«Τhat's alright, mama...» Το νέο διήγημα του Σωτήρη Θεοχάρη αποκλειστικά στο Merlin's Music Box...

Γράφει ο Σωτήρης Θεοχάρης

Σχέδια: κόφι Κόφιντογκ

Για δευτερόλεπτα ένιωσε κάτι σαν στιγμιαία διάλειψη, μια αίσθηση που έμοιαζε μεταξύ ντεζαβού και πλήρους αφηρημάδας, σαν μια απότομη μεταπήδηση μερικών καρέ σε μια άγαρμπα κακομονταρισμένη κινηματογραφική ταινία που πήδαγε στο επόμενο πλάνο χωρίς συνοχή. Μια εντύπωση στιγμιαίου κενού που όμως είχε απροσδιόριστη διάρκεια και την περίεργη αλλά ταυτόχρονα ευχάριστη και γνώριμη αίσθηση της ελεύθερης πλεύσης σε ήρεμη θάλασσα και της παραμορφωμένης και διαθλασμένης όρασης. «Ίσως η κούραση», σκέφτηκε καθώς η συγκέντρωση του επανήλθε. Περιδιάβαινε τη λασπωμένη πλαγιά με την Berretta M9 στο δεξί του χέρι και ένα μισογεμάτο μπουκάλι Jack Daniels στο αριστερό...

Βρεγμένο χώμα και γλυκιά γήινη μυρωδιά, ανακατεμένη με την μεταλλική, σπαρακτική, οσμή του αίματος και την όξινη χημική μπόχα της άκαπνης πυρίτιδας. Δεν θα το έλεγες βροχή αυτό που έπεφτε, μάλλον ήταν ένα λεπτό υδάτινο ταλκ που πασπάλιζε το πρόσωπό του και κολλούσε στα μερικών ημερών γένια του. Το βρόχινο νερό δημιουργούσε ένα λεπτό φιλμ που διευκόλυνε τον πνιγηρό τροπικό αέρα να μεταδίδει την υγρασία της ατμόσφαιρας πιο έντονα στους μύες που έσφιγγαν δυνατά το σαγόνι του. Μύες τεντωμένοι από υπερένταση, αϋπνία, αμφεταμίνες, εγρήγορση και κακουχία, σε βαθμό που κάπου κάπου τα δόντια του έτριζαν. Βράχια, πηχτή λάσπη σε κάποια σημεία, και ελάχιστοι θάμνοι στην πλαγιά ενός λόφου που έμοιαζε παράταιρος στη μέση ενός τελείως επίπεδου τοπίου της οργιώδους ζούγκλας που τον περίβαλε. Ένας λόφος που έμοιαζε σαν να είχε χέσει ο διάβολος μια μεγάλη κουράδα καταμεσής στο γκαζόν του παράδεισου. Ανηφόριζε με βαριά βήματα αυτόν τον χαμηλό λόφο διαγράφοντας τεθλασμένη πορεία, παράλληλα με τους υπόλοιπους. Ανάσα ασθμαίνουσα, ένα βουητό στα αυτιά, αρβύλες που κολλούν όταν βυθίζονται σε πιο σαθρά σημεία, το μείγμα των «αρωμάτων» της κόλασης, μακρινές ανακλάσεις από φωνές πόνου, αραιοί πυροβολισμοί, πονοκέφαλος, ιδρωμένες παλάμες, βρώμικο χνώτο και σε κάθε βήμα ένα σμάρι υπερτροφοδοτημένων ανακλαστικών με προτεταμένα τα κεντριά τους να του κεντάνε το μυαλό. Ένα μυαλό πρησμένο από αδρεναλίνη, speed, αλκοόλ και κούραση. Ο «Λόφος του Δαίμονα» είχε πέσει μετά από πέντε μερόνυχτα ανελέητης μάχης. Το τάγμα των SPECIAL GEOPOLITICAL PROBLEM SOLVING ASSISTANTS, όπως κυνικά λεγόταν η ανώνυμη εταιρία που μίσθωνε το σινάφι των μισθοφόρων στους οποίους ανήκε, είχε χάσει σχεδόν το ένα τρίτο του δυναμικού του πριν καταφέρει να ξεκληρίσει κυριολεκτικά τον τακτικό στρατό της πλούσιας σε ουράνιο, λίθιο, και αρκετά ηλίθιο λαό, μπανανοδημοκρατίας που φρουρούσε τον λόφο. Ποτέ δεν είχαν χάσει τόσους σε μία και μόνο μάχη στα χρονικά της ύπαρξης των Specials. Οι απώλειες των ιθαγενών του «Επαναστατικού Στρατού» που στην ουσία αποτελούσαν το ασκέρι των κατσαπλιάδων του επίδοξου μαφιοχρηματοδοτούμενου δικτάτορα-φύλαρχου, για τον οποίο είχαν προσληφθεί και οι Specials, ήταν περίπου τα εννέα δέκατα. Ό ίδιος ήταν ένας από τους πιο έμπειρους Specials και συχνά καυχιόταν για αυτό στους συναδέλφους του όταν αφηγούταν τις πολεμικές του περιπέτειες τύφλα στο αλκοόλ. Ήταν λοχαγός στον αντίστοιχο στρατιωτικό βαθμό και είχε επιζήσει πέντε μερόνυχτα σφαγής στον αλλόκοτο λόφο που το όνομά του οφειλόταν σε κάποια αρχαία δεισιδαιμονία. Ένας τοπικός μύθος ήθελε να ζει εκεί ένας δαίμονας που τρέφονταν από τον θάνατο και τρέλαινε κάθε άνθρωπο που επιχειρούσε να σκαρφαλώσει και να σταθεί στην κορυφή του. σύμφωνα με το θρύλο, πριν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια στην κορυφή του δέσποζε ένα άγαλμα, αναπαράσταση μιας αντρικής δαιμονικής μορφής, καμωμένο από μολύβι με εξωτερική επένδυση από γυαλιστερό μπρούντζο που η λάμψη το καταμεσήμερο ήταν ορατή από αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Ο ίδιος θρύλος έλεγε ότι κατά καιρούς δεκάδες άνθρωποι που είχαν σκαρφαλώσει στο λόφο για να σκάψουν στην κορυφή του και να βρουν το άγαλμα δεν γύρισαν ποτέ ή γύρισαν έχοντας χάσει τα λογικά τους. Έλεγαν ότι το άγαλμα είχε χαθεί για πάντα μετά από ένα μεγάλο σεισμό που τον προκάλεσε η οργή του θεού Ήλιου όταν η θεά Σελήνη τον έκρυψε στη διάρκεια μιας ολικής έκλειψης. Οι ιθαγενείς απέφευγαν αυτόν τον λόφο, πολλοί από το ασκέρι του επίδοξου δικτάτορα-φύλαρχου είχαν αρνηθεί να τον ανέβουν στα διαδοχικά γιουρούσια προτιμώντας να εκτελεστούν ως λιποτάκτες. Αντίθετα, οι δυτικοαναθρεμμένοι Specials δεν έδιναν δεκάρα για μεταφυσικές ιστορίες και μύθους. Ως μισθοφόροι είχαν ακούσει εκατοντάδες τέτοιες δεισιδαιμονίες στις διάφορες τριτοκοσμικές χώρες όπου παρείχαν τις πολύ ρεαλιστικές και πολύ αποτελεσματικές υπηρεσίες τους. Και, παρότι οι περισσότεροι από αυτούς έτρεφαν αφελείς προκαταλήψεις και είχαν προσωπικά γούρια, όπως τυχερά νούμερα, γρουσούζικα σημάδια, γουρλίδικα αντικείμενα κλπ, καθώς και τη σχέση λατρείας των τζογαδόρων με την τύχη, δεν σκιάζονταν από θεούς, δαίμονες και παραμύθια. Τα μετρητά είναι αυτό που κυβερνάει το σύμπαν και η ικανότητα, η τακτική, η στρατηγική, το ρίσκο και, ελάχιστες φορές, η τύχη, ήταν οι άγγελοι-λογιστές τους. Οι ρωγμές στο ανάγλυφο του λόφου ανέδυαν μια ηφαιστειακή θειώδη οσμή κλούβιου αβγού και το χώμα είχε μια σχεδόν κοκκινοκάστανη απόχρωση σαν προϊόν κάποιας πανάρχαιας αποσύνθεσης φυτών. Και ενώ το χώμα του λόφου έδινε την εντύπωση μιας απίστευτης γονιμότητας, στην πραγματικότητα ήταν ένας σχεδόν φαλακρός όγκος στη μέση της ζούγκλας. Αποτελούσε στρατηγικό σημείο για τον έλεγχο της πρόσβασης στο τεράστιο δέλτα ενός λασποπόταμου μερικά χιλιόμετρα ανατολικά. Ο ποταμός ήταν η πλωτή διάβαση από τη θάλασσα στην ενδοχώρα και στην πρωτεύουσα και ο έλεγχός του σήμαινε έλεγχο εφοδίων και έλεγχο της χώρας. Τα πολυβόλα του τακτικού στρατού, αν και απηρχαιωμένα, τους θέριζαν για πέντε μερόνυχτα από ψηλά επειδή η γύμνια του λόφου δεν πρόσφερε καμία κάλυψη στους εφόδους τους. Τελικά, η εμπειρία και η απόλυτη τεχνολογική υπεροπλία υπερίσχυσε απέναντι στη σθεναρή, πατριωτική, αντίσταση και στην αυτοθυσία των υπερασπιστών που τελικά είχαν ξεμείνει από πυρομαχικά. Ωστόσο, ο φόρος του αίματος ήταν άνευ προηγουμένου για τους Specials. Τώρα, εκείνος ανηφόριζε μαζί με τους υπόλοιπους για να βεβαιωθούν ότι δεν υπήρχε πλέον ζωντανός κανένας αξιόμαχος αντίπαλος και για να αποτελειώσουν τους τραυματίες. Ήταν γνωστό, άλλωστε, ότι οι Specials δεν παίρνουν αιχμάλωτους και μάλιστα το διαφήμιζαν οι ίδιοι για να σπέρνουν τον τρόμο στα πεδία των μαχών που επιχειρούσαν.


Πλησίασε ένα σακατεμένο κορμί που εντόπισε στην προσεκτική ζιγκ-ζαγκ, πορεία του καθώς ανέβαινε προς την κορυφή για να ελέγξει το βομβαρδισμένο από τους όλμους πολυβολείο, το οποίο σιώπησε τελευταίο στη μάχη αφού είχε θερίσει καμιά εκατοστή ψυχές των Specials, αν βέβαια δεχτούμε ότι οι μισθοφόροι έχουν ψυχή. Το κορμί που συνάντησε είχε περάσει μόλις τα σύνορα της εφηβείας και κειτόταν σε εμβρυακή στάση. Αίμα ανέβλυζε από διάφορα σημεία του, σαν κόσκινο που το πότιζε μπρούσκο κρασί. Η ανάσα του ρόγχιζε θάνατο – μάλλον έκλαιγε βουβά με σφαλιστά μάτια. Απέφυγε να κοιτάξει απευθείας στο πρόσωπό του – έτσι τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Δεν μπορούσε να τους κοιτά στα μάτια όταν τους «λύτρωνε», όπως έπειθε τον εαυτό του ότι έκανε. Χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια, αποφεύγοντας να δει τα χαρακτηριστικά και το συσπασμό του προσώπου του, έσκυψε λίγο μπροστά, ακούμπησε το πιστόλι στο κρόταφο του λιανισμένου πιτσιρίκου, τράβηξε τη σκανδάλη και το τρεμάμενο διάτρητο κορμί μετατράπηκε σε πτώμα με ένα μικρό τίναγμα. «Λυτρώθηκε το νούμερο 56», μονολόγησε ψιθυρίζοντας με κυνισμό, θαρρείς και ανήγγειλε μια στάση του μετρό. Σχεδόν αυτόματα έφερε το μπουκάλι στο στόμα του, σήκωσε το κεφάλι του προς τον θολό γκριζογάλανο τροπικό ουρανό, και κατάπιε μια μεγάλη γουλιά «ποντικοφάρμακο», όπως αποκαλούσε το μπέρμπον. Παραδόξως, οι γευστικοί του κάλυκες έμοιαζαν να έχουν πάρει ρεπό γιατί η γεύση που ένιωσε θύμιζε περισσότερο αλατόνερο παρά ουίσκι. «Τί σκατά;» αναρωτήθηκε και ήπιε άλλη μια γερή γουλιά. Η ίδια γεύση από αλατόνερο πλημμύρισε πάλι τη γλώσσα του. Ωστόσο, ακόμη πιο περίεργο ήταν ότι του έμοιαζε οικεία, δεν τον ενοχλούσε καθόλου – απεναντίας την αισθανόταν ευχάριστη και φυσιολογική. «Δε γαμιέται» σκέφτηκε, «προφανώς μας πούλησαν μπόμπες οι ντόπιοι, τι στο διάολο, με θαλασσινό νερό τα φτιάχνουν;». Στο δεξί χέρι του ένιωσε μια υγρή και κολλώδη θέρμη – μάλλον από το αίμα και τη φαιά ουσία που τον είχαν πιτσιλίσει, όπως γίνεται συνήθως όταν η φαινομενικά άκακη ποσότητα των μόλις 8 γραμμαρίων από γυαλιστερό μπρούντζο και γκρίζο μόλυβδο που εξέρχεται από την κάνη με σχεδόν την ταχύτητα του ήχου, διαπερνά ένα κρανίο. Σκούπισε την ανάστροφη της παλάμης του στο παντελόνι του χωρίς να αφήσει την Berretta από το χέρι, αλλά απομάκρυνε το δάχτυλό του απ την σκανδάλη. «Η απάντηση σε κάθε ερώτηση είναι μπρούντζος και μολύβι», μονολόγησε με έναν τόνο μάτσο έπαρσης. Στα δεξιά του, αρκετά χαμηλότερα στο λόφο και μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα, τρείς φωνακλάδες ιθαγενείς, του «επαναστατικού στρατού» εξολόθρευαν τους τραυματίες με σκαπάνες και ξιφολόγχες, με σαδισμό, αργά και επίπονα, αλαλάζοντας πολύ δυνατότερα από τις κραυγές πόνου και της φωνές για έλεος των δύσμοιρων θυμάτων τους. Πανηγύριζαν, κραδαίνοντας τα λάφυρα, διάφορα προσωπικά αντικείμενα που αποσπούσαν σαν τυμβωρύχοι από τα άταφα κουφάρια. Δεν έκανε τον κόπο να κοιτάξει αριστερά του καθώς οι φωνές που άκουγε μαρτυρούσαν ότι οι εικόνες που θα αντίκριζε εκεί θα ήταν μόνο ένας κάπως διαφοροποιημένος αντίλαλος των όσων συνέβαιναν δεξιά του. Κάπου κάπου ακούγονταν πυροβολισμοί λίγο πιο μακριά του, ακόμη πιο χαμηλά στο λόφο, μια ένδειξη ότι κάποιοι άλλοι Specials όπως αυτός σπαταλούσαν πυρομαχικά κατά παράβαση της διαταγής και «λύτρωναν» με την στοιχειώδη ανθρωπιά που τους είχε απομείνει τους τραυματισμένους εχθρούς τους, προσφέροντας την ταχύτερη και όσο πιο ανώδυνη λύτρωση. Βέβαια, αυτή η ερμηνεία της ανθρωπιάς είναι πολύ διαφορετική από αυτή που μας αρέσει να προσάπτουμε σε αυτήν την ταλαιπωρημένη και κακοποιημένη, από σαχλοποιητές, παπάδες κάθε θρησκείας, άεργους φιλόσοφους και λοιπούς υποκριτές, ιδιότητα της ύπαρξής μας. Όχι, δεν αισθανόταν βαθιά διαφορετικός και φιλεύσπλαχνος επειδή δεν βασάνιζε τους ετοιμοθάνατους. Δεν αισθανόταν ανώτερος, καλύτερος, πιο ευγενικός ή, έστω, πιο αξιοπρεπής από κανέναν άλλον κοινό ειδεχθή δολοφόνο κατά συρροή. Δεν αισθανόταν ηρωικός ή τζέντλεμαν. Αυτό θα ήταν από τα κάλπικα, γλυκανάλατα, εύκολα, κλισέ και τερτίπια της συγγραφικής αγιοποίησης μιας προσωπογραφίας. Δεν ήταν κάποιος ήρωας βιβλίων τσέπης από αυτά που διαβάζουν οι θεούσες και δυσκοίλιες, νοικοκυρές καθώς προσπαθούν να χέσουν, κλειδωμένες στο μπάνιο με τις σεμεδένιες πετσέτες, χωρίς να ακουστεί και να μυρίσει η κλανιά τους. Εκείνος δεν ένιωθε τίποτε άλλο για αυτή του την καλή συνήθεια, της «λύτρωσης». Μόνο την ελπίδα-προκατάληψη ότι, εάν ποτέ βρεθεί σε αυτή τη θέση θα σταθεί τυχερός. Ή μήπως σε αυτήν τη «δουλειά» η χρήση της λέξης «όταν» είναι πιο κατάλληλη από το «εάν», λαμβάνοντας υπόψη τις σχεδόν μηδαμινές πιθανότητες να ζήσεις μέχρι τα βαθιά σου γεράματα σαν «εργαζόμενος» στον πόλεμο; Ήλπιζε, καταχραζόμενος φρικτά την έννοια του κάρμα, ότι εάν ποτέ βρεθεί σε αυτή τη θέση, τελειωμένος, σφαδάζοντας από τους πόνους, beyond local repair, ανίσχυρος να καρφώσει μόνος του τη συρέττα με την υπερβολική δόση μορφίνης που κουβαλούσε πάντα μαζί του σαν φυλαχτό, θα βρισκόταν κάποιος σαν εκείνον να τον «λυτρώσει». Δεν ήταν πράξη ενός εξαίρετου άνδρα, δεν ήταν τιμή απέναντι στον αντίπαλο, αριστεία, εντιμότητα, ή στρατιωτικό ήθος, και όλες αυτές οι ευγενικές παπαριές που συνοδεύουν τις παρλάτες περί ανδρών επιφανών και δοξασμένων μεγαλοτσούτσουνων της αρετής του πολέμου. Δεν ήταν αρετή. Ήταν φόβος. Ήταν καθαρός φόβος αυτό που πυροδοτούσε τη στοιχειώδη σκιά της ανθρωπιάς να παράγει αυτήν την ιδιότυπη και στρεβλή ψευτοσυμπόνια. Καθαρός και αμόλυντος φόβος.


Ο φόβος είναι γνώρισμα της ζωής. Είναι δομικό στοιχείο της ανθρώπινης λειτουργίας. Όχι τόσο ο φόβος θανάτου, όσο ο φόβος του πόνου και της αγωνίας του θανάτου. Ο φόβος, παραδείγματος χάριν, να πονάς αφόρητα και ο Χάρος να μην σου κάνει την τιμή να έρθει στην ώρα του. Ο φόβος να σε στήνει ο καριόλης ο Άδης όταν τον έχεις πραγματικά απόλυτη ανάγκη. Ο φόβος να σε σνομπάρει ο Μαύρος Θεριστής, γιατί έχει κάνει μια σύντομη στάση σε κάποιο «βρώμικο» για να χλαπακιάσει μια σαντουιτσάρα XL, πασαλειμμένος με μαγιονέζα, ενώ εσύ σφαδάζεις ξαντεριασμένς και προσεύχεσαι να τελειώσεις. Ο φόβος, ο λιτός και απέριττος φύλακας της ύπαρξής μας. Όπως εκείνος ο εικονικός φόβος σχεδόν όλων εμάς των «κανονικών και ενάρετων» ανθρώπων που κομπάζουμε ότι δε έχουμε καμία σχέση με κτήνη σαν εκείνον τον φασίστα μισθοφόρο, όταν φανταζόμαστε ότι έχουμε καρκίνο στο τελευταίο στάδιο ή ότι βρισκόμαστε σε μη αναστρέψιμο κώμα και οι συγγενείς μας αρνούνται υπογράψουν την ευθανασία μας από αγάπη. Από αγάπη ; Πόσο στρεβλό είναι αυτό, αλήθεια; Από πότε η αγάπη είναι συνώνυμο του βασανισμού; Και άμεσο προϊόν του φόβου είναι εκείνη η φοβοκινούμενη φωτεινή παραμυθένια ελπίδα πως, αν συμβεί αυτό σε μας, θα βρεθεί εκείνη γλυκιά και συμπονετική νοσοκόμα των γλυκανάλατων σαπουνοσίριαλ που θα τραβήξει ένα βράδυ κρυφά την πρίζα κρατώντας μας το χέρι και ψιθυρίζοντας «τώρα η ψυχούλα σου είναι ελεύθερη…» Ο φόβος, όπως αυτός που μας κάνει να αναβάλουμε με τρόμο τα δέκα επόμενα τσιγάρα, να σκεφτούμε να αρχίσουμε άμεσα υγιεινή διατροφή, να υπολογίσουμε σοβαρά την περίπτωση να μετακομίσουμε σε μια καλύβα στην ορεινή επαρχία όταν ακούμε ότι κάποιος στο περιβάλλον μας έχει καρκίνο τελικού σταδίου. Ο φόβος που μας βάζει στον πειρασμό να γράψουμε σε μια κόλλα χαρτί με μεγάλα κόκκινα γράμματα «Οδηγίες σε περίπτωση τελικού σταδίου: παρακαλώ, αποσυνδέστε με» και να τη στερεώσουμε στο ψυγείο με το χαμογελαστό, κυνικό, μαγνητάκι που γράφει «όλα θα πάνε καλά». Και η ελπίδα ότι κάποιος από εκείνους που ξεκαρδίζονται κάθε φορά που βλέπουν αυτό το σημείωμα ή λένε μέσα τους «μα τι εννοεί ο μαλάκας;» καθώς ανοίγουν το ψυγείο για να βάλουν παγάκια στο φραπέ τους, την κατάλληλη στιγμή θα το πάρει στα σοβαρά. Ο φόβος γεννά αυτόματα την ελπίδα για καλή τύχη για να νικήσει την απελπισία. Η ελπίδα είναι μπάσταρδη κόρη του φόβου που γαμιέται στο μυαλό μας με όλες τις πιθανές συμφορές αυτού του σύμπαντος. Ο φόβος είναι η φωνή του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης. Η δυσάρεστη αίσθηση που μας προκαλεί είναι αντίστροφα ανάλογη με την αποτελεσματικότητα στην επιβίωση μας. Και σε αυτή τη «δουλειά» που έκανε εκείνος, στη δουλειά του μισθοφόρου, ο φόβος, η προσοχή και η ψυχραιμία είναι που σε κρατούν ζωντανό. Ο φόβος είναι ο καλύτερος σύντροφος του μισθοφόρου πολεμιστή. Δευτερευόντως, βέβαια, πολύ καλοί σύντροφοι είναι επίσης οι αμφεταμίνες και το αλκοόλ. Στον αντίποδα αυτής της «δουλειάς» οι χειρότεροι εχθροί είναι η οργή και ο οίκτος. Και τα δύο μπορούν να στείλουν τον «εργαζόμενο» ψιλοκομμένο κατευθείαν σε κάποιο απ τα τρία μπολάκια του λιχούδη Κέρβερου. Αν η οργή πάρει τα γκέμια, τότε το λάθος είναι βέβαιο. Και το λάθος στο πεδίο της μάχης συνήθως καταλήγει στο θάνατο. Αν ο οίκτος μαλακώσει κάποιον στο πεδίο, τότε, ή τα λείψανά του θα επιστρέψουν στο σπίτι του μέσα σε πλαστική συσκευασία με ένα καρτελάκι κρεμασμένο στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού χωρίς αφιέρωση, ή το κουφάρι του θα ξεχαστεί για πάντα σε κάποιο μυστικό ομαδικό τάφο.
«Δεν παίρνουμε αιχμάλωτους, μην σπαταλάτε πυρομαχικά». Αυτή ήταν η διαταγή που του είχε υπενθυμίσει με έμφαση ο αρχηγός στην τελευταία ενημέρωση πριν αναχωρήσουν για αυτήν την «δουλειά», όπως αποκαλούσαν ενδοεταιρικά τις αποστολές των Specials. Σαφής, κοφτή και απέριττη. Η διαταγή στον πόλεμο είναι ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου φυλακίζεται και ιδρυματίζεται η λογική, αιχμάλωτη του θανάτου και τρόφιμη της ζωής. Στην αρχή, η λογική αντιδρά, προσπαθεί να δραπετεύσει, μάχεται με τους δεσμοφύλακες του παραλόγου, χαρακώνεται και τραυματίζεται προσπαθώντας να κόψει τα συρματοπλέγματα της παράνοιας. Αλλά σιγά σιγά, μετά τα πρώτα λουτρά αίματος και την εξαΰλωση των συντρόφων σου σε μια στιγμιαία λάμψη, μετά την απώλεια αγαπημένων προσώπων, και όταν το «εκεί» όπου θα ήθελες να γυρίσεις δεν υπάρχει πια, η λογική παραδίδεται άνευ όρων στην αγελαία ζωώδη αρρώστια της τυφλής υπακοής. Ίσως επειδή το «ανήκειν» που ερωτοτροπεί και οργάζει με το ένστικτο της επιβίωσης, κατακρεουργεί το «εγώ» και μετατρέπει την ανασφάλεια σε ένα εκκωφαντικό σιγουροφανές και ισχυροφανές «εμείς». Ένα συμπαγές «εμείς», στεντόρειο και εμψυχωτικό σαν εμβατήριο, κοφτερό σαν θραύσματα «κανονικών» ζωών που εξαχνώθηκαν, τυφλό και άγριο, φορτωμένο με οργή, μίσος και εκδίκηση. Στο τέλος κανείς δε θυμάται πλέον γιατί. Κανείς δε θυμάται κι ούτε νοιάζεται πια από που και πώς ξεκίνησε το ρυάκι του θανάτου που γίνεται ένας απέραντος ωκεανός, τόσο μεγάλος και βαθύς που δεν υπάρχει κανένας διαφορετικός ορίζοντας, κανένα νόημα να για να συλλάβεις και καμία ερώτηση που μπορείς να υποβάλεις επειδή πολύ απλά η λογική έχει γίνει το απόλυτο ένστικτο. Και τότε καμιά αναστολή δε σε κρατάει πλέον μέσα στο παρήγορο ανθρώπινο δέρας σου. Η διαταγή είναι λύτρωση, αποποίηση κάθε ευθύνης, κολυμπήθρα εξαγνισμού όλων των εγκλημάτων, άλλοθι για να ξεχυθεί το σκοτάδι από μέσα σου καλυμμένο από την ψευδαίσθηση της ύπαρξης ενός δήθεν συνένοχου συλλογικού υποσυνείδητου. Η διαταγή σε τοποθετεί στη πέτρινη, σκοτεινή αλλά ταυτόχρονα φιλόξενη σπηλιά του αγελαίου «εμείς». Η διαταγή είναι ο βολικός σιγαστήρας του όποιου ήθους. Κι όλα αυτά υψώνονται λογαριθμικά στην κλίμακα της αποκτήνωσης όταν δεν μάχεσαι καν για πάτρια εδάφη, θρησκευτικές αντιλήψεις, φυλετικές διαφορές, εθνικιστικό φανατισμό ή όποια άλλη λεκτική εφεύρεση γεννά πολέμους και σύνορα για τα φέουδα μιας χούφτας μπάσταρδων που κουμαντάρουν την ασήμαντη γαλαζοπράσινη σιδερόκαρδη μπάλα, πάνω στην οποία περάσαμε εκατομμύρια χρόνια μέχρι να εξελιχτούμε από ανεγκέφαλες αμοιβάδες σε αμοιβάδες με αντίχειρες.
Η λέξη μισθοφόρος ακούγεται από εμετικά απεχθής έως πολύ ρομαντική, ανάλογα με την ιστορία που επιλέγει η λογοτεχνία, η τραγουδοποιία, η τέχνη των κόμιξ, η αστική μυθολογία ή ο κινηματογράφος για να εξηγήσουν κάθε φορά τις αιτίες για την επιλογή κάποιου να κάνει επάγγελμα τον αφανισμό ανθρώπων. Ακριβώς όπως οι βίοι των αγίων που μπορούν να αναστρέψουν στο όνομα δήθεν του θεού την εκάστοτε θρησκεία, την πραγματικότητα που περιβάλει μερικά από τα πιο ειδεχθή και σιχαμερά πρόσωπα που γέννησε τούτος ο βίαιος πλανήτης, όπως σαλεμένοι σαδιστές ιδιοτελείς αυτοκράτορες, ψυχοπαθείς διώκτες και βασανιστές αλλοθρήσκων, πυρπολητές πόλεων, γενοκτόνοι ιππότες, διεστραμμένοι παιδεραστές, σκοταδιστές μισογύνηδες, ιεροεξεταστές, κλπ. Οι βίοι αγίων που γράφονται με σκοπό να τους παρουσιάζουν φορώντας τον βελούδινο μανδύα της υπεράσπισης του σκοπού, ο οποίος έχει εξαγιάσει τα εγκλήματα τους. Σχεδόν όλοι οι μισθοφόροι εξαγιάζουν τον εαυτό τους με κάποιο ψέμα που συνήθως η τέχνη το καταπίνει αμάσητο και το προβάλλει ρομαντικά. Όπως και οι παλιές πουτάνες, ο κάθε μισθοφόρος έχει να αφηγηθεί μια δακρύβρεχτη ιστορία για το πώς κατέληξε σε αυτή τη «δουλειά». Άλλες ιστορίες είναι σχεδόν αληθινές, άλλες απλώς κολυμπήθρες εξαγνισμού των ενοχών και της ντροπής, και άλλες απίθανα παραμύθια για ραγισμένες καρδιές, ανδρεία και κατορθώματα που δεν συνέβησαν ποτέ, παρά μόνο στο μυαλό τους. Τούτος εδώ, που τώρα ανηφόριζε με κουρασμένα βήματα προς την κορυφή του λόφου, δε είχε καμία ιστορία να αφηγηθεί ή αυτό τουλάχιστον είχε επιλέξει. Σίγουρα υπήρξαν και συνέδραμαν από κοινού κάποια δαιδαλώδης διαδρομή κακοτυχιών, κάποια παραβολική ακολουθία γεγονότων που αλλάζουν συναισθηματικά και λογικά έναν άνθρωπο. Σίγουρα τον κατάπιαν κι εκείνον κάποιες δίνες τυχαιότητας από αυτές που ρουφούν όλους μας στον πυθμένα της όποιας προσωπικότητας έχουμε σήμερα ο καθένας. Ωστόσο, υπήρχε και μια σειρά από συνειδητές αποφάσεις, εκτιμήσεις, συλλογισμούς, ενέργειες και επιλογές και όλα αυτά δεν υπάκουαν σε κανένα κισμέτ ή δοξασία, παρά μόνο στην προσωπική υπόσταση και την ελεύθερη βούληση – όσο ελεύθερη μπορεί να είναι η βούληση ενός κοινωνικού προϊόντος όπως το «υπερεγώ». Υπήρχαν ξεκάθαρες πεποιθήσεις οι οποίες τον είχαν οδηγήσει σε αυτήν την επιλογή ζωής, όπως άλλωστε συμβαίνει με τους περισσότερους από εμάς, τους «φυσιολογικούς ανθρώπους», όταν καταλήγουμε σε δήθεν φυσιολογικές επιλογές ζωής. Όπως λίγο πολύ όλοι μας καθορίσαμε την πορεία μας, έτσι έκανε κι εκείνος. Όλοι είμαστε έρμαια των πεποιθήσεων μας, είτε θέλουμε βολικά να θάψουμε τις ενοχές για την κατάντια μας χρεώνοντας την ιδιορρυθμία του ταλαίπωρου «εγώ» μας στην παιχνιδιάρα και απρόβλεπτη μοίρα, είτε θέλουμε να αντικρίσουμε κατάματα και θαρραλέα την κτηνώδη αλήθεια της ιδιαιτερότητας μας, να την αποδεχτούμε και να απολαύσουμε τη λυτρωτική θαλπωρή της ειλικρίνειας όπως τα ευτυχή ασυνείδητα ζώα.
Αυτός ήταν ένας «σκληρός καριόλης», όπως συχνά του άρεσε να αυτοαποκαλείται, ένα κτήνος του πολέμου, ένας απολύτως συνειδητός φονιάς άγνωστων ανθρώπων με τους οποίους δεν είχε οποιοδήποτε προσωπικό μαζί τους. ένας απολύτως συνειδητός επαγγελματίας επιβολής καθεστώτων, απολύτως ψυχρός εκτελεστής ολάκερων φυλών σε αοματηρούς εμφύλιους σε υπανάπτυκτες χώρες που κανείς δεν ξέρει που στην οργή πέφτουν στο χάρτη, μέχρι την ανακάλυψη ενεργειακών αποθεμάτων ή ορυκτού πλούτου. Ένας σφαγέας αφελών αμνών σε χώρες-στάνες, όπου ο εκάστοτε «εργοδότης» του και καλοπληρωμένο εργαλείο επιβολής «ειρήνης» και παγκόσμιας «τάξης» διαφόρων πολυεθνικών εταιριών αποφάσιζε να κάνει πόλεμο. Αυτός ήταν. Δεν έδινε καμιά δακρύβρεχτη δικαιολογία στον εαυτό του, δεν είχε καμία απολογία να παρλάρει σε κανένα κοινωνικό δικαστήριο. Αυτός το έκανε επειδή απλά ήταν η «δουλειά» του. Η «δουλειά» που ήξερε να κάνει καλύτερα στην αρχή της σταδιοδρομίας του και μετά από λίγο καιρό η μόνη δουλειά που ήξερε πλέον να κάνει. Το έκανε για τις μεγάλες απολαβές και επειδή δεν ήξερε να κάνει τη δουλειά των καθωσπρέπει γραβατοφόρων «κυρίων» που αγόραζαν τις υπηρεσίες του. Όλα αυτά που οι γονείς του, το σχολείο και η κοινωνία του πρότειναν ως μοντέλο επιτυχίας κατέληγαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε προσωπικότητες-υποδείγματα με περιουσίες αμύθητες που έμμεσα ή άμεσα ήταν απλά εργοδότες πολέμων, ηθικοί αυτουργοί εξολόθρευσης εκατομμυρίων ψυχών, στυγνοί εγκληματίες δίχως ίχνος ανθρωπιάς. Και οι αμέσως επόμενες χαμηλότερες επιτυχημένες προσωπικότητες-πρότυπα ήταν επίσης μέρος του ψυχρού λογιστικού παιχνιδιού που λέγεται καπιταλισμός, ελεύθερες αγορές, τραπεζικό σύστημα, χρήμα, παραγωγή, κατανάλωση και ταξική κοινωνία. Στο τέλος τέλος, σε τι διαφέρει ηθικά ο χασάπης από όσους του πληρώνουν την σφαγή για το κρέας; Εκείνος λερώνει τα χέρια του με το αίμα των θυμάτων και οι εργοδότες του απολαμβάνουν το προϊόν, είτε είναι εύρωστοι και το γλεντούν στα σενιάν φιλέτα με τα οποία ταΐζουν επιδεικτικά τα σκυλάκια τους, είτε είναι οι τελευταίοι απόκληροι, πρώην ψηφοφόροι, που ρουφούν το νεκρό μεδούλι σε μια σούπα συσσιτίου. Ο κόσμος αυτός είναι μια καθετοποιημένη ανήθικη κρεατομηχανή. Είχε αποφασίσει λοιπόν να μην δίνει δεκάρα τσακιστή για κάθε υποκριτικό συμβόλαιο οποιασδήποτε ηθικής και η απόφασή του για αυτό ήταν οριστική. Όπως οριστική και αμετάκλητη ήταν η ρήξη του με οτιδήποτε του πρότεινε η υποκρίτρια κοινωνία ως αγνότητα ή ως αξία. Ο πολιτισμός σε αυτόν τον πλανήτη που παράγει μια μορφή της ζωής βασισμένη στο DNA για τη δημιουργία του ανθρώπινου είδους, είναι μια διαβολική μηχανή, η οποία αλέθει και συνθλίβει τα πάντα. Μια μηχανή κατάκτησης ζωτικού χώρου που λειτουργεί όπως ένας ατέρμων κύκλος σε μια αλυσίδα όπου το πάχος, η ποιότητα της κατασκευής, το σχήμα, το χρώμα, και η πρώτη ύλη των κρίκων που την αποτελούν δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Όσο οι κρίκοι επιμένουν να αποτελούν μέρος της, η αλυσίδα είναι άρρηκτη. Είτε είναι από χρυσάφι είτε από σκατά, όσο ο κάθε κρίκος πιστεύει ότι με την συμμετοχή του δεν συμπληρώνει τον βρόγχο της αλυσίδας και πείθει με θέρμη τον εαυτό του ότι για αυτόν τον κανιβαλισμό ευθύνονται αποκλειστικά οι άλλοι, τόσο αυτή η μηχανή θα βρυχάται. Και όσο βρυχάται, το είδος της συνενοχής είναι αδιάφορο. Μέσα από την μέτρια ευφυΐα του και τη χαμηλή του μόρφωση, τη σίγουρα φιλοναζιστική, ρατσιστική και εγωκεντρική του αντίληψη για το δίκαιο του ισχυρού, μέσα από την οποία παρερμήνευε αισχρά τον μηδενισμό, αυτή ήταν η δική του θέαση και, ποιος ξέρει, ίσως αυτό να ήταν το δικό του παραμύθι-άλλοθι που είχε ανάγκη για να μην αισθάνεται ίχνος ενοχής. Εξάλλου η ζωή του καθενός είναι ένα προσωπικό παραμύθι και ο καλός παραμυθάς πιστεύει τόσο πολύ στο παραμύθι του, που τελικά γίνεται μέρος του και ήρωάς του, ενώ η πραγματικότητά του γίνεται παραμύθι. Όμως, η συντομότερη και ευκολότερη απάντηση τελικά στην ερώτηση «γιατί;» ήταν σχεδόν πάντα η ίδια, ψυχρή και αφελής: «Επειδή τα φράγκα είναι καλά και γρήγορα».
Οι υπεροξυμένες από τις αμφεταμίνες αισθήσεις του λειτουργούσαν στο όριο και όταν από το ανατιναγμένο πολυβολείο της κορυφής του λόφου όπου πλησίαζε προσεκτικά, άκουσε ένα γέλιο, αιφνιδιάστηκε. Αμέσως μπήκαν σε λειτουργία τα ανακλαστικά της επιβίωσης και οι γνώσεις της τέχνης του πολέμου. Καλύφθηκε στο πλάι πίσω από μερικά σακιά άμμου που είχαν μείνει στη θέση τους και με μια αστραπιαία κίνηση κοίταξε μέσα στον κρατήρα που είχε δημιουργηθεί από τις βολές των όλμων. Κοίταξε προσεκτικά και αμέσως προχώρησε μερικά βήματα εμπρός χωρίς δισταγμό. Η εικόνα αναλύθηκε ακαριαία στο μυαλό του, ο φόβος έπαψε να δίνει σήμα, η παλμοί έπεσαν, το δάχτυλο τραβήχτηκε από την σκανδάλη, η ανάσα του απέκτησε το δικαίωμα να ακούγεται. Η εικόνα ήταν συνάμα φρικτή, απόκοσμη και με ένα περίεργο τρόπο άκακη. Ένα κουφάρι, το μόνο που είχε μείνει ολόκληρο καθώς τα υπόλοιπα είχαν εξαϋλωθεί σε ελάχιστα απομεινάρια σάρκας διάσπαρτα παντού, ήταν ανακαθισμένο με τα πόδια τεντωμένα και ανοικτά, μάλλον χωρίς να συνδέονται νευρικά με το υπόλοιπο σώμα, με τα χέρια να κρέμονται άψυχα και τα σπλάχνα του χυμένα έξω μπροστά του. Όποιος δεν έχει την τύχη ή την ατυχία να δει και μυρίσει σφαγή σε γουρουνοχαρά τις παγωμένες, χριστιανοβιασμένες, παγανιστικές μέρες στα τέλη του Δεκέμβρη σε θεσσαλικά χωριά, δεν μπορεί να συλλάβει τη χολώδη μυρωδιά και το θέαμα των αχνιστών σπλάχνων καθώς κρέμονται έξω από την κοιλιά. Δεν μπορεί να κατανοήσει πόσο εύκολα αποκτιέται η στιγμιαία ανοσία των αισθήσεων και η προσαρμογή σε αυτό, και ταυτόχρονα πόσο αποκρουστικό και σοκαριστικό θα φαντάζει και την επόμενη φορά που θα τύχει να το ξαναδεί. Κάθε φορά η αίσθηση είναι η ίδια. Πραγματική ανοσία σε τέτοιες καταστάσεις αποκτά μόνο ο επαγγελματίας που έρχεται σε επαφή με αυτό το θέαμα κάθε μέρα, επί ώρες. Ακόμη και οι σκληρότεροι μισθοφόροι ίσως να μη νιώθουν ακριβώς άνετα όταν βλέπουν διαμελισμένα ανθρώπινα κορμιά. Αυτό δεν συνηθίζεται 100%. Ο νους όμως εκπαιδεύεται να ελέγχει παβλοφικά την επιρροή των αισθήσεων στην σκέψη μέσω της επανάληψης δημιουργώντας μοτίβα αυτόματης αντίδρασης. Κι κείνος είχε ήδη έρθει σε επαφή αμέτρητες φορές με πραγματικότητες που περιλάμβαναν κουτσουρεμένα, παραμορφωμένα και πετσοκομμένα κουφάρια και χολή ανάκατη με σκατά και αίμα. Η όσφρησή του ήταν η πρώτη αίσθηση που τέθηκε σε περιορισμένη λειτουργία και μετά, με μια καμπύλη αντίδρασης λίγο πιο αργή, η όραση συνέλαβε το ευρύτερο πλάνο. Η αδρεναλίνη σταμάτησε να υπερχειλίζει από τα επινεφρίδια, σαν βενζίνη στο καρμπυρατέρ ενός καραφτιαγμένου V8 αμερικάνικου αυτοκινήτου του 1970 που έχει κολλήσει στην κίνηση. Η ακοή όμως φάνηκε να γελιέται. Ένα αχνό γέλιο και αμέσως μετά ένα μουρμουρητό, μια πνιχτή, φάλτσα, εκτέλεση του «Τhat’s all right» του βασιλιά Έλβις, έφτασε στα τύμπανά του. Ήταν το τραγούδι του Έλβις που είχε ακούσει στο ξεχαρβαλωμένο τρανζίστορ ενός μπορντέλου της κακιάς ώρας εκείνη τη μέρα της εφηβείας του που είχε την πρώτη του ερωτική εμπειρία αμέτρητα χρόνια πριν. Αυτό το τραγούδι ήταν βαθιά ριζωμένο στο υποσυνείδητό του αν και ξεχασμένο. Ένα τραγούδι που είχε χρόνια να ακούσει ή να θυμηθεί. Το ξάφνιασμα ήταν τεράστιο. Δεν είχε έτοιμο μοτίβο αντίδρασης για αυτό. Όλα τα ενστικτώδη πρότυπα αμυντικής συμπεριφοράς των αισθήσεων του κατέρρευσαν απότομα και όλες οι αισθήσεις μπήκαν σε λειτουργία απόλυτης προσήλωσης στο αληθινό παρόν. Κατ αρχήν, το ξεκοιλιασμένο και σχεδόν κομμένο στη μέση κουφάρι ήταν ζωντανό! Στους ώμους του στεκόταν ένα πρόσωπο με μάτια πιο γαλανά κι από τα μάτια του Μπομπ Σφουγγαράκη, χωρίς καμία εκδορά, εκχύμωση ή έστω κάποιο άλλο εμφανές σημάδι που να το συνέδεε με τη βίαιη έκρηξη, η οποία προφανώς είχε ξεσκίσει το υπόλοιπο κορμί και είχε αφανίσει τους υπόλοιπους. Μια υγιής χλομή επιδερμίδα χωρίς σακούλες στα μάτια, σκούρα γένια και κορακίστικα μαλλιά με στρατιωτικό κούρεμα. Χαμογελούσε με μια ελάχιστη ένδειξη πόνου και κόπωσης και σιγοτραγουδούσε «Mama she done told me, Papa done told me too 'Son, that gal your foolin' with, She ain't no good for you' But, that's all right, that's all right. That's all right now mama, anyway you do …» Με καμία φυσική ερμηνεία δεν έπρεπε να ζει, η λίμνη απ το χαμένο αίμα και η όψη του ξεκοιλιασμένου σφαχτού πιστοποιούσαν ότι έπρεπε ήδη να έχει διαβεί τον Αχέροντα με ταχύπλοο πληρώνοντας τον βαρκάρη τοις μετρητοίς. Η ιατρική επιστήμη μπορεί να είχε κάποια εξήγηση, αλλά κι αυτή θα ήταν μια ακραία περίπτωση εκατοντάδων άλλων σπάνιων εξαιρέσεων σε μερικούς ακόμη πιο σπάνιους κανόνες. Είχε ακουστά τέτοια παράδοξα. Άνθρωποι που ανθίστανται στον θάνατο, άνθρωποι που ο πόλεμος δυσκολεύεται να τους σκοτώσει. Άνθρωποι που αντέχουν το μακέλεμα της μάχης. Άνθρωποι με αφύσικη αντοχή και κράση, όπως ο Iggy Pop ή ο Keith Richards που μάλλον είναι αδύνατο να πεθάνουν από τα ναρκωτικά ενώ, αντιθέτως, τα ναρκωτικά μάλλον πεθαίνουν ακαριαία μόλις διοχετευτούν στον οργανισμό τους. Είχε ακουστά τέτοια παράδοξα, είχε συναντήσει και μερικές περιπτώσεις βαριά τραυματισμένων που είχαν επιβιώσει δείχνοντας απίστευτη αντοχή, αλλά αυτό που έβλεπε τώρα ξεπερνούσε κάθε όριο. Πλησίασε αποφασισμένος να τον «λυτρώσει» όσο πιο γρήγορα γινόταν. Έφτασε μπροστά του και ετοιμάστηκε να κολλήσει το πιστόλι ανάμεσα στα μάτια του. ξαφνικά, το «σφαχτάρι» σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε κατευθείαν στα αποσβολωμένα και έκπληκτα μάτια του, χωρίς να κινήσει κανένα άλλο μυ του προσώπου, παρά μόνο τις δυο γαλάζιες-άσπρες μπίλιες που έδρευαν στις κόγχες του κρανίου του. Το τραγούδι σταμάτησε και το χλωμό πρόσωπο σχημάτισε ένα απαλό, αρυτίδωτο και πολύ ήρεμο χαμόγελο. Τόσο ήρεμο που έμοιαζε επικίνδυνο. Η σαστιμάρα του μισθοφόρου τώρα είχε κυριεύσει κάθε έννοια πειθαρχίας, εκπαίδευσης, εμπειρίας και ενστίκτων. «Μην αφήνεις ποτέ τον ηττημένο αντίπαλο να πεθάνει από δίψα, είναι αναξιοπρεπές», ψέλλισε με πεντακάθαρη αγγλική άρθρωση το απέθαντο κουφάρι και έδειξε με τα μάτια το μπουκάλι του Jack Daniels που ο μισθοφόρος κρατούσε στο χέρι του. Η φράση έμοιαζε σαν παρεμβολή στην πραγματικότητα από κάποιο παλιό σπαγκέτι γουέστερν. Σαν αυτοματισμός ψυχικής άμυνας, ο μισθοφόρος σήκωσε το χέρι του και έφερε το μπουκάλι στο στόμα του Κατάπιε μια μεγάλη γουλιά που του έκαψε τον οισοφάγο κοιτώντας ψηλά και αποφεύγοντας κάθε οπτική επαφή με το ζωντανό πτώμα. Γεύση αλατόνερου πάλι, ξεκάθαρα αλατόνερου, αλλά πάλι μια καθόλου ενοχλητική γεύση και παραδόξως οικεία. «Διάολε, μήπως οι αμφεταμίνες μου γάμησαν την αίσθηση της γεύσης; Πάλι θάλασσα γεύομαι, τι σκατά μου συμβαίνει», σκέφτηκε. Συνεχίζοντας να κοιτά ψηλά σκούπισε τα χείλη του με το μανίκι, κατέβασε το χέρι με το μπουκάλι και φώναξε δυνατά και άγρια προς τον σακατεμένο πολυβολητή «άντε και γαμήσου, ρε μαλάκα, εκεί που πας δεν σου χρειάζεται το αλκοόλ…» Όμως, ήταν πιο πολύ σαν να μιλούσε στον ουρανό, σε όλους τους άλλους, στον εαυτό του, σαν μονόλογος τραγωδού σε κάποιο αόρατο αρχαίο πέτρινο θέατρο, παρά στο «σφαχτάρι». Σαν μια προσπάθεια να συνειδητοποιήσει αν αυτό που αντίκριζε ήταν αλήθεια ή αν άρχιζε να τα χάνει. Συνέχισε να κοιτάζει ψηλά και σήκωσε το δεξί χέρι με την μπερέτα εκεί που όπως του υπαγόρευε το νευρικό του σύστημα βρισκόταν η ομιλούσα, σχεδόν ασώματη κεφαλή. Ήταν απολύτως βέβαιος ότι μπορούσε να ακουμπήσει το όπλο ανάμεσα στα μάτια του άλλου, στο κούτελο, δίχως να κοιτάξει. Πράγματι, δεν ήθελε να κοιτάζει πια καθώς ένιωθε απόκοσμα. Κανείς δεν αισθάνεται καλά όταν δεν έχει να δώσει απάντηση στον ζητιάνο που του ζητά ελεημοσύνη. Ετούτο το σφαχτάρι όμως δεν ζητούσε το θάνατο για χάρη – ήθελε να ζήσει. Επιπλέον, κανείς δεν αισθάνεται καλά όταν η παράνοια ροκανίζει τη λογική και την αντίληψη των αισθήσεών του. Η παράνοια είναι ένα ζιζάνιο που τρέφεται με κοπριά από απόκοσμες εμπειρίες και ποτίζεται με υπερένταση, παράνομες ουσίες και συνθήκες υπερβολικού στρες. Ο πόλεμος βρίθει από παράνοια. Κι εκείνος είχε γλυτώσει το τυφλό ραντεβού με αυτήν ουκ ολίγες φορές και δεν ήθελε ποτέ να τη συναντήσει, ιδίως σε ώρα «δουλειάς». «Αγοράκι, κέρνα με ένα ποτό και θα περάσεις φίνα…», είπε περιπαιχτικά η φωνή του «σφαχταριού» που τώρα ξαφνικά είχε γίνει μπάσα γυναικεία, βραχνή, καβλιάρα και ύπουλη. Η φωνή συνέχισε ασυνάρτητα, αλλάζοντας πάλι τόνο, πολύ ψιλή, αλλοπρόσαλλη, σχεδόν γαργαριστή «Έχεις αναρωτηθεί ποτέ αν διψάνε τα ψάρια στα ενυδρεία, κούκλε μου; Ε λοιπόν διψάνε, διψάνε για ζωή, ελευθερία, απεραντοσύνη. Μην είσαι τόσο μαλάκας, ρε, δώσε μου λίγο από το αλατόνερό σου…» Δεν μπορεί αυτή η φωνή να έβγαινε από το στόμα του μισοδιαλυμένου τύπου, σκέφτηκε, κι όμως σίγουρα από εκεί ερχόταν. Αναρίγησε. Κοίταξε προς το μέρος του. Αποσβολωμένος, προσπάθησε να μείνει στον πραγματικό χωροχρόνο αν και καμία ένδειξη δεν του υπαγόρευε πως βρισκόταν αλλού. Πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε, τον κατάπιε το βαθύ γαλανό λάγνο βλέμμα της που συνόδευε τα σαρκώδη χείλη με το αφύσικα κόκκινο χρώμα, τα ίσια μακριά μαλλιά που χύνονταν πάνω στα φουσκωμένα, γόνιμα, μεγάλα γυμνά στήθη της με τις ερεθισμένες θηλές και τα όμορφα γυμνασμένα ανοιχτά πόδια της, ανάμεσα στα οποία είχε χώσει τα χέρια της χαϊδεύοντας μόνη της το άτριχο μουνί της. «Γουστάρεις παρακάλια αγοράκι; Κέρνα με ένα ποτάκι και θα σβήσω τη δική σου δίψα…» του είπε και με μια διεστραμμένα λάγνα κίνηση έχωσε στο στόμα της την προτεταμένη κάνη του πιστολιού του, του όπλου που λίγο πριν είχε σηκώσει στο ύψος του κεφαλιού του διαμελισμένου νεκροζώντανου. Σαν πορνοστάρ που τσιμπουκώνει έναν σκληρό τεντωμένο πούτσο, κοιτώντας με βαζιάρικο χαμόγελο κατευθείαν τον φακό. Στη θέση του νεκροζώντανου άντρα που πριν από λίγα δευτερόλεπτα εκείνος ήταν έτοιμος να τον απαλλάξει από τη ζωή, τώρα βρισκόταν μια γυμνή, αρτιμελής γυναικεία μορφή που πεοθύλαζε την μπερέτα του και αυνανιζόταν πρόστυχα και προκλητικά. Ξαφνιασμένος προσπάθησε να βρει μια σύνδεση με την πραγματικότητα, ένιωθε ότι τα λογικά του τον εγκατέλειπαν. Μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει οποιαδήποτε σκέψη, ένιωσε μια αυθόρμητη και ακατανίκητη στύση και την αίσθηση ότι κάθε τι που συνέβαινε στην προτεταμένη πεοθυλαζόμενη μπερέτα του, ανακλούσε κατευθείαν στο σχεδόν κοκαλωμένο καβλί του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια, προσπάθησε να βγει από αυτό το περίεργο παρανοϊκό παιχνίδι των αισθήσεων, όμως τίποτα δεν άλλαζε. Προσπάθησε να τραβήξει την σκανδάλη, αλλά το χέρι του δεν υπάκουε, αντιθέτως ένιωσε πως δεν μπορούσε να κουνήσει κανένα μέλος του σώματός του, σαν να είχε αποκοπεί κάθε σύνδεση του μυαλού του από το κινητικό του σύστημα. Προσπάθησε να φωνάξει αλλά ούτε αυτό συνέβη, δεν έβγαινε καμία φωνή από το στόμα του. Προσπάθησε να αντισταθεί στην απερίγραπτη κάβλα που ένιωθε, αλλά ήταν θαρρείς και το κέντρο της ηδονής στον εγκέφαλό του είχε αποκοπεί και αυτονομηθεί και τώρα το έλεγχε εκείνη η μυστηριώδης γυναικεία μορφή που πριν λίγο ήταν ένας διαμελισμένος άντρας. Ένιωθε πως ανέβαινε η ηδονή του σε ύψη τρέλας, ότι θα μπορούσε να πεθάνει από ηδονή καθώς προσπαθούσε μάταια να αντιδράσει στην αίσθηση της εκσπερμάτωσης. Καθώς έφτασε στην κορύφωση, εντελώς ανεξέλεγκτα, η εντολή για το πάτημα της σκανδάλης έφτασε στο δάχτυλο του και την πάτησε. Άκουσε τον πυροβολισμό, ή μάλλον τον ένοιωσε, καθώς το κλότσημα του πιστολιού δεν ανακλάστηκε στο χέρι του αλλά στον πριαπισμένο πούτσο του που έχυνε ασύστολα. «But, that's all right, that's all right. That's all right now mama, anyway you do …» Τώρα στο μυαλό του αντηχούσε η πραγματική φωνή του Έλβις, αλλά μπουκωμένη και θολή και απόμακρη σαν να την άκουγε κολυμπώντας κάτω από το νερό. Η μορφή εξαφανίστηκε. Μπροστά του δεν υπήρχε πια τίποτα. Μόνο ο ορίζοντας, τα σκόρπια σακιά με άμμο μέσα στον κρατήρα που είχαν δημιουργήσει οι βολές των όλμων. Ένιωσε μια ανεξήγητη αίσθηση πλεύσης και η έντονη γεύση θαλασσινής αλμύρας τώρα κόλλησε μόνιμα στο στόμα του. Για χιλιοστά του δευτερολέπτου σκέφτηκε ότι η παράνοια τελειώνει, αλλά αμέσως μετά συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να κουνήσει κανένα μέλος του σώματος, και ότι δεν κρατούσε πια το πιστόλι του με το δεξί του χέρι αλλά τον καβλωμένο πούτσο του, ενώ το αριστερό ήταν σηκωμένο ψηλά, σφιγμένο σε σχήμα γροθιάς και δεν κρατούσε πλέον το μπουκάλι. Και επίσης ότι δεν φορούσε πια ρούχα και ότι παρά την οποιαδήποτε θέληση του έστεκε μόνος στην κορυφή του λόφου, γυμνός, με τον πούτσο του στο ένα χέρι και το άλλο υψωμένο, σφιγμένο σε πυγμή, με το πρόσωπό του παγωμένο σε μια έκφραση μεταξύ θυμού και άγριου πρωτόγονου οργασμού. Και δεν ακουγόταν τίποτε άλλο εκτός από την περίεργη υποβρύχια φωνή του Έλβις. Καθώς πάλευε με την αγωνία να κουνήσει έστω τα βλέφαρά του, ένοιωσε ότι η φωτεινότητα του ουρανού είχε αρχίσει να φθίνει και εκείνη η αναθεματισμένη τροπική ψιχάλα είχε σταματήσει εντελώς. Στον ουρανό ξεκινούσε μια έκλειψη ηλίου. Ένιωσε ότι η σκέψη του είχε χάσει κάθε επαφή με το νευρικό του σύστημα, δεν αισθανόταν κανένα απολύτως νευρικό ερέθισμα στο σώμα του. Δεν αισθανόταν θερμοκρασία ή αφή, όσφρηση, γεύση, ακοή ή όραση. Θαρρείς και ο εγκέφαλός του έβλεπε δίχως να συνδέεται με τα μάτια του και άκουγε τον Έλβις να ροκεντρολάρει μέσα στο νου του, δίχως ο ήχος να διασχίζει τα αυτιά του. Ούρλιαξε πανικόβλητος, αλλά το ουρλιαχτό ήταν κι αυτό μόνο μια σκέψη. Η αίσθηση της εκσπερμάτωσης ήταν διαρκής, βασανιστικά σταθερή και ανυπέρβλητη. Ο συνεχής πίδακας από σπέρμα μετατράπηκε σε αίμα και μετά σε έναν χυλό από τους εσωτερικούς ιστούς του με τα κόκκαλα ρευστοποιημένα σαν αλευρόκολλα. Και όλα αυτά τα έβλεπε πεντακάθαρα και αληθινά με το νου του. Σαν να ξέρναγε το εσωτερικό του, ένιωθε όλο το «μέσα του» να αδειάζει, χωρίς πόνο αλλά με την συνεχή αίσθηση ενός οργασμού που δεν μπορούσε να σταματήσει. Μέχρι που έμεινε μόνο η δερμάτινη μορφή του, μια εντελώς άδεια δερμάτινη κούκλα. Η αίσθηση του οργασμού έπαψε, απέμεινε μόνο η έντρομη σκέψη του, με την υδάτινη φωνή του Έλβις να αντηχεί μέσα της. Ο λόφος άρχισε να σείεται συντονισμένος σε χαμηλή συχνότητα και, σαν να εκσπερμάτωνε κι αυτός, κιτρινωπά τοξικά αέρια ξεπήδησαν από τη βάση του μέχρι την κορυφή. Οτιδήποτε ζωντανό υπήρχε από την κορυφή ως τις παρυφές της ζούγκλας στη βάση του λόφου πέθαινε σχεδόν ακαριαία και απολύτως βουβά. Κι όσο η έκλειψη προχωρούσε, η θερμοκρασία του λόφου ανέβαινε με γρήγορο ρυθμό. Λίγο πριν το μισό της έκλειψης ο λόφος πυρακτώθηκε, το κοκκινόχωμα άρχισε να μετατρέπεται σε λάβα, σαν να θερμαίνονταν κατευθείαν από τον πυρήνα του ήλιου. Τα κουφάρια των νεκρών –όλοι ήταν πια νεκροί– εξαχνώθηκαν μεμιάς, όπως οι λιγοστοί θάμνοι και οτιδήποτε έμβιο. Τόσο γρήγορα που δεν μύρισε καν η καύση τους. Όλα, εκτός από κείνον τον δερμάτινο κρετίνο αυνάνα που έστεκε παγωμένος στην κορυφή με την ψωλή του προτεταμένη σαν να μην τον άγγιζε ο χωροχρόνος. Τα όπλα και όλα τα μεταλλικά αντικείμενα που ήταν διασκορπισμένα από τις μάχες στο λόφο άρχισαν να λειώνουν. Το ατσάλι έγινε μάγμα σιδήρου και τελικά μια λεπτή σκόνη-στάχτη σκουριάς. Όμως το μολύβι και ο μπρούντζος απ τις σφαίρες πήραν αέρια μορφή και δημιούργησαν δύο σύννεφα σαν στεφάνια καπνού από γιγάντιο πούρο που ανέβαιναν τον λόφο, γλύφοντας την επιφάνειά του, πρώτα το γκρίζο σύννεφο του μόλυβδου κι έπειτα το χαλκοπράσινο σύννεφο του μπρούντζου. Ο λόφος τώρα έμοιαζε τελείως λείος και συμμετρικός σαν τεράστιος θόλος από λιωμένο κόκκινο γυαλί. Ο νους του τα έβλεπε και τα ένιωθε όλα αυτά σαν προβολή από κάποιο ντρόουν που μετέδιδε από ψηλά. Το σύννεφο του μόλυβδου έφτασε πρώτο στην κορυφή, τον τύλιξε, συρρικνώθηκε πάνω του και άρχισε να εισχωρεί μέσα του από κάθε φυσική οπή του δερμάτινου ανδρείκελου μέχρι που χάθηκε όλο μέσα του και άρχισε να πήζει και να στερεοποιείται. Το σύννεφο του μπρούντζου πυρακτωμένο συμπυκνώθηκε πάνω του μονομιάς και αντικατέστησε την επιδερμίδα που σε μια στιγμή μέσα έγινε ατμός με ένα σιχαμερό τσίριγμα, όπως αυτό που ακούγεται στο ξεχείλισμα μιας τσαγιέρας πάνω σε ξυλόσομπα. Η έκλειψη έφτανε στην κορύφωσή της. Σκοτεινιά, σαν άναστρη νύχτα. Το μυαλό του ούρλιαζε, πίστευε ότι όλο αυτό ήταν ένας εφιάλτης, ότι θα ξυπνούσε και ότι όλα θα είναι καλά, ότι μπορεί να βρισκόταν σε κάποιο φρενοκομείο φορώντας ζουρλομανδύα και ότι με κάποια θεραπεία θα ερχόταν στα συγκαλά του. Με την ύστατη δύναμη της λογικής που είχε μέσα του, σίγασε για λίγο τον τρόμο και προσπάθησε να βγει από τον εφιάλτη. Ξαφνικά όμως ο Έλβις και η μπάντα του σιώπησαν με ένα δυνατό σκρατς, σαν κι αυτό που κάνει η βελόνα πάνω σε ένα δίσκο βινυλίου όταν κάποιος σπρώχνει βίαια τον βραχίονα του πικάπ. Και μέσα του αντήχησε η φωνή του διαμελισμένου άντρα που είχε στοχεύσει πριν λίγα λεπτά. «Περίμενα 4036 χρόνια να συμπέσει μια έκλειψη με την παρουσία κάποιου σαν του λόγου σου σε αυτή την κορυφή. 4036 χρόνια από την τελευταία όμορφη αιματοχυσία, από τότε ένιωσα την κατάρα του ήλιου», είπε η φωνή. «4036 χρόνια απόλυτης μοναξιάς, το πνεύμα μου εγκλωβισμένο σε ένα ακίνητο άγαλμα, 4036 χρόνια αγωνίας. Επιτέλους ελευθερώνομαι, τα επόμενα 4036 χρόνια της απόλυτης νεκροζώντανης μοναξιάς είναι η δικιά σου βάρδια σε αυτόν το λόφο, άξιε πολεμιστή ! Είσαι ο διάδοχος δαίμονας, ηρωικέ αιώνιε στρατιώτη!» Και μετά η φωνή χάθηκε. Ο Μισθοφόρος ούρλιαξε ξανά, ή μάλλον η σκέψη του ούρλιαξε, επειδή η αγαλμάτινη μορφή του έστεκε βουβή και ακίνητη. Ήταν πια μια σκέψη εγκλωβισμένη σε μια σαρκοφάγο από μπρούντζο και μολύβι. Η σκέψη του, γεμάτη αγωνία, τρόμο, απελπισία, δίχως ίχνος σωματικού πόνου ή αίσθησης, αλλά με άπειρο ψυχικό πόνο και οδύνη, χτυπιόταν μέσα στο άγαλμα. Καθώς η έκλειψη έφθινε, το έδαφος κάτω από τα πόδια του άρχισε να υποχωρεί και το άγαλμα του καβλωμένου Μισθοφόρου βυθίστηκε μέσα στο λόφο και χάθηκε. Σαν θαμμένος ζωντανός με νεκροφάνεια που ξυπνά μέσα στο φέρετρο και παλεύει μάταια να τον ακούσουν, ούρλιαζε νοερά στο απόλυτο σκοτάδι. Και ο χρόνος στάθηκε ακίνητος. Η απόλυτη φρίκη της ύπαρξης, χωρίς ύπαρξη. Μια σκέψη, χωρίς σώμα, χωρίς χρόνο, χωρίς αισθήσεις. Ο τρομακτικότερος εφιάλτης με άπειρη διάρκεια, όπου η ίδια η άπειρη διάρκεια ήταν το πιο φριχτό βασανιστήριο. Η σκέψη πονούσε, χτυπιόταν και ούρλιαζε χωρίς καμία ανάκλαση στον υλικό κόσμο. Η σκέψη κοπανιόταν μάταια πάνω στο αόρατο τείχος της υπαρκτής ανυπαρξίας. Και ξαφνικά, ένα κατάψυχρο εκτυφλωτικό λευκό φως τρύπησε τη συνείδηση και πολλαπλασίασε τον ψυχικό πόνο, απειρίζοντας οποιαδήποτε διάσταση. Σαν πέρασμα στο θάνατο με ατέλειωτη διάρκεια, με πλήρη συνείδηση σε ένα κατάλευκο φέρετρο, χωρίς μετρήσιμο χώρο και χρόνο, σαν αιωνιότητα ύπαρξης στο κενό, παγωμένη αιωνιότητα μοναξιάς.
Στην αίθουσα με τα υπόλευκα κεραμικά πλακίδια, την μυρωδιά του απόλυτου τίποτα που έχει η πλήρης αποστείρωση, και το ψυχρό δυνατό φως, ακούγονταν δυνατοί γδούποι. Οι υπόκωφοι ανατριχιαστικοί χτύποι, μαζί με ένα δυνατό πλατάγιασμα νερού σε ακατάσχετο ρυθμό και ένα συνεχές θρόισμα από τα βεντιλατέρ ψύξης των ηλεκτρονικών συσκευών και τις μονάδες κλιματισμού, ήταν η μόνη συνοδεία στις ανάσες των δύο ατόμων με τις εργαστηριακές ποδιές που κοιτούσαν αποσβολωμένα τις οθόνες των υπολογιστών τους. Στην θωρακισμένη πόρτα με την κίτρινη ένδειξη «ΠΡΟΣΟΧΗ ! ΧΩΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ – ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΑΥΣΤΗΡΑ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΕ ΜΗ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ» και την επιγραφή «ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ JEFF TUSK – ΤΜΗΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΟΠΛΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ - ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 4», το πληκτρολόγιο της κλειδαριάς έγραφε «ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟ». «Θρίαμβος!» τσίριξε ξαφνικά και πανηγυρικά η δόκτωρ Ruslana Danilova. «Θρίαμβος!» επανέλαβε με χαμηλότερη φωνή, καθώς τινάχτηκε όρθια μπροστά στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της κοιτάζοντας μαγεμένη μια σειρά από κυματομορφές. Έβγαλε τα γυαλιά της, τα σκούπισε στην εργαστηριακή ποδιά της και τα ξαναφόρεσε κοιτώντας ξανά τις κυματομορφές στην οθόνη σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι έβλεπε σωστά. «Τα καταφέραμε!» μονολόγησε με αυτοθαυμασμό. «Η σύναψη πέτυχε!» είπε με σταθερή και σίγουρη φωνή. Πίεσε το κουμπί μπροστά της για να ενεργοποιήσει το μικρόφωνο και είπε προσπαθώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό της και να ακουστεί καθαρά και επαγγελματικά: «Συνέχεια καταγραφής – Πείραμα 7ο – Φάση 1: Το υποκείμενο 1 παρουσιάζει εγκεφαλική δραστηριότητα παρόμοια με αυτή του υποκειμένου 2. Διάρκεια 9 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα από την έναρξη της σύναψης. Η διαρροή είναι ελάχιστη, κάτω από 5%. Επιβεβαιώνεται η μεταφορά από το υποκείμενο 2 στο υποκείμενο 1. Προχωράμε στην αποσύνδεση του υποκειμένου 2». Στράφηκε δεξιά στην βοηθό της, την νευροβιολόγο Jane Travis που κοιτούσε κι εκείνη μαγεμένη τις ενδείξεις στον δικό της υπολογιστή και την ρώτησε: «Επιβεβαιώνεις;» Η Jane έμοιαζε αναστατωμένη, χαρούμενη και ταυτόχρονα προβληματισμένη. «Ναι, αυτό είναι!» απάντησε βιαστικά. «Έχουμε πετύχει σύναψη». Και συνέχισε κομπιάζοντας λίγο διστακτικά: «Το υποκείμενο 1 δείχνει να υποφέρει, οι ζωτικές του ενδείξεις μοιάζουν σαν συνέπεια πόνου, στρες και πανικού, μοιάζει να βασανίζεται, πρέπει να…» Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, η δόκτωρ Danilova τη διέκοψε απότομα. «Δεν γίνεται να σταματήσουμε τώρα», είπε κοφτά και επιτακτικά, «πρέπει να αποσυνδέσουμε το υποκείμενο 2 για να ολοκληρωθεί πλήρως το πείραμα. Μην αφήνεις το συναίσθημα να σε παρασύρει τώρα, είμαστε πολύ κοντά στον θρίαμβο». Κοντοστάθηκε για μια στιγμή. «Αποσύνδεσε το υποκείμενο 2 τώρα», διέταξε αποφασιστικά η δόκτωρ Danilova. «Τώρα, πριν χάσουμε την ευκαιρία, μωρό μου», συμπλήρωσε πολύ χαμηλόφωνα και συνωμοτικά με μια τρυφερότητα που έδειχνε ότι μεταξύ τους υπήρχε μια ερωτική σχέση. Η Jane πληκτρολόγησε στον υπολογιστή της. «Το υποκείμενο 2 αποσυνδέθηκε», είπε. Ακούστηκαν χαμηλοί θόρυβοι, σαν θρόισμα του αέρα μέσα από καλαμιές, που προέρχονταν από έναν ογκώδη πυρίμαχο φωριαμό στο κέντρο της αίθουσας με την επιγραφή «ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ JEFF TUSK – ECO FRIENDLY ELECTRONICS». Ο φωριαμός αυτός φιλοξενούσε τον κεντρικό υπολογιστή του εργαστηρίου από τον οποίο έφευγαν χοντρές πλεξούδες από καλώδια και διάφορα σωληνάκια εκατέρωθεν. Ακούστηκε ένα χλιαρό «κλακ» σαν τον ήχο που κάνει το ρελέ μιας συσκευής όταν σταματά. Για μερικά δευτερόλεπτα επικράτησε σιγή. Αφού κοίταξε για λίγο με αγωνία την οθόνη μπροστά της, η δόκτωρ Danilova ξαναφώναξε, πανηγυρικά «Ναι! Ναι! Ναι, ρε γαμώτο, λειτουργεί! Πέτυχε, γαμώτο!» Μίλησε πάλι στο μικρόφωνο μπροστά της με πιο ψυχρή και πάντα σταθερή φωνή. «Συνέχεια καταγραφής – Πείραμα 7ο – Φάση 2: Το υποκείμενο 1 εξακολουθεί να παρουσιάζει εγκεφαλική δραστηριότητα παρόμοια με αυτή του υποκειμένου 2. Παρότι το υποκείμενο 2 έχει αποσυνδεθεί, η εγκεφαλική δραστηριότητα του υποκειμένου 1 συνεχίζει να είναι ταυτόσημη με την πρότερη δραστηριότητα του υποκειμένου 2. Επετεύχθη πλήρης μεταβίβαση και αντικατάσταση. Απόκλιση αμελητέα. Στον εγκέφαλο του υποκειμένου 1 εξακολουθούν να συμβαίνουν οι σκέψεις που συνέβαιναν στον εγκέφαλο του υποκειμένου 2. Οι κορυφές των σημάτων στο υποκείμενο 1 δείχνουν ότι τα κέντρα πόνου, αγωνίας και ηδονής έχουν διεγερθεί σε οριακό επίπεδο, το υποκείμενο 1 έχει σπασμούς και οι λειτουργίες της αναπνοής και της καρδιάς βρίσκονται εκτός ελέγχου και δείχνουν πιθανώς έντονη κατάσταση στρες και πανικού». Έπεσε πίσω στην καρέκλα της χαμογελώντας σαν να είχε βιώσει έναν απίστευτο οργασμό. Έλυσε τον κότσο της και άφησε τα κατακόκκινα μαλλιά της να πέσουν στους ώμους της. Στην αίθουσα οι παφλασμοί και οι υπόκωφοι χτύποι έγιναν πολύ πιο έντονοι και ανατριχιαστικοί. Γύρισε προς την Jane και είπε με ρυθμό ενθουσιώδους λογοδιάρροιας: «Τα καταφέραμε, μεταβιβάσαμε σκέψεις, ανοίξαμε ένα παράθυρο στο μέλλον, το υποκείμενο 1 μοιάζει να βιώνει ότι βίωνε το υποκείμενο 2 και μάλιστα να διατηρεί το βίωμα και μετά την αποσύνδεση! Μεταβίβαση σκέψης μεταξύ δυο νοημόνων όντων! Μακάρι να γνωρίζαμε τι σκέψεις είχε άραγε το υποκείμενο 2 με τόσο έντονες κορυφές στην κυματομορφή στα σημεία πόνου, ηδονής, φόβου και αγωνίας. Δευτερεύον, βέβαια, αλλά περίεργο. Ναι, γαμώτο, τα καταφέραμε, σκέψου το μέλλον…» Η Jane όμως την διέκοψε σαν να μην έδινε σημασία στα λόγια της. «Πρέπει να το σταματήσουμε!» φώναξε σχεδόν σπαρακτικά γεμάτη ένταση. «Δεν βλέπεις ότι υποφέρει, οι παλμοί του έχουν ξεφύγει απ τα όρια, η αναπνοή είναι ασταθής, θα σκάσει, βασανίζεται, σου λέω, σπαρταράει, γαμώτο, πρέπει να διακόψουμε τώρα! Δε λυπάσαι; Υποφέρει, γαμώτο, δεν νιώθεις καθόλου οίκτο;» Η δόκτωρ Danilova την κοίταξε κάπως ψυχρά, σχεδόν ενοχλημένη. «Χρειαζόμαστε μερικά λεπτά ακόμα για να είναι ακλόνητα τα στοιχεία των μετρήσεων. Δεν θα καταστρέψουμε τώρα τη δουλειά τόσων ετών. Σταμάτα να είσαι τόσο λιγόψυχη», είπε. «Έλα, βρε μωρό μου», συνέχισε πολύ χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά και τρυφερά. «Βάλε ξανά το αγαπημένο μας τραγούδι, βάλτο δυνατά να μην ακούς τους ήχους, ξέχνα το για λίγο και σε τρία λεπτά, όταν ολοκληρωθούν οι καταγραφές, μπορείς να το τερματίσεις, στο υπόσχομαι. Τρία λεπτά μόνο. Έλα, δείξε λίγο επαγγελματισμό, ρε γαμώτο». Η Jane υπάκουσε. Δυσαρεστημένη, έσκυψε το κεφάλι, πάτησε το πλέι στο mp3 player της και στην αίθουσα αντήχησε στη διαπασών ο βασιλιάς Elvis: «Mama she done told me, Papa done told me too 'Son, that gal your foolin' with, She ain't no good for you' But, that's all right, that's all right. That's all right now mama, anyway you do…» Πέρασαν τρία βασανιστικά λεπτά με τα μάτια τους καρφωμένα στις οθόνες και η δόκτωρ Danilova έκανε ένα νεύμα στην Jane να σταματήσει τη μουσική πριν μιλήσει ξανά στο μικρόφωνο μπροστά της. «Συνέχεια καταγραφής – Πείραμα 7ο – φάση 2: Συμπληρώθηκαν 6 λεπτά και 32 δευτερόλεπτα από την αποσύνδεση του υποκειμένου 2, το υποκείμενο 1 έχει σταθερά τις ίδιες καταγραφές. Ο χρόνος συλλογής δεδομένων κρίνεται επαρκής, το υποκείμενο 1 μπορεί τώρα να τερματιστεί». Γύρισε προς την Jane και της μίλησε ήρεμα και κατευναστικά. «ΟΚ, baby, τερματισμός υποκειμένου 1, αρκετά υπέφερε». Η Jane πετάχτηκε από την καρέκλα της, άνοιξε βιαστικά το συρτάρι δίπλα της και πήρε μία σύριγγα χωρίς βελόνα, η οποία περιείχε μια ποσότητα μορφίνης ικανή να σκοτώσει σχεδόν ακαριαία έναν αφηνιασμένο νεαρό ρινόκερο. Έτρεξε προς τον φωριαμό από τον οποίο ξεκινούσαν οι πλεξούδες με τα καλώδια και τα διάφορα σωληνάκια. Στη βάση της αριστερής πλεξούδας, εκεί που χάνονταν μέσα στο φωριαμό, υπήρχε μια επιγραφή: «ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ 1». Διάλεξε ένα σωληνάκι που δεν κατέληγε μέσα στον φωριαμό αλλά είχε πώμα και ήταν σημαδεμένο με μια μωβ ταινία. Ο παφλασμός και τα χτυπήματα που ακούγονταν από εκεί που κατέληγε αυτή η πλεξούδα, κάπου στο βάθος αριστερά του φωριαμού, τώρα ακούγονταν πολύ πιο δυνατά και ανατριχιαστικά. Άνοιξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε το πώμα αλλά τα εργαστηριακά γάντια δυσκόλευαν κάπως τις κινήσεις της. Έχωσε τη σύριγγα στο σωληνάκι και την άδειασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σε λίγο οι παφλασμοί ατόνησαν και οι χτύποι αραίωσαν. Ακούστηκε ένας άτονος τρεμουλιαστός γδούπος και μετά τίποτα. Τώρα στην αίθουσα ακούγονταν μόνο τα βεντιλατέρ των συσκευών, ο κλιματισμός και οι σκληροί δίσκοι των υπολογιστών. Η Jane επέστρεψε στη θέση της, σωριάστηκε στην καρέκλα της, πάτησε το πλέι και ο Έλβις συνέχισε να τραγουδά. Χαμήλωσε την ένταση. Τώρα ο ήχος ακουγόταν μετά βίας, σαν το μουρμουρητό μιας τελετουργίας βουντού, και πάτησε το ριπίτ για να επαναλαμβάνεται συνεχώς το τραγούδι.
Ξαφνικά, ένας ξερός μεταλλικός ήχος ξεκλειδώματος ακούστηκε από την θωρακισμένη πόρτα του εργαστηρίου που αμέσως μετά άνοιξε διάπλατα και στην είσοδο πρόβαλε η μορφή ενός νεαρού. Αιφνιδιασμένες, οι δυο επιστημόνισσες σηκώθηκαν όρθιες. «Κύριε Tusk», αναφώνησαν σχεδόν ταυτόχρονα απορημένες και αμήχανες. Ο νεαρός πολυδισεκατομυριούχος Jeff Tusk έκανε μερικά βήματα προς το μέρος τους και η βαριά πόρτα έκλεισε αυτόματα πίσω του. Ξανθός και καλογυμνασμένος, με εξωτικό μαύρισμα, φορούσε απλά αλλά πανάκριβα ρούχα, ένα πετρόλ πόλο μπλουζάκι γνωστής γαλλικής μάρκας, ένα κομψό τζιν ιταλικής φίρμας κι ένα ζευγάρι κομψά αθλητικά παπούτσια. Στο αριστερό του χέρι φορούσε ένα ρετρό ελβετικό ρολόι καταδύσεων ακριβείας και η συνολική αξία της λιτής του εμφάνισης ανερχόταν σε μερικές δεκάδες χιλιάδες, ίσως εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Στο δεξί του χέρι κρατούσε το τελευταίο μοντέλο e-Tusk phone 13. «Κυρίες μου, συγχαρητήρια», είπε με ένα πλατύ και πολύ φιλικό χαμόγελο. «Παρακαλώ, καθίστε, μη σηκώνεστε. Σήμερα γράψατε ιστορία κυρίες μου, συγχαρητήρια. Είμαι περήφανος που ανήκετε στο δυναμικό της εταιρίας μου. Παρακολούθησα όλο το πείραμα από τις κάμερες! Εξαιρετική δουλειά! Η πρόοδος στον τομέα τα δυο τελευταία χρόνια ήταν μεν μεγάλη, αλλά το σημερινό σας επίτευγμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία! Συγχαρητήρια και πάλι! Και επειδή τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν τη χαρά μου, θα σας την εκφράσω με ένα εξαψήφιο μπόνους!» Οι δυο γυναίκες ψέλλισαν ταυτόχρονα ένα αμήχανο «Ευχαριστούμε». Ήταν ακόμη σαστισμένες από την απρόσμενη επίσκεψη. Η δόκτωρ Danilova έκανε να μιλήσει, αλλά δεν μπόρεσε να βρει κάτι να πει, τέτοιο ήταν το ξάφνιασμα και η έκπληξή της. Ο νεαρός πλησίασε γεμάτος περιέργεια στη διάφανη δεξαμενή όπου κατέληγε η πλεξούδα καλωδίων στην οποία η Jane είχε διοχετεύσει την υπερβολική ποσότητα μορφίνης. Κοίταξε μέσα στη δεξαμενή και απευθύνθηκε στη δόκτορα Danilova. «Δόκτωρ, το υποκείμενο 1 έδειχνε να υποφέρει, έχετε κάποια εικασία γιατί;» Η δόκτωρ Danilova σηκώθηκε από τη θέση της και τον πλησίασε. Πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να προσπαθούσε να μεταφράσει γρήγορα δυσνόητους επιστημονικούς όρους σε απλή γλώσσα και είπε στον νεαρό: «Δεν γνωρίζουμε, δυστυχώς, τι βιώνει το υποκείμενο 2 που είναι, ας πούμε, ο χορηγός των σκέψεων. Όπως γνωρίζετε, το υποκείμενο 2 δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Οι συνάψεις των δυο εγκεφάλων έγιναν στα ίδια κέντρα, αν και δεν είμαστε απόλυτα βέβαιοι για την ακρίβεια των συνδέσεων επειδή στην φυσιολογία των δυο υποκειμένων υπάρχουν αρκετές διαφορές. Εικάζουμε όμως, από την δραστηριότητα του εγκεφάλου του υποκειμένου 2, ότι πρόκειται για κάποια αλληλουχία σκέψεων που μοιάζουν με αυτές ενός εφιάλτη. Με την διαφορά ότι είναι ένας αέναος εφιάλτης, κάτι σαν κλειστός βρόχος – δεν δείχνει να σταματά ποτέ. Όσο διάστημα είναι στη διάθεσή μας το υποκείμενο 2 η εγκεφαλική του δραστηριότητα δεν έχει αλλάξει. Το υποκείμενο 2 δεν έχει τρόπο επικοινωνίας με το περιβάλλον, είναι εγκεφαλικά ενεργό χωρίς δυνατότητα σωματικής δράσης και είναι πολύ πιθανόν να βιώνει έναν ατέρμονο κύκλο σκέψεων, τις οποίες η συνείδηση του μπορεί να τις ερμηνεύει ως μια εφιαλτική κατάσταση και να καταβάλει μια αγωνιώδη προσπάθεια να ξυπνήσει, δηλαδή να αντιδράσει σωματικά. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει στους εγκεφάλους που βρίσκονται στην κατάσταση όπως αυτή του υποκείμενου 2, ούτε τι ακριβώς βιώνουν σε επίπεδο σκέψης. Ο εγκλωβισμός ενός ατόμου στην ίδια του τη σκέψη χωρίς δυνατότητα διάδρασης είναι λογικό να οδηγεί στην παράνοια. Το υποκείμενο 1 σύμφωνα με τα δεδομένα μας πρέπει να βίωσε σχεδόν το ίδιο. Όμως το υποκείμενο 1 έχει επαφή με το περιβάλλον, για αυτό και σωματοποίησε την αγωνία και το στρες». Ο νεαρός που παρακολουθούσε κάθε λέξη της με προσοχή την διέκοψε. «Μοιάζει λογικό, όμως η απορία μου είναι γιατί το υποκείμενο 1 συνέχισε να έχει την ίδια αντίδραση μετά την αποσύνδεση από το υποκείμενο 2», είπε. «Το υποκείμενο 1 βίωσε ακριβώς ότι και το υποκείμενο 2», απάντησε αμέσως η δόκτωρ Danilova. Εάν υποθέσουμε ότι πρόκειται, λόγου χάρη, για έναν ατέρμονα εφιάλτη ή για παράνοια, τότε αυτό έγινε η πραγματικότητα του υποκειμένου 1. Μετά την αποσύνδεση συνέχισε να έχει την αίσθηση της πραγματικότητας που του μεταφέρθηκε. Το υποκείμενο 1 παγιδεύτικε σε μια λούπα σκέψεων. Αναλογιστείτε ότι το υποκείμενο 1 είναι μεν ίσως ευφυέστερο από τον μέσο άνθρωπο, αλλά οι σκέψεις ενός ατόμου σαν το υποκείμενο 2 είναι εντελώς ξένες για εκείνο, όπως εξάλλου μεταξύ κάθε εγκεφάλου. Σκεφτείτε πως θα νιώσετε αν ξαφνικά το μυαλό σας δεχτεί εντελώς ξένα βιώματα, αισθήσεις, ταυτότητα και σκέψεις. Προφανώς το σοκ θα είναι τεράστιο.» Ο νεαρός φάνηκε ενθουσιασμένος. «Δηλαδή, δόκτωρ, πέραν της επικοινωνίας των υποκειμένων που ήταν ο βασικός στόχος του πειράματος, μεταφέρθηκαν αυτούσια βιώματα; Θέλετε να μου πείτε ότι για πάνω από έξι λεπτά το υποκείμενο 1 μπορεί να βίωνε έναν εφιάλτη που δεν ήταν δικός του και ήταν πέραν της δικής του αντιληπτικής ικανότητας, φαντασίας, φυσιολογίας, γλώσσας και, εν πάση περιπτώσει, πέραν των σκέψεων του είδους του;» ρώτησε σαν να μονολογούσε. «Θέλετε να μου πείτε ότι ένας ανθρώπινος εφιάλτης και ανθρώπινα βιώματα, συναισθήματα, και λοιπά, συνέβαιναν για πάνω από έξι λεπτά σε αυτό το πλάσμα;» Η δόκτωρ Danilova απάντησε περήφανα και ξερά. «Ναι, αυτό δείχνουν τα δεδομένα. Ο εγκέφαλος του υποκειμένου 1 μοιάζει σαν να “πλύθηκε” σχεδόν ολοκληρωτικά μετά την σύνδεση και, συνεπεία τούτου, μετά την αποσύνδεση να είχε μόνο τις πληροφορίες που του μεταφέρθηκαν. Στην ουσία, επαναπρογραμματίσαμε έναν εγκέφαλο με πληροφορίες από έναν άλλο! Στο απώτερο μέλλον ίσως αυτός να είναι ο δρόμος προς την αθανασία. Η μεταφόρτωση μιας πνευματικής ύπαρξης από ένα μη λειτουργικό σώμα σε έναν άλλο εγκέφαλο, για παράδειγμα, σε ένα υγιές και νεανικό σώμα, ή ακόμα, ακόμα σε έναν εικονικό εγκέφαλο τεχνίτης ευφυΐας, όταν οι τεχνολογίες μας θα φτάσουν στο επίπεδο που απαιτείται». Ο νεαρός κοίταξε τη δεξαμενή. Ένα δελφίνι που μόλις χωρούσε μέσα στη δεξαμενή ήταν γερμένο στο πλάι. Ήταν νεκρό. Μέσα στο νερό υπήρχαν κηλίδες από το σπέρμα του. Η χοντρή πλεξούδα με τα καλώδια και τα σωληνάκια κατέληγε στο κεφάλι του και με τη σειρά τους τα καλώδια κατέληγαν σε εκατοντάδες ηλεκτρόδια φυτεμένα στο κεφάλι του. «Ένα δελφίνι βίωσε ανθρώπινη σκέψη», μονολόγησε χαμογελώντας. Η επιγραφή στη δεξαμενή έγραφε: «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ 1 HERBERT». Η Jane είπε έντονα «Υπέφερε, κύριε Tusk», είπε έντονα η Jane. «Βασανίστηκε πολύ. Κοπανιόταν στα τοιχώματα της δεξαμενής, σπαρταρούσε. Βασανίστηκε πολύ το άμοιρο …» Τα μάτια της υγράνθηκαν. Η δόκτωρ Danilova τη λοξοκοίταξε με νόημα σαν να έλεγε «σκάσε». Ο νεαρός όμως μίλησε στην Jane γλυκά, με μια έκφραση συμπόνιας «Ο Herbert είναι ένας ήρωας, δεσποινίς Travis! Ναι παιδεύτηκε ο καημένος, όμως σκεφτείτε πόσοι άνθρωποι θα ωφεληθούν. Αναλογιστείτε πόσες νέες δυνατότητες ανοίγονται στο μέλλον. Εξάλλου, ο Herbert ήταν πια γέρος, ούτως ή άλλως δεν θα ζούσε για πολύ. Σκεφτείτε, δεσποινίς, τι σημαίνει αυτό το πείραμα για την πατρίδα, πόσο μεγάλο στρατηγικό πλεονέκτημα αποκτά η χώρα, αλλά και πόσες νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν στον όμιλο μας, πόσα νέα προϊόντα. Και, εντέλει, σκεφτείτε όλη την ανθρωπότητα. Σχεδόν ξεκλειδώσαμε την πόρτα της αθανασίας. Νέες θεραπείες για ψυχασθένειες και αναπηρίες. Τα οφέλη είναι τεράστια. Αξίζουν, νομίζω, μια μικρή θυσία». Συνέχισε με πιο ψυχρό ύφος. «Παρακαλώ, δεσποινίς, ανοίξτε τον φάκελο του Herbert στο σύστημα για ενημέρωση». Η Jane υπάκουσε προσπαθώντας να μην φανερώσει τη δυσαρέσκειά της, πληκτρολόγησε στον υπολογιστή της και διάβασε δυνατά από την οθόνη. «ΟΜΙΛΟΣ JEFF TUSK – ECOWAR SYSTEMS – ΤΜΗΜΑ ΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΥΠΟΒΡΥΧΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ – ΑΠΟΡΡΗΤΟ. Υποκείμενο Herbert: Δελφίνι εξουδετέρωσης ναρκών, άρρεν. Αριθμός μητρώου Νο 56. Επίδοση άριστη, υπηρεσία 40 έτη. Κατάσταση: Εν αποστρατεία λόγω γήρατος. Προς απελευθέρωση στον ωκεανό και επανένταξη σε κοινότητα ελευθέρων δελφινιών». «Δεσποινίς, παρακαλώ συμπληρώστε τον φάκελο με σημερινή ημερομηνία και τωρινή ώρα, με τη σημείωση “Ελευθερώθηκε το Νο 56”». Η Jane έσκυψε το κεφάλι και υπάκουσε. Για λίγο επικράτησε παγωμάρα. Μόνο ο Έλβις έσπαγε τη σιωπή σαν ένα ψιθυριστό ροκ εντ ρολ μάντρα. «I'm leaving town baby, I'm leaving town for sure, well then you won't be bothered with me hanging around your door, but that's all right, that's all right, that's all right now mama, anyway you do…» Ο νεαρός στράφηκε γεμάτος περιέργεια προς την δόκτορα Danilova. «Το υποκείμενο 2 είναι σταθερό;» ρώτησε. Η δόκτωρ Danilova έδεσε μηχανικά τον κότσο της και αφού πληκτρολόγησε στον υπολογιστή της έδειξε δυο παράλληλες κυματομορφές στην οθόνη. «Η τεχνολογία της σύναψης έχει μια μικρή ανάστροφη διαρροή πληροφορίας μεταξύ των υποκειμένων τη στιγμή της σύναψης, ένα 5% περίπου των συνάψεων του δέκτη περνά στον δότη», εξήγησε. «Υποθέτουμε ότι κατά την έναρξη της σύναψης το υποκείμενο 2 έλαβε αφιλτράριστες σκέψεις ή και αισθήσεις από το υποκείμενο 1 για ελάχιστα δέκατα δευτερολέπτου. Δεν μπορούμε, βέβαια, να πούμε πώς τα ερμήνευσε ο εγκέφαλός του. Ίσως ερέθισαν κάποια από τα αισθητήρια κέντρα. Δεδομένου ότι το υποκείμενο 1 είχε αισθήσεις, ίσως μεταφέρθηκαν στο υποκείμενο 2 εξωτερικά ερεθίσματα, τα οποία λάμβανε κατά τη διάρκεια του πειράματος. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό επηρέασε ό,τι συνέβαινε στον εγκέφαλό του, πάντως η γενικότερη εικόνα ενός μυαλού που βιώνει κάποιον εφιάλτη ή παράνοια δεν άλλαξε. Επίσης, δε γνωρίζουμε απόλυτα αν και το υποκείμενο 2 δέχεται ερεθίσματα από το εξωτερικό περιβάλλον. Ξέρουμε μόνο ότι δεν αντιδρά σωματικά σε κανένα». Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Μετά την αποσύνδεση εξακολουθεί να παρουσιάζει σταθερά τις ίδιες κυματομορφές». Ο Jeff προχώρησε προς τη μεριά του εργαστηρίου όπου κατέληγε η πλεξούδα με τα καλώδια και τα σωληνάκια που έβγαιναν από την δεξιά πλευρά του φωριαμού. Σε έναν μεταλλικό ανοξείδωτο πάγκο, περιτριγυρισμένο από διάφορα συστήματα υποστήριξης ζωτικών λειτουργιών, όπως αυτά που υπάρχουν συνήθως σε μονάδες εντατικής θεραπείας, ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα το γυμνό κορμί ενός άντρα. Από πάνω του ένα δυνατό φως χειρουργείου τον έλουζε με ένα δυνατό κατάλευκο ψυχρό φως. Τα μηχανήματα υποστήριξης ζωής είχαν φωτεινές ενδείξεις, υπήρχαν οθόνες με καρδιογραφήματα και εγκεφαλογραφήματα, αλλά οι γνώριμοι ήχοι τους ήταν απενεργοποιημένοι. Τα φωτάκια των μηχανημάτων αναβόσβηναν σαν βουβό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στο ξυρισμένο κεφάλι του υπήρχαν εμφυτευμένα εκατοντάδες ηλεκτρόδια, εκεί που κατέληγε η πλεξούδα με την ένδειξη «ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ 2». Στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού κρεμόταν μια μεταλλική ταμπέλα πάνω στην οποία υπήρχε χαραγμένη η επιγραφή «Cpt. Sven Schneider – PN 4036 – 0+». Ο Jeff Tusk έκανε ένα μικρό γύρο στον μεταλλικό πάγκο και περιεργάστηκε το μεγάλο ξεθωριασμένο τατουάζ στον δεξί ώμο του γυμνού άντρα: τέσσερις μπερέτες σε σχήμα σβάστικας μέσα σε έναν κύκλο και μια ανόητη ματσό φράση γραμμένη με γοτθική γραμματοσειρά: «Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΡΩΤΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΠΡΟΥΝΤΖΟΣ ΚΑΙ ΜΟΛΥΒΙ». Ο άντρας είχε σφιγμένες και τις γροθιές του με το πέος του σε πλήρη στύση. Είχε ορθάνοιχτα μάτια και μια παγωμένη έκφραση αγωνίας στο πρόσωπο. Στο στόμα του κατέληγε ένας πολύ λεπτός αναπνευστήρας. Στο στήθος του υπήρχαν διάφορα καλώδια και στους καρπούς του βελόνες, οι οποίες συνδέονταν με ορούς που κρεμόντουσαν από πάνω του. Η μόνη ανεπαίσθητη κίνηση ήταν η ηλεκτρονικά ελεγχόμενη εξαναγκασμένη αναπνοή στο θώρακα. Στο θέαμα αυτό, ο Jeff Tusk δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Ο καβλωμένος λοχαγός από μπρούντζο και μολύβι! Κυρίες μου, ιδού ο πανύβλαξ κύριος Sven Schneider», αναφώνησε γελώντας. Στράφηκε προς τις δυο γυναίκες που τον κοίταξαν απορημένες. «Κυρίες μου, φαντάζομαι ότι δεν γνωρίζετε την ιστορία του υποκειμένου 2», είπε με ένα ακόμα πιο πλατύ χαμόγελο και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Λοιπόν, κυρίες μου, θα σας την πω εγώ εν συντομία. Ο λοχαγός Sven Schneider βρέθηκε σε κωματώδη κατάσταση σε ένα πορνείο της κακιάς ώρας έπειτα από μια αποστολή των Specials. Όπως καταλαβαίνετε, δε μπορώ να σας αποκαλύψω σε ποια χώρα ούτε και το είδος της αποστολής. Θα σας πω, όμως, ό,τι γνωρίζω για αυτόν σύμφωνα με το φάκελό του. Δε γνωρίζουμε ακριβώς τις λεπτομέρειες, αλλά σύμφωνα με τα πιπεράτα κουτσομπολιά των συναδέλφων του είχε σαλτάρει από τις ουσίες και το αλκοόλ και όταν ολοκληρώθηκε η αποστολή ήταν πλέον ακατανόητος, σχεδόν παρανοϊκός. Έφυγε από τον καταυλισμό και για μερικές ημέρες η τύχη του αγνοούνταν. Παρότι ομοφοβικός και μάτσο τύπος βρέθηκε σε κωματώδη κατάσταση σε ένα πορνείο με μια τρανς, λίγες ώρες πριν αναχωρήσει η αποστολή. Όταν τον περιμάζεψαν οι συνάδελφοί του, η τρανς πόρνη τους είπε ότι την ώρα που εκσπερμάτιζε στο στόμα της είχε φωνάξει «Δεν παίρνουμε αιχμάλωτους», πριν σωριαστεί. Έκτοτε βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση». Και συμπλήρωσε με το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο: «Πολύ άδοξος τρόπος για να καταντήσεις ανέκδοτο. Εν πάση περιπτώσει, σίγουρα όχι και τόσο ηρωικός όσο λέει το τατουάζ του. Ο κύριος Schneider ήταν βοηθητικός, στην ουσία ασχολιόταν με τον εφοδιασμό και τα γραφειοκρατικά των αποστολών. Δεν συμμετείχε ποτέ σε μάχες επειδή, παρά την μάτσο του εμφάνιση, ήταν φοβικός, δειλός και αδέξιος. Είχε κοπεί στα τεστ δεξιότητας και ψυχολογικής αξιολόγησης ως ανίκανος για το πεδίο αλλά είχε προσληφθεί ως βοηθητικό προσωπικό για να εξυπηρετηθεί ένα ρουσφέτι, το οποίο ο όμιλός μου έπρεπε να ικανοποιήσει. Καταλαβαίνετε, η επιχειρηματικότητα και η πολιτική είναι μια σχέση δούναι και λαβείν. Επίσης, ο κύριος Schneider ήταν παθολογικά μυθομανής. Οι συνάδελφοί του διασκέδαζαν ακούγοντας να αφηγείται ιστορίες μαχών ενώ όλοι γνώριζαν ότι ποτέ δεν είχε λάβει μέρος και ηρωικά κατορθώματα που ούτε κατά διάνοια δεν ήταν δικά του. Πέραν τις στρατιωτικής του εκπαίδευσης μπορεί να μην είχε ρίξει ούτε μια σφαίρα σε πεδίο μάχης. Η μυθομανία του ήταν μάλιστα τόσο παθολογική που ο ίδιος δε είχε καμία συναίσθηση και πίστευε τα παραμύθια που έλεγε. Δεν είχε καν συναίσθηση ότι ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Το κάρμα είναι πουτάνα. Τελικά έπεσε ηρωικά και καβλωμένος στο κρεβάτι ενός πορνείου, με το παραμύθι της ματσίλας του και το προσωπείο του σκληρού καριόλη να γίνεται θρύψαλα». Ο Τusk χασκογέλασε υποτιμητικά πριν συνεχίσει με απαξίωση. «Βρίσκεται σε αυτή την κωματώδη κατάσταση εδώ και δύο χρόνια, με μόνιμο πριαπισμό. Νοσηλεύτηκε σε κλινική του ομίλου μου, αλλά καμία θεραπεία δεν απέδωσε. Και το πιο αστείο είναι ότι καμία θεραπεία ή φάρμακο δεν έκαμψε τη στύση του κυρίου Sven Schneider! Έτσι του δόθηκε το παρατσούκλι από το νοσηλευτικό προσωπικό – ο καβλωμένος λοχαγός από μπρούντζο και μολύβι. Χαχαχα», γέλασε τρανταχτά. «Ήταν μια ζωή τίγκα στις αμφεταμίνες, στα αναβολικά και στο αλκοόλ και μάλλον αυτό πρέπει να τον έστειλε στη φάση που είναι τώρα». Σταμάτησε να γελάει και συμπλήρωσε με σοβαρό ύφος κοιτάζοντας στα μάτια την Jane που έδειχνε ενοχλημένη από τον κυνισμό του. «Ο κύριος Sven Schneider είναι επαγγελματίας στρατιώτης, στο συμβόλαιο του με την SPECIAL GEOPOLITICAL PROBLEM SOLVING ASSISTANTS προβλέπεται ρητά πως σε περίπτωση κώματος το σώμα του μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πειράματα και μπορεί να διατηρηθεί σε αυτήν την κατάσταση για όσο διάστημα θεωρηθεί χρήσιμο. Όσοι υπογράφουν αυτόν τον έξτρα όρο έχουν 50% παραπάνω αμοιβή σε κάθε επιχείρηση. Ελάχιστοι δέχονται αυτόν τον όρο. Ο κύριος Sven Schneider ρίσκαρε συνειδητά, όπως ήταν δικαίωμά του, και επί πολλά χρόνια λάμβανε την προβλεπόμενη έξτρα αμοιβή. Προφανώς πίστευε ότι εφόσον δεν συμμετείχε ενεργά στα πεδία δεν διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο, να όμως που η τύχη τα φέρνει καμιά φορά αλλιώς. Τεχνικά, εφόσον δεν είχε λήξει η αποστολή του στη συγκεκριμένη επιχείρηση στην οποία συμμετείχε, αφού η αποστολή δεν είχε αναχωρήσει από την χώρα που έγινε η επιχείρηση όταν έπεσε σε κώμα, θεωρείται παθών εν υπηρεσία και συνεπώς, άσχετα με το ότι το πρόβλημα δεν προέκυψε στο πεδίο, ο όρος ισχύει. Επίσης τεχνικά, η SPECIAL GEOPOLITICAL PROBLEM SOLVING ASSISTANTS ανήκει στον όμιλο των επιχειρήσεών μου μέσω ενός συστήματος θυγατρικών εταιρειών και συνεπώς το σώμα του είναι κτήμα του ομίλου. Έτσι λοιπόν τον διαθέσαμε στην ομάδα σας για το συγκεκριμένο πείραμα». Η Jane ψέλλισε ένα «μα…», αλλά το παγερό βλέμμα που της έριξε η δόκτωρ Danilova και το σοβαρό και αυστηρό ύφος του εργοδότη τους της έκοψε τη φόρα και σώπασε. Εκείνος συνέχισε ανεβάζοντας ελάχιστα τον τόνο της φωνής του. «Δεσποινίς Travis, σας υπενθυμίζω ότι τα πειράματα σαν το σημερινό είναι απαγορευμένα και ότι συμμετέχετε συνειδητά σε αυτά. Αν είχατε ηθικά διλήμματα δεν θα έπρεπε να βρίσκεστε τώρα εδώ. Βρίσκεστε εδώ για τον ίδιο λόγο που βρίσκεται και αυτός ο κακομοίρης καλωδιωμένος στον πάγκο. Βρίσκεστε εδώ για τα χρήματα και μάλιστα παρέχετε τις υπηρεσίες σας στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με εκείνον. Έχετε υπογράψει και εσείς συμβόλαιο και σύμβαση εχεμύθειας. Δεν νομίζετε πως είναι λιγάκι υποκριτικό, δεσποινίς μου, να έχετε τώρα οποιοδήποτε ηθικό δίλημμα; Και, επιπλέον, εσείς βρίσκεστε εδώ για παραπάνω λόγους από εκείνον, όπως η φιλοδοξία και η επιστημονική περιέργεια. Το βραβείο Νομπέλ, που εσείς και η δόκτωρ Danilova ονειρεύεστε και που δεν αποκλείεται να σας απονεμηθεί φέτος, φέρει το όνομα του εφευρέτη του δυναμίτη και γιου του εφευρέτη της υποβρύχιας νάρκης. Δεν έχει καμία σχέση με την ηθική ή την επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη. Φαντάζομαι ότι στις πρότερες πολυβραβευμένες έρευνές σας λόγω των οποίων σας προσλάβαμε, έχετε καλωδιώσει, διαμελίσει, φαρμακώσει, και πειραματιστεί πάνω σε εκατοντάδες ποντίκια, χιμπατζήδες και άλλα ζωάκια. Ο άνθρωπος επίσης είναι ένα ζωάκι, δεσποινίς. Ο λόγος της επικράτησής του στον πλανήτη είναι ακριβώς η ιδιότητα του είδους του να θυσιάζει μέλη της κοινωνίας του για το ευρύτερο καλό του είδους του. Ο πολιτισμός μας, δεσποινίς έχει φτάσει ως εδώ ακριβώς λόγω αυτής της ιδιότητας του είδους μας. Κατανοώ τα συναισθήματα που έχετε, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχουν θέση στο συγκεκριμένο εργαστήριο». Η Jane έσκυψε το κεφάλι της ταπεινωμένη, συνειδητοποιώντας ότι ο νεαρός της έλεγε κατάμουτρα την στυγνή αλήθεια, κατακρημνίζοντας το δικό της παραμύθι περί ηθικής, το οποίο ίσως είχε ανάγκη ως άλλοθι για τα έργα και τις ημέρες της. Ο νεαρός, ο οποίος στις σπουδές του ήταν άριστος στα μαθήματα επικοινωνίας και ως φοιτητής κέρδιζε όλα τα παιχνίδια επιχειρηματολογίας και ρητορικής, συνέχισε σε πιο ήπιο ύφος. «Δεσποινίς, αυτός ο κύριος είναι ένα άχρηστο κατακάθι της κοινωνίας, είναι ένας ηλίθιος ναρκομανής, φασίστας, ρατσιστής και ομοφοβικός. Δεν αξίζει τον οίκτο σας, ούτε και τον οίκτο κανενός. Ο κύριος αυτός αντιπροσωπεύει όλα αυτά που φαντάζομαι ότι θέλετε να εκλείψουν από την κοινωνία που οραματιζόμαστε. Η εξέλιξη του είδους μας θα αφανίσει ούτως ή άλλως σκουπίδια σαν και αυτόν. Στο μέλλον, οι μη ευφυείς δεν θα μπορούν να ακολουθούν την εξέλιξη και θα εξαλειφθούν, η εξέλιξη θα τους προσπεράσει όπως τους δεινόσαυρους. Είμαστε στην ίδια πλευρά της ιστορίας, δεσποινίς Travis, είμαστε στην ορθή πλευρά, δουλεύουμε και πασχίζουμε για έναν καλύτερο κόσμο! Εξάλλου, σήμερα τελειώνει το όποιο βάσανό του. Και μιας και διακρίνω ότι μάλλον αισθάνεστε κάποιες τύψεις, τι θα λέγατε αν τον τερματίζατε εσείς όπως κάνατε με το δελφίνι; Θέλετε να κάνετε μια ακόμη πράξη ανθρωπιάς για να ικανοποιήσετε τον ενοχικό εαυτό σας; Ιδού η ευκαιρία σας! Απαλλάξτε τον κύριο καβλωμένο λοχαγό από μπρούντζο και μολύβι από το βάσανό του και την κοινωνία από ένα ελαττωματικό βλάκα που θα μπορούσε να σπείρει ακόμη περισσότερα βλαμμένα, μη εξελιγμένα ανθρωποειδή, γεννοβολώντας ανεξέλεγκτα». Τώρα ο τόνος του ήταν πάλι κυνικός και οξύς. Η δόκτωρ Danilova παρενέβη απευθυνόμενη προς την Jane. «Έλα, ας δώσουμε στον κύριο Sven ένα αξιοπρεπές τέλος». Ήθελε να συμπληρώσει τη φράση της με τη φράση «μωρό μου», αλλά συγκρατήθηκε και στην έκφρασή της δεν φανέρωσε τίποτε που θα μπορούσε να αποκαλύψει τη σχέση τους. Κεραυνοβολημένη ακόμη από τα λόγια του νεαρού, η Jane σηκώθηκε αμίλητη από τη θέση της, πλησίασε στον πάγκο και με μια σχεδόν ρομποτική κίνηση κατέβασε τον διακόπτη των συστημάτων της μηχανικής υποστήριξης. «Η ψυχούλα σου είναι ελεύθερη τώρα…» ψιθύρισε τόσο σιγά που δεν ακούστηκε από κανέναν, απορημένη και η ίδια για την επιλογή αυτής της φράσης και για την περίεργη παρόρμηση που είχε νιώσει να κρατήσει το χέρι του άνδρα πριν εκείνος σταματήσει να αναπνέει και σβήσει έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα. Όμως δεν το έκανε. Έμεινε απλά για λίγο να κοιτάζει τον θώρακά του μέχρι που ξαφνικά σταμάτησε να κινείται. Γύρισε στη θέση της βουβή, αλλά λιγότερο προβληματισμένη από πριν. Ο Jeff Tusk την είχε γειώσει με την ξεδιάντροπη κυνικότητα του και της είχε δείξει στον καθρέφτη της ψυχής της – την σκληρή πραγματικότητα και την αλήθεια. Και εκείνη, ως μια ρεαλίστρια της νευροεπιστήμης αυτοψυχαναλήθηκε σχεδόν ακαριαία και αποδέχτηκε το λογικό αποτέλεσμα, καθώς τα κίνητρά της ήταν ακριβώς αυτά που της είχε θυμίσει ο κυνικός νεαρός με την μακιαβελική ρητορική του. «Κυρίες μου», είπε ο νεαρός, «ο χρόνος είναι χρήμα και δυστυχώς εγώ παράγω χρήμα σχεδόν για μια ολάκερη χώρα, ίσως και για ολάκερο τον πλανήτη». Το είπε γελώντας δυνατά με αυταρέσκεια. Τώρα ο τόνος ήταν ευχάριστος του. «Πρέπει να αποχωρίσω, γνωρίζετε την διαδικασία, παραδώστε μου, παρακαλώ, τα αρχεία των πειραμάτων, θα τα πάρω εγώ αφού είμαι εδώ. Επίσης, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε άμεσα το χώρο, προκειμένου οι ειδικοί να αναλάβουν την καταστροφή του εργαστηρίου. Από αυτή τη στιγμή, τα αρχεία και τα αποτελέσματα των πειραμάτων σας είναι επιχειρηματικό και κρατικό μυστικό! Τα γνωρίζετε όλα αυτά από το συμφωνητικό εχεμύθειας που έχετε υπογράψει». Κοίταξε χαμογελώντας τη δόκτορα Danilova και συνέχισε «Κυρία Danilova, παρακαλώ…» Η δόκτωρ Danilova προχώρησε προς τον φωριαμό με τον κεντρικό υπολογιστή, ακούμπησε την παλάμη της σε ένα πάνελ και ο φωριαμός άνοιξε. Αφαίρεσε τέσσερεις μικροσκοπικούς σκληρούς δίσκους, τους τοποθέτησε σε μια κομψή δερμάτινη μαύρη θήκη και τους παρέδωσε στον Jeff Tusk. Μετά έκανε ένα νεύμα προς την Jane και εκείνη πληκτρολόγησε στον υπολογιστή της κάποιες εντολές. Οι οθόνες έδειξαν «Τερματισμός Συστήματος» και μετά από μερικά δευτερόλεπτα έσβησαν, ενώ και τα βεντιλατέρ όλων των ηλεκτρονικών συστημάτων στο χώρο σταμάτησαν να λειτουργούν. Ο Jeff, με το e-Tusk phone 13 στο ένα χέρι και τη θήκη με τους σκληρούς δίσκους στο άλλο, προχώρησε προς την πόρτα εξόδου. Άπλωσε το τηλέφωνο προς την πόρτα που ξεκλείδωσε αυτόματα και άνοιξε. «Παρακαλώ, μετά από εσάς, κυρίες μου» είπε στις δυο επιστημόνισσες, οι οποίες αφού έβγαλαν τις εργαστηριακές τους ποδιές και τα γάντια τα ακούμπησαν πάνω στα γραφεία τους, πήραν τις τσάντες τους και βγήκαν. Χωρίς τις ποδιές έμοιαζαν με καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Η δόκτωρ Danilova είχε σχεδόν ροκ εμφάνιση, με στενό μπλουτζίν, μια μαύρη πουκαμίσα και καουμπόικες δερμάτινες μπότες, ενώ η Jane ήταν απλή αλλά κομψή, με ένα μακρύ φλοράλ φόρεμα και άνετα κομψά πέδιλα. Διέσχισαν τον στενό διάδρομο που οδηγούσε στην έξοδο του κτηρίου. Στο τέλος του διαδρόμου έπρεπε να περάσουν υποχρεωτικά από έναν ανιχνευτή που έμοιαζε σαν αυτούς που είναι εγκατεστημένοι στα αεροδρόμια. «Γνωρίζετε το πρωτόκολλο», είπε ο Jeff που τις ακολουθούσε. «Ξέρω ότι είναι κάπως άκομψο, αλλά ο όμιλος πρέπει να είναι βέβαιος ότι δεν υπάρχουν αντίγραφα των αρχείων, καταλαβαίνετε…» Έβαλαν τα κινητά τους τηλέφωνα σε ένα καταστροφέα ηλεκτρονικών συσκευών που υπήρχε πριν τον ανιχνευτή. Ακούστηκε ένας οξύς αλλά σύντομος ήχος βολταϊκού τόξου και στην οθόνη της συσκευή εμφανίστηκε το μήνυμα «καταστροφή επιτυχής». Πέρασαν μια μια από τον ανιχνευτή και κάθε φορά μια μηχανική φωνή ακούστηκε να λέει «καθαρό, δεν υπάρχουν ηλεκτρονικές συσκευές στο άτομο». Όταν όμως πέρασε ο Jeff, ακούστηκε απλά, «καλό μεσημέρι, κύριε Tusk». Σε μια γκαρνταρόμπα δίπλα από την έξοδο υπήρχαν δυο ολοκαίνουργιες τηλεφωνικές συσκευές, μάρκας e-Tusk, ίδιες με εκείνες που είχαν καταστραφεί λίγες στιγμές νωρίτερα. Οι επιστημόνισσες πήραν η κάθε μια την δική της.

Στην έξοδο το μεσημεριανό φως ήταν πολύ έντονο. Φόρεσαν γυαλιά ηλίου και βγήκαν. Ο αέρας μύριζε ευχάριστα φρεσκάδα. Στο πλάτωμα μπροστά τους ένα λευκό ελικόπτερο με το σήμα «TUSK INTERNATIONAL AIRWAYS» άρχισε να κινεί τα στροφεία του, καθώς ο θόρυβος του κινητήρα ανέβαζε συχνότητες. «Κυρίες μου, σας έχω μια έκπληξη. Νομίζω πως πέραν της αμοιβής σας, σας χρειάζεται ξεκούραση και λίγη πολυτέλεια. Το αξίζετε 1000%». «Τι θα λέγατε για 15 μέρες ξενοιασιάς, σπα, ξάπλας και θάλασσας στην ομορφότερη παραλία της περιοχής, ίσως και της υφηλίου στο TROPIC RESORT TUSCK HOTEL;» Οι κοπέλες κοιτάχθηκαν μεταξύ τους κάπως απορημένες αν και μέσα τους άκουσαν την πρόταση με ενθουσιασμό. Το θέρετρο αυτό ήταν ξακουστό παγκοσμίως και απλησίαστο για τα πορτοφόλια κοινών θνητών, απλησίαστο ακόμα και για ανθρώπους της ανώτερης οικονομικής τάξης. Μόνο η ελίτ πήγαινε εκεί. Πριν όμως προλάβουν να απαντήσουν, ο νεαρός συνέχισε. «Είναι σχετικά κοντά, περίπου 80 χιλιόμετρα από εδώ. Οι κωδικοί κράτησης είναι ήδη καταχωρημένοι στα καινούργια σας κινητά και έχω πληρώσει για όλα. Θα περάστε απίθανα. Θα προσβληθώ αν απορρίψετε την προσφορά μου» Οι κοπέλες έγνεψαν σχεδόν ταυτόχρονα καταφατικά. «ΟΚ, λοιπόν», χαρούμενα είπε ο Jeff, «να περάσετε υπέροχα τα δυο σας». Τους ευχήθηκε κλείνοντας παιχνιδιάρικα το δεξί του μάτι σαν να δήλωνε ότι γνώριζε για την κρυφή ερωτική τους σχέση ή, καλύτερα, ότι βασικά γνώριζε τα πάντα για την προσωπική ζωή τους. «Ά, να σας θυμίσω ότι σήμερα είναι η ολική έκλειψη. Θα είναι 100% ορατή. Μην ξεχάσετε να απολαύσετε αυτό το υπέροχο θέαμα, θα αρχίσει σε λίγη ώρα». Προχώρησε προς το ελικόπτερο αλλά έκανε μεταβολή για να τις χαιρετήσει κουνώντας το χέρι που κρατούσε το τηλέφωνό του. «Θα τα πούμε πολύ σύντομα», φώναξε δυνατά προς το μέρος τους για να ακουστεί πάνω από το θόρυβο του έλικα πριν επιβιβαστεί από την πλαϊνή συρόμενη πόρτα. Η πόρτα έκλεισε και η μορφή του χάθηκε πίσω από το φιμέ τζάμι. Η δόκτωρ Danilova και η Jane προχώρησαν προς το αμάξι τους, ένα κατακόκκινο καμπριολέ Ford Mustang του ’70 με μπεζ δερμάτινα καθίσματα άψογα διατηρημένο. Πάνω στο ταμπλό ήταν στερεωμένη μια αστεία φιγούρα-καρικατούρα του Έλβις με ασύμμετρα μεγάλο κεφάλι. Φορούσε μαύρα δερμάτινα και κρατούσε μια κιθάρα με το γνώριμο πλατύ χαμόγελο. Η δόκτωρ Danilova έβαλε μπροστά – τα κλειδιά ήταν πάνω στο διακόπτη. «Elvis has left the building» είπε με ένα περιπαικτικό χαμόγελο καθώς το ελικόπτερο απογειωνόταν και αρπάζοντας την Jane της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί. Το αυτοκίνητο άρχισε να κατηφορίζει ένα φιδωτό δρόμο. Το κουκλάκι-Έλβις πάνω στο ταμπλό λικνιζόταν αστεία σαν να κουνούσε τους γοφούς του με τον γνώριμο τρόπο του Βασιλιάς όταν βρισκόταν στη σκηνή. Έφτασαν σε μια πύλη από την οποία ξεκινούσε ένας ηλεκτροφόρος φράκτης που έκλεινε περιμετρικά τον χώρο των εγκαταστάσεων. Σχεδόν κάθε δέκα μέτρα υπήρχαν κάμερες, διακριτικά καμουφλαρισμένες σε φυτά ή πέτρες. Πουθενά δεν υπήρχαν φρουροί. Όλα ήταν αυτοματοποιημένα και στημένα έτσι που να μην κινούν ιδιαίτερες υποψίες. Η ταμπέλα απέξω έγραφε «ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΦΟΙΤΗΤΩΝ – ΔΩΡΕΑ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ JEFF TUSCK» και, με μικρότερα γράμματα, «Κλειστό λόγω εργασιών ανακαίνισης και αναβάθμισης». Όταν το αμάξι πλησίασε, η πύλη άνοιξε αυτόματα και μόλις πέρασε έκλεισε πάλι πίσω του. Η Jane άνοιξε το χάρτη στο κινητό της. «Στο τέλος του δρόμου αριστερά βγαίνουμε στην εθνική Χ83 και από εκεί κατευθείαν στο ξενοδοχείο», είπε. «Φύγαμε μωρό μου», είπε χαρούμενα η δόκτωρ Danilova και γκάζωσε. Το αμάξι ξεκίνησε σπινάροντας διαγράφοντας δυο μαύρες γραμμές στην καυτή άσφαλτο. Η Jane πίεσε την 8track παλιομοδίτικη κασέτα και το στερεοφωνικό άρχισε να παίζει στο διαπασών. «But that's all right, that's all right, that's all right now mama, anyway you do …» Καθώς το ελικόπτερο έπαιρνε ύψος, ο Jeff Tusk έριξε μια ματιά προς τα κάτω από το παράθυρο του ειδικά διαμορφωμένου χώρου που έμοιαζε με πολυτελές πριβέ γραφείο και ήταν ηχομονωμένο και διαχωρισμένο από το πιλοτήριο. Ο «Λόφος του Δαίμονα» ήταν ένας μικρός άνυδρος λόφος στην πάμφτωχη τροπική χώρα της οποίας ο ίδιος ήταν επίτιμος πολίτης και εθνικός ευεργέτης, χρηματοδοτώντας διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσοκομεία, σχολεία και πανεπιστήμια, κάνοντας διάφορες αγαθοεργίες και δανείζοντας το κράτος μέσω της JEFF TUSK INVESTMENT BANK. Ουσιαστικά, η χώρα του ανήκε, καθώς έλεγχε και τα ΜΜΕ και εξαγόραζε σχεδόν όλο το κοινοβούλιο. Σε αντάλλαγμα, η χώρα του παρείχε την κατάλληλη νομοθεσία ώστε να μπορεί να εγκαθιστά βιομηχανίες κατεργασίας τοξικών και πυρηνικών αποβλήτων χωρίς περιβαλλοντολογικούς κανόνες, εργαστήρια που έκαναν πειράματα τα οποία ήταν απαγορευμένα από διεθνείς συνθήκες, και να αποτελεί ένα φορολογικό παράδεισο και πλυντήριο μαύρου χρήματος για τον όμιλό του. Κάποια χρόνια πριν, οι Specials είχαν «βοηθήσει» αποτελεσματικά στην εγκατάσταση μιας «δημοκρατικής κυβέρνησης» στη χώρα. Στην κορυφή του λόφου το Εργαστήριο 4 ήταν καμουφλαρισμένο σαν μικρό αστεροσκοπείο για να μη δίνει ιδιαίτερο στόχο και να μην κινεί υποψίες, παρόλο που τα μεσημέρια η αντανάκλαση του μεταλλικού θόλου του ήταν ορατή πολλά χιλιόμετρα μακριά. Ξεκλείδωσε το κινητό του με το δαχτυλικό του αποτύπωμα και μίλησε στο μικρόφωνο λέγοντας «Maggy». Από τη συσκευή ακούστηκε η ηλεκτρονική φωνή της τεχνητής νοημοσύνης Maggy V2.0 της TUSCK SOFTWARE HOUSE. «Μάλιστα, κύριε Tusck». Με διατακτικό ύφος και καθαρή άρθρωση o Tusk είπε: «Ανακαίνιση εργαστηρίου 4». Η ηλεκτρονική φωνή ρώτησε: «Επιθυμείτε ανακαίνιση εργαστηρίου 4;» Ο Jeff απάντησε με ένα ξερό «Ναι». Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα, μια κιτρινωπή λάμψη έσκισε τον ουρανό και σε λίγο ένα μανιτάρι κίτρινου καπνού υψώθηκε από την κορυφή του λόφου. Μια πειραματική μικροπυρηνική βόμβα τύπου EFTN (environment friendly tactical nuke) εξελιγμένη από την TUSK – ECOWAR SYSTEMS εξερράγη. Η βόμβα αυτή άφηνε σχεδόν ασήμαντη ποσότητα ραδιενεργών κατάλοιπων, είχε πολύ περιορισμένο ωστικό κύμα, παρήγαγε πολύ μεγάλη θερμότητα, και η ακτινοβολία της κατέστρεφε κάθε βιολογικό ιστό σε περιορισμένη ακτίνα. Καθώς το ελικόπτερο κέρδιζε ύψος και οι καπνοί σιγά σιγά σκόρπιζαν, η κορυφή του λόφου έμοιαζε να φλέγεται και κάθε ίχνος του κτιρίου είχε εξαφανιστεί. Το αποτύπωμα της «ανακαίνισης» ήταν ένας πυρακτωμένος κρατήρας στην κορυφή και ένα μεγάλο κομμάτι του λόφου έμοιαζε να έχει υαλοποιηθεί από την τεράστια έκλυση θερμότητας. Ο Jeff μίλησε πάλι στην ηλεκτρονική βοηθό του. «Maggy, σημείωση για διανομή στον Τύπο: “Ο Όμιλος Επιχειρήσεων Jeff Tusk πληροφορήθηκε μετά λύπης την τραγική απώλεια δυο από τα ικανότερα επιστημονικά στελέχη του, της δόκτορος Ruslana Danilova και της νευροβιολόγου Jane Travis που σήμερα έχασαν τη ζωή τους σε αυτοκινητιστικό ατύχημα υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. αισθανόμαστε συντετριμμένοι για το αναπάντεχο γεγονός. Από σήμερα, η μεγάλη οικογένεια του ομίλου Tusck είναι φτωχότερη. Εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στις οικογένειες και τους οικείους τους. Στη μνήμη τους, ο όμιλος μας θα ιδρύσει έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό έρευνας για τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας, ο οποίος θα φέρει το όνομα αυτών των εξαιρετικών γυναικών, DANILOVA & TRAVIS ROAD SAFETY FOUNDATION”. Τέλος σημείωσης». «Καταγράφηκε, παρακαλώ ορίστε ώρα διανομής», απάντησε η ηλεκτρονική φωνή. Ο Jeff κοίταξε την ώρα στο πανάκριβο ρολόι του. «Σε 11 λεπτά από τώρα», είπε «Για δες σύμπτωση, πάνω στην αρχή της έκλειψης…» συμπλήρωσε σαν να μονολογούσε.
Ο V8 κινητήρας του κόκκινου Ford mustang γουργούριζε καθώς το αμάξι κυλούσε ταξιδιάρικα με καμία εκατονπενηνταριά χλμ την ώρα στον εθνικό δρόμο Χ83, ο οποίος διέσχιζε ένα πανέμορφο τοπίο τροπικής ζούγκλας και δεν είχε εκείνη την ώρα καθόλου κίνηση, παρά μόνο ένα μεγάλο φορτηγό της JEFF TUSCK INTERNATIONAL TRANSPORT που προπορεύονταν πολύ μακριά μπροστά τους στην ατελείωτη ευθεία. Η φωτεινότητα του ουρανού άρχισε να μειώνεται, η σελήνη προσπέρναγε αργά τον ήλιο. Η έκλειψη ήταν σχεδόν στην ίδια ευθεία με το δρόμο μπροστά τους, έμοιαζε να συμβαίνει πάνω από το φορτηγό που διακρίνονταν στο βάθος σαν φάντασμα από τη διάθλαση του ζεστού αέρα που ανέβαινε απ την καυτή άσφαλτο. Μαγεμένες κοίταζαν μέσα από τα σκούρα γυαλιά ηλίου τους το θέαμα. Τα μαλλιά της Doctor Ruslana Danilova και της Jane Travis στροβιλίζονταν ξέπλεκα στον αέρα. Τραγουδούσαν ευτυχισμένες χαμογελαστά και δυνατά μαζί με τον βασιλιά Έλβις “That's all right my mama Anyway you do …”

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

 Τη νύχτα που πήδηξε η ζωή...

Ιστορίες για λάσπες και κόκκινες αποχρώσες ενδείξεις..

Μια νύχτα στη βιομηχανική ζώνη...

Μια αναμνηστική γκαζιά...

Κακόμοιρο...


image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 
image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 
image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 

 

 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1