Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
Τώρα τελευταία όπου και να γυρίσεις ακούς κάποιον να λέει, «Έρχονται τα 80’s!», λες και μόλις το ρολόι δείξει μεσάνυχτα Πρωτοχρονιάς, όλα θα αλλάξουν! Και όταν τους λες, «Έλα τώρα, ξέρεις καλά πως απλώς τα πράγματα θα συνεχίσουν να σέρνονται στο βούρκο και να πηγαίνουν κατά διαόλου», τρελαίνονται! Με λένε ξενέρωτο! Γκρινιάζουν, μου λένε ότι είμαι μέγας σπασαρχίδης και ότι δεν έχω ίχνος κοινωνικού καθήκοντος! Είναι αλήθεια ότι είμαι αντικοινωνικός! Tο ίδιο όμως είναι και όλα τα φιλαράκια μου. Όταν το αγαπημένο μας μπαρ, το «Bells of Hell», έκλεισε πριν από λίγους μήνες, αντί να ψάξουμε για κάποιο καινούργιο βάλτο να πλατσουρίζουμε, κλειστήκαμε στα διαμερίσματά μας (πιστεύοντας ίσως, ότι, όπως ο βούβαλος, δεν θα αργούσαμε να εξαφανιστούμε.) Όταν το είπα αυτό στον ψυχοθεραπευτή μου, μου είπε, «Είστε αξιολύπητοι».
Μια άλλη φορά που παραπονέθηκα ότι είχα αρχίσει να φρικάρω όταν βρισκόμουν κοντά σε άλλους επειδή είχα ξεσυνηθίσει τους ανθρώπους καθώς το μόνο που έκανα ήταν να μένω ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου κουκουλωμένος με τα σκεπάσματα, πιστός στο ρητό των Μεγάλων Ramones ότι δεν υπήρχε «τίποτα να κάνεις και πουθενά να πας», άρα το μόνο που ήθελα ήταν να βρίσκομαι σε καταστολή, ο ψυχοθεραπευτής μου μού πρότεινε να τηλεφωνήσω σε όλους τους φίλους μου που είχαν κλειδωθεί στα μικρά απομονωμένα κελιά τους και να διερευνήσω αν θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιον τρόπο να επαναπατριστούμε στην ανθρώπινη φυλή και να περάσουμε καλά. Έκανα λοιπόν ένα μικρό δημοψήφισμα και όταν ξαναπήγα με ρώτησε: «Λοιπόν; Ποια είναι η ετυμηγορία;» Είπα, «Η ετυμηγορία είναι “Για ποιο λόγο να θες να είσαι μαζί με άλλους ανθρώπους; Έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι είναι για τα μπάζα”».
Υποθέτω ότι θα σκέφτεστε ότι είμαι αρνητικός. Εντάξει, αν είμαι αρνητικός, τραβάτε να πείτε στη Μητέρα ότι κάτι δεν πάει καλά με τη μήτρα! Ε; Σας τσάκωσα! Εκτός αυτού, καθώς τα ‘80ς ετοιμάζονται να τα πάρουν όλα σβάρνα, υποψιάζομαι ότι η αντικοινωνική μειοψηφία στην οποία ανήκω σύντομα θα γίνει πλειοψηφία, και θα έχουμε μία αντι-κοινωνία! Για σκεφτείτε το: Γουίλ Ρότζερς, ο απόλυτος παράνομος! Και ποια καλύτερη στιγμή υπάρχει για να εγκαινιάσεις αυτή την πόλη-φάντασμα από την Πρωτοχρονιά; Αποχαιρετήστε το παλιό, υποδεχθείτε το πιο παλιό! Και το ακόμα πιο παλιό. Το όλο και πιο παλιό. Σας ρωτάω και θέλω να μου απαντήσετε ειλικρινά: Έχετε περάσει ποτέ μια Πρωτοχρονιά που να την απολαύσατε; Και βέβαια όχι! Γιατί; Επειδή είστε εγκλωβισμένοι στην παρανοϊκή ψευδαίσθηση ότι με κάποιο τρόπο τα πράγματα θα φτιάξουν, ή ότι η κυκλική φύση του Γιν και του Γιανγκ εξασφαλίζει πως η πλάση θα ανανεωθεί ή τέτοιες άλλες αρλούμπες! Όμως οι αρλούμπες δεν ανανεώνονται ποτέ. Μήπως ανανεώνονται τα παλιά πεζοδρόμια; Πείτε μου, τούτος δω ο σοβάς που έχει σκάσει θα ανανεωθεί; Το χαλασμένο σιφόνι του μπάνιου; Ο σπιτονοικοκύρης που γυρεύει τα νοίκια μπορεί να ανανεωθεί; Ούτε με σφαίρες.
Υπάρχουν δύο κατευθύνσεις τις οποίες μπορεί να ακολουθήσει η παρούσα κατάσταση: (α) στασιμότητα και (β) παρακμή: Και η Πρωτοχρονιά είναι μέχρι στιγμής το υπέρτατο ξενέρωμα, γιατί παίρνουμε τους δρόμους γεμάτοι προσδοκίες και γινόμαστε αλοιφή ώστε να μπορέσουμε να αντέξουμε ο ένας τον άλλον αφού έχουμε περάσει το φθινόπωρο και τα πρώτα κρύα του χειμώνα βουλιάζοντας όλο και πιο βαθιά στον Τηλεοπτικό Οδηγό και τώρα περιμένουμε όλοι από τους εαυτούς μας και τους άλλους να ξεφαντώσουμε σε κατάσταση εγγύτητας με τις άλλες βιομάζες αποκρουστικής ανθρώπινης φύσης. Και, ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ, επακολουθούν τρομερές σκηνές.
Η πρώτη Πρωτοχρονιά από την οποία έχω κάποια σαφή ανάμνηση ήταν μάλλον η πρώτη που ήμουν αρκετά μεγάλος για να την περάσω μεθυσμένος. Αντί γι’ αυτό, προτίμησα να γίνω λιώμα με μοσχοκάρυδο. Όμως όλοι οι φίλοι μου μέθυσαν και αφού φύγαμε από εκείνο το κέντρο δραστηριοτήτων για εφήβους που ήταν γεμάτο από μέλη του καταθλιπτικού λούμπεν προλεταριάτου της δερματικής ακμής που είχαν υποβαθμιστεί σε ξεθυμασμένες κοκακόλες, αρχίσαμε να κόβουμε βόλτες χωρίς σκοπό με το αμάξι μου γύρω από το Ελ Καγιόν, για να καταλήξουμε –όπως ήταν αναπόφευκτο– σε ένα φαντφουντάδικο όπου, ενώ διάφοροι άνθρωποι βγάζανε τα άντερά τους στο σαλόνι του αυτοκινήτου μου, είπα, «Καλωσορίσατε στο 1967». Θα έπρεπε να το είχαμε ψυλλιαστεί επί τόπου ότι αυτή η φάση με τους χίπηδες θα πήγαινε κατά διαόλου.
1968: Πήγα σε ένα πάρτι όπου ήπιαμε ένα βαρέλι βότκα σε χρόνο ντε τε και αρχίσαμε να χαμουρευόμαστε μεταξύ μας ή τουλάχιστον το προσπαθήσαμε, ενώ ο Ντόνοβαν τερέτιζε κάτι για χοντρούς αγγέλους. Είδα μόνο ένα άτομο να ξερνάει: Το κορίτσι μου, πάνω στο κάτασπρο χαμηλοκάβαλο χίπικο παντελόνι της. (Νωρίτερα το ίδιο βράδυ, της είχα πει για το συγκεκριμένο παντελόνι: «Μοιάζεις με μεξικάνα πόρνη». Πολύ γλυκός ήμουν πιτσιρικάς. Σκέτο μέλι ο μπαγάσας.) Ήμουν φτιαγμένος με Marezine και έβλεπα μικρά ανθρωπάκια με τσεκούρια και σφυριά να κόβουν σε κομματάκια γυμνούς πυγμαίους δαίμονες με λογοδιάρροια πάνω στα πέτα των άλλων. Όταν γύρισα σπίτι μου, οι παραισθήσεις συνεχίστηκαν: Έβλεπα κάθε λογής ανθρώπους να μπαίνουν στο δωμάτιό μου και άπλωνα τα χέρια μου προς το μέρος τους ουρλιάζοντας, «Μη φεύγεις! Μη φεύγεις!» Όμως εκείνοι δεν με άκουγαν. Έπειτα μου φάνηκε ότι είδα τη σιλουέτα ενός φίλου μου να διαγράφεται πίσω από το τζάμι του παραθύρου που έβλεπε στον κήπο και να μου ψιθυρίζει: «Λέστερ! Λέστερ!» Πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι και σήκωσα τα ρολά, πλημμυρισμένος από ένα αξιοθρήνητο είδος ευγνωμοσύνης για το ελάχιστο έστω ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Όμως το μόνο που αντίκρισα ήταν ο άδειος δρόμος και τα φύλλα που παράσερνε ο αέρας.
Πήγα στο μπάνιο για να κατουρήσω και μέσα στις παραισθήσεις μου είδα τη μάνα μου να κιαλάρει το πουλί μου με ένα τεράστιο μάτι προϊστορικού πτηνού μέσα από μια χαραμάδα στην πόρτα. Έπειτα γύρισα στο κρεβάτι μου και ονειρεύτηκα ότι άνδρες της Δίωξης με μολυβί κουστούμια είχαν καταλάβει στρατηγικές θέσεις σε όλο το σχολείο μου και με παρακολουθούσαν πίσω από γυαλιά ηλίου Silva Thin. Για τους δύο πρώτους μήνες του 1968 μου ήταν αδύνατον να κοιτάξω οποιονδήποτε στα μάτια.
1969: Μαζί με κάτι φιλαράκια βγήκαμε για τσάρκα με τη σακαράκα ενός μάγκα. Ήπιαμε μπύρες για λίγο, αλλά χωρίς όφελος. Ένας φίλος που αργότερα κατατάχθηκε στο ναυτικό και εκπαιδεύτηκε στις υποβρύχιες καταστροφές (προτρέποντάς με μάλιστα να καταταγώ στο πλάι του, όπου δεν θα χρειαζόταν να φοβάμαι τίποτα: «Έχει και γαμώ τις πλάκες να ανατινάζεις διάφορα!») είπε, «Πάμε να καθαρίσουμε μουνιά». Κανείς δεν είπε τίποτα. Τελικά γυρίσαμε σπίτι, πολύ ισοπεδωμένοι ακόμα και να μεθύσουμε και να πέσουμε για ύπνο. Ολόκληρη η ιστορία της βραδιάς θα μπορούσε να είχε γραφτεί (ή να είχε προκληθεί) από τον Αλέν Ρομπ Γκριγιέ.
1970: Πέρασα την Πρωτοχρονιά πίνοντας μπύρες μπροστά στην τηλεόραση του σπιτιού των γονιών της κοπέλας μου και κατά διαστήματα πεταγόμουν με το αυτοκίνητο σε ένα μοτέλ όπου είχαν πιάσει δωμάτιο κάτι πρεζάκηδες φίλοι μου, γιατί ήθελα να αγοράσω λίγη ηρωίνη που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ. Τελικά τους πέτυχα και το νταραβέρι έγινε. Όταν γύρισα στο σπίτι της κοπέλας μου έτρεξα στο μπάνιο και προσπάθησα να τη σνιφάρω. Δεν είχα ιδέα ακόμη για τυλιγμένα χαρτονομίσματα, έτσι άδειασα το σταφ σε έναν καθρέφτη που κράτησα σε επισφαλή γωνία πάνω από τον νεροχύτη∙ τον έφερα καναδυό εκατοστά από τη μύτη μου και ρούφηξα με όλη μου τη δύναμη. Δεν συνέβη τίποτα απολύτως, εκτός από το ότι αργότερα ήπια λίγο Country Club Malt Liquor, γύρισα σπίτι και έγραψα την κριτική ενός μπούτλεγκ του Ντίλαν για το Rolling Stone (η οποία δεν δημοσιεύτηκε ποτέ). Την επόμενη μέρα καυχιόμουν στους φίλους μου, «Χθες το βράδυ έγραψα μια κριτική πρεζωμένος!» Εκείνη η φορά που απέτυχα να σνιφάρω τη μαλακία ήταν η μοναδική Πρωτοχρονιά που στάθηκα με κάποιο τρόπο τυχερός.
1971: Έμεινα σπίτι και μελέτησα τη Βίβλο. Όχι, ψέματα λέω. Αυτό που έκανα ήταν ότι πήγα στο ντράιβ – ιν με το κορίτσι μου, λιώμα (εγώ) από βότκα και τα χάπια της μάνας της για τον θυρεοειδή, παντελώς ανίκανος να συγκεντρωθώ στη διπλή προβολή που περιλάμβανε τα I Drink Your Blood (με πρωταγωνιστές τους Ρόντα Φαλτζ, Τζαντίν Γουόνγκ και κάποιον που απλώς αναγραφόταν ως «Μπασκάρ») και I Eat Your Skin (Γουίλιαμ Τζόις, Χίδερ Χιούιτ) πράγμα έτσι κι αλλιώς αδύνατον σε κάθε περίπτωση, ενώ όλη νύχτα σκεφτόμουν πως το άλλο πρωί θα έκανα ό,τι και ο Τζακ Κέρουακ: θα έμπαινα στο αμάξι μου κατεβάζοντας μπενζεντρίνες με το ένα χέρι ενώ με το άλλο θα γυρνούσα τον διακόπτη της μίζας και θα άρχιζα να οδηγώ, να οδηγώ, να οδηγώ ώσπου παφλάζοντας μέσα από τεράστια αφρισμένα κύματα φωτός θα πετούσα πάνω από τις χρυσαφένιες χαράδρες των Βραχωδών Ορέων. Βεβαίως δεν το έκανα, αντί γι’ αυτό ξύπνησα θολωμένος από το χανγκόβερ, δηλαδή πάλι καλά. Θα μπορούσα να είχα καταλήξει ο Τζον Ντένβερ.
1972: Πέρασα την Πρωτοχρονιά τύφλα και σε μαύρα χάλια από την κατάθλιψη στο σπίτι της μητέρας μου στην Καλιφόρνια. Τηλεφώνησα στον φίλο μου τον Νικ στη Νέα Υόρκη και άρχισα να του γκρινιάζω μες τη μιζέρια, πίνοντας ταυτόχρονα κάμποσες λεύγες ουίσκι. «Νομίζω ότι γίνομαι αλκοολικός», του είπα. Δεν ήθελε να ακούει τέτοια, επειδή ήταν έτοιμος να περάσει την νύχτα της Πρωτοχρονιάς σουλατσάροντας από την 99η Οδό μέχρι την Μπρόντγουεϊ και πίνοντας από ένα ποτό σε κάθε μπαρ στη διαδρομή μέχρι να καταλήξει στην γωνία Μπρόντγουεϊ και Τρίτης, στο τελευταίο μπαρ, στο St. Andrian Co., γνωστό επίσης και ως Broadway Central Bar, καθώς βρισκόταν στο κτίριο του Broadway Central Hotel, που ήταν σκέτο κωλοχανείο. Μου τηλεφώνησε την επόμενη: «Συγνώμη, Λες, έχω τέτοια κατάθλιψη που δεν μπορώ ούτε να μιλήσω».
1973: Πήγα σε ένα πάρτι με τον πρώτο μου έρωτα (εκείνη με τα ξερατά στο χαμηλοκάβαλο παντελόνι), την αδελφή της και τον κουνιάδο της. Σχεδόν όλοι εκεί ήταν διαθέσιμοι εργένηδες, ή τουλάχιστον το προσποιούνταν. Χόρεψα πρόστυχα με την οικοδέσποινα. Έμοιαζε με σκηνή από το Doctors’ Wives. Η πρώην μου έγινε έξαλλη μαζί μου επειδή τριβόμουν πάνω στη ντάμα μου και βογκούσα. Βάζω στοίχημα πως την επόμενη ατάκα δεν θα τη σκεφτόταν ούτε ο Γκορ Βιντάλ: «Κι εσένα τι σε κόφτει; Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να με αφήσεις να σε γαμήσω». Έβαλε τα κλάματα. Αργότερα στο αμάξι σε μία κρίση άγριας, αποκρουστικής, αλκοολούχας σεξουαλικής απογοήτευσης, έμπηξα τα νύχια μου στον καρπό της, μέχρι που μάτωσε. Μου είπε ότι ήμουν αδερφή. Είχε δίκιο.
1974: Πίσω στην Καλιφόρνια ξανά∙ έμεινα στο έρημο αλλά επιπλωμένο διαμέρισμα της πρώην κοπέλας μου, όπου, κρυφά από τη μαμά της, συζεί με έναν σαρανταπεντάρη μπίζνεσμαν που όταν τα πίνει δίπλα σου στα μπαρ κρατάει σφιχτά στη χούφτα του ένα μασούρι δολάρια για να μπορέσει να στα μοστράρει την κατάλληλη στιγμή. Για τέτοιον καραγκιόζη μιλάμε. Βρέθηκα λοιπόν να απολαμβάνω αραχτός το άδειο διαμέρισμα ακούγοντας το Raw Power και το Berlin ξανά και ξανά, όταν ξάφνου μου κατέβηκε μια φαεινή ιδέα: Να πάρω όλους αυτούς τους δίσκους πρόστυχου ροκ και να τους πάω σε ένα πάρτι εργένηδων-παντρεμένων-ή δεν ξέρω και ‘γω τι άλλο νομίζουν ότι είναι, και να τους παίξω στη διαπασών. ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΕΤΕ ΤΙ ΠΑΝΑΠΕΙ ΠΑΡΤΑΡΟΥΜΕ, ΜΑΛΑΚΕΣ! Έτσι λοιπόν μάζεψα τους δίσκους και μια και δυο πήγαμε στο πάρτι και όλη νύχτα και τους έπαιζα στο πικ απ ξενερώνοντας τους πάντες - αν και συγχρόνως ένιωθαν μια κάποια γοητεία - και το δωμάτιο κάποιες στιγμές βουβαινόταν και σαν να κέρωνε, αλλά ίσως κάτι τέτοιο είναι κατανοητό καθώς βρισκόμαστε στα προάστια της Καλιφόρνια και όλες ήταν τίγκα στις αλυσίδες και τα ρέστα, με λίγο mousse Yardley’s για γαρνιτούρα και μεγάλα σκουλαρίκια κρίκους ενώ οι τύποι είχαν φαβορίτες τόσο μυτερές που έβγαζαν καπνούς και ο αέρας είχε το άρωμα από τη φωνή του Λου: «Η Κάρολιν λέει…. ενώ σηκώνεται από το πάτωμα… “Γιατί με χτύπησες; Δεν είχε πλάκα…”»
Εν τω μεταξύ όλοι αυτοί οι τύποι και οι τύπισσες είναι έτοιμοι να αγγίξουν την ντόλτσε βίτα πίσω από τον καθρέφτη. Παγωμένες στιγμές, όλες άσχημες. Παγερά χείλη και κατεψυγμένα γυαλιά ηλίου.
«Δεν φταίω εγώ που είμαι παγοκολόνα, φταίνε τα Foster Grants γυαλιά μου!»
«Δεν είμαι εγώ ανίκανος, είναι το άρωμα English Leather που φοράω!»
«Ωραία, ας αλλάξουμε παρτενέρ!»
«Ουάου! Εντάξει!»
«Έι, αυτό το παρακμιακό πράγμα στον κώλο μου έχει πλάκα!»
Δυστυχώς, ουδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσα να θυμηθώ τη συγκεκριμένη Πρωτοχρονιά, και χρειάστηκε να επινοήσω κάτι. Όμως οι ιστορίες που βγάζεις από το μυαλό σου την επόμενη μέρα είναι πάντα καλύτερες από αυτό που έγινε στ’ αλήθεια.
1975: Για πρώτη και τελευταία φορά, φέρθηκα λογικά. Πήρα λίγο σπιντ και μερικά Βάλιουμ, πήγα στο γραφείο που ήταν έρημο και έμεινα ξύπνιος μέχρι αργά δουλεύοντας ένα άρθρο για το τεύχος Φεβρουαρίου του Creem. Αφοσίωση στο καθήκον; Όχι. Άδεια από την Κόλαση.
1976: Έβγαινα με ένα κορίτσι για καναδυό μήνες. Σεργιανάγαμε παρέα και αράζαμε στα στέκια της σκηνής του Ντιτρόιτ. Είχε αποφασίσει ότι ήμουν γκέι μια νύχτα του Οκτώβρη ή του Νοέμβρη σε μια συναυλία του Μπάρι Γουάιτ όταν ενώ καθόμαστε πίσω από τους Ohio Players, το πιο άθλιο σαπόρτ γκρουπ του κόσμου, γυρίζει και μου λέει, μιλώντας για τον μπασίστα, «Ωραίο κωλαράκι έχει»∙ εγώ ανακάθισα λιγάκι για να δω καλύτερα και εκείνη μου έριξε ένα περίεργο βλέμμα και πάει, αυτό ήταν. Τέλος πάντων, εγώ κι εκείνη η σνομπαρία συνεχίσαμε να βγαίνουμε, αλλά από σεξ τίποτα. Εγώ ήμουν αδέξιος και ντροπαλός κι εκείνη, εντάξει, ας πούμε ότι περνούσε την παραμικρή μου κίνηση από μικροσκόπιο. Τέλος πάντων, μια και δυο φτάνει η γαμωπρωτοχρονιά, η μεγάλη στιγμή του χρόνου, και είτε το πιστεύετε είτε όχι, το κωλο-Creem νοικιάζει μια ολόκληρη σουίτα σε ένα ετοιμόρροπο ξενοδοχείο του κέντρου για να ψυχαγωγήσει όποιον θα τύχαινε να περάσει από κει, δηλαδή τους τοπικούς ντιτζέι και τον Μάρτιν Μιούλ, τον κωμικό που έκανε τα κόλπα του στο ισόγειο και έπειτα ανέβηκε και πάνω. Για κάποιο ηλίθιο λόγο, εκείνο το κορίτσι μου άρεσε. Δεν ξέρω, ή μάλλον ξέρω: από μπροστά μου θύμιζε κάποια που είχα ερωτευτεί παλιά και την έλεγαν Τζούντ, και από πίσω μου θύμιζε κάποια με την οποία ήμουν ερωτευμένος εκείνη την εποχή αλλά δεν ήθελε να με βλέπει ούτε ζωγραφιστό, και την έλεγαν Νάνσι. Έτσι λοιπόν MEA CULPA κλπ κλπ. Τέλος πάντων, με τα πολλά ανακάλυψα ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο δέχθηκε να σκάσει σε κείνο το πάρτι μαζί μου ήταν επειδή τύχαινε να δουλεύω στο ίδιο περιοδικό με έναν τύπο ονόματι Τσάρλι Όρινγκερ για τον οποίο ΟΛΕΣ οι τσούπρες στα πέριξ είχαν κάψες επειδή έκανε τον αδιάφορο όλη την ώρα, το έπαιζε σιγανοπαπαδιά, τέτοια φάση. Όταν την είδα να με ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ τόσο ξεδιάντροπα για να πλευρίσει τον Τσάρλι, τσαντίστηκα. Και έκανα ότι θα έκανε κάθε περήφανος ράστα στην θέση μου: Γλίστρησα στο πάτωμα και μέθυσα σε σημείο αναισθησίας. Όμως δεν ήμουν μόνος σε αυτό το εγχείρημα, και περίπου γύρω στα μεσάνυχτα εγώ κι αυτή καταλήξαμε πλάι-πλάι, σε ένα ακριανό τραπέζι της σάλας του ισογείου, ανάμεσα σε χιλιάδες μπαλόνια, μυγόχαρτο παντού, τους Flo and Eddie να τρέχουν πέρα δώθε πιάνοντας όποιον πισινό μπορούσαν, ΑΚΡΙΒΩΣ όπως σε εκείνο το τραγούδι των Fugs το «Dirty Old Man», κομφετί να πέφτει από το ταβάνι και εγώ και η Λι Αν (γιατί έτσι την έλεγαν) να φοράμε μικρά χάρτινα ημίψηλα πασπαλισμένα με ψεύτικο χιόνι, λοιπόν, να σου και φτάνουν μεσάνυχτα και τα φώτα σβήνουν.
Γλίστρησα το μεθυσμένο μου μπράτσο γύρω από τους ώμους της και πήγα να τη φιλήσω. Εκείνη απέστρεψε το πρόσωπό της, σφίγγοντας τα χείλη της.
«Έι! Σε βγάζω συνέχεια έξω! Σε γουστάρω! Κάνουμε πράγματα μαζί! Τα ‘χουμε! Και εσύ ούτε που με φιλάς την Πρωτοχρονιά!!!!!!;!!!!! Τι σόι παπαριές είναι αυτές;»
«Βρωμάνε τα χνώτα σου», είπε.
Από εκεί και πέρα, τα πράγματα μπορούσαν να πάνε μόνο καλύτερα, έτσι αφού κέρδισα τελικά την καρδιά της προαναφερθείσας Νάνσι, μετακομίσαμε στη Νέα Υόρκη όπου λιμοκτονούσαμε Ξυπόλυτοι στο Πάρκο και χουχουλιάζαμε παρέα στην αγκαλιά της πόλης βλέποντας τον Ντόνι και την Μαίρη Όσμοντ τα βράδια της Παρασκευής. Όμως την Πρωτοχρονιά είδαμε τον Τζίμι και τη Ρόζαλιν Κάρτερ. Τον χορό πριν την Ορκωμοσία τους. Κλάψαμε παρέα όταν η Λορέτα Λιν τραγούδησε το «One’s on the Way». Νιώσαμε ελπίδα για την κοινωνία. Ήμαστε νέοι, ιδεαλιστές και ερωτευμένοι. Ήμαστε όρθια διαβητικά κώματα, τόσο λιώμα απ’ τη ζάχαρη που μας ήταν αδύνατον να βρούμε τον δρόμο για την πιο κοντινή πτέρυγα διαβητικών μήπως και εμποδίσουμε όλη εκείνη τη μελάσα να φτάσει στους λεμφαδένες μας. Έξι μήνες αργότερα, με παράτησε για να μπορεί να ακούει τους Sex Pistols με την ησυχία της.
Στη συνέχεια πέρασα από καναδυό μικρότερες σχέσεις μόνιμα μεθυσμένος και πιάνοντας στασίδι στο CBGBs όπου έπαιζα τον ρόλο του μπουκοφσκιανού μποέμ/καλλιτέχνη στη μεγάλη κωμωδία καταστάσεων που τη λένε ζωή. Όλο αυτό μου έφερε κοντά σε μερικές σπουδαίες παρουσίες – απ’ αυτές που κάθονται σταυροπόδι στο πάτωμα σου αφού έχετε μείνει και οι δυο σας ξύπνιοι όλη νύχτα παίρνοντας ληγμένα ναρκωτικά και δεν σε αφήνουν να τις πηδήξεις αλλά σε θεωρούν απολύτως διαθέσιμο για να σου περιγράψουν με εξονυχιστικές λεπτομέρειες τις διάφορες απόπειρες αυτοκτονίας που έχουν κάνει και το πολυσύνθετο προϋπαρξιακό Weltanschauung που πηγάζει από τον Ρίτσαρντ Χελ και αμέτρητες ακροάσεις του αγαπητού Σίντνεϊ να γκαρίζει το «My Way», μια φιλοσοφική στάση που μπορεί να αναχθεί στη φράση Δεν αξίζει να ζεις και Όλα βρωμάνε αλλά το να αυτοκτονήσεις απαιτεί υπερβολική προσπάθεια οπότε μπας κι έχεις τίποτ’ άλλο να πιούμε;
Κάποια στιγμή έγινε πασιφανές ότι όποια γυναίκα συμμεριζόταν τα γούστα μου στη μουσική μπορούσες να καταλάβεις από χιλιόμετρα ότι ήταν μια κατεστραμμένη, καμπούρα, μουγκή, ημικαθυστερημένη αποθήκη ναρκωτικών με πρόσωπο γεμάτο νευρικά τικ. Όχι ότι αναζητούσα κάτι βγαλμένο από τις σελίδες του Marie Claire. H αλήθεια είναι ότι φτιάχνω υπέροχο σουφλέ σπανάκι, αλλά είχα την αίσθηση ότι κάτι άλλο υπήρχε ανάμεσα σε αυτά τα δύο ακραία προπύργια του δώσ’ μου το πιστόλι να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα. Όμως ήμουν έτοιμος και αναψοκοκκινισμένος σαν εκείνον τον νταγλαρά στα κόμιξ, τον Li’l Abner, και τα Χριστούγεννα του ΄77 ερωτεύτηκα την πρώτη από μια σειρά γυναίκες που, όπως κι εγώ, κατείχαν επικερδείς θέσεις απασχόλησης σε διάφορους τομείς των μέσων ενημέρωσης και δεν είχαν καμία διάθεση να καταλήξουν να αποβάλλουν ένα σπασμένο μπουκάλι από βότκα στα σκαλιά του CBGBs. Μιλάμε για γυναίκες ραφινάτες, εκλεπτυσμένες, σπάνια δείγματα αστικής ομορφιάς. Μερικές μάλιστα πήγαιναν παντού με ταξί! Παρατήρησα επίσης μία ροπή προς την απασχόληση αυτού που αποκαλούσαν γελώντας «η πουστάρα ο υπηρέτης μου», ενώ έλεγαν διάφορα αστειάκια για το πόσο χρήσιμες θα ήταν οι ψυχαναγκαστικές βρεφικές καθηλώσεις του εν λόγω υπηρέτη όταν θα καθάριζε την τουαλέτα. Η πρώτη με την οποία τραβήχτηκα είχε μέχρι και θυρωρό, ο οποίος με θεωρούσε ελεεινό ρεμάλι και έτρεφε απύθμενο μίσος για την πάρτη μου, επειδή κανένας άντρας τριάντα χρονών δεν κυκλοφορεί άνεργος φορώντας συνέχεια πέτσινο μπουφάν, και ένας θεός ξέρει πόσο δίκιο είχε.
Όσο για τον νέο μου έρωτα, προτού καλά-καλά χορτάσουμε τα χαχανητά που συνόδευαν τις φαντασιώσεις μας για «μήνα του μέλιτος» σε μια καρδιόσχημη πισίνα στο Πόκονος, το κάθαρμα η πραγματικότητα (που θα έπρεπε να εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίας και ακραία εμπάθεια) ήρθε για να μείνει. Χρειάστηκε ακριβώς μια εβδομάδα για να γίνει απολύτως σαφές μέσα σε ένα βαρύ πέπλο σιωπής ότι δεν είχαμε απολύτως τίποτα κοινό, ότι στην πραγματικότητα είχαμε απλώς υποκύψει σαν άβουλα όντα στην ακατάλυτη έλξη των αντιθέτων. Το μόνο που άκουγα εγώ ήταν δίσκοι με ουρλιαχτά αποδιοργανωμένου θορύβου ενώ η δική της αγαπημένη μορφή χαλάρωσης ήταν να βλέπει τηλεταινίες του σωρού για αποκρυφιστές που καταπιάνονταν με παλιανθρωπιές σε οικισμούς της Νέας Αγγλίας. Δεν έφταιγε κανείς από τους δυο μας και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό, πέρα από το να περάσουμε τους επόμενους μήνες βασανίζοντας ο ένας τον άλλον. Η Πρωτοχρονιά μας; Ξυπνώντας βρήκαμε τους εαυτούς μας να βλέπουν τους Royal Canadians του Γκάι Λομπάρντο να παίζουν το «Auld Lang Syne» χωρίς ούτε ένα νεύμα προς τις επαναστατικές παρεμβάσεις του Τζίμι. Και τότε η μεγάλη μπάλα έπεσε πάνω στο πλήθος των ηλιθίων που ζητωκραύγαζαν, αργά, σαν μετεωρίτης με άνοια. Ήταν η μόνη φορά στη ζωή μου που παρακολούθησα αυτό το όπως μου έχουν πει εξαιρετικά δημοφιλές τελετουργικό (αν και τυγχάνω θαυμαστής του εθίμου του χριστουγεννιάτικου κούτσουρου), και σίγουρα θα είναι η τελευταία καθώς συγκαταλέγεται ανάμεσα στις τρεις ή τέσσερις πιο ζοφερές εμπειρίες που έχω βιώσει στη ζωή μου. Δεν ήπιαμε τίποτα, αν και είχαμε χρήματα. Φαντάζομαι ότι καθώς ήμαστε τόσο αλλού που είχαμε ξεχάσει να πιούμε, ήταν επόμενο η μαριχουάνα να έχει πολύ πιο θανατηφόρο επίδραση επάνω μας. Ένιωθα σαν μια χορδή Μι μετέωρη στα αβυσσώδη βάραθρα του δεύτερου άλμπουμ των Dire Straits.
Την άλλη μέρα πήγα σε ένα δείπνο με πέντε από τους παλιότερους και πιο αγαπημένους φίλους μου, όπου κανείς απολύτως δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε μια λέξη να πει. Κορυφαία ατάκα της βραδιάς: «Ξέρει κανένας κάνα καλό ανέκδοτο;» (Ειπώθηκε στο τραπέζι, με τη σιωπή να αγγίζει τα όρια της κατατονίας).
1979: Τα πράγματα της Πρωτοχρονιάς φάνηκαν να παίρνουν την πάνω βόλτα. Είχα πολύ χρήμα, φτιάχτηκα με μπύρα και αμφεταμίνες και έσκασα μύτη στο πάρτι ενός φίλου ακριβώς τη στιγμή που με είχαν ενημερώσει ότι θα σήκωναν την κολοκύθα. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως δεν υπήρχε εκεί κανείς άλλος εκτός από τον οικοδεσπότη, το κορίτσι/συγκάτοικό του και μια ξαδέρφη από το Μπάφαλο ή κάπου αλλού και καθίσαμε όλοι ρουφώντας χλιαρή μπύρα, με τα συγκλίνοντα εγκεφαλικά μας κύματα να κάνουν γκελ πάνω στο μέτωπο του Ράντι Μάντουθ στο «Emergency One!» Έπειτα από μια ώρα τέτοιου τρόμου οι αμφεταμίνες άρχισαν να μου τα σκάνε για τα καλά έτσι πετάχτηκα από την καρέκλα μου και πήγα τρέχοντας στο σήμερα κλειστό και τότε αγαπημένο μας στέκι Bells of Hell όπου κατάφερα να πλευρίσω μια γυναίκα που δεν είχα ξαναδεί ώσπου ο Φιλ ο μπάρμαν με πλησίασε και μου είπε, «Ρε συ Λέστερ, συνειδητοποιείς ότι την τελευταία μισή ώρα ό,τι λες έχει σχέση μόνο με την ομοφυλοφιλία; Έχεις κάνα πρόβλημα;» Εκείνη, πόσο μάλλον εγώ, δεν είχαμε προσέξει κάτι τέτοιο, αλλά ήμουν όσο μεθυσμένος χρειαζόταν για να με κατακλύσουν οι ενοχές του φιλελεύθερου∙ έτσι ξεφούρνισα μια αμήχανο λογύδριο για το πώς το προηγούμενο καλοκαίρι είχα μια ολέθρια σχέση με άλλη μία κυρία των μίντια η οποία αποκαλούσε τον εαυτό της αδερφομάνα οπότε γαμώτο δεν ήθελα να είμαι προκατειλημμένος απέναντι σε οποιονδήποτε αλλά ίσως πράγματι να έτρεφα κάποια λανθάνοντα μέχρι σήμερα αισθήματα εχθρότητας… Φυσικά αυτό είχε πολύ ευεργετική επίδραση στον νεότοκο και - ποιος ξέρει- ενδεχομένως μεγάλο μου έρωτα στο πλάι μου. Της πήρα το τηλέφωνο και την έκανα.
Αργότερα πήγα σε ένα πάρτι όπου γνώρισα μια βρετανίδα σοσιαλίστρια που μου έδωσε κι αυτή το τηλέφωνό της αλλά έγραψε και στο κάτω μέρος του χαρτιού «Μου άρεσες». Φυσικά της τηλεφώνησα και βλεπόμαστε για τρεις μήνες περίπου, συζητώντας με πάθος της διένεξη των Clash με την Guardian ενώ τρώγαμε ιαπωνική κουζίνα. Η πλήρης έκταση της σωματικής μας επαφής ήταν ένα πεταχτό φιλάκι στο μάγουλο για καληνύχτα στον σταθμό του μετρό όταν έφευγε για Ισλανδία ή Μπρούκλιν, ξεχνάω που ακριβώς. Σύντομα άρχισα να τη μισώ, και χωρίσαμε πικρόχολοι και ψυχραμένοι. Όμως λίγο αργότερα εκείνη την ίδια Πρωτοχρονιά κατάφερα να φανώ στ’ αλήθεια τυχερός όταν επέστρεψα πίσω στο Bells όπου μία τριαντάρα άγνωστη που δούλευε για το Πρακτορείο Ηνωμένος Τύπος κρεμάστηκε από πάνω μου σε ημικωματώδη κατάσταση, προς έκδηλη δική μου αδιαφορία και μεγάλη αμηχανία όλων των υπολοίπων στο τραπέζι μας. Θα μπορούσα να της έχω πει να πάει αλλού να χαρίσει τις νυσταλέες θωπείες της αλλά ήμουν πολύ κότα. Τελικά σηκώθηκα για να φύγω. Μόλις είχα περάσει την πόρτα, άκουσα βήματα πίσω μου στο πεζοδρόμιο.
«Περίμενε…»
«Περίμενα∙ στάθηκα στηρίζοντας καρτερικά το λιωμίδι μέχρι να μπορέσω να της σταματήσω ένα ταξί. Στο μεταξύ, της έκανα μια μικρή διάλεξη με την καλύτερη φωνή Μπιλ Κόσμπι που διέθετα: «Άκου, κάνεις βλακείες. Θα μπορούσα να είμαι ένας κατά συρροή δολοφόνος∙ ο Ντέιβιντ Μπέρκοβιτς, ο Στραγγαλιστής της Βοστόνης, ο Ρίτσαρντ Σπεκ με νέους φακούς επαφής. Πρέπει να είσαι πιο προσεκτική». Σας το ορκίζομαι, μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είμαι εβραίος, και μάλιστα εβραία μητέρα.
Όταν πήγα να τη βάλω στο ταξί της, ρώτησε, «Δεν θα με πας σπίτι;»
Εντάξει, αυτό ήταν, είπα στον εαυτό μου σαν τον Ρίτσαρντ Μπάρτον που κοιτάζει την επιταγή μισθοδοσίας του στο Άγγιγμα της Μέδουσας και μπήκα στο ταξί. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το υπερκλασσάτο διαμέρισμά της στην Άνω Ανατολική Πλευρά δεν σταμάτησε στιγμή να μπουρδολογεί για το μαύρο πέτσινο μπουφάν που φορούσα.
«Μήπως είσαι μέλος κάποιας λέσχης μοτοσικλετιστών;»
Γέλασα. «Καμία σχέση, είμαι ένας κακομοίρης γραφιάς των μίντια, όπως κι εσύ!»
Δεν φάνηκε να πιάνει το αστείο. Όταν κατεβήκαμε στη γωνία της, (όπου, πιστέψτε με, δεν σκέφτηκα στιγμή να πληρώσω το ταξί), συνέχισε να μιλάει για το πέτσινο μπουφάν μου, επιμένοντας με τέτοιο πάθος που τελικά, σε μια έκρηξη θυμού, το έβγαλα και της το πέταξα.
«Έλα, πάρτο το γαμίδι αν αυτό μόνο σε ενδιαφέρει!»
«Όχι, όχι…»
Επάνω στο τσαρδί της, ο φωτισμός ήταν σούπερ. Ήπιε ένα σφηνάκι Grand Marnier ενώ εγώ προτίμησα το πιο προλεταριακό ψηλό ποτήρι με λίγο νερό. Άρχισα τα γνωστά και με απώθησε, φλυαρώντας ακατάληπτα για κάποιον τύπο που αγαπούσε και ήταν ανταποκριτής στην Μπανγκόγκ. Δοκίμασε να του τηλεφωνήσει. Δεν ήταν εκεί. Μείναμε στην κουζίνα της για λίγο και με κάποιο τρόπο, ξαφνικά, από τον τρόπο που αντιμετώπιζε εμένα και τα ρούχα μου είχα την απαίσια αίσθηση για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι ίσως ήθελε να της ρίξω μερικά χαστουκάκια ή και –ποιος ξέρει – κάτι παραπάνω. Αυτό έγινε λίγο αφότου από το μυαλό μου πέρασε σαν αστραπή η σκηνή στο City of Night όπου ο πελάτης πετάει τον γαμιά που έχει ψωνίσει έξω από το σπίτι του έξαλλος επειδή ο υποτίθεται νταλικιέρης άντρακλας διέπραξε το ασυγχώρητο σφάλμα να πει ότι είχε διαβάσει κι αυτός Ντ. Χ. Λώρενς. Είχα την αίσθηση ότι κάτι περίμενε από μένα, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό∙ ούτε εκείνη, άλλωστε. Συνέχιζε να με προκαλεί λεκτικά, με αλλόκοτα μικρά χωρατά από τη ζώνη του λυκόφωτος να γκελάρουν πάνω στο γεγονός ότι ήμουν τόσο καυλιάρης όσο ένας καθηγητής κολλεγίου που έχει περάσει τα τελευταία τριάντα χρόνια στην καρέκλα του. Η κουβέντα ήταν διάσπαρτη από ακατάληπτες μωρολογίες και σαλιαρίσματα.
Όμως όλο αυτό θέατρο του παραλόγου έπειτα από λίγο με κούρασε, έτσι πήγα να ψάξω τη δισκοθήκη της. Το μόνο άλμπουμ που είχε και μπορούσα να σχετιστώ έστω και αμυδρά ήταν το Surrealistic Pillow. To έβαλα να παίξει. Ακουγόταν ωραία. Καταλήξαμε πάλι στον καναπέ όπου άρχισε να μωρολογεί φωναχτά. Απ’ ότι θυμάμαι κάποια στιγμή της είπα ότι δεν είχε καμία σημασία για μένα αν κάναμε σεξ, ειδικά αν λάβαινε κανείς υπόψη την νεκρωτική επίδραση που είχαν όλο αυτό το αλκοόλ και η αμφεταμίνη μέσα μου. Κάποια στιγμή άρπαξα το κεφάλι της ανάμεσα στις παλάμες μου και ανάγκασα τα κέρινα μάτια της να κοιτάξουν κατευθείαν μέσα στα δικά μου και είπα με προσποιητά δραματικό τόνο: «Ξέρεις τι βλέπω όταν κοιτάζω στα μάτια σου; Καθαρό, γυμνό τρόμο». Τέτοιος μαλάκας ήμουνα. Λίγο αργότερα της είπα με ύφος, «Έχεις καθόλου ναρκωτικά;» Είχα πια αρχίσει να απολαμβάνω τον ρόλο μου. Έβγαλε ένα μπουκαλάκι με παυσίπονα που είχε απομείνει από κάποια προηγούμενη στραβή και με ρώτησε τι θα μπορούσα να κάνω μ’ αυτά. Είπα ότι όταν είχα πολύ άσχημο χανγκόβερ από πολλές διαφορετικές αιτίες μαζί, αυτά τα χάπια ήταν τα μόνα που το απάλυναν. Τότε αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα να τα κρατήσει και έτσι μου έδωσε δύο και έχωσε το μπουκαλάκι με τα υπόλοιπα στην τσάντα της, μια κίνηση που μου φάνηκε ενδιαφέρουσα. Περίπου πέντε λεπτά μετά λιποθύμησε κουλουριασμένη σε εμβρυακή στάση στον καναπέ ενώ ο ήλιος ανέτειλε πίσω από τις κουρτίνες. Τι στο διάβολο, είπα, θα δώσω σε αυτή τη σκρόφα αυτό που ζητάει: την έκλεψα, λοιπόν. Έχωσα το χέρι μου στην τσάντα της ψάχνοντας το μπουκαλάκι και έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζει το πορτοφόλι της, και τότε είτε στάθηκε αδύνατον να διαβώ τον Ρουβίκωνα είτε συνειδητοποίησα πόσο ηλίθιο ήταν όλο αυτό το καρναβάλι, έτσι άρπαξα ένα μπουκάλι ουίσκι και βγήκα από την πόρτα, κοπανώντας λίγο πιο δυνατά τα πόδια μου με τις υπεργαμάτες μπότες μηχανόβιου που φορούσα. Ωστόσο παρέμενα τόσο ώριμος και σκληρό αντράκι όσο εκείνη τη νύχτα που είχα μπήξει τα νύχια μου στον καρπό της κοπέλας μου. Ευχήθηκα να μπορούσα να τηλεφωνήσω στον Nτότσον Ρέιντερ για να μου δώσει βραβείο θεατρικού σεναρίου. Έξω στον δρόμο σταμάτησα ένα ταξί∙ ο οδηγός ήταν ένας μεσόκοπος μαύρος. «Χριστέ μου», είπα, «είμαι τόσο χαρούμενος που βρίσκομαι ξανά κοντά σε ένα ανθρώπινο πλάσμα! Να σου πω μια ιστορία;»
«Και δε λες;» μου απαντάει, έτσι λοιπόν ξέρασα όλο το χάος που είχα μόλις ζήσει, βάζοντας για κερασάκι στην τούρτα τη δήλωση ότι μόλις έφτανα σπίτι θα της τηλεφωνούσα για να της πω ότι ήταν ένα άρρωστο φρικιό και δεν ξέρω και ‘γω τι άλλο και ναι μωρό μου μπορεί εγώ να σου έκλεψα τα χάπια και το ουίσκι σου αλλά εσύ μου έκλεψες λίγη από τη ζωή μου.
Όταν τελείωσα την ιστορία μου, ο οδηγός, που δεν είχε σταματήσει να γελάει βροντερά σε όλη τη διάρκεια της διήγησής μου, γύρισε και μου είπε: «Πω πω ρε φίλε, γιατί να μπεις σε τέτοιο κόπο; Άκου εδώ τι θα κάνεις. Περίμενε μέχρι τις δύο το μεσημέρι όταν θα είσαι σίγουρος ότι έχει ξυπνήσει, και τότε τηλεφώνησέ της και πολύ ήρεμα και πολιτισμένα πες της, “Πήρα απλώς για να δω αν είσαι καλά”. Έπειτα, μόλις σου απαντήσει πες της να πάει να γαμηθεί και κλείστο!»
Αμέσως συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο και ότι απείχα ακόμη πολύ από το να καβαλήσω το άλογό μου σε κάποιο υπαίθριο στούντιο του Χόλιγουντ. Τον ευχαρίστησα ένθερμα. Όταν έφτασα στο σπίτι μου ήπια το ουίσκι της, πήρα κι άλλο λίγο σπιντ, άκουσα Clash με ακουστικά νιώθοντας την δίκαιη οργή που αναβλύζει από τον ήχο που κάνουν στο πεζοδρόμιο οι μπότες όλων εμάς των μειονοτήτων της εργατικής τάξης. Έπειτα σχημάτισα το νούμερό της. Δεν ήταν σπίτι. Όταν το είπα σε ένα φίλο μου καναδυό μέρες αργότερα, απλώς γέλασε και μου είπε, «Άφησες μια μπεκρού να σε πάει σπίτι της. Και λοιπόν;» Μα. κατάφερα να το παίξω σκληρός για μια νύχτα, έκανα κάτι που θα μπορώ να το λέω στα εγγόνια μου καθώς θα με κοιτάζουν με γουρλωμένα μάτια γύρω από το τζάκι, οπότε σάλτα και γαμήσου, τα λες επειδή ζηλεύεις που εσένα δεν σε έχουνε περάσει ποτέ για τον Σόνι Μπάργκερ, τον πολέμαρχο των Αγγέλων της Κόλασης. Όμως πήρα ένα πολύτιμο μάθημα, που με έπεισε ότι αυτό που όλοι οι χίπηδες ονομάζουν κάρμα υπάρχει στ’ αλήθεια. Την επόμενη κιόλας νύχτα, είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, κάποιος έκλεψε το μαύρο μου πέτσινο από την γκαρνταρόμπα του Bells.
Να ‘μαι λοιπόν εδώ, να συλλογιέμαι την Πρωτοχρονιά που πλησιάζει και θα μας οδηγήσει σε μια ολόκληρη νέα δεκαετία η οποία δίχως αμφιβολία θα ξεχειλίζει από μικρές εκπλήξεις πέρα από τη συνηθισμένη λίστα από οικονομικές-ηθικές κρίσεις, ρομαντικά παραστρατήματα που υπαγορεύει η εντροπία, ανακουφιστικές διολισθήσεις στον αυτισμό, κλπ. Φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να τηλεφωνήσω σε κάποια από τις πάνκισες-φιλοσόφους και να τη ρωτήσω αν θέλει να περάσει από δω με καναδυό ξυραφάκια ρεφενέ. Ή να καταταγώ στον Νέο Στρατό και να ζητήσω να με μεταθέσουν στην άνω Γροιλανδία. Ή ακόμα και να μετακομίσω πίσω στο Ντιτρόιτ και να ζητήσω από τη Λι Αν να με παντρευτεί ενώ θα ξανάπιανα δουλειά στο Creem, σαν παιδί για την αλληλογραφία. Οι δυνατότητες είναι ατελείωτες. Μην φαντάζεστε ότι αυτό το κομμάτι θα βοηθήσει στην αναβάθμιση του κύρους μου μεταξύ των κυριών, είτε την Πρωτοχρονιά είτε οποιοδήποτε άλλο βράδυ. Όμως έχει κι αυτό την πλάκα του∙ μπορεί να παντρευτώ τη μάνα μου. Αν με δεχόταν βεβαίως. Εμπρός λοιπόν, νιώστε αποτροπιασμό για τα κόλπα μου με το ποτό, πείτε με μισογύνη, μισάνθρωπο, κύριο Ρότζερς. Μόνο μη με καλέσετε καθυστερημένα στο πάρτι! Όλοι σας – από τον πρώτο ως τον τελευταίο – έχετε φερθεί εξίσου ηλίθια κάποια Πρωτοχρονιά ή κάποιες Πρωτοχρονιές, ή όλες τις Πρωτοχρονιές. Και φέτος θα το ξανακάνετε. Η περίσταση μοιάζει να βγάζει ό,τι χειρότερο από μέσα μας: Μίσος για τους εαυτούς μας, που ίσως πηγάζει από την πίεση που ασκεί επάνω μας η απλή επίγνωση ότι είμαστε άλλο «ένα χρόνο πιο γέροι και βουλιάζουμε πιο βαθιά στα χρέη» όπως λέει και στο Sixteen Tons αλλά δεν έχουμε καταφέρει τίποτα και στην πραγματικότητα μάλλον οπισθοδρομούμε∙ μίσος για την υπόλοιπη ανθρώπινη φυλή επειδή μας ξέρει από την καλή και την ανάποδη, ειδικά οι γυναίκες αν είσαι άντρας και το αντίστροφο, επειδή είναι σαν πόλεμος συμμοριών του δρόμου, «δέρνουμε τα παιδιά από την Ισπανία» κάθε σαββατοκύριακο, όπως είπαν οι Dictators. Όποιος βρίσκεται στην άλλη πλευρά του τοίχου σου δίνει κάτι να κάνεις όπως να του λιώσεις το κεφάλι, και δεν έχει σημασία σε ποια ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος ανήκει, όλα είναι εναλλάξιμα αν το καλοσκεφτείς. Υπάρχει πολύ ανεξέλεγκτη οργή στον αέρα αυτή την εποχή και η Πρωτοχρονιά είναι απλώς μια καλύτερη δικαιολογία για να την αφήσεις να ξεσπάσει. Βεβαίως αυτό σημαίνει ότι θα καταλήξεις ένας σιχαμερός υπάνθρωπος ο ίδιος, αλλά αυτό είναι το ζήτημα. Η μοναδική εναλλακτική μπροστά σε όλα αυτά τα φληναφήματα περί «ανθρώπινης αξιοπρέπειας» είναι η παλιά ρήση σχετικά με τη διάσχιση του Μεσημβρινού, η απόλυτη απομόνωση (πάντα μια καλή κίνηση όπως και να χει), ή ίσως –το πιο συνετό- να ΕΝΔΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΦΕΡΘΕΙΣ ΣΑΝ ΕΝΑ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΟ, ΣΙΧΑΜΕΡΟ ΚΑΘΑΡΜΑ. Και ίσως αν όλοι μεθύσουμε αρκετά ώστε να έχουμε διαλείψεις τόσο αδιαφανείς και παρατεταμένες που να μη θυμόμαστε όλα τα αποτρόπαια πράγματα που είπαμε και κάναμε ο ένας στον άλλον, να μην έχουμε ενοχές. Είτε αυτό, είτε επιτέλους θα σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον. Αν και αυτό μπορεί να είναι το όνειρο ενός αθεράπευτου οπτιμιστή. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, μπορεί να οργανωθεί ένα εναλλασσόμενο πείραμα στην συμμετοχική δημοκρατία όπου θα συμφωνούσαμε όλοι εκ των προτέρων πως όταν θα ξυπνούσαμε την Πρωτοχρονιά θα φροντίζαμε να υπάρχουν χίλια μπουκάλια ουίσκι γύρω από το κρεβάτι και έπειτα θα μπορούσαμε αμέσως να ξεκινήσουμε πάλι από την αρχή, γρήγοροι σαν ολυμπιονίκες σε συσκευασίες δημητριακών, προτού κάποια από αυτές τις εφιαλτικές εμπειρίες επιστρέψει. Και επιπλέον, ας μη σηκωθεί κανείς, από ακτή σε ακτή, ας μη σηκωθεί κανείς, απλά ας παραμείνουμε πάνω από τα σκεπάσματα ή κάτω απ’ αυτά, η επιλογή ανήκει στον καθένα, ας μείνουμε όλοι μαζικά στα κρεβάτια μας μέχρι την Πρωτοχρονιά του 1990. Έχουμε δουλέψει σκληρά για να ευτελίσουμε και να καταστρέψουμε όλα αυτά για τα οποία νοιαζόμαστε, και μας αξίζει μια καλή πουριτανική ανάπαυση. Όπως είπε ο Γκορ Βιντάλ στον Τενεσί Γουίλιαμς όταν εκείνος του ομολόγησε ότι κοιμόταν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, «Δεν έχασες και τίποτα».
Village Voice, 26 Δεκεμβρίου 1979
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΤΟ MERLIN'S
Ο Lester Bangs για το "Αstral Weeks" του Van Morrison
KRAFTWERKFEATURE: Τη μέρα που ο Lester συνάντησε τους Kraftwerk...
Οι θορυβώδεις υπέρμαχοι της λευκής κυριαρχίας