Ο Θανάσης Μήνας συζητά με τη Ρένα Παπαγεωργίου (τραγούδι/μαντολίνο) και τον Σαράντο Γκουμάκο (φωνητικά/κιθάρα) με άξονα το τρίτο άλμπουμ των Grey River and Τhe Smoky Mountain με τίτλο Wake Me Up When I’m Home.
Με το ντεμπούτο τους EP “Something's Wrong” και τα δύο πρώτα τους album (Captain Death, 2017 και Live to Tell the Τale, 2020, Ikaros Records), οι Grey River and Τhe Smoky Mountain άφησαν το αποτύπωμά τους στο σύγχρονο roots revival, με την ευχέρειά τους να επεξεργάζονται και να φιλτράρουν με γνώση και μεράκι μουσικά ιδιώματα που εκτείνονται από το bluegrass, την country και το blues ως την ιρλανδέζικη folk. Μιλάμε δηλαδή για ένα σύνολο από μουσικά στυλ που μετανάστευσαν από την κέλτική γη ή -βίαια- από την υποσαχάρια Αφρική στον αμερικανικό Νότο, νοτίως της νοητής Mason-Dixon Line∙ εκεί αναμείχθηκαν, μπολιάστηκαν και σμιλεύθηκαν εκ νέου στις περιοχές που διαρρέει ο Μεγάλος Ύπουλος, ο Μισσισσιπής, που η λαογραφία του απαθανατίστηκε στα γραπτά του Φώκνερ και του Μαρκ Τουαίην – μια παραπλήσια εικονοποιία, πιο «θαλασσινή», διέπει και τα τραγούδια των Grey River and the Smoky Mountain, ειδικά στο νέο τους άλμπουμ, το οποίο, όπως θα δούμε πιο κάτω, έχει concept χαρακτήρα.
Αν θα έπρεπε οπωσδήποτε να επιχειρήσουμε αντιστοιχήσεις και να αναζητήσουμε εκλεκτικές συγγένειες με καθιερωμένα σχήματα του εξωτερικού και δη αμερικάνικα, οι Union Station της Alison Krauss είναι το πρώτο γκρουπ που μου έρχεται στο μυαλό. Υπό την έννοια ότι και οι Grey River and Τhe Smoky Mountain ομοίως προσεγγίζουν με δυναμικό τρόπο τη μουσική παράδοση, επιδιώκοντάς να την ανανεώσουν. Η πρόθεσή τους αυτή είναι πιο εμφανής (και εκφράζεται με περισσότερη σιγουριά απ’ ό,τι στο παρελθόν) στο τρίτο τους άλμπουμ, το Wake Me Up When I’m Home, που κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό. Οι ενορχηστρώσεις είναι πιο γεμάτες, πιο πλούσιες. H folk και το blues, και δευτερευόντως η country και το bluegrass παραμένουν τα βασικά σημεία αναφοράς, όμως συγχρόνως εγκιβωτίζουν στον ήχο τους στοιχεία από ποικίλα άλλα ιδιώματα (βαλς, ρούμπες, dixie-jazz, και τα ρέστα).
Συζητάμε για τα τραγούδια του δίσκου, ένα προς ένα, με τη Ρένα Παπαγεωργίου (τραγούδι/μαντολίνο) και τον Σαράντο Γκουμάκο. Τη σύνθεση της μπάντας συμπληρώνουν οι Τάσος Γουσέτης (βιολί), Μελέτης Πόγκας (μπάντζο), Γιάννης Βουτσινάς (κοντραμπάσο).
*********
Το Wake Me Up When I’m Home, θα έλεγα, ότι σε γενικές γραμμές ακούγεται πιο πλουραλιστικό στον ήχο σε σχέση με τις δύο προηγούμενες δουλειές σας. Η folk παραμένει η βάση, όμως αγκαλιάζετε κι άλλα είδη πάντως στο πλαίσιο του roots revival, από τα murder ballads ως τη dixie jazz. Θα ήθελα να δούμε κατά πόσο έχετε διευρύνει τα ακούσματά σας και με ποιον τρόπο επεξεργάζεστε αυτές τις επιρροές;
Η βάση μας είναι η αγάπη μας για την folk roots. Aλλά, κάθε τι καινούργιο που θα ακούσουμε, κάθε στιγμή καινούργια που θα βιώσουμε, και κάθε παραπάνω μέρα που θα κάτσει στην πλάτη μας μεγαλώνοντας, μας αλλάζει κι εμάς. Έτσι ψάχνουμε καινούργιους χώρους να εκφραστούμε. Και πιστεύουμε είναι η λογική ροή των πραγμάτων, αν είσαι ειλικρινής απέναντι σε αυτό που κάνεις.
Πώς η παράδοση στη μουσική μπορεί να επηρεάσει δυναμικά το σήμερα χωρίς να γίνεται «αναβίωση» ή «αναμάσημα»;
Έχουμε μια ιδιαίτερη αδυναμία στην ευρύτερη folk σκηνή και στην ρίζα. Αλλά οι δρόμοι που μπορεί να διαλέξει κανείς σε αυτό το πεδίο είναι αμέτρητοι είτε για κάτι που μιλάμε ήδη ή για κάτι που γεννήθηκε πάνω σε αυτό. Εμείς πιστεύουμε στον πειραματισμό. Οι roots π.χ. όπως την αποκαλούνε αποτελεί τη ρίζα σε ένα δέντρο που διαρκώς ανθίζει. Μπορεί να είναι στο ίδιο δέντρο αλλά δεν σταματά να αναπτύσσετε.
Θα ήθελα να μιλήσουμε για το αφηγηματικό concept του album. Τους επιμέρους στίχους συνδέουν ιστορίες θαλασσινών ταξιδιών, αναμονής αγαπημένων προσώπων, νοσταλγίας για τον τόπο του αφηγητή κλπ…
Είμαστε story tellers, με άξονα τις συναισθηματικές συνήθειες που έχει ο άνθρωπος, όταν αυτές αποκτούν ακραίο χαρακτήρα, όπως η ελπίδα (Eliza) ο φόβος (Jack), η αυτοκριτική (Αlive), η νοσταλγία (Wake me When I’m Home), ή η περηφάνεια και ο αυτοσεβασμός (The Storm).
Θα ήθελα να δούμε ξεχωριστά τα περισσότερα κομμάτια σε ό,τι αφορά τη μουσική τους. Το εισαγωγικό Wake Me δίνει τον τόνο της αφήγησης και είναι εξόχως ειρωνικό, ενώ ακολουθεί το Eliza, μια ιρλανδέζικη μελαγχολική μπαλάντα. Τι είναι αυτό που σας γοητεύει με την κέλτικη μουσική;
To Wake me When I’m Home δεν είναι ειρωνικό. Δεν λέει θα αποφύγω όλα αυτά. Λέει απλά δεν θα τα αφήσω να με λυγίσουν. Δεν λέει ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Λέει υπομονή, θα περάσει. Είναι ένα κομμάτι για την μετανάστευση. Μιλάει για τον άνθρωπο όταν αντιμετωπίζει τον ξεριζωμό, την οδύνη της νοσταλγίας, την απώλεια, την μοναξιά και την ανθρώπινη βία. Στην κέλτικη μουσική μας γοητεύει το ίδιο με το ρεμπέτικο. Είναι μουσική που πηγάζει την δύναμη της από την ειλικρίνεια και την καθαρότητα της. Έχει κάτι αληθινό μέσα της όπως κάθε λαϊκή μουσική.
Ακολουθεί το Alive, που είναι ίσως το αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου. Μου έφερε κάπως στο μυαλό το ύφος του blues του Blind Willie McTell, που επηρέασε έντονα τον Dylan, ενώ οι στίχοι, αυτή η αφήγηση του περιθωρίου, μου θύμισε κάπως τραγούδια όπως το Fancy της παραγνωρισμένης στην Ελλάδα country τραγουδοποιού Bobbie Gentry. Τι είχατε στο μυαλό σας όταν το γράφατε;
Ρένα: Ο θάνατος βολτάρει γενικά στο μυαλό μας. Το Alive το έγραψα σκεπτόμενη την κηδεία της γιαγιάς μου, την οποία αγαπούσα απίστευτα. Στην Βόρεια Ελλάδα, από όπου κατάγομαι, τιμάμε τους νεκρούς με ολονυχτία. Η παράδοση λέει ότι στα παλιά τα χρόνια οι ολονυχτίες γινόντουσαν για να σιγουρευτούν ότι ο άνθρωπος είναι όντως νεκρός. Αυτό το κομμάτι εξιστορεί μεν μία ολονυχτία - κατά βάση την δική μου - αλλά ουσιαστικά το έγραψα για να θυμίζει σε εμένα και όποιον το ακούσει, να μην περιμένουμε η μέρα που θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο να είναι και η καλύτερη μέρα της ζωής μας, γεμάτη φίλους που δεν προλάβαμε να δούμε, πάρτι που δεν προλάβαμε να πάμε, σχέδια που μείνανε στα συρτάρια, σκέψεις που δεν μοιραστήκανε ή στιγμές που δεν μπορέσαμε να ζήσουμε. Το Alive, είναι ένα κομμάτι που μιλάει για την ζωή, περιγράφοντας τον θάνατο.
Μένοντας στο ίδιο κομμάτι, αν και είναι βασικά blues, προς τη μέση βαλσάρει σε πιο ευρωπαϊκό στυλ. Όσοι προερχόμαστε από rock background και στραφήκαμε στην πορεία στο blues και στην jazz, συνήθως μάθαμε αυτά τα «κόλπα» από μουσικούς σαν τον Tom Waits. Είστε ομοίως φαν της μουσικής του;
Και ποιος δεν είναι; Ποιος θα ακούσει αυτόν τον άνθρωπο και δεν θα γίνει ένας από τους φαν του;
Αντίθετα, το Zombie ακούγεται κάπως πιο ανάλαφρο, σαν ένα sing along drinking song. Γενικά υπάρχει εναλλαγή στο συναίσθημα και στο mood από τραγούδι σε τραγούδι, έτσι δεν είναι; Το κάνατε σκόπιμα;
Κάτι μας ταίριαξε και θεματολογικά και αισθητικά. Μπαίνεις με φόρα και βυθίζεσαι μέχρι να φτάσεις στην σκοτεινή γη του τελευταίου τραγουδιού.
Το Jack, που έπεται στη σειρά, νομίζω ότι συνθετικά είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα κομμάτια του δίσκου. Μου έφερε στο μυαλό την πληρότητα που έχουν τα παιξίματα των Band, σε ένα στυλ όμως πολύ κοντινό στο swamp blues και στο dixie της Νέας Ορλεάνης. Ποια είναι η σχέση σας μ’ αυτή τη μουσική παράδοση;
Μπορούμε να πούμε ότι το Jack είναι η μπλουζ εκδοχή μας. Κανείς - αν ακολουθήσει τους folk δρόμους που ακολουθούμε εμείς - δεν μπορεί να αγνοήσει τα blues είτε θέλει είτε όχι.
Στο The Storm οι στίχοι αφηγούνται το ξέσπασμα μιας καταιγίδας, μια θαλασσινή περιπέτεια, σε στυλ Μόμπι Ντικ, ας πούμε. Σκόπιμα έχει μια πιο επική χροιά; Γράφτηκε επί τούτω για να αποτελέσει την κορύφωση;
Γράφοντας ένα κομμάτι, όπως και να το ξεκινήσεις, φτάνει ένα σημείο που μας οδηγεί εκείνο μετά. Αυτό μας οδήγησε εκεί..
Το Dirty Road είναι καθαρόαιμη murder ballad. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που χρησιμοποιήσατε το μοτίβο των ερωταπαντήσεων ανάμεσα στην πρώτη φωνή και στις δεύτερες, μοτίβο που απαντά στο blues ήδη από την εποχή της δουλειάς και των worksongs. Από πού προήρθε μουσικά και στιχουργικά η έμπνευση γι’ αυτό το κομμάτι;
Μελέτης: Κατά την γνώμη μας, Murder ballad δεν είναι. Έχει σαφώς irish επιρροές σαν τα τραγούδια που τραγουδάνε στις παμπ. Η ερώτηση και η απάντηση στον στίχο είναι χαρακτηριστικό των παραδοσιακών τραγουδιών όλου του κόσμου - όπως των Blues worksongs. Αλλά τα συναντάμε από την αφρικανική μέχρι την Ιρλανδέζικη παράδοση. Τώρα στιχουργικά, είναι μια αλληγορία για ποιον δρόμο ακολουθείς και τις συνέπειες που έχεις. Κάτι σαν τον δρόμο της αρετής και της κακίας του μύθου του Ηρακλή. Αυτό είναι και κλασικό θέμα όλων των παραδόσεων πάλι και κάπου υπάρχει και σε κάποιο σταυροδρόμι ο διάβολος που ξέρει καλυτέρα από σένα την ψυχή σου και τις επιθυμίες σου. Κλασικό blues θέμα. Το point είναι αν θα πουλήσεις την ψυχή σου ή όχι.
Θα ήθελα επίσης να σταθούμε στο Unlovable. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ζόρικη, συναισθηματική country-folk. Με εντυπωσίασαν τα κρυστάλλινα, «αγέρωχα» φωνητικά, σ’ ένα κομμάτι που νομίζω ότι είναι μάλλον πολύ πιο δύσκολο από ό,τι ίσως φαίνεται για να αποδοθεί σωστά, χωρίς περιττά «σπασίματα» στη φωνή.
Κάποια τραγούδια μας είναι ιστορίες που πλάθουμε και κάποια είναι βιωματικά. Το Unlovable είναι ένα από αυτά τα βιωματικά κομμάτια και οι στίχοι του είναι τόσο απλοί όσο και ειλικρινείς, και ίσως γι’ αυτό ο κόσμος ταυτίζεται μαζί του. Είναι και ένας λόγος που αποφασίσαμε να μην το ενορχηστρώσουμε στον δίσκο, ενώ στα live καμιά φορά το παίζουμε full band.
Το album κλείνει όπως ανοίγει, αφηγηματικά, με το Dark Land. Τι θα συναντήσει ο ακροατής στο φινάλε του ταξιδιού;
Σαράντος: Θα καταλήξει στη γη που ενώ μας τρέφει, μας ξεδιψάει και μας ορίζει, εμείς σαν είδος ποτέ δεν θα δεχτούμε ότι πατάμε τα χώματα της.
Σε γενικές γραμμές αισθάνεστε ότι πετύχατε αυτό που είχατε στο μυαλό σας όταν μπαίνατε στο στούντιο για να το γράψετε το άλμπουμ;
Πιστεύουμε ότι καλύψαμε αυτό που θέλαμε να πούμε σε αυτό το άλμπουμ με τον ακριβή τρόπο που θέλαμε να το πούμε.
Μετά λοιπόν από τρία άλμπουμ και με το τρίτο να είναι η πιο ολοκληρωμένη δουλειά σας μέχρι σήμερα, πώς σκοπεύετε να προχωρήσετε;
Σκοπεύουμε να προχωρήσουμε όπως ξεκινήσαμε, στα ίδια folk μονοπάτια. Ακόμα γράφουμε πολύ, έχουμε συνέχεια καινούργιες ιδέες, προβληματισμούς και πράγματα τα οποία θέλουμε να μοιραστούμε, και με ζωντανές εμφανίσεις, και με επόμενους δίσκους.
Τι ακούτε αυτό τον καιρό;
Ότι βρεθεί στον δρόμο μας και αξίζει ακρόασης. Ακόμα κι αν είναι κάτι καινούργιο ή κάτι ξένο προς εμάς.
Το Wake Me Up When I'm Home κυκλοφορεί ψηφιακά από το bandcamp των Grey River.
Οι Grey River & The Smoky Mountain είναι:
Ρένα Παπαγεωργίου (τραγούδι/μαντολίνο)
Σαράντος Γκουμάκος (κιθάρα)
Τάσος Γουσέτης (βιολί)
Μελέτης Πόγκας (μπάντζο)
Γιάννης Βουτσινάς (κοντραμπάσο)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Grey River & The Smoky Mountain: "Captain Death" (LP και CD, Ikaros Records)
ΔΕΙΤΕ:
Grey River & The Smoky Mountain "Captain Death" στο ΙΛΙΟΝ plus

Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
Θανάσης Μήνας
Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)