Γράφει ο Γιώργος Τσέκας*
Δεν υπήρχε καλύτερος στο να λέει ανέκδοτα από τον Λου. Για κάθε άνθρωπο που συναντούσε είχε να κάνει μια πλάκα, να σκαρφιστεί μια ιστορία και να κάνει όλη την παρέα να γελάσει. Αγαπημένη του ατάκα ήταν «ένα άλογο μπαίνει στο μπαρ»… φράση που ξεκινάνε τόσα και τόσα ανέκδοτα. Κάθε Παρασκευή ή Σάββατο βράδυ όταν μαζευόντουσαν στο μπαρ της la strada Sovietica Unica 82 μετά το πρώτο ποτό, άρχιζαν τα αστεία και τα ανέκδοτα που πάντοτε ξέφευγαν και γύριζαν στο σεξ και το σόκιν.
Ο Λουίτζι είχε γεννηθεί το 1952 σε ένα προάστιο του Τορίνο και το πρώτο πράγμα που θυμάται από την ζωή του είναι να κλωτσάει μια μπάλα και να φοράει μια γκρενά φανέλα που του είχε ράψει η μάνα του από ένα σεντόνι που είχε αγοράσει από μια τσιγγάνα. Ο Μπρούνο είχε γεννηθεί το 1936 σε ένα γραφικό ορεινό χωριό του Πιεμόντε και το μόνο που θυμάται από την παιδική ηλικία του, ήταν την μάνα του να κλαίει και να θρηνεί τον πατέρα του, που είχαν χάσει το 1940 στα βουνά της Αλβανίας και να καταριέται τον Μουσολίνι και τους φασίστες. Ο Λουίτζι είχε μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία όσο χαρούμενα ήταν τα καρβουνιασμένα και φτωχικά χρόνια εκείνα στην μεταπολεμική Ιταλία, με τον πατέρα να μπαινοβγαίνει στα κρατητήρια και ενίοτε στα ξερονήσια εξορία, απλά γιατί ήθελε να βλέπει κόκκινη την Ανατολή του ηλίου κάθε μέρα. Ο Μπρούνο δεν είχε ουσιαστικά υπάρξει ποτέ παιδί. Βίαιη ενηλικίωση, όπως την βίωσε η πλειονότητα των boomers στην Δύση, που ένας ψυχολόγος εύκολα θα βάφτιζε γενεσιουργό αιτία συναισθηματικών κενών. Κενά που θα προσπαθούσε να καλύψει ο αγώνας του για μια πιο δίκαιη ζωή και κοινωνία. Αμφότεροι γράφτηκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας τέλη της δεκαετίας του εξήντα. Ο πατέρας του Λουίτζι τον έβαλε στο εργοστάσιο της Φίατ μετά από πολύ κόπο και σαν επιβράβευση της εργατικότητας του και παρά την έντονη συνδικαλιστική του δράση. Ο Μπρούνο μπήκε στη δουλειά από το κόμμα που ήθελε δικά του άτομα μέσα στα συνδικάτα που σιγά-σιγά μαύριζαν από υποτακτικούς της εργοδοσίας και άλλαζαν τη μορφολογία του προλεταριάτου αλλά και τους συσχετισμούς στους εργασιακούς χώρους. Η πολιτική ζωή σε ολόκληρη τη Δύση ήταν ανάστατη με δικτατορίες μέσα στην Ευρώπη, δημοκρατίες της μπανάνας στην Λατινική Αμερική και μια μαμά Ρωσία ανήμπορη να σηκώσει τον ηγετικό ρόλο που της φόρτωσε η Ιστορία στους ώμους της, βλέποντας πιο βατό να πνίξει με το χαρτί, την σφραγίδα και την τζίφρα την πρωτοπορία της εργατιάς. Όσο λοιπόν η γραφειοκρατία σαν φίδι έτοιμη να τυλίξει το κορμί του επαναστατικού νεογνού, την ίδια ώρα και αυτό δεν ήταν ακριβώς ο ημίθεος Ηρακλής για να παλέψει και να κερδίσει, αλλά βολεύτηκε με την θνητή φύση του και αφέθηκε σε έναν βασανιστικά αργό θάνατο μέχρι το τέλος της ιστορίας κάπου στα 1989…αυτό όμως ήταν το μέλλον και το παρόν τώρα φλέγονταν, όπως έκαιγαν τα στήθη των εργατών, φοιτητών και διανοουμένων σε όλη τη Γη. Έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν το δρόμο προς το ενωμένο κομμουνιστικό κόμμα μετά τις φωτιές που άναψε η προβοκατόρικη σφαγή των ακροδεξιών στον Σταθμό του Μιλάνο.
Σχεδόν επτά χρόνια στους αγώνες σε πορείες σε απεργίες σε συμπλοκές με την αστυνομία και τα σκυλιά του συστήματος, τους ακροδεξιούς αρουραίους που βγαίνανε από τους υπονόμους για να κρατηθεί ο καπιταλισμός στα πόδια του. Από το 1971 μαζί και στο εργοστάσιο της Φίατ στο Τορίνο. Ο Μπρούνο είχε σαν γιο στη φάμπρικα τον Λουίτζι και οι δυο τους αχώριστοι παντού, εκτός από τις Κυριακές το μεσημέρι μιας και ο Μπρούνο ήταν Γιουβεντίνος σε αντίθεση με σχεδόν όλο το εργοστάσιο που ήταν αντίθετο με το αφεντικό που είχε στην ιδιοκτησία του εκτός από την Φίατ και την ασπρόμαυρη ομάδα. Ο Μπρούνο δεν θα μάλωνε με το αγαπημένο του φίλο και συνάδελφο για ένα παιχνίδι, αλλά και οι δυο ενίοτε έφταναν τον άλλον στα όρια του με τα πειράγματα ή και την γκρίνια τους. Άλλωστε ήταν γνωστά τα καλαμπούρια μεταξύ τους και ο Λουίτζι που είχε έφεση να σκαρώνει ψεύτικες και σπαρταριστές ιστορίες, αλλά και να λέει με επιτυχία ανέκδοτα προσαρμοσμένα στον κάθε αποδεκτή του πειράγματος. Όλοι θυμόντουσαν εκείνο με το μουλάρι και τον ταύρο, όπου ο ταύρος (που είναι και έμβλημα της αγαπημένης του Τορίνο) έδειχνε σε ένα μουλάρι την συλλογή από μετάλλια και κύπελλα από νίκες του σε πρωταθλήματα και Ολυμπιάδες για να παινευτεί και το καημένο το μουλάρι έδειξε μια φωτογραφία από μια ζέβρα και είπε στον απορημένο ταύρο πως «είναι από τότε που έπαιζα στην Γιούβε!»…ποσά γέλια κάνανε όλοι στο προαύλιο του εργοστασίου πριν φύγουν για τα σπίτια τους εκείνο το απόγευμα.
Τους τελευταίους μήνες ο Λουίτζι είχε χωθεί για τα καλά στα κινήματα και τις δράσεις. Ο Μπρούνο πάντως κρατούσε αποστάσεις και άρχιζε να έχει μια διαφορετική ρητορική και μια πιο συντηρητική τάση. Άρχιζε να δικαιολογεί το κράτος που μέχρι πρότινος έμοιαζε ο απόλυτος εχθρός, ενώ έβλεπε με συμπάθεια την συμφιλίωση και τον ιστορικό συμβιβασμό και αμφισβητούσε ανοικτά την προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης και μιλούσε ανοικτά πως η Ιταλία άνηκε στη Δύση και πόσο διαφορετική κουλτούρα είχαν οι Ρώσοι, οι Κινέζοι και όλοι οι Ανατολικοί όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Ο Λουίτζι κατανοούσε πως ο φίλος του έβγαζε μικροαστικές ανησυχίες και από την κόπωση του αγώνα και από το βόλεμα σε μια πιο καλή θέση που είχε πλέον στο εργοστάσιο και την μικρή αλλά σεβαστή αύξηση του μισθού του, αλλά θεωρούσε πως ένα μεγάλο χτύπημα στον εχθρό είτε με νόμιμους είτε από την παρανομία θα τον έκανε να νιώσει και πάλι την κάψα της επανάστασης ή πάλι πίστευε πως ένα απλό νομοσχέδιο να κατέθεταν οι χριστιανοδημοκράτες που θα έβλαπτε την εργατική τάξη (όπως η πλειονότητα των νομοθετημάτων τους), που θα έφερνε στα λογικά του τον Μπρούνο. Ο οποίος Μπρούνο όμως είχε αλλά σχέδια για το τομάρι του. Ήδη στο κόμμα δεν είχε εμφανιστεί σε καμία πρόσφατη εκδήλωση, ούτε σε κάποιο επιμορφωτικό κάλεσμα, ενώ ξεχνούσε συνέχεια τα ραντεβού για αφισοκόλληση ή για να βάψουν κάποιο τοίχο με συνθήματα, συχνά με την κάλυψη του Λουίτζι που σαν καλός φίλος δεν άφηνε τον φίλο του εκτεθειμένο στα μάτια των άλλων συντρόφων. Τα ψέματα δεν είναι πάντα αθώα, ούτε οι ενέργειες μας, έτσι αυτή η κάλυψη πολλές φορές γινόταν για να μην ρωτάει πολλά και ο Μπρούνο για το που πάει μέρα παρα-μέρα ο Λου μιας και η ένταξη του σε μια Φράξια -που αργότερα θα ενωνόταν με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες-, έγινε μυστικά από τον Μπρούνο, αφού ενδόμυχα έβλεπε την απομάκρυνση του φίλου. Αν και δεν φανταζόταν την 180 μοιρών στροφή και την αποστροφή του στο κόμμα και τις ιδέες του.
Ήταν τέλη του Μαρτίου του 1976 και η Τόρο ήταν κοντά να στεφθεί πρωταθλήτρια ξανά μετά το μακρινό 1949. Τα δυο προηγούμενα χρόνια η ισόβια πρωταθλήτρια, ασπρόμαυρη ομάδα και αγαπημένη του κεφαλαίου Γιούβε, είχε εξασφαλίσει τον τίτλο αφήνοντας δεύτερη την Τόρο, αλλά φέτος η μικρή ασπίδα βαμμένη με τα χρώματα της Ιταλίας θα ράβονταν στην γκρενά στολή ή έτσι πίστευαν και εύχονταν οι φίλοι της. Το Σάββατο εκείνο η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει στο Τορίνο και η μουντάδα είχε απλωθεί στους πρόποδες των Άλπεων, όπως τις περισσότερες υγρές μέρες του χειμώνα που δεν έλεγε να φύγει ακόμα και τώρα. Το ακουστικό στο μαύρο τηλέφωνο με τα λευκά νούμερα στο καντράν χοροπηδούσε σαν ψάρι που το τσουρουφλίζει το λάδι στο τηγάνι κάθε φορά που το εκνευριστικό κουδούνι του σε κάθε χτυπούσε στο γραφείο του προϊσταμένου βάρδιας πλέον από τον Γενάρη Μπρούνο, εδώ και πολύ ώρα αλλά κανένας δεν ήταν εκεί να το σηκώσει. Η παραγωγή ήταν σε φουλ ρυθμούς και τα μηχανήματα ξερνούσαν ένα εκκωφαντικό θόρυβο που ανακατεύονται ο βρυχηθμός των μηχανών και η σύγκρουση των μετάλλων με την θερμοκρασίας να έχει ανεβεί επικίνδυνα στον χώρο. Και πάλι φάνταζε πολική μπροστά στην θερμοκρασία που είχαν στο κεφάλι οι εργάτες που περίμεναν το αυριανό ντέρμπι σαν την μητέρα όλων των μαχών. Τα ήρεμα αστειάκια είχαν πάρει την θέση τους σε χοντράδες αλλά και πάλι η ένταση δεν εκτονωνόταν. Την έκρυθμη κατάσταση μια αλλαγή στο θέμα συζήτησης από ποδοσφαιρικό σε πολιτικό ήταν ένα ανόητο όσο και ολέθριο λάθος. Η επιμονή της γυναίκας του Λουίτζι να βρει τον σύζυγο της στο τηλέφωνο ήταν ενοχλητική αλλά τόσο ανθρώπινη και συγκινητική. Μετά από αρκετές προσπάθειες επιτέλους της απάντησε και εκείνη του χάρισε έναν ουρανό από όνειρα και μια ακατανίκητη επιθυμία να δακρύσει από χαρά. Ήταν έγκυος και τον Ιούλιο θα γεννούσε. Ποσό ανόητος ήταν πριν που μάλωνε με τους συναδέλφους του για ένα πετσί με αέρα. Σκούπισε τα δάκρυα του και αφού ήπιε ένα ποτήρι νερό, πήγε με γρήγορο βήμα στο τμήμα συγκόλλησης για να πει τα μαντάτα στους συναδέλφους και κυρίως στον Μπρούνο. Καθώς πλησίαζε άκουσε μια φωνή στεντόρεια και σίγουρη να ακούγεται έρημη αντικαθιστώντας Την βοή του όχλου που γέμιζε την αίθουσα πριν φύγει για να ακούσει τα χαρμόσυνα και οι άλλοι βουβά να την ακούνε με προσήλωση. Στάθηκε ακουμπώντας με την πλάτη στην σιδερένια κολώνα στην άκρη της αίθουσας κοιτώντας ποτέ χαμηλά το πάτωμα και ποτέ μια τον ομιλούντα ποτέ τους ακροατές του. Άφησε να τελειώσει τον λόγο του και να ολοκληρώσει μεγαλόστομα «ξύπνησα επιτέλους και κατάλαβα ποσό κορόιδο ήμουνα και πίστευα στον κομμουνισμό και τον Μπερλινγκουέρ . Ποσό χαζός και στενόμυαλος να χάψω τα ψέματα της Μόσχας. Τι έκανα τόσα χρόνια φίλοι μου έσκασα το λάκκο μου τι έκανα τόσα χρόνια ο δόλιος ποσά χρόνια έχασα …; Σκεφτείτε πόσα!»
Αμέσως πήρε τον λόγο πριν προλάβουν τα ευήκοα ώτα βρουν συμμάχους τα γρασαρισμένα χέρια και το θολωμένο μυαλό των ακροατών του Λουίτζι δώσει εντολή για χειροκροτήματα και επιφωνήματα συγκατάβασης.
-«Αγαπητοί μου τι ωραία πάσα μου έδωσε ο αιώνιος φίλος μου και μέχρι πριν από λίγο πίστευα και σύντροφος. Μου θυμίζει τον Francesco Graziani που σερβίρει στο πιάτο τα γκολ στον Paolino Pulici και η Γκρανάτα μας προελαύνει προς το Σκουντέτο. Μου ήρθε βλέπετε στο μυαλό ένα ανέκδοτο. Ήταν λέει δυο επιβήτορες δυο αρσενικά παλιάς κοπής που δεν άφηναν θηλυκιά γάτα. Ο Τοτό και ο Μπρούνο. Όποτε οι δυο φίλοι αφού ζευγάρωσαν με τόσες πολλές γυναίκες που κουράστηκαν να ρουφούν τη ζωή από αυτές κάποια στιγμή σε μια από τις πολλές συζητήσεις τους έριξαν την ιδέα να δοκιμάσουν να πάνε και με έναν άντρα. Και τι καλύτερη ιδέα από το να ψάχνουν για παρτενέρ στα γεράματα από το να γίνουν εραστές μεταξύ τους αλλάζοντας ρόλους κάθε φορά.»
Αμέσως έσκασαν όλοι στα γέλια, όμως ο Λου δεν τους άφησε να πάρουν ανάσα:
-«Mη γελάτε ανόητοι χαλάτε το τέλος που είναι σπαρταριστό, μην γελάτε και μου θυμώσει ο καλός μου Μπρούνο. Ασήμαντη λεπτομέρεια μια συνωνυμία χωρίς ουσία. Ελάτε συγκεντρωθείτε παιδιά», προσπάθησε να τους επιβάλλει την τάξη. Και συνέχισε ενώ όλη την ώρα ο Μπρούνο έκανε τον με αγωνία να ακούσει την συνέχεια , αν και μέσα του έβραζε από θυμό. Ο Λου συνέχισε:
-«… και ενώ οι δυο εραστές ήταν πάνω στην ερωτική πράξη με τον Μπρούνο να δέχεται στα τέσσερα την στοργή και την αγάπη του φίλου του αυτός δάκρυσε και ο Τοτό τον ρώτησε τι έχει και αν πρέπει να σταματήσει γιατί τον πονά. -Όχι αγαπημένε μου Τοτό δεν κλαίω από πόνο αλλά γιατί σκέφτομαι τα χρόνια που χάσαμε …» είπε ο Λουίτζι με την φωνή του αλλαγμένη και κλαψουρίζοντας, περιπαίζοντας και άλλο τον Μπρούνο και ειρωνευόμενος την προηγούμενη ομιλία του προς τους συναδέλφους του.
Σκηνές αλλοφροσύνης και δυνατά γέλια κάλυψαν τον εκκωφαντικό θόρυβο από τις μηχανές που λες και σώπασαν και αυτές να ακούσουν τα γέλια, αλλά και την απάντηση του Μπρούνο. Ώριμα όμως αυτός έκανε ένα προσποιητό γέλιο και αγκάλιασε τον φίλο του, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, και με ένα χτύπημα στην πλάτη τους έδωσε να καταλάβουν με έξυπνο τρόπο πως διασκέδασε με το αστείο του και πως το χωρατό του δεν τον άγγιξε.
Η ώρα είχε περάσει όμως και σιγά-σιγά όλοι πήγαιναν να τελειώσουν τις τελευταίες μικροδουλειές τους για να ολοκληρωθεί η σημερινή τελευταία βάρδια. Ο Μπρούνο έφυγε βιαστικά και ο Λουίτζι δεν πρόλαβε να του πει τα νέα που θα άλλαζαν και λίγο το κλίμα μεταξύ των δυο αντρών και μαλάκωνε τις καρδιές τους. Κάπου στις επτά και μισή το βράδυ ο Λουίτζι πάρκαρε το πάντα βρώμικο και ακόμα ανεξόφλητο Lancia Fulvia του 1968 που πήρε με δάνειο από την Εθνική Αγροτική Τράπεζα. Η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει και μαστίγωνε τους δρόμους του Τορίνο. Μόλις έβαλε το κλειδί στην πόρτα για να κλειδώσει το αυτοκίνητό του, τρεις μαυροφορεμένοι με ζιβάγκο και σκούφο του επιτέθηκαν με σιδερένια ρόπαλα, χτυπώντας τον με λύσσα στο κεφάλι και το κορμί του. Ήταν τέτοια η μανία τους που το όμορφο κεφάλι του Λουίτζι είχε ανοίξει στα δυο και το έλουζε το πηχτό αίμα που ξεπηδούσε από τα βαθιά και βίαια τραύματα του. Κι όμως, σηκώθηκε όρθιος και τότε ένας εκ των δειλών τον πυροβόλησε και αμέσως σκορπίστηκαν μέσα στα σοκάκια. Ο ήχος της μανιασμένη βροχής κάλυψε τον κρότο του πιστολιού. Σε ελάχιστες στιγμές ο πόνος είχε σβηστεί και ο κόρες των ματιών του είχαν γυρίσει ώστε ένα ανατριχιαστικό λευκό κρύψει το βλέμμα του. Μάταια η Εβίτα τον περίμενε… λίγο πριν τις εννέα και μέσα στην ακατάπαυστη καταρρακτώδη βροχή κατέβηκε στην είσοδο του κτιρίου που στεγαζόταν το μικρό τους διαμέρισμα. Όταν άκουσε τις σειρήνες άρχισε να τρέχει και να ακολουθεί το περιπολικό και το ασθενοφόρο, μέσα της ήξερε… έπιασε την κοιλιά της, τα χέρια της έτρεμαν… έπεσε κάτω. Δεν μπορούσε να σηκωθεί. Απόμεινε πεσμένη στον δρόμο ανήμπορη να κάνει το οτιδήποτε, πέρα από το να θρηνεί. Δεν χρειαζόταν να της πουν. Ήξερε. Ένα επερχόμενο αυτοκίνητο σταμάτησε την τελευταία στιγμή πριν πέσει πάνω της, με τα φρένα να τσιρίζουν και τον οδηγό του εντελώς σαστισμένο από το συμβάν. Δεν την ένοιαζε.
Την άλλη μέρα ο ήλιος έκαιγε και δεν θύμιζε τίποτα το χτεσινό υγρό σκηνικό. Η Τορίνο κέρδισε με 0-2 μέσα στο Κομμουνάλε και αποδείχθηκε πιστή στο ραντεβού της με την Ιστορία. Ο Μπρούνο ήταν ο πρώτος που στάθηκε στο πλευρό της χήρας του φίλου του, σε μια τελετή που η οργή και η υποκρισία περίσσευαν. Ο πόνος όχι, δεν περίσσευε. Ποτέ δεν είναι αρκετός. Γιατί η απώλεια ενός ανθρώπου που αγαπάς δεν θα γίνει ποτέ ένα στατιστικό, όσα θύματα, ήρωες, νεκρούς και μάρτυρες και αν μετρήσει η εργατιά, πάντα θα είμαστε εκεί για να τα μνημονεύουμε για τα σπουδαία, να τα θυμόμαστε με το χαμόγελο, και για να μας εμπνέουν, όχι απαραίτητα σαν τον Τζουζέπε Πινέλι, αλλά σαν οδηγός και σαν πυξίδα για τον μονοπάτι της ζωής που ο καθένας διαλέγει να περπατήσει.
Πέρασαν τρία χρόνια σχεδόν από το φονικό και κάποιος ίσως περίμενε να συνεχίσει το θέατρο του παραλόγου ο Μπρούνο και να συμπεριφέρεται σαν να μην συναινεί τίποτα. Κάποιοι πιο θαρραλέοι ίσως να περίμεναν μια εντελώς άλλη ρότα, αυτή της μια μεταμέλειας, ίσως μια παραδοχή της ευθύνης από τον Μπρούνο, να είναι πιο μαζεμένος από τις ενοχές και γιατί όχι να αποζημιώσει με κάποιο τρόπο, όχι φυσικά με χρήματα, για να λυτρωθεί, την χήρα με το ορφανό της. Αντ’αυτού γινόταν κάθε μέρα και πιο σκληρός και είχε περάσει από την λεκτική βία ακόμα και σε χειροδικία ειδικά στις βραδινές βάρδιες που ‘μέναν λίγοι και κυρίως αυτοί που είχαν μεγάλη ανάγκη τα χρήματα και έτρεμαν στην ιδέα της απόλυσης. Στο μπαρ είχε απομείνει μόνος, άλλωστε οι περισσότεροι τον απέφευγαν και για την βίαιη και αυταρχική συμπεριφορά του, αλλά και για την υποψία που είχαν πως συνδεόταν με τον φόνο του Λουίτζι.
Εκείνο το Σάββατο, Φλεβάρη του 1979 το εργατικό κίνημα ήταν υποτονικό και διαιρεμένο και η διάθεση για επανάσταση στους περισσότερους σε χειμερία νάρκη, μιας και είχε δεχθεί μεγάλο πλήγμα από την διαφαινόμενη εξάρθρωση των Ερυθρών Ταξιαρχιών την εκτέλεση του Μόρο και τον ιστορικό συμβιβασμό που έβαζε ταφόπλακα στην εξερεύνηση της Ουτοπίας. Αποκριές και το κλίμα στην πόλη ήταν εξόχως γιορτινό με τους μασκαρεμένους να είναι λίγοι περισσότεροι από τους μασκαράδες της αστικής τάξης που κρατούσαν δέσμια την κοινωνία στις αγορές, την Πλουτοκρατία και τις τράπεζες. Οποία στολή και να σκεφτείς την έβλεπες με μια διάθεση ηδονιστική ο κόσμος ξεφαντώνει ντυμένος νεκροθάφτες, δράκουλες, Βαλεντίνα, ιππότες, άντρες ντυμένοι νοσοκόμες και πόρνες, Ινδιάνοι και μπαλαρίνες, φορώντας μάσκες πολιτικών με τον Αντρεότι και τον Ανιέλι να κυριαρχούν και μην ακούω πως ο Ανιέλι δεν είχε σχέση με την πολιτική αυτός κυβερνούσε τι εννοείτε δεν ήταν πολιτικός;
Ο Μπρούνο άφησε την γυναίκα του στο σπίτι με τις δυο του κόρες και βγήκε μόνος του για ποτό. Το μπαρ «Naufragio» που σημαίνει ναυάγιο στα Ιταλικά, μάζευε αρκετούς πνιγμένους που τα πνευμόνια τους μπορεί να μην είχαν γεμίσει θαλασσινό νερό, αλλά το αλκοόλ που καταναλώνανε ήταν αρκετό να γεμίσει τον Πάδο. Η καρέκλα στο μπαρ ήταν άδεια και περίμενε τον κώλο του Μπρούνο να κάτσει και να παραγγείλει ένα Jameson. Σιχαινόταν αυτούς πίνανε κρασί στα μπαρ, ειδικά αυτούς που σύχναζαν στα απεριτίβο με τους πλούσιους μπουφέδες και με κάθε ποτηράκι κρασί έτρωγαν σαν νηστικοί. Αυτός ήταν πιο αυστηρός στο ποτό, ένα καπηλειό για κρασί και ένα αμερικανικό μπαρ, όπως τα βάφτιζε, για ροκιές και ουίσκι. Βότκα δεν έβαλε στο στόμα του μετά το φονικό, γιατί του θύμιζε τον Λου που το κατέβαζε σαν ήρωας του Τολστόι. Η γιορτινή ατμόσφαιρα των δρόμων είχε περάσει και το κατώφλι του μπαρ και η μουσική παραήταν εύθυμη για τα γούστα του. Δεν ήθελε και πολύ για να χαλαστεί όποτε η διάθεση του ήταν εντελώς σε άλλη ψυχολογική διάθεση από τους υπόλοιπους θαμώνες. Η παρέα δίπλα του έφυγε μόλις συνειδητοποίησε πως ήταν σχεδόν μεθυσμένος και συνέχεια έβριζε και καταριόταν τους πάντες και τα πάντα έστω και αν η μουσική και οι φωνές δεν άφηναν την καταθλιπτική οργή που ξεγύμνωνε την ερημιά του να μιζεριάσει το σκηνικό. Στις τρεις άδειες καρέκλες αριστερά του ήρθαν και κάθισαν τρεις μασκαράδες ντυμένοι καουμπόηδες. Ο ένας μάλιστα ήταν σερίφης. Με το χαρακτηριστικό χρυσαφένιο αστέρι καρφωμένο στο δεξί του πέτο από το ψευτοδερμάτινο γιλέκο του. Τα κρόσσια που κρέμονταν οι μητέρες μπότες και τα λευκά καπέλα είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον όλων πλην του Μπρούνο που ρίχνοντας ένα. Κόμμα βάλε να δει μήπως αναγνωρίσει κανέναν πίσω από τα μαντήλια που είχαν πάνω από την μύτη και μέχρι το ύψος των ματιών οι τρεις καουμπόηδες.
Και εκείνη την ώρα μπαίνει ένα άλογο μέσα στο μπαρ. Ένας τύπος με καφέ ολόσωμη στολή και μια σέλα στην πλάτη και μια περούκα μαύρη με παραμάνα στα κωλομέρια να κάνει την ουρά περπατάει διασχίζοντας το μπαρ και ζητά από τους καουμπόηδες να κάνουν χώρο να καθίσει. Στα χέρια κρατάει μια καραμπίνα. Η μουσική σταματάει ενώ το μαγαζί σείεται από τα γέλια και ο Μπρούνο πριν προλάβει να πει, να σκεφτεί ή να νιώσει κάτι βλέποντας τον κόσμο να κρέμεται από τα χείλη του αλόγου το ακούει να λέει
-«Ξεχάσατε το όπλο σας και με αφήσατε έξω χωρίς νερό δεμένο δίπλα από ένα μουλάρι. Ωραία αφεντικά είστε. Αλλά ξέχασα είστε τσιράκια των αφεντικών δεν είστε αφεντικά, σκουπίδια είστε πουτάνας γιοί, ρουφιάνοι.» .
Με το που γυρίζει ο Μπρούνο με θυμό έτοιμος να αρπαχτεί με την παρέα των χαβαλετζήδων, αφού νιώθει πως όλο αυτό το θέατρο στήθηκε για αυτόν ακούει τον κρότο από την καραμπίνα που άδειασε πάνω του. Ακαριαία οι τρεις καουμπόηδες σαν πιστολάδες της άγρια Δύσης τραβάνε τα πιστόλια τους από την ζώνη που αποδείχθηκαν αληθινά και όχι ψεύτικα σαν το σήμα του σερίφη και σημαδέψουν τον Μπρούνο που έχει πέσει κάτω από τον πρώτο πυροβολισμό και ήδη κείτεται νεκρός.
Κανείς δεν σταμάτησε τους τέσσερις φίλους, κανείς δεν εμπόδισε την φυγή τους. Εκτός από κάποιες γυναίκες που ούρλιαζαν από φόβο οι υπόλοιποι ανακουφισμένοι κρεμούσαν τους υπόλοιπους και ήρεμα έφυγαν προς τα σπίτια τους. Η αστυνομία κλήθηκε μετά από δέκα λεπτά και ενώ το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο. Νομίζω πως ο Λου όταν μας έλεγε τις ιστορίες με το άλογο που έμπαινε στο μπαρ αυτό ήταν λευκό και πάντα παράγγελνε. Ασήμαντη λεπτομέρεια μια ομοιότητα χωρίς ουσία που έλεγε και μια ψυχή…
* Η ιστορία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Metal Invader, Δεκέμβριος 2019
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Η Δικιά Μου «Τζούλια» Γυμνή Στο Γραφείο Του...