Γράφει ο Γιώργος Τσέκας
Δεν υπάρχει λόγος για να ειπωθεί αυτή η ιστορία, αφού καθένας έχει τους λόγους του για να μην την ακούσει. Αλλά εγώ θα την πω. Ο Μπόρχες στον Επίλογο του Ποιητή μέσα σε μια μόλις παράγραφο καταφέρνει να κάνει και τον πιο αδαή να καταλάβει πως ο συγγραφέας γράφει για τον ίδιο του τον εαυτό και αν κατάλαβα λάθος μάλλον εγώ είμαι ο προτελευταίος αδαής αυτός που δεν έπιασε γρι από το κείμενο. Πανάθεμά με μια παράγραφος σκάρτες εκατό λέξεις ήταν που μπερδεύτηκα; Ένας αποφασίζει να ζωγραφίσει τον κόσμο όλο και αρχίζει από τον ουρανό, φτιάχνει βασίλεια, τα ψάρια, τα βουνά, κάνει εργαλεία, τα άστρα, τους ανθρώπους και όλες οι γραμμές φτιάχνουν έναν ατελείωτο λαβύρινθο, ένας λαβύρινθος όπου οι σκιάσεις και οι χαράξεις σχηματίζουν το πρόσωπο του. Αυτή η αλληγορία φανερώνει πως ο δημιουργός προσπαθεί να τα βάλει με τους εσωτερικούς του δαίμονες ο δημιουργός περιστρέφεται γύρω από κάποια εμμονή.
Και ψάχνω στις σημειώσεις μου να δω μιας και ξέχασα ποιος είπε πως οι άνθρωποι όλες και όλες τέσσερις ιστορίες γράψαμε και διαβάσαμε σε όλη μας τη ζωή τέσσερα θέματα μας απασχόλησαν: ο ηρωισμός, η επιστροφή, ο έρωτας και... ο θάνατος; Μπορεί να μην πέτυχα ούτε ένα από αυτά... και ξεψαχνίζω την βιβλιοθήκη μου την γεμάτη σκόνη και λησμονιά και δεν βρίσκω το βιβλίο ήταν Μπολάνιο, Περεκ, Κυριακίδης, Έκο ή μήπως το διάβασα στον διάλογο από τη συνάντηση του Γιόσα με τον Μάρκες στη Λίμα...δεν έχει σημασία... έχω καιρό που παρακολούθησα τα Μαθήματα Λογοτεχνίας στο Μπέρκλεϊ και η μνήμη μου ασθενής όπως είναι αποτελεί ένα ακόμα εμπόδιο για να ολοκληρωθεί με αξιοπρέπεια αυτή η ιστορία. Μα η μνήμη είναι το οπλοστάσιο όσων γράφουν και εγώ πηγαίνω σε σε μονομαχία με πιστολάδες κρατώντας μαχαίρι.
Τέσσερις είναι οι ιστορίες. Η πρώτη η αρχαιότερη μιλά για μια οχυρωμένη πολιτεία που την πολιορκούσαν και την υπερασπίζονται άντρες γενναίοι... Η δεύτερη συνδέεται με την πρώτη, είναι η ιστορία μια επιστροφής. Η τρίτη είναι η ιστορία μιας αναζήτησης. Η τελευταία ιστορία είναι για τη θυσία ενός θεού. Τέσσερις είναι οι ιστορίες...σωστά... Στον χρόνο που μας μένει, θα συνεχίσουμε να τις αφηγούμαστε μεταμορφωμένες...
Στέκομαι στον Μπόρχες και θυμάμαι καλά να λέει πως η λογοτεχνία είναι ένα καθοδηγούμενο όνειρο και αντιλαμβάνομαι πως στην δικιά μου περίπτωση είναι αντεστραμμένοι οι ρόλοι και νυστάζω επιτηδευμένα και ξαπλώνω για να δω αμέσως το δικό μου όνειρο αυτό που βλέπω κάθε βράδυ όταν κλείνω τα μάτια και με καθοδηγεί χωρίς πυξίδα και που είναι τόσο αδιάφορο ώστε να μην είναι ικανό να με στοιχειώσει ή εγώ είμαι τόσο αναίσθητος που δεν διακρίνω τον φόβο που επισύρει μαζί του. Γιατί ποιος άλλος από τον δειλό θα μιλήσει καλύτερα για γενναιότητα, ποιος θα μιλήσει για τα όνειρα του από αυτόν που μισεί τους ονειροπόλους... Όποτε και ‘γώ με τους εσωτερικούς δαίμονες παλεύω αυτούς προσπαθώ μα τιθασεύσω, τους ξορκίζω με αποτυχία γιατί κάθε πρωί ξεκινάω να γράψω την ίδια ιστορία αυτή που είδα το προηγούμενο βράδυ και δεν μπορώ να της βάλω τελεία και παύλα.
Προχωράω με βήματα αργά σε ένα λασπωμένο χωματόδρομο με λακκούβες, τι λακκούβες, γούρνες είναι που τις βάφτισαν έτσι γιατί μόνο γουρούνια θα ζούσαν δίπλα σε αυτές, που βέβαια τις αποφεύγεις μόνο αν κοιτάς χαμηλά γιατί γυαλίζουν στο φως του φεγγαριού και στο τέλος του δρόμου ένα στενό που οδηγεί σε αδιέξοδο ανοίγω μια πόρτα που από πάνω έχει μια ιριδίζουσα σφαίρα που στριφογυρίζει αλλά αποφεύγω να κολλήσω το βλέμμα μου σε αυτή γιατί μου προκαλεί ίλιγγο και το βήμα μου επιταχύνεται ξαφνικά και διασχίζω έναν διάδρομο σε ένα κτήριο της δεκαετίας μπαλκόνι του 1950 με ξεφλουδισμένους τοίχους σαν παλιό νοσοκομείο ή εγκαταλελειμμένο σχολείο αρρένων, μια εικόνα του Χριστού με επίχρυση κορνίζα και σπασμένο τζάμι όχι αγιογραφία ή χαρακτικό αλλά φωτογραφία από κάρτες της Panini που φοράει την ρετρό Diadora φόρμα της εθνικής Ελλάδος από το Μουντιάλ του 1994 μάλλον πριν την έναρξη στον αγώνα με την Αργεντινή στο πάτωμα πεταμένη και κυνηγάω έναν αρχαίο Έλληνα ή έναν τριαντάρη που ντύθηκε στο καρναβάλι αρχαίος Έλληνας, αλλά η ενδυμασία του μοιάζει από ακριβό ύφασμα κατάλευκο με επιμελείς λεπτομέρειες αραχνούφαντες όποτε η λογική μου λέει πως βλέπω τον Θησέα, πρέπει να είναι ο βασιλιάς της Αθήνας αυτός αφού δίπλα του είναι ο Μινώταυρος πρέπει να είναι ο Μινώταυρος διάολε αφού είναι ένα πλάσμα με σώμα ανθρώπου και κεφάλι ταύρου, έχει οπλές αντί για πόδια σίγουρα αλλά τα χέρια του είναι ανθρώπου με παλάμες και μπράτσα, κρατάει γερά ένα τεράστιο ρόπαλο και οι δυο φιγούρες ξεμακραίνουν στο μακρύ διάδρομο και οι σιλουέτες τους αρχίζουν να απομακρύνονται κι άλλο αλλά η απόσταση δεν κρύβει πως δείχνουν να είναι φίλοι(;), το λαβωμένο τέρας με το κατάμαυρο κορμί με δέρμα ζώου που γυαλίζει λες και το αλείφανε με λάδια, σέρνεται ουσιαστικά υποβασταζόμενο από τον νεαρό άνδρα που έχει αφήσει το γεμάτο αίματα σπαθί του στο πάτωμα, ένα άθλιο μωσαϊκό και τους ακολουθώ σαν να έχω ξεχάσει να πω κάτι σε κάποιον από τους δυο. Ο διάδρομος έχει τεράστιο βάθος, δεν διακρίνω κάποιο φως ούτε κάποια έξοδο από εδώ, ακούω όμως θορύβους, φωνές, λυσσασμένες σειρήνες ασθενοφόρου το τρένο στον ηλεκτρικό να τσιρίζει πάνω στις ράγες και συνειδητοποιώ πως ο λαβύρινθος μπορεί να έχει τη μορφή μιας ατελείωτης ευθείας, ενός χωρίς τέλος διαδρόμου, μιας ερήμου, μιας απέραντης θάλασσας
Δεν ξυπνάω ιδρωμένος ούτε αλαφιασμένος δεν με ξυπνάει το ξυπνητήρι αλλά η ανάγκη να σημειωσω την ερώτηση ή τις ερωτήσεις που έχω να του/τους κάνω. Απογοήτευση και θυμός, μια διαρκής γνωστική ασυμφωνία. Δυσφορία γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ τι τους θέλω. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο, φτιάχνω καφέ, ανάβω τσιγάρο και από το παράθυρο βλέπω το κενό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Άστεγη Συνοικία / Αθέατη Πολιτεία...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...