Ο μοιραίος...

Γράφει ο Γιώργος Τσέκας

Το μαχαίρι έχει μπει τόσο μέσα στην κοιλιά του που μέχρι και η λαβή με το χέρι μου μέχρι τον καρπό, να είναι μέσα του. Και το στρίβω και το στρίβω με μανία. Δεν προλαβαίνει να βγάλει άχνα. Πέφτει κάτω και με μάτια γουρλωμένα κοιτάει μια άβυσσο. Χτυπάει με δύναμη το κεφάλι στο τσιμεντένιο δάπεδο της ταράτσας. Του σηκώνω τα γόνατα και τραβάω άλλη μια μαχαιριά πίσω από το δεξί του γόνατο κόβοντάς του την αρτηρία. Σκουπίζω το μαχαίρι από το μπουφάν του...

Μια ηλιόλουστη μέρα λίγο πριν τα Χριστούγεννα ένας σύντροφος ο Χάρης, έντρομος (αυτή την εντύπωση μου έδωσε αρχικά πριν αρχίσει να ξεδιπλώνει τα λόγια του) μου εκμυστηρεύτηκε πως είχε ερωτευθεί την μυστική μπασκίνα (την Ελένη) που τον κατέδωσε και τον συνέλαβαν έξω από το Πολυτεχνείο στις 16 του Νοέμβρη. Προς έκπληξη μου δεν περίμενα ποτέ να με καλέσει να βρεθούμε από κοντά (τόσο κοντά) μετά τις υπόνοιες πως μας ρουφιάνεψε. Προς έκπληξη του δεν τον χαστούκισα για να συνέλθει, ούτε τον έδιωξα από πάνω μου σαν καταδότη (εν δυνάμει ή ήδη χαφιέ της Ασφάλειας). Ανεβήκαμε στην ταράτσα της πολυκατοικίας που έμενε και ξεκινήσαμε μια συζήτηση που δεν είχε λογική. Αυτός μου πρότεινε να ανεβούμε να μας χτυπήσει ο καθαρός αέρας. Έβγαλε και το μπουφάν του και το κρατούσε στα χέρια του. Δεν ξέρω τι γύρευε από εμένα εκεί πάνω. Δεν ρώτησα καν πως και βγήκε τόσο γρήγορα έξω παρά το ισχυρό αν και κατασκευασμένο κατηγορητήριο. Δεν τον ρώτησα ούτε γιατί δεν φαίνομαι πουθενά στο κατηγορητήριο και πως κατάφερε να με αφήσει έξω από αυτό, ούτε ποιός ο λόγος να με βρει από κοντά, αφού είτε η αστυνομία μπορούσε να με συνδέσει με τα παιδιά είτε αυτός με κάλυπτε και δεν χρειαζόταν περαιτέρω εξηγήσεις... Τον ρώτησα μόνο αν θεωρεί πως και αυτή νιώθει το ίδιο. Ή αν αυτή του είπε κάτι τέτοιο και αυτός την πίστεψε.

- «Φυσικά και νιώθει και αυτή για μένα τόσα ρε Αλέξανδρε» μου είπε.
Τόσα; Πόσα δηλαδή; αναρωτήθηκα σιωπηλά χωρίς να δείξω καμία έκπληξη. Δεν αντέδρασα καθόλου όλη την διάρκεια που άκουγα αυτές τις ανοησίες του Χάρη. Προσπάθησε δε να μου ωραιοποιήσει την κατάσταση πως με αυτό το περιστατικό και την περίεργη μα ειλικρινή σχέση που είχε με το όργανο, θα μπορούσαμε να ξέρουμε από μέσα, όπως είπε ο ίδιος τι ξέρει η Ασφάλεια για εμάς και την ομάδα μας. Φράξια βασικά είπε αλλά δεν θυμάμαι να την είχαμε ποτέ αναφέρει σαν φράξια, λέξη ηρωική και επαναστατική στα αυτιά και τον νου μας που έφερνε συγκινητικούς συνειρμούς με την θρυλική RAF (στα όρια του μύθου) πιότερο, παρά αυστηρά με μια επιμέρους ομάδα με την έννοια της διασπαστικής ύπαρξης και δράσης. Από ποιούς να διασπαστούμε διάολε; Δεν υπήρξα στην ζωή μου θερμοκέφαλος ή παρορμητικός. Μα ακόμα και εγώ ο ίδιος απόρησα με την ψυχραιμία μου. Και με την φυσικότητα που έλεγα τόσα ψέματα και με το ενδιαφέρον που έδειχνα για το λαβ στόρι που πήγαινε να μου πουλήσει ο Χάρης. Θέλει δυο να χορέψουν ταγκό αλλά σε αυτό το καρουζέλ ψεύδους ανεβήκαμε πολλοί και φέρναμε γύρω γύρω... και συνεχίζω με την ψυχρότητα ενός ερπετού (με τον φόβο να μπερδευτεί ο αναγνώστης γιατί το φίδι της ιστορίας μάλλον είναι ο Χάρης...), να ακούω λεπτομέρειες επί λεπτομερειών χωρίς να αντιδρώ, τίποτα δεν μπορεί από αυτά που ακούω να με νευριάσει ούτε να με ανάψει, τίποτα δεν μου προκαλεί θυμηδία, ούτε οργή, ούτε όταν αποποιείται όλων των ευθυνών και αρχίζει να δημιουργεί για τους υπόλοιπους σκιές και να αφήνει υπονοούμενα για τον ρόλο τους. Ακόμα και για παιδιά της ομάδας που είναι ακόμα μέσα χωρίς στοιχεία (εκτός αν τους έχει καρφώσει αυτός!) και έχουμε να τους δούμε κοντά ένα μήνα (φτάνουν Χριστούγεννα και χέστηκα για τις γιορτές προφανώς, αλλά χρονικά οι 40 μέρες είναι πολλές -και οι 10 και οι 20 και οποιοδήποτε χρονικό διάστημα έγκλεισης και φυλάκισης- για το σπάσιμο ή μη του χαρακτήρα των συντρόφων) και εκεί ο Χάρης να δίνει ρεσιτάλ περί δαιμόνων και έρωτος και του φεύγουν και τα μικροαστικά («σκεφτόμαστε να πιάσουμε ένα δυάρι στο Γαλάτσι» ή «ονειρευόμαστε να κάνουμε δυο κουτσούβελα») για να πείσει το ρομάντζο του πως είναι γνήσιο και φυσικά λέει που και που και κανένα «σύντροφε» και «το αίμα δεν αλλάζει είμαστε αδέρφια» και το χοντραίνει «το αίμα είναι κόκκινο σαν τις ιδέες μας» ή «δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να σας πρόδιδα», (να «σας» Χάρη, να «σας» , όχι «μας»; χμμμ μάλιστα). Το να είσαι χαφιές είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες. Μόνο που την συγκεκριμένη είτε το θες είτε όχι την παίρνεις μαζί σου και στο σπίτι. Δεν είναι πως είσαι ρουφιάνος μόνο στη σχολή ή στις συνελεύσεις ή στο γήπεδο. Δεν είσαι λακές μόνο όταν συναναστρέφεσαι με κάποιον που ενδιαφέρεται η Ασφάλεια. Είσαι παντού σε κάθε μήνυμα, σε κάθε τηλέφωνο και μέιλ, σε κάθε συνομιλία και συναλλαγή από το περίπτερο μέχρι κάτι που έπεσε στην αντίληψή σου, ψάχνεις να βρεις κάτι να δώσεις στο αφεντικό σου, έστω και ψεύτικο. Θες να είσαι αρεστός, απαραίτητος και χρήσιμος. Γιατί ξέρεις πως είσαι αναλώσιμος, βρώμικος και με ημερομηνία λήξης. Πίστευα πως κάποια στιγμή θα ξεκινούσαμε διάλογο στα γαλλικά για να δώσουμε μια ελιτίστικη ή και νουάρ χροιά στη σεκάνς, τιμώντας την σχολή μας, αφού ήμασταν και οι 2 φοιτητές της γαλλικής φιλολογίας. Μάταια περίμενα μια χορογραφία βλεμμάτων ένοχης συνείδησης, αποζήτησης συγχώρεσης, μιας ομολογίας - λύτρωσης. Ακινησία σωμάτων και θέσεων. Δεν υπάρχουν δηλητηριώδεις ατάκες. Δεν θέλω να πω πως ήταν δειλός ή πόσο ψεύτης. Δεν θέλω να φανώ δίκαιος, και ηθικός. Δεν ψάχνω δικαιολογίες για αυτά που του είπα ή όσα παρέλειψα να του πω. Δεν ανέβηκα στην ταράτσα για να εκδικηθώ. Ούτε διηγούμαι την ιστορία αυτή για να σοκάρω. Δεν προσπαθώ να εξιλεωθώ, ούτε να εξηγήσω την συμπεριφορά μου. Κανένας εκνευρισμός, καμία έκρηξη. Δεν βλεφαρίζω, δεν κάνω καμία γκριμάτσα απάντηση σε αυτά που ακούω. Απλώς δεν ασχολούμαι πια. Δεν ξεσπάω ούτε έχω διάθεση να τον ξεμπροστιάσω και να τον σαρκάσω. Δεν υπάρχει καμία αίσθηση ικανοποίησης για αυτό που έρχεται ή δικαίωση. Αυτό που πρέπει να γίνει θα γίνει, γιατί πρέπει να γίνει.

– «Χάρη είσαι κάλπικος. Όλο αυτό μοιάζει με επιτηδευμένη βαβούρα. Είναι κωμικός ο τρόπος που το προσπαθείς γιατί σαν κάλπικος δεν έχεις τα αρχίδια και την δύναμη να αποδώσεις τα ψέματα σου με δραματικό τρόπο. Και ακούγεσαι γελοίος».
– -«Και τι με αφήνεις να μιλάω τόση ώρα ρε Άλεξ; Τι σκεφτόσουνα τόση ώρα, πως θα με σπρώξεις να πέσω κάτω; Πως θα το κάνεις να φανεί σαν ατύχημα;»
– “Δυσκολεύομαι να βρω τρόπο να σε περιγράψω στις Αρχές, τους νέους σου φίλους, το ψυχικό τοπίο του φίλου μου Χάρη, ενός απελπισμένου και μελαγχολικού ήρωα. Δεν μου βγαίνει απλά...Δεν θα σκότωνα τόσο ανόητα και απελπισμένα...»
– « Ώστε το σκέφτεσαι όντως, ε; Απλά σε βολεύει μια αυτοκτονία; Δεν φοβάσαι μήπως σε ηχογραφώ και πας μέσα για υποκίνηση εγκλήματος;»
– «Χωρίς φτηνούς μελοδραματισμούς και χωρίς περιττές οιμωγές απλά βούτα. Περίμενε να κατεβώ και μόλις ακούσεις βρισιές από κάτω στον δρόμο, κάνε αυτό που είναι να κάνεις. Όσο για τα καλώδια και τα μικρόφωνα, σου είπα δεν έχεις τα αρχίδια να τα φορέσεις».

Κατέβηκα από τις σκάλες. Αυτά τα 2-3 λεπτά μου φάνηκαν αιώνας. Μπήκα στο αυτοκίνητο μου και αδέξια βγήκα χωρίς φλας από την θέση παρκαρίσματος με σκοπό να χτυπήσω με ένα διερχόμενο αυτοκίνητο ελαφρά και ελεγχόμενα όσο περισσότερο μπορούσα ή θεωρούσα πως μπορούσα. Ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ευτυχώς αρκετά προσεκτικός για να αποφύγει την σύγκρουση και εξαιρετικά οξύθυμος για να σταματήσει στην μέση του δρόμου και να κατέβει κάτω για να μην αφήσει το περιστατικό να λήξει εκεί. Βγήκε και ο κόσμος στα μπαλκόνια σταμάτησαν κάποιοι περαστικοί, το άλλοθι μου μόλις είχε ολοκληρωθεί και περίμενα τον κρότο από την πρόσκρουση στο έδαφος του (πολύ) σύντομα διαμελισμένου σώματος του Χάρη.
Και αν έχει τα κότσια να φοράει ακουστικά και απλά εγώ περιμένω κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ, όπως πάντα; Και αν δεν είχε περάσει καν από το μυαλό του να πηδήξει στο κενό; Που ήταν και το πιο λογικό πανάθεμά με...

Όλα αυτά πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό μου. Ποτέ δεν τον είπα κάλπικο. Ποτέ δεν φανερώσαμε τις προθέσεις μας ο ένας στο άλλον, ούτε το τι περνούσε από το μυαλό μας. Δεν υπάρχει καμία αίσθηση ικανοποίησης για αυτό που έρχεται ή δικαίωση. Αυτό που πρέπει να γίνει θα γίνει, γιατί πρέπει να γίνει.
Είχα έρθει στην συνάντηση με την Βάνα, την κοπέλα μου, φοιτήτρια της Νοσηλευτικής. Μου είχε ανακοινώσει το προηγούμενο βράδυ, πως ήταν έγκυος και ήταν χαρούμενη μα φοβισμένη. Σίγουρα όμως αποφασισμένη να γίνει μητέρα. Χωριστήκαμε μπροστά από την πολυκατοικία του «συντρόφου». Της είπα να πάει στο μάθημα της και στη μια να συναντηθούμε έξω από την σχολή της στην πλατεία του Αγίου Θωμά, στην στάση του λεωφορείου. Αν δεν ήμουν εκεί στη μια ακριβώς να έμπαινε στο πρώτο λεωφορείο για Σύνταγμα και θα βρισκόμασταν στην εκεί στάση έξω από το μετρό. Δεν με ρώτησε γιατί και πως, απλά κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι. Δεν ανήκε στην ομάδα, ούτε ήταν χαζή να νομίζει πως ήταν κάτι αθώο, κινηματικό και ακίνδυνο. Δεν την έλεγε φράξια πάντως. Η «ομάδα σας» έλεγε.
Στεκόμαστε στο ίδιο σημείο όλη την ώρα που βρισκόμαστε στην ταράτσα. Ακούω τον φλύαρο φίλο μου. Επιτέλους τελειώνει κάποτε. Ίσως το σάλιο του, ίσως η υπομονή μου κάποιο σώθηκε πιο γρήγορα από την ανάγκη του να πει οτιδήποτε. Είναι έτοιμος να μου πει:

- «Κάνε επιτέλους την κίνησή σου. Ξέρω πολλά για σένα, μα κράτησα το στόμα μου κλειστό, δεν σε πήρε ο πόνος για τα παιδιά, τον κώλο σου θες να γλυτώσεις, γιατί είσαι ο πιο χωμένος από όλους. Εσένα υποπτεύονται τα παιδιά καημένε εσένα!!!»
Μα δεν θυμάμαι αν το ανέφερα παραπάνω πως δεν έχει τα αρχίδια να τα πει όλα αυτά. Πάω να τον αγκαλιάσω, σαν τελευταίο αντίο. Δεν έχει νόημα να συνεχιστεί όλο αυτό.
Χτυπάει μήνυμα στο κινητό μου. Η Βάνα είναι είμαι σίγουρος χωρίς να έχω άλλο ήχο στις κλήσεις ή τα sms της, απλά το ξέρω πως είναι αυτή. Η στιγμή είναι δυνατή μα κάτι με τραβάει να διαβάσω το μήνυμα και μετά να κάνω οτιδήποτε με αυτό το σκουπίδι, ακόμα και να τον συγχωρέσω. Διαβάζω: Αλέξανδρε ο Στάθης αυτοκτόνησε μέσα στην φυλακή μην κάνεις καμία τρέλα ΑΠΛΑ ΦΥΓΕ! Ο άλλος το ξέρει από χτες το βράδυ. Μου το είπε η Στέλλα που το αγόρι της είναι φύλακας φυλακών. Δεν το έχουν δώσει στα κανάλια ακόμα. Πρόσεξε!!!
Δεν αντιδρώ σε αυτό που διάβασα, ούτε απαντάω στην ερώτηση ποιός είναι. Βάζω το κινητό ξανά στην τσέπη μου.
- «Δεν θα με ρωτήσεις ρε Άλεξ έστω το προφανές;
Σκέφτομαι, ποιό είναι το προφανές αλήθεια; Πού το έμαθε; Γιατί φέρεται σαν να μην έχει γίνει τίποτα; Αν έχει τύψεις; Τον ρωτάω : «Ποιό είναι το προφανές;» και απαντάει γελώντας:
-«Πως ερωτεύτηκα μια αστυνομικό φυσικά»
- «Έχω ακούσει για 2 φοιτητές στην πόλη του Μεξικό που ερωτεύθηκαν σφόδρα μια κούκλα που έκλεψαν από μια βιτρίνα» του απαντάω και χαμογελάω πονηρά.
- -«Έλα εδώ ρε βλάκα» του λέω με έναν αναστεναγμό φιλικό και αποφόρτισης να πετιέται στα μούτρα του σαν προπέτασμα καπνού.
Οι άμυνες του είναι στο ναδίρ, νιώθει ασφαλής, κλείνει τα μάτια του καθώς ανοίγει τα χέρια του και αυτός για να με υποδεχθεί στην αγκαλιά του.

Το μαχαίρι έχει μπει τόσο μέσα στην κοιλιά του που μέχρι και η λαβή με το χέρι μου μέχρι τον καρπό, να είναι μέσα του. Και το στρίβω και το στρίβω με μανία. Δεν προλαβαίνει να βγάλει άχνα. Πέφτει κάτω και με μάτια γουρλωμένα κοιτάει μια άβυσσο. Χτυπάει με δύναμη το κεφάλι στο τσιμεντένιο δάπεδο της ταράτσας. Του σηκώνω τα γόνατα και τραβάω άλλη μια μαχαιριά πίσω από το δεξί του γόνατο κόβοντάς του την αρτηρία. Σκουπίζω το μαχαίρι από το μπουφάν του.
Βάζω το μαχαίρι στην μέσα τσέπη του δικού μου τζάκετ. Κατεβαίνω από τις σκάλες. Σίγουρα κάποιος γείτονας/γειτόνισσα είδε την σκηνή. Δεν έχω πολύ μέλλον μπροστά μου.
Όταν έχεις την ευθύνη για μια ομάδα ανθρώπων για την ασφάλεια τους, για την ακεραιότητά τους, ιδεολογική και σωματική, όταν ηγείσαι, έχεις κάποιες ευθύνες. Αν αποτύχεις ή κάποιος σε προδώσει από αυτή την ομάδα, αν σπάσει η αλυσίδα που σας συνδέει μέσα στην ομάδα το βάρος πέφτει σε σένα, τον αρχηγό. Η κατάθεση του Χάρη ενώπιον δικαστηρίου και όχι σε ανεπίσημα κωλόχαρτα/σημειώσεις της γκόμενας του θα έμπλεκαν την ομάδα για τα καλά. Ευθύνη χωρίς συνέπειες δεν νοείται σαν ευθύνη. Δεν γαμιέται θα έλεγε κάποιος, εγώ να σώσω το τομάρι μου, τον κώλο μου πάνω από όλα. Είμαι σίγουρος πως σκέφτονται πολλοί έτσι. Κάτι τέτοιο λένε άνθρωποι που δεν θα έρθουν ποτέ σε αυτή τη θέση και δεν θα χρειαστεί να πάρουν την απόφαση να πληρώσουν το τίμημα.

Οι κατηγορίες που βαραίνουν τους άλλους είναι το ίδιο σοβαρές με αυτές που μπορούν να μου χρεώσουν. Χωρίς την κατάθεση του Χάρη όμως ούτε τους άλλους μπορούν να τους αγγίξουν. Σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και τρομοκρατία με βάση το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα. «Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση ομάδα τριών ή περισσοτέρων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων για προσπορισμό οικονομικού οφέλους (γελάω), τιμωρείται με κάθειρξη ως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Η μη διάπραξη οποιουδήποτε από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα συνεπάγεται την επιβολή μειωμένης ποινής (άρθρο 48)... Η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης αποτελεί επιβαρυντική περίσταση...», μόνο που δεν προκύπτει από πουθενά πως εγώ ήμουν τρόπω τινά ο «αρχηγός», αλλά πιθανά ο πιο κοντά στον αρχηγό ή πιο έμπιστος του... «Όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου, οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα τιμωρείται με φυλάκιση από έξι μήνες ως πέντε έτη και χρηματική ποινή. Αν δεν τελέστηκε το σχεδιαζόμενο έγκλημα επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή χρηματική ποινή...». Τώρα όμως έχω αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή...
Η Βάνα κάθεται σε ένα παγκάκι περιμένοντας...ούτε αυτή ξέρει τι, αφού είναι σχεδόν σίγουρη πως δεν θα έρθω στο ραντεβού μας...Βρίσκομαι μέσα στο αυτοκίνητο το οποίο έχω παρκάρει κάπου τρια τετράγωνα μακριά από το σημείο συνάντησης παρατηρώντας την σιωπηλά, ενώ αυτή δεν ξέρει πως είμαι εκεί. Σκέφτομαι άσχετα πράγματα, αυτή μητέρα ανάμεσα στα παιδιά της στο όμορφο σπίτι της να στρώνει ένα γιορτινό τραπέζι για τον άντρα και την οικογένεια της, μια μεγάλη αίθουσα βιβλιοθήκη να γκρεμίζεται μπροστά στα μάτια μου και τα βιβλία που φεύγουν από την θέση τους να μοιάζουν οτι βουτάνε από μια απότομη πλαγιά και να σηκώνουν αφρώδη κύματα μέσα στον χώρο που πλημμύριζε από νερό και λευκές σελίδες αφού τα γράμματα ξεπηδούν και αυτά σαν μυρμήγκια προσπαθώντας να γλιτώσουν από τα κύματα που πνίγουν την βιβλιοθήκη.

Ύστερα φτάνει το λεωφορείο. Δεν έχει νόημα να πάει προς το μετρό, γνωρίζει πλέον σίγουρα πως δεν θα πάω. Ανεβαίνει και αυτό συνεχίζει την πορεία του και κατευθύνεται προς Πειραιά. Εγώ βάζω μπρος το αυτοκίνητο και στρίβω αντίθετα. Σκέφτομαι να την πάρω μαζί μου. Εύχομαι να το είχα κάνει, για να της δείξω πόσο την αγαπώ. Αν είμαι σε θέση πλέον να αγαπήσω οποιονδήποτε. Ετοιμάζομαι να κάνω πολύ κακό. Δεν παύω να συλλογίζομαι πως είναι αδύνατο να την πάρω μαζί μου, σε μια εναλλαγή εικόνων και επιθυμιών μέσα στο θολωμένο μυαλό μου. Βάζω μια τελεία. Το βάρος που έχω επωμιστεί ο ίδιος είναι ασήκωτο. Είναι αδύνατο να την πάρω μαζί μου. Βαδίζω προς τον θάνατο. Σύντομα η αστυνομία θα είναι στα χνάρια μου. Δεν έχω πάρει και κάποια σοβαρή προφύλαξη ή ακολουθώ κάποιο σχέδιο που μου δίνει κάποιο αβαντάζ. Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι περάσω τα επόμενα χρόνια της ζωής μου στη φυλακή. Η μέρα (αν όχι η ώρα) που θα με πιάσουν θα είναι η τελευταία μου. Έχω σκοπό να ανοίξω πρώτος πυρ εναντίον τους. Όσο αντέξω, με το καλύτερο σενάριο να είναι να μπορέσω να πάρω μαζί μου 3 τουλάχιστον από αυτούς πριν καταφέρουν να με φάνε.
Το μόνο που έχει απομείνει να προσφέρω στο κορίτσι μου και μητέρα του παιδιού μου σύντομα είναι να την αφήσω μακριά από την φωτιά. Η Βάνα γυρίζει με το λεωφορείο με την ουρά στα σκέλια, κλαμένη και ταπεινωμένη. Είναι όμως τουλάχιστον μια ζωντανή Βάνα...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Στους Δρόμους του Σαν Τέλμο... (Κόκκινη Ρίτα)

Το κορίτσι της Καραϊβικής...

Ένας Λύκος...


image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1