοφόρησε ένα διπλό δίσκο με τα δύο στούντιο άλμπουμ του Barrett. Αυτό του πρόσφερε τη μοναδική είσοδό του στα τσαρτ των ΗΠΑ.
ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ PINK FLOYD ΓΛΙΣΤΡΟΥΣΕ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΩΡΟ
Στο μεταξύ, στη διάρκεια των προβών για τη γαλλική περιοδεία, οι Pink Floyd είχαν επεξεργαστεί άλλο ένα τραγούδι, το «Raving and Drooling». Στην ομάδα προστέθηκαν νέα μέλη: οι Blackberries (Venetta Fields και Carlena Williams), ένα φωνητικό ντουέτο που είχε τραβήξει την προσοχή του Gilmour τραγουδώντας με τους Humble Pie.
Η Fields, η οποία μέχρι τότε δεν ήξερε τους Pink Floyd, παρατήρησε τη διαφορά μεταξύ των δύο συγκροτημάτων «Οι Pie ήταν πραγματικά ροκ και το κοινό έφευγε από τις συναυλίες τους μανιασμένο πολύ ανεβασμένο», ενώ το κοινό των Floyd γλιστρούσε έξω από το χώρο, μαγεμένο από την μουσική τους», θυμόταν σχετικά.
Ο Dick Parry επέστρεψε στο σαξόφωνο. Και οι τρεις θα έμεναν με το συγκρότημα και την επόμενη χρονιά, ενώ η προσφορά τους υπήρξε ανεκτίμητη σε αυτό που θα κατέληγε να γίνει το Wish You Were Here.
Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος εκείνη την στιγμή ήταν η περιοδεία στις ΗΠΑ, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο. Πάντως, είχε ήδη γραφτεί άλλο ένα νέο τραγούδι με τίτλο «You’ve Got To Be Crazy». Το πρώτο μισό της παράστασης ήταν τα τρία νέα τραγούδια. Το δεύτερο μέρος θα περιλάμβανε το Dark Side.
Το συγκρότημα πέρασε τρεις εβδομάδες στο Elstree και άλλη μια στο King’s Cross κάνοντας πρόβες και ασχολήθηκε με τις εικόνες που θα προβάλλονταν στο φόντο της σκηνής – αυτές που κατόπιν έγιναν διάσημες.
Ακολούθησε μια 20ήμερη περιοδεία που διήρκεσε από τις 4 Νοεμβρίου έως τις 14 Δεκεμβρίου και αυτή ήταν η τελευταία φορά που οι Floyd επισκέφτηκαν επαρχιακές πόλεις όπως το Κάρντιφ, το Στόουκ-Ον-Τρεντ και το Μπρίστολ, ενώ στα μέσα Νοεμβρίου πραγματοποίησαν τρεις μεγάλες συναυλίες στο στάδιο Ουέμπλεϊ του Λονδίνου.
Η παρουσία των Blackberries ελάφρυνε την διάθεση στην περιοδεία.
«Το 20 feet from Stardom [ένα ντοκιμαντέρ του 2013 για τραγουδιστές που κάνουν δεύτερα φωνητικά] είναι πολύ επιφανειακό» θυμόταν ο Nick Mason. «Ήταν πολύ ψύχραιμες όταν η φάση ζόριζε. Όταν γινόταν καυγάς, ήταν οι μόνες που μπορούσαν να κοιμηθούν από όλους τους υπόλοιπους του συγκροτήματος».
Τελικά, αυτό που τους εντυπωσίασε όλους ήταν η ικανότητα των τραγουδιστριών να επιβιώνουν. H Fields είχε δουλέψει με τους Stones και είχε υπάρξει και μέλος των Ikettes (το τριμελές φωνητικό σχήμα πίσω από τους Ike & Tina Turner). «Δεν ασχολήθηκα με τα πολιτικά τους παιχνίδια», έλεγε. «Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη ως μέρος ενός συγκροτήματος που έπαιζε αυτή την μουσική και ήταν τόσο δημοφιλές. Ήμουν συνηθισμένη να τραγουδάω με μπάντες που πουλούσαν το πολύ 15.000 εισιτήρια. Οι Pink Floyd γέμιζαν ποδοσφαιρικά γήπεδα σε όλο τον κόσμο».
Οι κριτικές για την περιοδεία ήταν ανάμεικτες, συμπεριλαμβανομένης κυρίως της καυστικής κριτικής που έγραψε ο Nick Kent για τη NME, ο οποίος περιφρόνησε το συγκρότημα και αποκάλεσε τα τρία νέα τραγούδια «αμφίβολη τριανδρία».
Καθώς πλησίαζαν Χριστούγεννα, τα πνεύματα στο στρατόπεδο των Floyd δεν ήταν πολύ χαρούμενα.
ΥΠΗΡΧΑΝ ΘΕΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Οι ηχογραφήσεις για το Wish You Were Here ξεκίνησαν τη Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 1975 στο νέο Στούντιο Τρία του Abbey Road. Το κλίμα που υπήρχε στην περιοδεία τους ακολούθησε και στο στούντιο. Ο Brian Humphries –ο οποίος είχε συνεργαστεί μαζί τους για πρώτη φορά στο σάουντρακ του More του 1969 και τον είχαν προσλάβει για να φροντίζει τον ήχο στην περιοδεία τους στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1974– θα γινόταν ο πρώτος ελεύθερος επαγγελματίας με τον οποίον θα συνεργαζόταν η EMI. Στο βαθμό που αφορούσε στους Pink Floyd, όλα επιτρέπονταν.
«Στην αρχή αισθανόμουν άβολα», έλεγε ο Hamphries. «Εγώ και το συγκρότημα ήμασταν πειραματόζωα που εργαζόμασταν για πρώτη φορά στο Στούντιο Tρία, οπότε πιθανότατα ξέραμε περισσότερα για την κονσόλα τους από ό,τι οι ηχολήπτες τους, συν ότι δεν προσπαθούσα να ξεπεράσω τον Alan Parsons, το πουλέν τους».
Ο Humphries είχε συνεργαστεί με μπάντες όπως οι Free και οι Traffic: «Πάντα έλεγα ότι οι Traffic ήταν το αγαπημένο μου συγκρότημα, αλλά σε επίπεδο επαγγελματισμού, οι Floyd ήταν οι καλύτεροι επειδή όταν άκουγες το τελικό αποτέλεσμα σου έμενε αξέχαστο».
Το ζήτημα ήταν αν τελικά θα υπήρχε ολοκληρωμένο αποτέλεσμα ή όχι. Υπήρχαν μέρες που δεν συνέβαινε τίποτα.
Ο Mason ήταν δυσαρεστημένος με την απομόνωση που επέβαλε η πολυκάναλη ηχογράφηση, καθώς χαρακτήριζε τη διαδικασία αποστειρωμένη. Ο Rick Wright, του οποίου ο ήχος ήταν τόσο βασικός στο συγκρότημα, φαινόταν χαμένος στον δικό του κόσμο. Όλοι άρχισαν να πηγαίνουν καθυστερημένοι για δουλειά.
«Δεν νομίζω ότι ήξεραν τι ήθελαν να κάνουν», είχε σχολιάσει ο Hamphries στο Sound on Sound. «Είχαμε ένα βελάκι και ένα αεροβόλο τουφέκι και παίζαμε παιχνίδια λέξεων, καθόμασταν, μεθούσαμε, πηγαίναμε σπίτι και επιστρέφαμε την επόμενη μέρα».
«Ήμουν λιγάκι απελπισμένος» θυμόταν ο Mason το 2005. «Αντιμετωπίζαμε προβλήματα στην προσωπική μας ζωή».
«Ο Roger αναλάμβανε περισσότερο τον ρόλο σχετικά με την κατεύθυνση που ήθελε να πάρει το συγκρότημα», έχει πει ο Humphries, «αλλά ο David συνέβαλε πολύ στις αποφάσεις που ελήφθησαν».
«Για μένα ήταν ξεκάθαρο ότι υπεύθυνοι ήταν ο David και ο Roger», θυμόταν η Fields. «Λάτρεψα τον Rick! Ήταν ήσυχος αλλά πολύ φιλικός. Μου άρεσε ο τρόπος που έπαιζε πιάνο. Και ο Nick ήταν ήσυχος».
Κατά την άποψη του Gilmour, ο δίσκος έπρεπε να περιέχει μόνο τρία τραγούδια που θα κατέληγαν στο «Shine On You Crazy Diamond» όπως είναι σήμερα γνωστό – μια ολόκληρη πλευρά του βινυλίου. Ο Waters ήθελε να ακούγεται συνεκτικό.
«Ο Dave ήθελε να κάνει έναν εντελώς διαφορετικό δίσκο, οπότε είχαμε μια κόντρα για αυτό, από την οποία τελικά βγήκα εγώ νικητής», είχε πει ο Waters στον αρχισυντάκτη του Prog, Jerry Ewing, για το Classic Rock το 1999. Μια συνάντηση του συγκροτήματος, όπου ο Waters κρατούσε σημειώσεις, τον βρήκε νικητή – επρόκειτο να γραφτεί νέο υλικό και έτσι τα «Raving and Drooling» και «You've Got To Be Crazy» μπήκαν στη ναφθαλίνη (αργότερα επανήλθαν ως «Sheep» και «Dogs», αντίστοιχα, στο άλμπουμ Animals του 1977).
Το «Shine On» επρόκειτο να κλείσει το άλμπουμ και ενδιάμεσα θα προσέθεταν νέο υλικό. Και, παραπέμποντας στον Barrett σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση του συγκροτήματος, το θέμα του δίσκου θα ήταν η απουσία.
O γραφίστας της Hipgnosis, Storm Thorgerson, ήταν συχνός επισκέπτης στο Abbey Road. («Δυναμικός γκρινιάρης, αλλά και υπέροχος σύμμαχος όταν αγρίευαν τα πράγματα, και ένας υπέροχος σχεδιαστής εξωφύλλων», σύμφωνα με τον Humphries). Ο Torgerson άρχισε να δουλεύει πάνω στα εμβληματικά σχέδια που θα καθόριζαν το άλμπουμ σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Τότε ήταν που το «Shine on You Crazy Diamond» άρχισε να βρίσκει τον δρόμο του σε πλήρη μορφή, όταν το συγκρότημα πήρε επιτέλους μπροστά. Όπως όταν οι τέσσερις Beatles εστίασαν την προσοχή τους για να αποδείξουν τον επαγγελματισμό τους την εποχή που ο Billy Preston έφτασε στην Apple για να προσθέσει πλήκτρα στην ηχογράφηση του «Get Back», έτσι και οι Floyd μαζεύτηκαν γύρω από τον Syd, το πέμπτο μέλος τους, παρ’ όλο που στην πραγματικότητα εκείνος ήταν απών.
Το νέο υλικό ταίριαζε με το «Welcome To The Machine», ένα τραγούδι που είχε ήδη γραφτεί στο στούντιο ως μια καυστική επίθεση του Waters στη βιομηχανία γύρω του, ενώ προστέθηκε το «Have A Cigar», ακόμα ένας κόλαφος για χτύπημα τους καρχαρίες της μουσικής βιομηχανίας.
Ο Roy Harper, ένας συχνός επισκέπτης στο στούντιο, έκανε τα φωνητικά, όταν ο Gilmour και ο Waters δεν μπόρεσαν να τα αποδώσουν όπως ακριβώς ήθελαν. O Harper τα πέτυχε τελικά, αποτυπώνοντας (παρά την ενόχληση που εξέφρασε αργότερα ο Waters) μια ανθρωπιά και μια μπλουζ πινελιά που ολοκλήρωνε το τραγούδι μεταφέροντας συναισθήματα λαχτάρας.
Ο αποτυχημένος γάμος του Waters με την Judy Trim τροφοδότησε τους στίχους, όπως και η κατάσταση του μπάντας σε συνδυασμό με τη θρυλική, πλέον, εμφάνιση του Barrett στο στούντιο.
Η Veneta Fields ενθουσιάστηκε με όσα άκουσε. «Εντυπωσιάστηκα και με ενθουσίασαν. Η μουσική τους ήταν κυρίως βασισμένη σε μινόρε, πράγμα που την έκανε σκοτεινή και απόκοσμη».
Με μερικά πράγματα πάντως έπεφτε πολύ γέλιο. Οι φιγούρες που είχε εγκρίνει το συγκρότημα και που περνούσαν από τα σλάιντ στην διάρκεια των προβολών τους, καθώς και το πρόγραμμα κινουμένων σχεδίων για την περιοδεία του 1974 στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν απόδειξη ότι οι Pink Floyd είχαν μια καλά κρυμμένη κωμική φλέβα.
«Ένα από τα ωραία του συγκροτήματος ήταν ότι υπήρχε πάντα η αίσθηση του χιούμορ», σχολίαζε ο Mason. «Ποτέ δεν είχαμε τη φήμη ενός κωμικού κουαρτέτου, μια τρελοπαρέα που κάνει δίσκους, αλλά μέσα στο συγκρότημα νομίζω ότι γελάσαμε πολύ».
«Ο Roger ήταν ο αρχηγός, αλλά όλοι συμμετείχαμε πολύ στα πειράγματα», σύμφωνα με τα λεγόμενα του Gilmour στο Mojo το 2001. «Δεν νομίζω ότι καταλάβαμε γιατί κάποιοι το πήραν κατάκαρδα λίγο περισσότερο από άλλους». Έπεφτε πολύ δούλεμα, που συχνά είχε στόχο τους «φιλοξενούμενους» όπως ο Hamphries («Ήμουν εγώ κι αυτοί!»)
Οι φωτογραφίες της Jill Furmanovsky από τις ηχογραφήσεις εναλλάσσονται ανάμεσα στη χαρά (όταν ο Waters τρώει τα ζαχαρωμένα ταρτάκια της) και στην αδιαφορία (όταν όλοι φαίνονται πολύ δυστυχισμένοι).
Ανάμεσα στα γέλια και τα δάκρυα των ηχογραφήσεων, τον Απρίλιο του 1975 το συγκρότημα αναχώρησε για μια αμερικανική περιοδεία και οι ηχογραφήσεις επαναλήφθηκαν τον Μάιο.
«ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΟΝ SYD. ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ…»
Η απροειδοποίητη άφιξη του Syd Barrett στις ηχογραφήσεις παρείχε, κατά κάποιο τρόπο, την απόλυτη επιβεβαίωση ότι ο Waters είχε ακολουθήσει το σωστό δρόμο με την «απουσία» ως κεντρική ιδέα του άλμπουμ. Ο άνθρωπος αυτός, ο τόσο ταλαιπωρημένος από τις συγκυρίες –πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που τον είχε δει το συγκρότημα– ήταν αλλά και δεν ήταν εκεί.
Η επιστροφή του Barrett στο Abbey Road στις 5 Ιουνίου 1975, τη στιγμή που το συγκρότημα άκουγε το «Shine on You Crazy Diamond», ήταν ένα μοναδικό περιστατικό που ολοκλήρωσε την ηχογράφηση του Wish You Were Here.
O Waters με τον Syd Barrett στο στούντιο στη διάρκεια της ηχογράφησης του Wish You Were Here
Όπως είχε σχολιάσει από την μεριά του ο Mason στο Inside Out για την περίοδο που είχε περάσει με τους Pink Floyd: «Είναι πολύ εύκολο να κάνεις παραλληλισμούς με τον Πίτερ Παν που επιστρέφει για να βρει το σπίτι ακόμα εκεί, αλλά τους ανθρώπους αλλαγμένους. Μήπως περίμενε να μας βρει όπως ήμασταν επτά χρόνια νωρίτερα, έτοιμοι να αρχίσουμε ξανά τη συνεργασία μαζί του;»
«Δεν μου μίλησαν ποτέ για τον Syd», θυμόταν η Vanilla Fileds που ήταν μπροστά στη φάση εκείνη την ημέρα. «Διάβασα όλα όσα ξέρω για αυτόν. Κανείς δεν τον αναγνώρισε πραγματικά. Δεν κατάλαβα ποιος ήταν. Εκείνοι του μίλησαν για λίγο και μετά συνεχίσαμε τη δουλειά μας. Μπορούσα να καταλάβω πόσο τους επηρέασε η παρουσία του εκείνη την ημέρα. Σάστισαν μόλις τον είδαν εκεί και πραγματικά σοκαρίστηκαν με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του».
Πολλά έχουν ειπωθεί για εκείνη την εμφάνισή του Syd Barrett. Σύμφωνα με τον Mason: «Η ιστορία του καθενός διαφέρει. Είτε ήρθε μία, είτε δύο φορές, αυτά που είπε και όλα τα υπόλοιπα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ήταν σίγουρα ήταν εκεί και ότι ήταν αλλόκοτο». Το γεγονός ότι ο Barrett βρέθηκε εκεί είναι ένας από τους θεμελιώδεις λίθους σε ολόκληρη την ιστορία των Pink Floyd.
«ΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΕΝΑ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ. ΕΓΩ ΠΑΝΤΩΣ ΣΙΓΟΥΡΑ ΤΟ ΧΡΕΙΑΖΟΜΟΥΝ…»
Με το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ να έχει πλέον τελειώσει, το συγκρότημα ξεκίνησε για μια περιοδεία στις ΗΠΑ με αποκορύφωμα τη μυθική του εμφάνιση στο Knebworth της Βρετανίας τον Ιούλιο του 1975, η οποία όμως είχε τεχνικά προβλήματα. Αμέσως μετά το Knebworth, το συγκρότημα επέστρεψε στο Abbey Road για να προσθέσει τις τελευταίες πινελιές και να κάνει τη μείξη του άλμπουμ.
Το Wish you Were Here κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1975 – και οι Pink Floyd έκαναν κάτι εντυπωσιακό και εντελώς ανήκουστο για σήμερα – το συγκρότημα δεν έκανε καμία περιοδεία για να υποστηρίξει την κυκλοφορία.
«Είχαμε κάνει δύο περιοδείες κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης», καταλήγει ο Brian Humphries. «Έτσι, ίσως νόμιζαν ότι χρειάζονταν ένα διάλειμμα. Εγώ πάντως σίγουρα το χρειαζόμουν».
Οι κριτικές του άλμπουμ δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα λέγαμε διθυραμβικές. Στις ΗΠΑ, ο Ben Edmonds του Rolling Stone ξεχώρισε το «Shine On…», γράφοντας ότι: «Οι δυνατότητες της ιδέας δεν αξιοποιούνται. Σε στιχουργικό επίπεδο αυτό το αναθεματισμένο πράγμα είναι τόσο στείρο που κάλλιστα θα μπορούσαν να τραγουδούν για τον κουνιάδο του Roger Waters επειδή έφαγε κλήση για παράνομη στάθμευση».
Η Phonogram Record έγραψε ότι το άλμπουμ ήταν «καλοφτιαγμένο, ευχάριστο και αναμφισβήτητα χωρίς αντίπαλο. Είναι μουσική που σου φτιάχνει την διάθεση για μια νέα εποχή».
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Melody Maker σχολίασε ότι «οι Floyd περιπλανιούνται διασχίζοντας μια ολόφωτη λεωφόρο χέρι-χέρι με κάποιο ωχρό φάντασμα δημιουργικής έμπνευσης».
Ωστόσο, η γνώμη των κριτικών είχε ελάχιστη σημασία. Το άλμπουμ πήγε στο νούμερο ένα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και παραμένει ακόμα και σήμερα αγαπημένο.
Μπορεί, λοιπόν, το Wish You Were να θεωρηθεί στο σημείο αυτό ως το άλμπουμ που στην ουσία διέλυσε τους Pink Floyd; Μπορεί η πραγματική διάλυση να συνέβη μια δεκαετία αργότερα, αλλά εδώ εμφανίστηκαν οι πρώτες ρωγμές.
«Σε όλη τη διαδρομή υπήρχε μια διαμάχη για την εξουσία. Αυτό συνέβαινε για χρόνια» είχε δηλώσει ο Gilmour στον Jerry Ewing το 1999. «Ο Roger ήθελε να είναι ο ηγέτης και το αφεντικό και ο υπεύθυνος – κάτι που ήταν εκ των πραγμάτων. Αυτό όμως δεν εμπόδισε εμένα, που δεν ήθελα να γίνω ηγέτης, να σκέφτομαι ότι είχα καλύτερη γνώση ή αίσθηση των μουσικών όρων από εκείνον. Καλύτερη μουσική κρίση. Έτσι, από την πλευρά μου σε αυτόν τον υποτιθέμενο αγώνα για εξουσία, προσπάθησα πεισματικά να κολλήσω μέσα σε όλα αυτά ορισμένες μουσικές αξίες, αλλά προφανώς αυτό παρουσίαζε δυσκολίες σε όλη τη διαδρομή. Σίγουρα πάντως δεν έκανε αδύνατη την σχέση μας».
Εκ των υστέρων, ο Nick Mason ήξερε ποια θα έπρεπε να ήταν η λύση «Κατόπιν εορτής, αυτό που έπρεπε να είχαμε κάνει ήταν περισσότερες περιοδείες για το The Dark Side of the Moon, κάτι που προσωπικά δεν πιστεύω ότι το κάναμε αρκετά και μετά, πολύ αργότερα, να πηγαίναμε να γράψουμε, αντί να το κάνουμε αμέσως και να προσπαθήσουμε τόσο σκληρά εκείνη τη στιγμή».
«ΚΑΤΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ TO WISH YOU WERE HERE ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΜΑΣ…»
Όλη η ένταση στο εσωτερικό του συγκροτήματος και η αυτομυθοποίηση των Floyd εκείνης της περιόδου τους έκανε εξαιρετικό καλό από επιχειρηματικής άποψης και σήμερα η γοητεία του Wish You Were Here όλο και μεγαλώνει. Είναι το δεύτερο άλμπουμ που επιλέγουν να ακούσουν οι νέοι ακροατές των Floyd. Ο χρόνος στάθηκε πολύ ευμενής με το έργο: Ο Gilmour έχει χαρακτηρίσει το Wish You Were Here «κατά κάποιον τρόπο, το πιο ολοκληρωμένο άλμπουμ» των Pink Floyd και, όπως έχει σχολιάσει ο Waters, «Είναι γεμάτο θλίψη και θυμό, αλλά και γεμάτο αγάπη».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Hipgnosis: Η εταιρεία που έκανε τα εξώφυλλα δίσκων έργο τέχνης...
Lemmy: Σκόρπιες στάχτες, γεμάτες σφαίρες...
Hawkwind: Διαστημικοί μαχητές του ήχου...
The Alan Parsons Project: Περί πυραμίδων...
Ο Syd Barrett, οι Pink Floyd και το «See Emily Play»...
Syd Barrett - Το Τρελό Διαμάντι των Floyd...
Όταν οι Pink Floyd μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το πρώτο τους LP
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.