The Skelters: «Αν δεν αφήσεις τις ατέλειες να φανούν, δεν κάνεις ροκ...»

Συνέντευξη στον Χρήστο Κορναράκη

Σε μια εποχή όπου το ελληνικό ροκ συχνά μοιάζει με ξεχασμένο χειρόγραφο σε υγρό υπόγειο, οι Skelters εμφανίζονται ξανά σαν κάποιο σημείωμα που άντεξε τον χρόνο. Όχι για να πουν μια ιστορία νοσταλγίας, αλλά για να δείξουν ότι η επιμονή μπορεί να πάρει μορφή, να γίνει ήχος, να αποκτήσει δέρμα και ρυθμό. Το Con Man’s Chronicles έρχεται μετά από σιωπές, αναμονές και επαναδιαπραγματεύσεις με την ίδια την τέχνη τους. Και μοιάζει σαν να βγήκε μέσα από εκείνες τις νύχτες που το στούντιο είναι πιο ειλικρινές από τους ανθρώπους.

Το μέλλον τους μένει ανοιχτό σαν άγραφο χαρτί, γεμάτο δυνατότητες που ακόμη δεν έχουν βρει μορφή. Αν κάτι αφήνει αυτός ο δίσκος, είναι η βεβαιότητα ότι η επόμενη μέρα δεν θα μοιάζει με την προηγούμενη.
Σε μια εποχή όπου το ελληνικό ροκ συχνά μοιάζει με ξεχασμένο χειρόγραφο σε υγρό υπόγειο, οι Skelters εμφανίζονται ξανά σαν κάποιο σημείωμα που άντεξε τον χρόνο. Όχι για να πουν μια ιστορία νοσταλγίας, αλλά για να δείξουν ότι η επιμονή μπορεί να πάρει μορφή, να γίνει ήχος, να αποκτήσει δέρμα και ρυθμό. Το Con Man’s Chronicles έρχεται μετά από σιωπές, αναμονές και επαναδιαπραγματεύσεις με την ίδια την τέχνη τους. Και μοιάζει σαν να βγήκε μέσα από εκείνες τις νύχτες που το στούντιο είναι πιο ειλικρινές από τους ανθρώπους.

Από εκεί ξεκινά μια νέα σελίδα για τη μπάντα, με το μέλλον να δείχνει ανοιχτό και έτοιμο να πάρει άλλη μορφή. Ο δίσκος αφήνει την αίσθηση ότι τίποτα δεν επαναλαμβάνεται και πως οι Skelters έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν χωρίς βεβαιότητες, μόνο με αλήθεια.

Μου μίλησαν λοιπόν για τη δυσκολία του μουσικού χώρου, ειδικά για όσους επιμένουν στον αγγλικό στίχο. Για την προσπάθεια να κρατήσουν ζωντανή την ισορροπία ανάμεσα στις επιρροές τους και έναν ήχο που θέλουν να παραμένει σύγχρονος. Για την επιλογή να αφήσουν τις ατέλειες να φανούν, σαν μέρος της ίδιας της ανθρώπινης διαδρομής τους.

Έτσι, η συζήτηση με τους Angel, Dani και Kostis ξεπερνά την απλή παρουσίαση ενός νέου άλμπουμ. Ανοίγει τον δρόμο προς τη ζωή που το γέννησε. Τις μικρές μάχες που αφήνουν ίχνη. Τα live που γίνονται ανάσα. Και την πίστη ότι συνεχίζεις ακόμη κι όταν όλα γύρω σου λένε να σταματήσεις.

******

Μετά από μία δεκαετία σιωπής, τι ήταν αυτό που λειτούργησε ως “σκανδάλη” για να γεννηθεί το Con Man’s Chronicles; Υπήρξε μια συγκεκριμένη στιγμή ή συγκυρία που σας έκανε να πείτε «τώρα είναι η ώρα»;

Angel: Ήδη από το 2019–2020 δουλεύαμε πάνω σε κάποια τραγούδια που ήταν σχεδόν ολοκληρωμένα είτε δικές μου συνθέσεις είτε του Kosti και απλώς έπρεπε ο καθένας μας να προσθέσει τα δικά του parts. Προς τα τέλη του 2020, ο Dani, ο Kostis κι εγώ είχαμε ολοκληρώσει σχεδόν κατά 90% δύο κομμάτια και συζητούσαμε αν θα έπρεπε να τα κυκλοφορήσουμε ως singles ή αν άξιζε να προχωρήσουμε σε ένα πλήρες άλμπουμ.

Ο Thodoris (2003–2023) τότε δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ηχογραφήσει μπάσο, κάτι που τελικά έκανε το 2022. Στο μεταξύ, εγώ είχα ήδη αρκετές δικές μου συνθέσεις σε demo μορφή ή σχεδόν ολοκληρωμένες, με τον Dani στα drums και εμένα σε φωνές, φωνητικά, κιθάρες, μπάσο και πλήκτρα. Όλα αυτά όμως έμειναν στο «συρτάρι», γιατί το 2023 αποφασίσαμε να συνεχίσουμε οι τρεις μας, με εμένα πλέον στο μπάσο. Έτσι αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε από την αρχή, δημιουργώντας νέο υλικό όλοι μαζί.
Με την αποχώρηση του Teo, είπαμε πως ήταν η στιγμή να κάνουμε αυτό που δεν είχαμε κάνει για χρόνια: να κυκλοφορήσουμε ένα νέο album. Αν και αρχικά ήμουν αρνητικός, βλέποντας πλέον πώς λειτουργεί το σύστημα με singles και videos, τελικά συμφώνησα.

Κατά τη διάρκεια των προβών είχαμε ήδη συνθέσει αρκετά νέα κομμάτια και τότε ο Dani πρότεινε να τα ενώσουμε σε ένα concept album κάτι που μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα του “Con Man” εμπνευσμένη από συμπεριφορές που έχουμε συναντήσει τόσα χρόνια σε διάφορους ιδιοκτήτες μπαρ, κλαμπ και χώρων όπου παίζαμε.

Πάνω σε αυτές τις εμπειρίες χτίσαμε ολόκληρη την ιστορία του album. Ουσιαστικά, εξωτερικεύσαμε όλα όσα έχουμε δει και ακούσει στον ελληνικό χώρο της μουσικής αλλά και γενικότερα όσα βιώνουν οι μουσικοί και οι καλλιτέχνες μέσα στη δική τους πραγματικότητα.

Στο άλμπουμ μοιάζετε να καταγράφετε ένα προσωπικό ημερολόγιο εσωτερικής σύγκρουσης και εξωτερικής επιβίωσης. Ποια ήταν η μεγαλύτερη προσωπική σας μάχη που πέρασε - με τρόπο άμεσο ή έμμεσο - μέσα στους στίχους;

Kostis: Η μάχη με τα προβλήματα σε κάποιους από τους χώρους των ζωντανών εμφανίσεων, αλλά και γενικώς με τη μουσική πραγματικότητα της εποχής μας, έχει περάσει στους στίχους μας, ιδιαιτέρως μέσα από κομμάτια σαν το Pro Soul και το That's Right.

Ο ήχος σας πατάει γερά στο κλασικό ’70s rock χωρίς να βουλιάζει στη νοσταλγία. Πώς βρήκατε την ισορροπία ανάμεσα στον φόρο τιμής στις επιρροές σας και στην ανάγκη να ακουστείτε σύγχρονοι και “ζωντανοί” το 2025;

Dani: Είμαστε πλέον έμπειροι μουσικοί μετά από τόσα χρόνια που παίζουμε μουσική. Προσπαθήσαμε μουσικά να μην πέσουμε σε κλισέ φόρμες που ο ακροατής έχει ακούσει πάρα πολλές φορές. Το κάναμε βέβαια καμουφλαρισμένο σε σημεία κάποιων τραγουδιών, δηλαδή έχεις την αίσθηση ότι κάπου το έχεις ξανά ακούσει χωρίς όμως να είσαι και απόλυτα σίγουρος. Από το θέμα παραγωγής ο Κωστής που ανέλαβε την παραγωγή, έκανε τα μαγικά του και μέσα από τις γνώσεις του κατάφερε να δημιουργήσει έναν σύγχρονο ήχο που είναι μοναδικός.

Στο Con Man’s Chronicles η παραγωγή μοιάζει να “τιμά” τις ατέλειες αντί να τις κρύβει. Πόσο συνειδητή ήταν αυτή η επιλογή και υπήρξαν στιγμές που μπήκατε στον πειρασμό να γυαλίσετε περισσότερο τον ήχο;

Dani: Από την αρχή συμφωνήσαμε ότι το album θα είναι όσο πιο raw γίνεται. Δεν μας αρέσουν οι νέες παραγωγές που όλα είναι “τέλεια”. Κάπου χάνεται και η μαγεία της μουσικής. Ο σκοπός αυτού του album είναι να μπορεί να παιχτεί ζωντανά από 3 άτομα και ο ακροατής να ακούσει αυτό που θα ακούσει και στην studio εκδοχή του. Σίγουρα στα live πάντα θα υπάρχουν και μερικά treats για το κοινό!

Κομμάτια όπως τα “Awesome” και “Down To Earth” παραπέμπουν σε μια παράδοση ελληνικού ροκ τύπου Socrates Drank the Conium. Νιώθετε ότι ανήκετε σε μια ευρύτερη ελληνική ροκ “γραμμή αίματος” και, αν ναι, ποιοι είναι οι εγχώριοι ήρωές σας;

Angel: Δεν θα έλεγα ότι ανήκουμε σε κάποια ελληνική ροκ «γραμμή αίματος». Δεν έχουμε επηρεαστεί από την ελληνική μουσική, ούτε έχουμε Έλληνες καλλιτέχνες που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «ήρωές» μας. Φυσικά, υπάρχουν κάποιοι που μου αρέσουν μουσικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι άφησαν αποτύπωμα στον ήχο μας.

Όταν ήμουν 11–12 χρονών για παράδειγμα, άκουγα Χρήστο Κυριαζή και τους δίσκους που είχε κυκλοφορήσει στα 80s, μου άρεσε επίσης ο Χρήστος Δάντης, η φωνή του και το στυλ του που παρέπεμπε σε ροκ καταστάσεις ενώ εκτιμώ τον Βαγγέλη Γερμανό και τον Βασίλη Καζούλη. Παρ’ όλα αυτά, κανείς τους δεν αποτέλεσε πραγματική επιρροή για τους The Skelters.

Δεν θεωρώ ότι έχουμε σχέση ούτε με τους Socrates παρότι 1–2 τραγούδια τους μου αρέσουν, δεν νιώθω ότι υπάρχει «συγγένεια» στον ήχο. Γενικά πιστεύω ότι μουσικά είμαστε κάτι που δεν υπάρχει στην Ελλάδα• κάτι διαφορετικό, χωρίς να εντασσόμαστε σε κάποια κατηγορία ή τάση που συνδέεται με άλλα συγκροτήματα από Ελλάδα. Ανήκουμε ουσιαστικά μόνο σε εμάς. Πορευόμαστε με τον δικό μας προσωπικό ήχο.

Οι δικές μας επιρροές προέρχονται κατά κύριο λόγο από την Αγγλία και την Αμερική, από τις δεκαετίες ’50, ’60, ’70, ’80 και και φυσικά, η μεγαλύτερη επιρροή μας είναι οι Beatles.

Το ψυχεδελικό κλείσιμο με το “A Never Ending Story” ανοίγει τον ήχο σας προς πιο ταξιδιάρικες, floyd-ικές κατευθύνσεις. Πόσο σημαντικός είναι για εσάς ο πειραματισμός και βλέπετε το επόμενο βήμα των Skelters να κινείται ακόμη πιο έντονα προς αυτή τη διάσταση;

Angel: Όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πάνω στο συγκεκριμένο κομμάτι που ήταν και το προτελευταίο που συνθέσαμε (αφού στο τέλος ολοκληρώσαμε το Legacy, το οποίο περιέχει στοιχεία από όλο το album) είχαμε ήδη έτοιμους τους στίχους και απλώς αρχίσαμε να προσθέτουμε μουσικά μέρη. Ουσιαστικά, από την αρχή θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα πιο progressive track.

Και οι τρεις μας ακούμε Pink Floyd, οπότε είναι λογικό να υπάρχουν έντονες επιρροές στο συγκεκριμένο τραγούδι. Παρ’ όλα αυτά, εγώ προσωπικά εντοπίζω επίσης στοιχεία που παραπέμπουν σε Beatles, U2, Black Sabbath και Led Zeppelin. Στο τέλος, μάλιστα, σκεφτόμασταν να κάνουμε έναν μουσικό επίλογο στο ύφος του I Want You (She's So Heavy) των Beatles, και πιστεύω πως το πετύχαμε. Το ορχηστρικό μέρος που συνέθεσε ο Kostis έδωσε στο κομμάτι μια διαφορετική, πιο “Floyd-ική” διάσταση. Όσο για το μέλλον, δεν ξέρουμε αν θα κινηθούμε ξανά προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά γιατί όχι; Τίποτα δεν είναι απαγορευτικό. Αν μας έρθει η έμπνευση, φυσικά και θα το ξαναδοκιμάσουμε. Άλλωστε, έχουμε και τις γνώσεις και τις επιρροές για να εξερευνήσουμε και αυτό το είδος τραγουδιών.

Οι στίχοι του δίσκου μιλούν για αλλοτρίωση, ψευδαίσθηση και την πάλη να επιβιώσεις μέσα από την τέχνη. Πώς βιώνετε σήμερα την ελληνική πραγματικότητα ως μουσικοί; Υπάρχει χώρος για καλλιτέχνες που επιμένουν στην ειλικρίνεια και όχι στις “εύκολες” επιβεβαιώσεις;

Angel: Για να είμαι ειλικρινής, ο μουσικός που ασχολείται με αγγλικό στίχο είτε μέσα από διασκευές είτε με δικά του κομμάτια αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες. Μην κοιτάτε τους The Skelters… εγώ ουσιαστικά διατηρώ την μπάντα πάνω από 25 χρόνια επειδή αγαπώ τη μουσική και έχω επιμονή και υπομονή. Πολλοί τα παράτησαν γιατί δεν άντεξαν. Πολλά συγκροτήματα που κάποια στιγμή είχαν καλή προώθηση, κυρίως από την Αθήνα, εξαφανίστηκαν εντελώς από τον χάρτη, για τη Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται καν να μιλήσω. Εκεί έχουμε παραμείνει μόνο εμείς όλα αυτά τα χρόνια, ίσως μαζί με 1–2 ακόμα καλλιτέχνες. Η ελληνική πραγματικότητα δεν ευνοεί συγκροτήματα και μουσικούς που επιμένουν στην ειλικρίνεια• ο χώρος για δημιουργούς που θέλουν να κάνουν κάτι αληθινό είναι περιορισμένος, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά

Όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, συνδέονται με ένα σύστημα που φαίνεται να θέλει τον Έλληνα περιορισμένο στον τρόπο σκέψης του, προβάλλοντας συνεχώς ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, τα κλαψοτράγουδα ή αλλιώς τα «Σκυλάδικα» ώστε να τον κρατά σε χαμηλά επίπεδα κριτικής σκέψης.

Έρευνες δείχνουν ότι η μουσική που ακούμε μπορεί να επηρεάσει την αντίληψη και τη νοημοσύνη μας. Χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης εμφανίζουν, κατά μέσο όρο, όσοι “ακούνε” trap - που δεν το θεωρώ καν μουσική αλλά και αυτοί που περιορίζονται σε «Σκυλάδικα».

Στόχος μου είναι να αλλάξει αυτή η κατάσταση, να αναπτυχθεί η νοημοσύνη και η αισθητική του κάθε Έλληνα, μέσω της δικής μας μουσικής, αλλά και της δουλειάς άλλων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων που έχουν όραμα και σεβασμό στη δημιουργία.

Είστε ένα power trio με ξεκάθαρα διακριτούς αλλά και αλληλοσυμπληρούμενους ρόλους. Πώς διαμορφώνονται οι ισορροπίες μέσα στο στούντιο και στη σκηνή; Υπάρχουν δημιουργικές συγκρούσεις που τελικά ωφελούν τη μουσική;

Dani: Έχουμε μάθει να συνεργαζόμαστε άψογα μετά από τόσα χρόνια. Οι ιδέες για το νέο album προέρχονται και από τους τρεις μας. Πάντα συζητούσαμε για το τι πιστεύουμε ότι είναι το καλύτερο δυνατό για το κάθε τραγούδι.

Ηχογραφούσαμε live σε μορφή demo, ακούγαμε προσεχτικά και μετά ο καθένας μας έλεγε την άποψη του, που συνήθως συμφωνούσαμε και οι τρεις.
Στη σκηνή γνωρίζουμε τόσο καλά ο ένας τον άλλο, που μόνο με τα μάτια συνεννοούμαστε, οπότε η χημεία μας είναι πολύ υψηλά επίπεδα.

Αν το Con Man’s Chronicles είναι η “δήλωση ύπαρξης” σας μετά από δέκα χρόνια, τι θα θέλατε να μένει στον ακροατή όταν τελειώνει ο δίσκος; Ποιο συναίσθημα ή ποια σκέψη θα λέγατε ότι είναι το πιο ουσιαστικό takeaway;

Kostis: Ο αγώνας για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι είναι δύσκολος, αλλά όχι μάταιος. Η λύτρωση που ψάχνει ο ήρωάς μας δεν έρχεται, και ο λόγος είναι η επιφανειακή αντιμετώπιση των πραγμάτων, και η απουσία σοβαρής αυτοκριτικής από μέρους του. Ο δρόμος για την αυτοβελτίωση ξεκινάει από μέσα μας.

Κλείνοντας αυτόν τον κύκλο, πώς φαντάζεστε την επόμενη μέρα των The Skelters; Υπάρχουν ήδη ιδέες για το επόμενο βήμα, συνεργασίες ή ηχητικές κατευθύνσεις που θα θέλατε να εξερευνήσετε μετά το Con Man’s Chronicles;

Kostis: Ο πρώτος στόχος είναι η παρουσίαση του δίσκου μέσω ζωντανών εμφανίσεων, και κατόπιν η ηχογράφηση του νέου album που θα είναι τελείως διαφορετικό σε δομή και σε ήχο απο το Con Man's Chronicles, καθώς δεν θα μας περιορίζει η θεματική, και θα μπορούμε να καταπιαστουμε με οποιαδήποτε τρελή μουσική ιδέα μας έρθει στο μυαλό.

Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας !

*****

Φεύγοντας από αυτή τη συζήτηση, μένει η αίσθηση ότι οι Skelters βρίσκονται στην πιο συνειδητή στιγμή τους.

Όχι γιατί έλυσαν όλα τα ερωτήματα, αλλά γιατί τα αντιμετωπίζουν χωρίς φόβο.
Το Con Man’s Chronicles λειτουργεί σαν αποτύπωμα μιας μπάντας που ξέρει τι θέλει να κρατήσει, τι θέλει να αφήσει και τι θέλει να ανατρέψει.
Ένας δίσκος που μιλά για το βάρος της τέχνης σε μια χώρα που δεν κάνει εύκολη τη διαδρομή, αλλά και για την ανάγκη να μείνεις ακέραιος μέσα σε αυτή.

Και όσο προχωρούν, η επόμενη μέρα φαίνεται ανοιχτή και απρόβλεπτη, γεμάτη νέες ιδέες που δεν έχουν ακόμη πάρει μορφή. Ίσως αυτό να είναι το πιο όμορφο σημείο μιας μπάντας με τόσα χρόνια στην πλάτη της. Η ικανότητα να ξεκινούν ξανά, χωρίς να επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους.

Μέχρι να ακούσουμε το επόμενο βήμα τους, το Con Man’s Chronicles μένει ως μια υπενθύμιση ότι η μουσική μπορεί ακόμη να λέει την αλήθεια. Αρκεί να υπάρχουν άνθρωποι που επιμένουν να τη γράφουν.

bandcamp

official site

facebook

youtube

instagram

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

The Skelters: “Con Man’s Chronicles” (2025)

«Μπλακ»: Η Katscenes μιλά για τη δημιουργία, τη συνεργασία και την εξέλιξη της μουσικής της ταυτότητας...

THE SKELTERS - "Revive" (digital release)

The Dionysians - Να Κάψουμε το Χθες (2025)


image

Χρήστος Κορναράκης

Ο Χρήστος Κορναράκης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούλη στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του (υποκριτική, μάρκετιγκ και επικοινωνία) και όντας συλλέκτης δίσκων από τα παιδικά του χρόνια, αρθρογράφησε επί μία δεκαετία στο blog fromthebasement.com και στην μετέπειτα εξέλιξη του, το ypogeio.gr. Η ένταξη του στην ομάδα του Merlin’sMusic Box αποτελεί φυσική εξέλιξη.
 
 
 
image

Χρήστος Κορναράκης

Ο Χρήστος Κορναράκης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούλη στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του (υποκριτική, μάρκετιγκ και επικοινωνία) και όντας συλλέκτης δίσκων από τα παιδικά του χρόνια, αρθρογράφησε επί μία δεκαετία στο blog fromthebasement.com και στην μετέπειτα εξέλιξη του, το ypogeio.gr. Η ένταξη του στην ομάδα του Merlin’sMusic Box αποτελεί φυσική εξέλιξη.
 
 
 
image

Χρήστος Κορναράκης

Ο Χρήστος Κορναράκης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούλη στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του (υποκριτική, μάρκετιγκ και επικοινωνία) και όντας συλλέκτης δίσκων από τα παιδικά του χρόνια, αρθρογράφησε επί μία δεκαετία στο blog fromthebasement.com και στην μετέπειτα εξέλιξη του, το ypogeio.gr. Η ένταξη του στην ομάδα του Merlin’sMusic Box αποτελεί φυσική εξέλιξη.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1