Ο δρόμος του νερού: Η ήρεμη δύναμη του ακτιβισμού της Ούρσουλα Λε Γκεν...

Μετάφραση*: Πάνος Τομαράς

[Η Τζούλι Φίλιπς γράφει για μια αγαπημένη συγγραφέα που βοηθούσε στο νοικοκυριό της δημοκρατίας σε όλη της τη ζωή...]

3 Ιανουαρίου 2025

Τους δυο περασμένους μήνες σκεφτόμουν συνέχεια ένα άρθρο που είχε δημοσιεύσει η Ούρσουλα Λε Γκεν στο μπλογκ της τον Νοέμβριο του 2016. Ήταν ένα από τα τελευταία μεγάλα κείμενά της και το έγραψε μια εποχή που ήταν σοκαρισμένη και ανησυχούσε για το μέλλον της χώρας της, όπως πολλοί άνθρωποι σήμερα, και αναρωτιόταν ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να αντιδράσει. «Οι Αμερικανοί ψήφισαν υπέρ της πολιτικής του φόβου, του θυμού και του μίσους, κι εμείς που είμαστε αντίθετοι μ’ αυτή την πολιτική προσπαθούμε να βρούμε πώς να εναντιωθούμε αποτελεσματικά», έγραψε.

Ήθελε να υπερασπιστεί τη χώρα της αλλά παράλληλα ήταν επιφυλακτική απέναντι στο ενδεχόμενο να παρασυρθούν καλοπροαίρετοι άνθρωποι σε φαύλους κύκλους δράσης και αντίδρασης λόγω της οργής τους. «Ψάχνω να σταθώ σ’ ένα μέρος ή να πάρω έναν δρόμο όπου η συμπεριφορά των ανθρώπων στους οποίους αντιτίθεμαι δεν θα επηρεάζει τη δική μου συμπεριφορά».

Κατέφυγε για έμπνευση στο Τάο Τε Τσινγκ, το αρχαίο βιβλίο του Λάο Τσε με σοφές συμβουλές για ταραγμένους καιρούς. Ακολουθώντας την παράδοξη έννοια της δράσης και της μη-δράσης του Λάο Τσε, μας συμβούλεψε να παραμείνουμε σταθεροί, να αποφύγουμε να εμπλακούμε «σε μάχη με έναν επιτιθέμενο με τους δικούς του όρους». Αντί να ανταποδώσουμε τα χτυπήματα, μας συστήνει να επιδείξουμε υπομονή, συμπόνια και θάρρος. «Η υπεράσπιση ενός σκοπού χωρίς μάχη, χωρίς επίθεση, χωρίς βία, συνιστά δράση», ισχυρίστηκε. «Είναι εκδήλωση δύναμης. Επικρατεί τελικά».

Μας πρότεινε να δούμε τη δύναμη του νερού, που υποχωρεί μπροστά σε οτιδήποτε πιο σκληρό από το ίδιο, δεν προβάλλει αντίσταση, ρέει γύρω από τα εμπόδια, δέχεται ό,τι του παρουσιάζεται, ωστόσο παραμένει αναλλοίωτο και πηγαίνει πάντοτε προς την κατεύθυνση που πρέπει. Η παλίρροια υπακούει τον κύκλο της σελήνης, τα μεγάλα ρεύματα της ανοιχτής θάλασσας κυλούν ακατάπαυστα με τον ίδιο τρόπο. Το νερό διατηρεί τις ιδιότητές του και ακολουθεί την πορεία του, ρέει πάνω από το έδαφος ή υπογείως, εκπνέεται στην ατμόσφαιρα όταν εξατμίζεται, γίνεται ομίχλη, πάχνη, σύννεφα, επιστρέφει στη γη με τη μορφή της βροχής και γεμίζει πάλι τη θάλασσα. Το νερό δεν ακολουθεί μόνο έναν δρόμο. Έχει άπειρους δρόμους, παίρνει όποιον μπορεί, είναι εντελώς καιροσκοπικό, και όλη η ζωή στη γη εξαρτάται απ’ αυτό το παθητικό, υποχωρητικό, αβέβαιο, ευπροσάρμοστο και ευμετάβλητο στοιχείο.

Αν και ήταν μια πολύ όμορφη εικόνα, ήθελα να τη συνοδέψω με κάτι λιγότερο ομιχλώδες. Σε μια περίοδο όπου η στάση της ηθικής ανωτερότητας είχε αποτύχει και η σύγκρουση έμοιαζε απαραίτητη, δεν είχα καταλάβει πώς να αξιοποιήσω πρακτικά τα λόγια της Λε Γκεν. Άπειρους δρόμους για να πάει πού; Για να κάνει τι;

Αν η Λε Γκεν είχε χρόνο, σίγουρα θα έλεγε περισσότερα και μπορεί να είχε αλλάξει γνώμη – ήταν πάντοτε πρόθυμη να αμφισβητήσει τον εαυτό της και να υιοθετήσει μια διαφορετική οπτική. Ωστόσο, αφού ερεύνησα τη ζωή της κι έμαθα περισσότερα για τον ακτιβισμό της, που ήταν παράλληλος με το συγγραφικό της έργο, κατάλαβα με ποιον τρόπο το νερό μπορεί να αποτελέσει περιγραφή της πολιτικής της δράσης.

Η προσωπικότητά της διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1950, όταν η Δεξιά διεξήγαγε επιθέσεις εναντίον της πνευματικής ελευθερίας και της οικονομικής ισότητας. Το 1954, στα είκοσι τέσσερά της, παρακολούθησε τη δίκη του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, φίλου των γονιών της, που είχε σαν αποτέλεσμα να ανακληθεί η άδεια ασφαλείας του, και σε μια επιστολή προς τους δικούς της χαρακτήρισε «επονείδιστη και επαίσχυντη» την απόφαση του Προέδρου να μην παρέμβει. Μετά από χρόνια μού είπε πόσο είχε απογοητευτεί το 1952 με τη νίκη του Αϊζενχάουερ στις εκλογές. «Πίστευα τότε, και εξακολουθώ να πιστεύω, ότι η χώρα είχε κάνει μια πολύ σημαίνουσα επιλογή», είπε. «‘Ας ξεχάσουμε πλέον όλα αυτά που αποκαλούμε σοσιαλισμό και ας τα απορρίψουμε ως εχθρικά’. Αυτό ήταν μεγάλη υπόθεση. Πάντα έτσι ήμασταν. [Ξανα]διάβασα πρόσφατα τα Σταφύλια της Οργής και θυμήθηκα ότι ένα μεγάλο ποσοστό των Αμερικανών αντιτίθεντο ανέκαθεν σφοδρά στον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό και τον συνδικαλισμό. Υπήρχε όμως κι ένα προοδευτικό στοιχείο που ήταν επίσης ισχυρό, και τότε άρχισα να νιώθω ότι δεχόταν επίθεση και είχε αποδυναμωθεί πολύ».

Εκείνα τα χρόνια η Λε Γκεν ανάτρεχε στον ταοϊσμό, και πιο συγκεκριμένα στην αποδοχή του γιν, του θηλυκού στοιχείου που σχετίζεται με το νερό, για να βρει μια επιβεβαίωση της θηλυκής δύναμης που αψηφά τις αυταρχικές ιεραρχίες. Το 1962, ως νέα μητέρα στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, άκουσε μια ομιλία του πυρηνικού φυσικού Λίο Ζιλάρντ, που είχε εργαστεί στο Πρόγραμμα Μανχάταν, με θέμα το δυνητικά καταστροφικό αποτέλεσμα ενός πυρηνικού πολέμου. Εν μέσω εντάσεων με τη Σοβιετική Ένωση, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε αρχίσει ξανά τις δοκιμές πυρηνικών όπλων στην έρημο της Νεβάδα, και οι κάτοικοι του Πόρτλαντ φοβόντουσαν τη μόλυνση από τη ραδιενέργεια.

Λίγες μέρες μετά την ομιλία του Ζιλάρντ, η Λε Γκεν μαζί με λίγες «ετερόκλητες αλλά καλοπροαίρετες νοικοκυρές», όπως είπε η ίδια, πραγματοποίησαν την πρώτη από μια σειρά διαδηλώσεων διαμαρτυρίας στην πόλη. Οι Γυναίκες του Πόρτλαντ Υπέρ της Ειρήνης ήταν μια μικρή ομάδα γυναικών από τη μεσαία τάξη. Μερικές είχαν φέρει μαζί τους τα παιδιά τους, ενώ άλλες κρατούσαν μαύρες ομπρέλες που έγραφαν το σύνθημα «Η ειρήνη είναι το καταφύγιό μας», σαν να ήθελαν να προφυλαχτούν από τα πυρηνικά απόβλητα. Η Λε Γκεν διαδήλωσε φορώντας ταγέρ, καπέλο και γόβες, έτσι ώστε να μοιάζει αξιοπρεπής. Όταν είδε έναν δεξιό δημοσιογράφο να τραβάει φωτογραφίες, τον προκάλεσε κλείνοντάς του πονηρά το μάτι, σαν να τον φλέρταρε.

Η ίδια έτρεφε αντικρουόμενα συναισθήματα για τον ακτιβισμό της, καθώς φοβόταν ότι θα την αποσπούσε από τη συγγραφή ή ότι θα έκανε το ύφος της διδακτικό. Το 1963 έγραψε ένα σημείωμα στον εαυτό της: «Η δουλειά μου είναι να γράφω καλά, όχι να κρατάω πλακάτ. Αυτή τη στιγμή δεν γίνεται να κάνεις και τα δύο». Στο περιθώριο, σαν αντεπιχείρημα στον εαυτό της, σημείωσε: «Μπούρδες!» Αργότερα συνειδητοποίησε ότι το αντιπολεμικό κίνημα της έδωσε έναν τρόπο για να διαχωρίσει τις πολιτικές της απόψεις από το γράψιμό της και να τις διοχετεύσει σε διαφορετικό κανάλι.

Ωστόσο, αναπόφευκτα οι ιδέες της εισέρρευσαν στο έργο της. Διάβασε την Πολιτική Ανυπακοή του Θορώ και από εκεί οδηγήθηκε στον Κινγκ και στον Γκάντι. Οι σκέψεις της για την ειρηνική διαμαρτυρία την ενέπνευσαν να γράψει το Η Λέξη για τον Κόσμο είναι Δάσος, το οποίο αντικατοπτρίζει την αντίθεσή της στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τον Οκτώβριο του 1969, την εβδομάδα που έκλεινε τα σαράντα της χρόνια, πήρε μέρος σε μια πανεθνική διαδήλωση μαζί με τον σύζυγό της, τον Τσαρλς Λε Γκεν. Την επόμενη μέρα περιέγραψε στη Βιρτζίνια Κιντ, ατζέντισσα και φίλη της, τα συναισθήματα του ενθουσιασμού και της αμφιβολίας που εναλλάσσονταν μέσα της: «Χθες πραγματοποιήσαμε ειρηνική πεζοπορία στο κέντρο του Πόρτλαντ και στο λιμάνι. Φοβερός κόσμος, 3 με 5 χιλιάδες, λένε. Μάλλον είναι το μεγαλύτερο πλήθος που έχω δει όσα χρόνια περπατάω σκυθρωπή πίσω από πανώ που γράφουν Ειρήνη Τώρα. Ήταν πολύ εντυπωσιακό. Όταν ασχολούμαι ενεργά με την πολιτική, καταλήγω πάντα τρομερά θλιμμένη, αλλά οφείλω να πω ότι υπήρξε μια ωραία στιγμή, όταν όλοι κάθισαν κάτω (ακριβώς μπροστά από ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα του κέντρου) και έμειναν σιωπηλοί για πέντε λεπτά. Το θέαμα μερικών χιλιάδων ανθρώπων να κάθονται βουβοί στην Πέμπτη Οδό έχει ένα απρόσμενο βουδιστικό μεγαλείο. Επίσης, η φοιτητική νεολαία είναι πολύ ωραία, με εξαίσια μαλλιά, βελούδινα φορέματα και μπουφάν με κρόσσια. Ύστερα όμως αναγκάστηκα να γυρίσω σπίτι με το λεωφορείο και να ακούσω τις αντιδράσεις των θεατών. Αυτός που μου έκανε τη χειρότερη εντύπωση ήταν ένας ξερακιανός ηλικιωμένος: ‘Αν είχα γιο κι ήταν ανάμεσα σ’ εκείνο τον φιλειρηνικό συρφετό, θα τον σκότωνα’. Αυτό μάλλον συνοψίζει την όλη κατάσταση, έτσι δεν είναι;»

Την επόμενη χρονιά το κέντρο κατάταξης του Πόρτλαντ δέχτηκε εμπρηστική επίθεση. Δυο εβδομάδες μετά τους σκοτωμούς στο πανεπιστήμιο του Κεντ, η αστυνομία διέλυσε βίαια τη φοιτητική κατάληψη στο Πάρκο του Πόρτλαντ, ενώ τον Νοέμβριο του 1972 ο Νίξον κέρδισε με σαρωτική πλειοψηφία τον ΜακΓκόβερν στις εθνικές εκλογές.

Σε μεγάλο ποσοστό η ενασχόληση με την πολιτική αφορά την ανάληψη δράσης χωρίς την επίτευξη αυτών που θέλεις. Μπορώ να ταυτιστώ με τη Λε Γκεν και την αυξανόμενη απογοήτευσή της για τη συνέχιση του πολέμου, την απόγνωσή της για την πόλωση, τη θλίψη της μετά την ήττα του ΜακΓκόβερν. Καθώς έγραφα ψηφοφόρους στους εκλογικούς καταλόγους πέρυσι το φθινόπωρο, με εμψύχωνε το γεγονός ότι είχε κάνει κι εκείνη παρόμοια χαμαλοδουλειά για τη συγκέντρωση ψήφων. Το 1968, αφού ολοκλήρωσε Το αριστερό χέρι του σκότους, είχε εργαστεί στην εκστρατεία του Γιουτζήν ΜακΚάρθι για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, στέλνοντας επιστολές και γράφοντας ενημερωτικά φυλλάδια. Το 1972, ενώ συνερχόταν μετά το σχεδίασμα του μυθιστορήματός της Ο Aναρχικός των Dύο Kόσμων, ανέλαβε τη σύνταξη ενημερωτικών φυλλαδίων για τον ΜακΓκόβερν. Είπε στην Κιντ: «Με συμπαθούν επειδή είμαι ορθογράφος και ξέρω να μετράω τυπογραφικούς χαρακτήρες, έτσι ώστε οι στήλες να είναι ομοιόμορφες, μια ικανότητα που απέκτησα πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ‘μακάρθιζα’».

Μετά την ήττα των Δημοκρατικών από έναν διεφθαρμένο πρόεδρο, η Λε Γκεν αποτραβήχτηκε για λίγο από την πολιτική πραγματικότητα για να φανταστεί εναλλακτικές εκδοχές της στα μυθιστορήματά της. Κάλεσε τους αναγνώστες της να αναλογιστούν τις έννοιες της εξουσίας και της δικαιοσύνης στο διήγημα Αυτοί που εγκαταλείπουν την Ομέλας, στο οποίο φαντάζεται μια κοινωνία που η ευτυχία της εξαρτάται από τη δυστυχία ενός παιδιού. Αν το παιδί γλίτωνε, θα υπέφεραν όλοι. Στη δημοσιευμένη ιστορία, οι περισσότεροι συμβιβάζονται με αυτή την προϋπόθεση για την ευτυχία τους, αλλά μερικοί προτιμούν να φύγουν από την πόλη Ομέλας προς άγνωστο προορισμό. Στις αρχικές της σημειώσεις, όμως, η Λε Γκεν είχε αρνηθεί αυτόν τον συμβιβασμό. Σχεδίαζε να βάλει κάποιους να επισκέπτονται την Ομέλας και να σώζουν το παιδί, παρότι γνωρίζουν ότι έτσι καταδίκαζαν τους πάντες.

Ο Αναρχικός των Δύο Κόσμων εκδόθηκε το 1974 και προέκυψε εν μέρει από τα διαβάσματά της για την πολιτική ανυπακοή και την παθητική αντίσταση. Αυτά την οδήγησαν σε έναν φιλειρηνικό αναρχισμό και στο ερώτημα πώς θα ήταν μια κοινωνία χωρίς ατομική ιδιοκτησία και χωρίς κράτος. Η Λε Γκεν δεν ήταν πεπεισμένη ότι μια τόσο ριζική έλλειψη ιεραρχίας ήταν συμβατή με την ανθρώπινη φύση. Όταν ξαναδιάβασα όμως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα το περασμένο φθινόπωρο, αισθάνθηκα μια κάποια παρηγοριά με το όραμά της για έναν λαό που δεν κυβερνιέται βάσει του αριθμού των ψήφων, αλλά από μια αίσθηση ευθύνης του ενός απέναντι στον άλλο. Για να ταξιδέψω νοερά σ’ εκείνο τον πλανήτη, στον Ανάρες, έπρεπε να απαλλαγώ από την πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός και η εκλεγμένη εξουσία είναι φυσιολογικά πράγματα. Κι όταν εισήλθα εκεί τον Οκτώβριο, έκανα ένα ανακουφιστικό διάλειμμα από τους δισεκατομμυριούχος ολιγάρχες και από το άγχος των εκλογών. Στον Ανάρες δεν υπάρχουν πολιτικοί, αφεντικά, μισθοί ή αστυνομία. Εκεί ο νόμος είναι η «αρχή της αλληλοβοήθειας των ανθρώπων», κυβέρνηση είναι η αρχή της ελεύθερης συνεργασίας. Οι στόχοι της κοινωνίας δεν είναι μελλοντικοί (τι μπορούμε να καταφέρουμε κάποτε, όταν θα κάνουμε την τέλεια προεκλογική εκστρατεία και θα εκλέξουμε τους τέλειους υποψήφιους), αλλά έγκεινται στην ίδια τη διαδικασία. Είναι ένας λαός που ασκεί μια πολιτική με βάση τα μέσα, όχι τον σκοπό.

Στη γλώσσα των Αναρεσιανών η λέξη για τη «δουλειά» και το «παιχνίδι» ήταν η ίδια. Υπήρχε επίσης και η λέξη «κλέγκιτς», που μεταφράζεται ως «αγγαρεία», δηλαδή οι δουλειές που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του νοικοκυριού και της κοινωνίας. Η Λε Γκεν δεν έπαψε ποτέ να διαδηλώνει και να απαιτεί την αλλαγή, μερικές φορές μάλιστα με ανυπομονησία ή ακόμα και με ένταση. Παράλληλα όμως πραγματοποίησε πολλές μικρές ενέργειες για να υποστηρίξει την πόλη της και τις κοινότητές της. Έγραφε στην τοπική εφημερίδα, στην Oregonian, ζητώντας από τους αναγνώστες να υποστηρίξουν την εκστρατεία για τη συνέχιση της σειράς Σταρ Τρεκ τη δεκαετία του ’60 και να εγκρίνουν την έκδοση ομολόγων για τις βιβλιοθήκες τη δεκαετία του ’90. Όταν οι δημοτικές αρχές έκοψαν μια αγαπημένη καστανιά μπροστά από το σπίτι της, η επιστολή διαμαρτυρίας της Λε Γκεν προκάλεσε την άμεση αντίδραση κάποιων κοινοτικών ομάδων, που ασπάστηκαν τη συγγραφέα ως υπέρμαχο της αστικής οικολογίας. Όταν ένα γνωστό διαφημιστικό γραφείο της ζήτησε να ηχογραφήσει ένα ραδιοφωνικό σποτ για την εκστρατεία πρόληψης των δασικών πυρκαγιών που είχε μασκότ την αρκούδα Σμόκι («Μόνο εσείς μπορείτε να εμποδίσετε τις φωτιές στα δάση»), δέχτηκε με χαρά.

Συμμετείχε για πολλά χρόνια σε επιτροπές της δημόσιας βιβλιοθήκης του Πόρτλαντ, πάντοτε με στόχο να εξασφαλίσει την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στα βιβλία, τις πληροφορίες, ακόμα και στις εγκαταστάσεις του κτιρίου. Όταν ένας καινούργιος διευθυντής πρότεινε να μεταφερθεί ο χώρος με τα περιοδικά κάπου αλλού, ώστε να μην προσελκύει αστέγους, η Λε Γκεν διαμαρτυρήθηκε γραπτά: «Η χρήση εκείνου του δωματίου από νυσταγμένους ηλικιωμένους που δεν είχαν πουθενά αλλού να πάνε ήταν για χρόνια το πεδίο της μάχης ανάμεσα στην Ευπρέπεια και στην Ευσπλαχνία, και συχνά εντός της ίδιας ψυχής. Το γεγονός ότι η ευσπλαχνία υπερίσχυε πάντοτε μέχρι τώρα δεν πρέπει να απορριφτεί αβασάνιστα». Για ένα διάστημα υπήρξε συντάκτρια του ενημερωτικού φυλλαδίου των Φίλων της Βιβλιοθήκης, όπου συμπεριλάμβανε και δικά της άρθρα, σκίτσα και γελοιογραφίες.

Μιλούσε σε ομάδες υπέρ της άμβλωσης στο Πόρτλαντ, συμμετείχε σε συμβούλια καλλιτεχνικών οργανισμών, πραγματοποιούσε πολλές, πάρα πολλές αναγνώσεις για φιλανθρωπικούς σκοπούς: για βιβλιοπωλεία, για λογοτεχνικά εργαστήρια, για ένα καταφύγιο γυναικών, κατά της πείνας, της λογοκρισίας, του AIDS. Όταν τα έμαθα όλα αυτά, σκέφτηκα ότι «ο δρόμος του νερού» ήταν κάτι σαν τις δουλειές του νοικοκυριού («κλέγκιτς») μιας ανήσυχης συμπολίτισσάς μας.

Ένα άτομο δεν μπορεί να κάνει τα πάντα. Το 2008 ρώτησαν τη Λε Γκεν τι της έδινε ελπίδα για το μέλλον. Εκείνη απάντησε: «Η παλαιότητα και η απεραντοσύνη της γης και όλων των πλασμάτων της, η απέραντη πολυπλοκότητα της ζωής. Όσο κι αν προσπαθούμε να τη φέρουμε στα μέτρα μας, θα αποτυγχάνουμε, και σ’ αυτήν ακριβώς την αποτυχία έγκειται η ελπίδα μας». Το μεγαλείο του σύμπαντος και η συγκριτικά ασήμαντη ανθρώπινη επιρροή σ’ αυτό είναι αλήθειες που έχουν αναγνωρίσει τόσο ο Λάο Τσε όσο και η επιστημονική φαντασία, αν και μάλλον μόνο ο πρώτος ασπάζεται πλήρως το παράδοξο ότι η αποτυχία ενέχει την ελπίδα, ότι η αδράνεια, όταν γίνεται για ενάρετο σκοπό, μπορεί να έχει επιτυχία.

Το 1982 ένας συντάκτης περιοδικού επιστημονικής φαντασίας ρώτησε σε μια συνέντευξη τη Λε Γκεν τι θα έκανε για να σώσει τον κόσμο. Εκείνη απάντησε λίγο εκνευρισμένα: «Η διατύπωσή σας υπαινίσσεται την ύπαρξη μιας δευτερεύουσας υποθετικής πρότασης: Τι θα έκανα για να σώσω τον κόσμο, αν ήμουν παντοδύναμη. Δεν είμαι, όμως, οπότε το ερώτημα είναι επουσιώδες. Τι κάνω για να σώσω τον κόσμο όντας μια μεσόκοπη γυναίκα της μεσαίας τάξης; Γράφω μυθιστορήματα και ανησυχώ».

Αν ερμηνεύσουμε το «ανησυχώ» ως «νοιάζομαι», τότε η Λε Γκεν συνδύαζε το όραμά της για το μέλλον με τη φροντίδα όλων όσων αξίζουν τη μέριμνά μας εδώ και τώρα. Νομίζω ότι εν μέρει αυτό αποτελεί μια απάντηση στο ερώτημά της πώς να αποκτήσουμε τον έλεγχο χωρίς μάχη: μέσα από την αφοσίωση στο κοντινό μας περιβάλλον, στα τοπικά εγχειρήματα, γράφοντας παράλληλα και ακούγοντας τις φωνές των συγγραφέων που «διακρίνουν εναλλακτικές εκδοχές του σημερινού τρόπου ζωής μας και προσπαθούν να διαπεράσουν με το βλέμμα τους την πανικόβλητη κοινωνία μας για να εντοπίσουν άλλους τρόπους ύπαρξης».

Η Λε Γκεν πίστευε ότι οι συγγραφείς έχουν την ηθική υποχρέωση να μην προάγουν την απελπισία. Καθώς επιστρέφει στην εξουσία η πολιτική της οργής και του φόβου, προσπαθώ να πάρω κουράγιο από το παράδειγμά της και να βρω την ελπίδα στο τέλος του κειμένου της, όπου γράφει ότι εναποθέτει την πίστη της όχι στην καταστροφική δύναμη του νερού, αλλά στη ζωογόνο ομορφιά του. «[Στον ήχο] της βροχής. [Στον ήχο] του σιντριβανιού. [Στον φωτεινό χορό] του νερού από το λάστιχο του κήπου, [στη] μυρωδιά του βρεγμένου χώματος».

The Way of Water: On the Quiet Power of Ursula K. Le Guin’s Activism

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Ursula Kroeber Le Guin: Ο Μεταμοντέρνος Αναρχισμός στο Έργο της...

Ταΐζοντας το Τέρας...

Η μικρή-μεγάλη ιστορία του χρήματος (και γιατί δεν το έχουμε πραγματικά ανάγκη)...


image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
 
 
 
image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
 
 
 
image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1