Lydia Lunch: Ιέρεια του no wave και μια ασυγκράτητη μηχανή διαμαρτυρίας σε έναν πόλεμο που δεν τελειώνει ποτέ...

Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας

Πριν από το #MeToo, πριν από το κίνημα Riot Grrl, υπήρχε η Lydia Anne Koch, γνωστή περισσότερο στους καλλιτεχνικούς κύκλους ως Lydia Lunch, μια τραγουδίστρια, ποιήτρια, συγγραφέας και ηθοποιός που γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1959 στο Ρότσεστερ του Μεγάλου Μήλου. Κεντρική φιγούρα της no wave σκηνής στα τέλη της δεκαετίας του '70, η Lunch έχει ακολουθήσει μια καριέρα τεσσάρων και πλέον δεκαετιών μετατρέποντας την ουσία της ζωής της σε μια απροκάλυπτη, ζόρικη και συναρπαστική τέχνη. Σύμφωνα με το περιοδικό Kerrang!, το τραγούδι «Death Valley 69», μια συνεργασία της Lunch με τους Sonic Youth που συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ του συγκροτήματος Bad Moon Rising (Blast First, 1985), είναι «ένα από τα 50 πιο καταχθόνια τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ». Ποιο ήταν το σχόλιο της Lunch σε αυτή την «τιμητική» διάκριση; «Προφανώς δεν έχουν ακούσει τα άλλα 49 που έχω γράψει…» 

Το 1976, λίγο πριν τα 17 της, η Lydia Lunch έφτασε στα χρεοκοπημένα ερείπια της Νέας Υόρκης με τα δολοφονικά ένστικτα μιας γυναίκας που ήταν γεννημένη για να επιβιώνει, αντλώντας κίνητρα από τα παραληρηματικά δημοσιεύματα του Lester Bangs στο περιοδικό Creem, το σαρκαστικό πνεύμα των Velvet Underground, τη λάμψη των New York Dolls και τα ποιητικά φληναφήματα  του Piss Factory της Patti Smith. Έχοντας ξεφύγει από μια ταραχώδη και κακοποιητική παιδική ηλικία, η άρνηση της Lunch να υποταχθεί στη θέληση οποιουδήποτε την οδήγησε να σφυρηλατήσει τη δική της πραγματικότητα επί σκηνής με την πρωτοφανή βιαιότητα των Teenage Jesus And The Jerks, του κεντρικού πυλώνα της καλλιτεχνικής σκηνής του no wave.

Όλοι, από τον Alan Vega και τον Martin Rev των Suicide, μέχρι τους μελλοντικούς διανοούμενους των Sonic Youth, θα αγκάλιαζαν τη Lunch ως τον βίαιο παλμό της εξέγερσης στην τέχνη και τη μουσική τους. Κι όταν ο Brian Eno προθυμοποιήθηκε να αναλάβει την παραγωγή της συλλογής No New York το 1978, η Lunch ήταν εκεί με την τσιριχτή φωνή της και με την κιθάρα της, επικεφαλής ενός από τα πιο επιδραστικά και πρωτοποριακά συγκροτήματα της εποχής. Μάλλον δεν είναι τυχαίο που τα αγαπημένα της βιβλία είναι ο Τροπικός του Καρκίνου και ο Τροπικός του Αιγόκερω του Χένρι Μίλερ («Ανέκαθεν αντλούσα έμπνευση από τον Ζαν Ζενέ, τον Χένρι Μίλερ και τον Χιούμπερτ Σέλμπι Τζούνιορ που με δίδαξαν ότι πρέπει να λες τις μεγαλύτερες αλήθειες σε οτιδήποτε κάνεις, μόνο που η αλήθεια δεν είναι καθόλου δημοφιλής»).

Η Lydia δημιούργησε τους Teenage Jesus and the Jerk μαζί με τον James Chance –τον είχε γνωρίσει στο CBGB πριν μετακομίσει μαζί του στο μικρό του διαμέρισμα–και ένα ετερόκ;λητο πλήρωμα άλλων μουσικών. Η μπάντα γρήγορα συνδέθηκε με τη σκηνή του no wave, ένα κίνημα πρωτοποριακής μουσικής και τέχνης με έδρα το κέντρο της Νέας Υόρκης, το οποίο απέρριπτε τη γυαλιστερή παραγωγή των καλλιτεχνών του new wave και την αρρενωπή υπεροψία του punk. Οι Teenage Jesus and the Jerk φόρτιζαν τις μπαταρίες τους μόνο για τρία χρόνια (1976 – 1979, συν μια σύντομη επανασύνδεση για μερικές συναυλίες το 2008 με τον Thurston Moore των Sonic Youth στο μπάσο και τον Jim Sclavunos των Bad Seeds/Grinderman στα τύμπανα) και μολονότι δεν κυκλοφόρησαν πάνω από μια ντουζίνα τραγούδια, έχουν εδραιωθεί ως ένα «παράδοξο» underground καλλιτεχνικό φαινόμενο.

«Η εικόνα ενός γυμνού και αιματοβαμμένου άνδρα που τυχαίνει να γιος κάποιας και αιμορραγεί καρφωμένος σε ένα σταυρό, είναι μια από τις πιο πορνογραφικές εικόνες που δημιουργήθηκαν ποτέ. Δεν είναι δικό μου δημιούργημα. Αν και πολύ θα το ήθελα...»

Μετά τη διάλυση του συγκροτήματος η Lunch συμμετείχε σε μερικά κομμάτια του άλμπουμ James White and the Blacks του James Chance (1979), ενώ έγινε μέλος σε δυο άλλα συγκροτήματα, τους Beirut Slump και τους 8 Eyed Spy (ένας συνδυασμός surf της Δυτικής Ακτής και πρωτοποριακό jazz-punk) , αμφότερα με τον Jim Sclavunos, πριν το 1980 αποφασίσει τελικά ότι η σόλο καριέρα της ταίριαζε περισσότερο.

Στο εξώφυλλο του Queen of Siam, του πρώτου της άλμπουμ που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά, η Lunch φωτογραφίζεται με μαύρα μαλλιά, κατακόκκινα χείλη, μαύρο ρίμελ και χλωμή επιδερμίδα – η εικόνα μιας goth βασίλισσας με ένα βλέμμα που παραμένει σταθερό μέχρι σήμερα. Το Queen of Siam, για πολλούς το καλύτερο μουσικό έργο τη καριέρας της, είναι απόκοσμο όσο και σαγηνευτικό. Αν και κάποιες στιγμές το άλμπουμ είναι εκπληκτικά κινηματογραφικό με διαστρεβλωμένα στοιχεία χάλκινων πνευστών σε στυλ «big band μπουρλέσκ», δεν είναι καθόλου εύκολο στο άκουσμα και παρόλο που η αλλόκοτη διασκευή της Lydia στο «Spooky» της Dusty Springfield φαίνεται να είναι το πιο εύπεπτο κομμάτι του δίσκου, η συνολική προσπάθεια είναι για να σου σηκώνονται οι τρίχες και να τρίζουν τα δόντια σου. Είναι , τρόπον τινά, η περιγραφή της ζωής της πάνω από ένα στοιχειωμένο σάουντρακ.

Τον Ιούλιο του 1981, η Lunch ηχογράφησε το δεύτερο άλμπουμ της με τίτλο 13:13 που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα – μια παραμορφωτική punk ελεγεία, με τη φωνή της να ξερνάει τους στίχους σαν μέλισσες που εκτοξεύονται από φλεγόμενη κυψέλη. Πάνω από τη δημιουργική παραφωνία της κιθάρας του Dix Denney των θρυλικών πρωτοπάνκηδων Weirdos από το Λος Άντζελες, η Lunch εκφράζει την αηδία της για τους «κάκιστους ποιητές, τους ντοπαρισμένους τραγουδιστές, τους τσακισμένους ηθοποιούς και τους μικροκακοποιούς».


«Φοβόμουν ότι ο θάνατος συνεχίζει από εκεί που σταματά η ζωή. Ένας ατελείωτος καταιγισμός από ανυπόφορα εμπόδια. Ένα έδαφος ξεχασμένο απ’ τον Θεό όπου οι χαμένες ψυχές βρίσκουν ακόμα λιγότερο έλεος. Μια συντετριμμένη ονειρική κατάσταση όπου κάθε δευτερόλεπτο ύπνου μαστίζεται από την εφιαλτική ενασχόληση με τους φόβους του καθενός. Ένα ζοφερό πανόραμα όπου ούτε ο θάνατος δεν προσφέρει καμία λύτρωση, γιατί ό,τι προκάλεσες θα γυρίσει για να σε στοιχειώσει. Θαρρείς και η πάλη δεν τελειώνει ποτέ. Σαν να μην υπάρχει γαλήνη ούτε και να υπήρξε ποτέ. Η γαλήνη είναι ξένη προς τη φύση μου. Τη φύση του γαμημένου κτήνους…»

 

Σύμφωνα με την ίδια την Lunch: «Το 13.13 υπάρχει ως ντοκουμέντο για το πανδαιμόνιο των φαντασμάτων και των εν δυνάμει κατά συρροή δολοφόνων που μετέτρεψαν το όνειρο της Καλιφόρνιας σε εφιάλτη καθώς διέσχιζαν τις λεωφόρους, τις αυλές και τα υπόγεια ενός ηλιόλουστου παραδείσου που μετατράπηκε σε μια αιματοβαμμένη κόλαση φόβου, παράνοιας, πανικού και δολοφονιών λόγω λαγνείας».

Η τρίτη μεγάλης διάρκειας σόλο προσπάθεια της Lunch, αν μπορεί να χαρακτηριστεί ακριβώς σόλο (στο εξώφυλλο το όνομά της αναφερόταν πρώτο, με γράμματα λίγο μεγαλύτερα από των υπόλοιπων συντελεστών) ξεκίνησε ουσιαστικά ως μια συνεργασία της με τον Rowland S. Howard, τον κιθαρίστα των Birthday Party που την εποχή της ηχογράφησης του Honeymoon in Red (Ιούνιος-Ιούλιος 1982) έπνεαν τα λοίσθια. Σύντομα όμως στο παιχνίδι μπήκαν η  Genevieve McGuckin των These Immortal Souls, ο κιθαρίστας Murray Mitchell που είχε συνεργαστεί με τους Siouxsie and the Banshees, και άλλα τρία μέλη των Birthday Party – o Nick Cave, o μπασίστας Tracy Pew και ο ντράμερ Mick Harvey. Oι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν στο Βερολίνο και στο Λονδίνο και έμειναν στο συρτάρι για πέντε χρόνια, πριν τελικά το άλμπουμ κυκλοφορήσει το 1987 από τη Widowspeak, (την προσωπική εταιρεία της Lunch) σε μίξη των Foetus και Martin Bisi, με τον Thurston Moore των Sonic Youth να προσθέτει μέρη στην κιθάρα. To αποτέλεσμα ήταν ακόμα σκοτεινό και παράφωνο, αλλά και απίστευτα όμορφο – ορισμένοι κριτικοί το θεώρησαν μέτριο, αλλά όλοι απένειμαν τα ένσημα στη συνάθροιση όλων εκείνων των μουσικών που σφράγισαν μια άκρως σημαντική post-punk και όχι μόνον περίοδο. Τραγούδια όπως το «Dead River» είναι υποβλητικά και σπαρακτικά, ενσωματώνοντας μερικούς από τους μακάβριους blues ήχους του κιθαριστικού ήχου των Birthday Party και κάπου κάπου ένα αρρωστημένο σαξόφωνο. Συγχωνεύοντας την dark americana που αντλεί έμπνευση από τη γοτθική λογοτεχνία του Νότου, το αυστραλιανό post-punk και το νεοϋορκέζικο underground της Lydia, το Honeymoon in Red είναι ένα δυσοίωνο κολάζ που παρακολουθεί την πτώση μερικών από τους σημαντικότερους μουσικούς του post-punk. Στο άλμπουμ, ο Nick Cave αναφερόταν απλώς ως «A Drunk Cowboy Junkie»…. 

Το 1987, η Lunch συνεργάστηκε με την Kim Gordon, την μπασίστρια των Sonic Youth, και τη ντράμερ Sadie Mae στις Harry Crews (από το όνομα ενός Αμερικανού συγγραφέα) για την ηχογράφηση ενός και μοναδικού άλμπουμ με τίτλο  Naked in Garden Hills που κυκλοφόρησε από τη Widowskpeak το 1989, αφού το τρίο είχε περιοδεύσει –επισκέφθηκε και την Ελλάδα- για να διαλυθεί τελικά λόγω των πολλών υποχρεώσεων των μελών.

Στη δεκαετία του ’90 και στη διάρκεια της νέας χιλιετίας (και μέχρι στιγμής), με τα CD να κυριαρχούν και να παραγκωνίζονται, με τη σειρά τους, από σύγχρονες ηλεκτρονικές μορφές, η Lydia Lunch κυκλοφόρησε άλλα έξι άλμπουμ με μια πληθώρα μουσικών, πάντα με την προσωπικά της σφραγίδα. Από αυτά, το Smoke in the Shadows (2004) θεωρείται ως το εμπορικότερο της καριέρας της και εδώ οι εμμονές της συνεχίζουν να εστιάζονται σε καταδικασμένες σχέσεις που συμπληρώνονται με οράματα από όπλα, εκρηκτικά, κάλυκες κυνηγετικών όπλων, αποτσίγαρα, φλεγόμενα κρεβάτια, αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, ψηλοτάκουνες γόβες και μπουκάλια μπέρμπον. Ήταν ακόμα μια θυμωμένη γυναίκα και οι κυνικοί, εξομολογητικοί στίχοι της έσταζαν δηλητήριο. Στο μεταξύ, το 1991, το άλμπουμ Shotgun Wedding, η μοναδική της ολοκληρωμένη δουλειά με τον Howard, χαρακτηρίστηκε ως ένα κόσμημα της εναλλακτικής rock, ως ένα ουσιώδες ντοκουμέντο των καινοτόμων οραμάτων του Howard και ως ένα στιγμιότυπο ενός από τα «πιο καταστροφικά ζευγάρια του εικοστού αιώνα σε μια βρωμερή δημιουργική ένωση».

«Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι αυτά που κάνω είναι σοκαριστικά. Αν δεν το αντέχεις για 20 λεπτά, δοκίμασε να το ζήσεις για είκοσι ή σαράντα χρόνια…»

Εν κατακλείδι, η σόλο καριέρα της Lunch περιλαμβάνει συνεργασίες με μουσικούς όπως οι J.G. Thirlwell (a.k.a. Foetus), Nick Cave, Steven Severin (Siouxsie and the Banshees), Robert Quine (Richard Hell & The Voidoids), Sadie Mae, Rowland S. Howard (The Birthday Party, Crime & The City Solution), Michael Gira (Swans), The Birthday Party, Einstürzende Neubauten, Sonic Youth, Die Haut και Black Sun Productions και ο τρομπονίστας και μπαλανταδόρος της jazz Billy Ver Plank. Έπαιξε, έγραψε σενάρια και σκηνοθέτησε underground ταινίες, συνεργαζόμενη ενίοτε με τους underground σκηνοθέτες Richard Kern και Nick Zedd. H Lunch έχει επίσης εμφανιστεί και ηχογραφήσει ως spoken word καλλιτέχνιδα, συνεργαζόμενη με προσωπικότητες όπως οι Exene Cervenka (X)  Henry Rollins, Don Bajema, Hubert Selby Jr. και Emilio Cubeiro. Επίσης έχει γράψει βιβλία (την αυτοβιογραφία της και έναν… τσελεμεντέ) και σενάρια για κόμιξ (με τον βραβευμένο γραφίστα και μυθιστοριογράφο Ted McKeever). Το 2019 κυκλοφόρησε το βιογραφικό ντοκιμαντέρ της Beth B, Lydia Lunch: The War Is Never Over και το 2021 το ντοκιμαντέρ Artists: Depression, Anxiety and Rag σε σκηνοθεσία της Lunch και της κινηματογραφίστριας Jasmine Hirst  με συνεντεύξεις που η πρώτη έπαιρνε για δυο χρόνια με μουσικούς που πάσχουν από κατάθλιψη και άλλες ψυχικές ασθένειες.

Είτε επιτίθεται στην πατριαρχία και την πορνογραφική της εμπορευματοποίηση, είτε μεταμορφώνει το σεξουαλικό σε πολιτικό, είτε καταγγέλλει την καθημερινή βία που ασκούν οι ισχυροί του κόσμου («Η ιμπεριαλιστική μηχανή της γενοκτονίας δεν σταματάει ποτέ, το ίδιο κι εγώ»)  είτε ψιθυρίζει ένα  ερωτικό τραγούδι για ραγισμένες καρδιές, η ωμή ενέργεια της Lunch μαρτυρά την αλύγιστη φύση της και μια αγέρωχη γυναίκα που δεν δίνει δεκάρα αν θέλεις να την ακούσεις ή όχι. Μηδενίστρια, ανταγωνιστική, βίαιη, επικριτική («Παλιά πίστευα πως ο φεμινισμός είναι μια απελευθερωτική δύναμη και σήμερα βλέπω πολλές από αυτές που το έλεγαν να είναι απλώς λογοκριτές με διαφορετικό όνομα») και απαίσια, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, αρνείται να  φιμωθεί και ανεβαίνει σε σκηνές όλου του κόσμου, πληθωρική όπως πάντα, διαλαλώντας άφοβα την αλήθεια είτε για τη δική της ζωή με την κληρονομιά της γονικής κακοποίησης, είτε για τις άγριες στιγμές της στους δρόμους της Νέας Υόρκης, είτε για τον κόσμο που βλέπει γύρω της. Το έργο της, με όποιον τομέα του κι αν καταπιάνεται, είναι προκλητικό, ενώ η ίδια εμμένει πεισματικά σε ένα αντιεμπορικό ήθος λειτουργώντας ανεξάρτητα από μεγάλες εταιρείες και διανομείς. To χιούμορ της, μαύρο έως… κατάμαυρο, είναι απολαυστικό και αποκαλυπτικό. Η Lydia Lunch, μια ασυγκράτητη μηχανή διαμαρτυρίας, δεν εξιδανικεύει τους εφιάλτες και τη φρίκη που αντικρίζει, απλώς τα χωνεύει και τα φτύνει πίσω με άφθονο φαρμάκι. Κι όταν καμιά φορά τη ρωτούν, «Μα καλά, δεν θέλεις κι εσύ να πουλήσεις τον εαυτό σου;» εκείνη απαντά με ερώτηση: «Και σε ποιον να τον πουλήσω;» Είμαι σίγουρος πως όταν διάβασε το σχόλιο στην Boston Phoenix ότι είναι μια από τις δέκα πιο επιδραστικές ερμηνεύτριες της δεκαετίας του 1990, η Lydia κάγχασε και πέταξε την εφημερίδα στα σκουπίδια.

Enter at own risk…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Rowland S. Howard: Δε χρειάζομαι τίποτα κι από κανέναν, η βελόνα είναι στο κόκκινο, τίποτα για να χάσω, τα πάντα είναι νεκρά...

Nick Cave & The Bad Seeds, Hima Club, Νοέμβριος 1984

Λόγια ανθρώπων επιφανών: Kim Gordon

Sonic Youth: Το τέλος... (Σάο Πάολο, Βραζιλία, 14/11/2011)

Patti Smith: Δέκα πράγματα που ξέρατε ή δεν ξέρατε γι' αυτήν μέσα από δέκα εικόνες κι ένα σημείωμα του Thurston Moore...

Patti Smith: «Όταν γράφω ένα ποίημα βρίσκομαι σ' έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Τον κόσμο της απόλυτης μοναξιάς»...


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1