Γράφει ο Nikolai Polikarpov
«Δίχως τη μουσική η ζωή θα ήταν ένα λάθος», έλεγε ο σημαντικός -αλλά στερημένος από ζωή- φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε. Κι αν αυτή η φράση ισχύει για έναν άνθρωπο που έζησε εγκλωβισμένος στο χαρτοβασίλειο του κόσμου των ιδεών, τότε αποκτά ακόμα μεγαλύτερη ισχύ γι’ αυτούς που γέννησαν τη μουσική τους από την ίδια τους τη σάρκα και το αίμα, γι’ αυτούς που την έκαναν βίωμα αξεχώριστο από τη βάναυση καθημερινότητα, με την οποία τους καταδίκαζαν οι λευκοί δεσπότες τους. Το μπλουζ δεν είναι ένα απλό είδος μουσικής. Είναι πρώτα απ’ όλα η φωνή του σκλαβωμένου μαύρου λαού, η φωνή που τραγούδησε τις δυσκολίες, τις πίκρες, τις απογοητεύσεις, τη νοσταλγία, την ελπίδα της χειραφέτησης, την εξέγερση, τους έρωτες, αλλά και τις παρεκτροπές ενός λαού καθηλωμένου στη λάσπη της υποδούλωσης, που επέμενε ωστόσο να κοιτάζει τον ουρανό. Στο κείμενο αυτό θα κάνουμε μια μικρή περιήγηση στην ιστορία της μπλουζ, με βοηθήματα το βιβλίο του Γ.Ν. Σχορετσανίτη: Τα νέγρικα μπλουζ και οι ιατρικές τους αναφορές (εκδόσεις Οδός Πανός) και τις πολύτιμες και πολύ χρήσιμες σημειώσεις που μου έστειλε η φίλη Αμαλία.
Η εποχή της δουλείας με τη μεταφορά σκλάβων από τις ακτές της Αφρικής στην Αμερική ξεκινά επίσημα στις αρχές του 17ου αιώνα, αν και εντοπίζονται και προγενέστερες περιπτώσεις στην αγγλική αποικία της Βιρτζίνια. Περισσότεροι από 8 εκατομμύρια σκλάβοι μεταφέρθηκαν από τις πατρίδες τους έως τις αρχές του 19ου αιώνα, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από τις άθλιες συνθήκες που αντιμετώπιζαν στα ταξίδια, καθώς τα ποσοστά θνησιμότητας έφτασαν στο 15-20%. Η επίσημη απαγόρευση της εισαγωγής σκλάβων ήρθε το 1808, ωστόσο η ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας και η ανάγκη για φθηνά και χωρίς δικαιώματα εργατικά χέρια οδήγησε στην πώληση περισσότερων από 1 εκατομμύριο σκλάβων στον «βαθύ Νότο». Οι σκλάβοι δεν ήταν ανθρώπινα όντα αλλά περιουσιακά στοιχεία των ιδιοκτητών τους. Η πειθάρχησή τους στους κανόνες της νέας τους ζωής γινόταν μέσω της άσκησης «προληπτικής» ή τιμωρητικής βίας πάνω στα σώματά τους (μαστιγώματα, ξυλοδαρμοί, βιασμοί) και μιας σειράς απαγορεύσεων, όπως το να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα.
Η «απόδραση» από αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον γινόταν μέσα από τελετουργικές τελετές που κουβαλούσαν οι ξεριζωμένοι σκλάβοι από τις μακρινές πατρίδες τους. Τα τελετουργικά αυτά από τη μία είχαν θρησκευτικό προσανατολισμό και από την άλλη διατηρούσαν τη μνήμη της καταγωγής τους. Μέσα από τον χορό και το τραγούδι αποκτούσαν την αίσθηση κοινότητας και υπενθύμιζαν στους εαυτούς τους τις ρίζες τους και την απαγορευμένη μητρική τους γλώσσα. Η μουσικότητα έγινε μέσο επικοινωνίας στις αχανείς βαμβακοκαλλιέργειες και συχνά οι σκλαβωμένοι εργάτες τραγουδούσαν κατά τη διάρκεια της κοπιώδους δουλειάς τους. Από ένα σημείο και μετά η «ανταρσία» αυτή έγινε ανεκτή ή, ακόμα περισσότερο, υπήρξε ενθάρρυνση από τους λευκούς δεσπότες καθώς παρατηρούσαν πως με τον τρόπο αυτό αυξανόταν η αποδοτικότητα της εργασίας των σκλάβων. Όπως γράφει ο Γ. Σχορετσανίτης: «Το ύφος των μπλουζ στη μουσική προέρχεται από τους χώρους εργασίας των νότιων Ηνωμένων Πολιτειών. Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι τα μπλουζ ξεκίνησαν στα σπάργανα από την κραυγή ενός εργάτη μέσα στις βαμβακοφυτείες που γέμιζε τον ουρανό με ανάλογα συναισθήματα, και από την αντίστοιχη απάντηση του άλλου, τουτέστιν η κλήση και η απάντηση εξελίχθηκαν σε φράσεις και ολιγόλογα τραγούδια εργασίας που ωρίμασαν σταδιακά προς την κατεύθυνση των μπλουζ (…) Τα μπλουζ ήταν και είναι η τέχνη ενός πραγματικά καταπιεσμένου και ταλαιπωρημένου λαού, και η μουσική εκφράζει την αντίδρασή του σε μια τέτοια πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Η καταγωγή των μπλουζ μέσα από το δουλεμπόριο, την ολοήμερη εξουθενωτική εργασία, την καταπίεση και τον εξευτελισμό της προσωπικότητας των μαύρων και η ανάπτυξη και διάδοσή του, αντανακλά τις καθημερινές ψυχικές εντάσεις και φυσικά τη δυναμική της συνολικής διαδικασίας υβριδισμού μεταξύ της ξενόφερτης αφρικανικής και της αυτόχθονης αμερικανικής μουσικής».
Ο εμφύλιος πόλεμος ανακάτεψε την τράπουλα στις ΗΠΑ, καθώς το 1865 καταργήθηκε επισήμως η δουλεία. Ωστόσο, η επίσημη κατάργηση της δουλείας δεν σήμανε και την ταυτόχρονη απελευθέρωση του σκλαβωμένου μαύρου λαού, καθώς προβλέπονταν διάφορες εξαιρέσεις και «παραθυράκια» που έδεναν τη δυνατότητα στους λευκούς να συνεχίζουν ατύπως συνθήκες δουλείας σε εργασιακούς χώρους-κάτεργα. Από την άλλη, οι οπαδοί της δουλείας επανέκτησαν το χαμένο έδαφος και από το 1877 εξασφάλισαν την ψήφιση και εφαρμογή μιας σειράς δρακόντειων νόμων, οι οποίοι έμειναν γνωστοί ως «Νόμοι Jim Crow», που επέβαλαν τον φυλετικό διαχωρισμό και τον θεσμοποιημένο ρατσισμό. Οι νόμοι αυτοί επιβίωσαν μέχρι το 1965, ενώ αφήνουν το έντονο αποτύπωμά τους μέχρι σήμερα. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα το μπλουζ εξελισσόταν παράλληλα με τα βιώματα (ατομικά και συλλογικά) και τις ιστορικές εμπειρίες του καταπιεσμένου μαύρου λαού. Κουβάλησε τις μνήμες από το παρελθόν της σκλαβιάς και τραγούδησε το ανυπόφορο παρόν της «ελευθερίας» του θεσμοθετημένου ρατσισμού και της καταδίκης σε μια ζωή φτώχειας και αθλιότητας, όπου «τα πολλά όνειρα είναι ματαιότητα». Το μπλουζ γεννιόταν παντού: στις βαμβακοφυτείες, στα εργασιακά κάτεργα, στις φυλακές, στα τραίνα, στους αυτοκινητόδρομους του Μισισιπή, στα νοσοκομεία, στις άθλιες γειτονιές και στα πολεμικά χαρακώματα.
Ας σταθούμε λίγο στο μπλουζ που τραγούδησε την πολεμική εμπειρία και την αλληλοσφαγή μεταξύ των φτωχών, την απόσταση ανάμεσα στις ελπίδες που γέννησε η συμμετοχή των μαύρων στους δύο παγκόσμιους πολέμους και τη ματαίωσή τους, με διαχρονικό σύμβολο την επέμβαση των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. 400 χιλιάδες μαύροι των ΗΠΑ συμμετείχαν με ποικίλους τρόπους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σχεδόν 40 χιλιάδες από αυτούς πολέμησαν σε μάχιμες θέσεις στη Γαλλία, αλλά η πλειοψηφία υπηρέτησε σε μονάδες υποστήριξης και διοικητικής μέριμνας. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η συμμετοχή των μαύρων ήταν ακόμα μεγαλύτερη: πάνω από 900 χιλιάδες υπηρέτησαν στον αμερικανικό στρατό, ενώ το 1944 ο αριθμός τους έφτασε στους 700 χιλιάδες. Η συμμετοχή στον πόλεμο προωθήθηκε ακόμα και από ηγέτες της μαύρης κοινότητας, με την αυταπάτη πως: «Θα αποδεικνύονταν επωφελές γι’ αυτούς μετά τη λήξη του πολέμου όταν θα γύριζαν στα σπίτια τους, από πλευράς προνομίων και δικαιωμάτων σε σχέση πάντοτε με τους λευκούς». Γρήγορα αποδείχθηκε πως το κάλεσμα τους Θείου Σαμ ήταν μια απάτη και η θέση των μαύρων δεν βελτιώθηκε ουσιαστικά στην αμερικανική κοινωνία. Η μουσική μπλουζ, όμως, ήταν εκεί για να τραγουδήσει τις ελπίδες και τη διάψευσή τους, την πολεμική εμπειρία και τον αποχωρισμό των στρατιωτών από τους δικούς τους ανθρώπους.
Όταν ο Θείος Σαμ κάλεσε τους μαύρους να συμμετάσχουν στον πόλεμο της Κορέας, είχε διαρρηχθεί ήδη η εμπιστοσύνη στην «εθνική ενότητα». Πάνω από 100 χιλιάδες μαύροι στρατιώτες συμμετείχαν στον πόλεμο της Κορέας, ωστόσο άρχισε να επικρατεί το αντιπολεμικό κλίμα και η αμφισβήτηση της ειλικρίνειας των προθέσεων του λευκού κατεστημένου των ΗΠΑ.
Ένα χαρακτηριστικό τραγούδι της εποχής είναι το «I’m Gonna Dig Myself a Hole» του Arthur «Big Boy» Crudup, που κυκλοφόρησε το 1951. στο τραγούδι αυτό ο μπλουζίστας από τον Μισισιπή εκφράζει την επιθυμία του να σκάψει μια τρύπα στο έδαφος και να μείνει εκεί με το μωρό του μέχρι να τελειώσουν όλοι οι πόλεμοι: «Φοβάται, μας εξομολογείται ότι θα τον πάνε στις όχθες του ποταμού και από εκεί θα τον φορτώσουν σε κάποιο πλοίο και θα διασχίσει το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας για να οδηγηθεί στο μέτωπο του πολέμου, γι’ αυτό θα κρυφτεί κάτω από την τρύπα μέσα στη γη. Σκέφτεται απεγνωσμένα το μωρό του που θα κλαίει όλη μέρα πίσω, κι αφού αυτό είναι το μόνο που έχει στον κόσμο να τον αγαπάει, αυτό τον ενισχύει ακόμα περισσότερο να πάρει αυτήν την απόφαση!»
Εκεί, όμως, που δυνάμωσε και ωρίμασε το αντιπολεμικό πνεύμα σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του κινήματος της μαύρης χειραφέτησης ήταν η αμερικανική εισβολή στο Βιετνάμ. Την εποχή εκείνη το 12,6% του συνολικού αριθμού των Αμερικανών στρατιωτών στο Βιετνάμ ήταν μαύροι, ενώ ο συνολικός αριθμός των μαύρων στις ΗΠΑ ανέρχονταν στο 11%: «Η εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, συνέπεσε με την εκδήλωση εσωτερικής εκστρατείας εναντίον του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Από την αρχή, η χρήση ή η εικαζόμενη υπερβολική εμπλοκή των μαύρων αμερικανικών στρατευμάτων στον πόλεμο αυτό, έφερε αναταραχές και ενέργειες κατά του ρατσισμού. Οι ηγέτες στα κινήματα κοινωνικών δικαιωμάτων και φυσικά πολλοί άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του Martin Luther King Jr, περιέγραψαν τη σύγκρουση στο Βιετνάμ ως ρατσιστική: «O πόλεμος είναι των λευκών αλλά η μάχη είναι των μαύρων» (a white man’s war, a black man’s fight). Οι εθελοντές και οι στρατεύσιμοι στους οποίους περιλαμβάνονταν και πολλοί απογοητευμένοι μαύροι, των οποίων η ανυπομονησία με τον πόλεμο και οι καθυστερήσεις στην πρόοδο των φυλετικών δικαιωμάτων στην Αμερική, τελικώς οδήγησαν σε ταραχές σε έναν αριθμό πλοίων και στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
Ανάμεσα στα πολεμικά χαρακώματα της Γαλλίας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, «όπου το μόνο πράγμα που μπορεί να φάει κανείς είναι καμιά χειροβομβίδα», όπως έλεγε ο ντανταϊστής Ρίχαρντ Χόλζενμπεκ, μέχρι το Βιετνάμ της δεκαετίας του ’60, η απόσταση ήταν τεράστια. Οι μαύροι στρατιώτες δεν είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν τον ρατσιστικό εθνικοσοσιαλιστικό στρατό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά έναν καταπιεσμένο λαό που έμοιαζε μ’ εκείνους, που φορτώθηκε στις πλάτες του αιώνες σκλαβιάς και αποικιοκρατίας. Και οι μπλουζίστες δεν είχαν απέναντί τους την καρικατούρα του Χίτλερ για να χλευάζουν, αλλά τη συμπαθέστατη φυσιογνωμία του Χο Τσι Μινχ. Οι ελπίδες για την απελευθέρωση που δήθεν θα έφερνε στον μαύρο λαό η συμμετοχή του στην «εθνική ενότητα» των ΗΠΑ είχαν ήδη διαψευστεί. Ο μαύρος λαός ήταν πλέον απρόθυμος να πολεμήσει σε έναν άδικο πόλεμο. Όπως τραγουδούσε ο John Lee Hooker στο «I Don't Wanna Go to Vietnam»:
Κάθομαι εδώ πέρα και σκέφτομαι, δεν θέλω να πάω στο Βιετνάμ
Έχω όλα αυτά τα προβλήματα στο σπίτι, δεν θέλω να πάω στο Βιετνάμ
Διαβάζω τις ειδήσεις κάθε μέρα, διάβασα για το Βιετνάμ
Είχα πολλούς φίλους στο Βιετνάμ, που μπορεί να μην τους ξαναδώ
Κάθομαι εδώ κάτω και σκέφτομαι, δεν θέλω να πάω στο Βιετνάμ
Οι άντρες στο δρόμο έχουν τόσα προβλήματα δικά τους
Γιατί να πάνε να πολεμήσουν στο Βιετνάμ;
Θεέ μου δείξε έλεος, μη μ’ αφήνεις να πάω στο Βιετνάμ
Έχω τη γυναίκα μου και την οικογένειά μου, δεν θέλω να πάω στο Βιετνάμ
Έχουμε τόσα προβλήματα στην πατρίδα, δεν χρειάζεται να πάμε στο Βιετνάμ
Ναι, υπάρχουν ένα σωρό προβλήματα εδώ στην πατρίδα
Δεν πρέπει να πάμε στο Βιετνάμ, πρέπει να μείνουμε στην πατρίδα
Να μείνουμε έξω απ’ τους μπελάδες, δεν θέλω να πάω στο Βιετνάμ!
Ο μπλουζίστας Charlie Sayles έζησε την κόλαση του πολέμου στο Βιετνάμ από κοντά, αφού υπηρέτησε από το 1969 ως το 1971 στην 101η Αερομεταφερόμενη Μονάδα. Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ κατανόησε πως ο πόλεμος συνεχίζεται, αυτήν τη φορά με έναν ύπουλο εχθρό στο «Vietnam»:
Ω Βιετνάμ, την Πέμπτη το απόγευμα
Κάτω στην κοιλάδα
Πουλιά στον ουρανό ουρλιάζουν εκεί ψηλά
Βόμβες μακρυά στο βάθος
Ολομόναχος, ολομόναχος, Βιετνάμ, μια κόλαση
Ποτέ δεν ξέρεις πού κατευθύνεται η επόμενη σφαίρα
Ένα πολύ αστείο πράγμα, είμαι λυπημένος που λέω αντίο
Κάτω στο Βιετνάμ, στη λάσπη και τη βροχή
Πάω σε ένα άλλο Βιετνάμ τώρα, στην Πόλη
Ο εχθρός είναι ύπουλος
Δεν μου μοιάζουν, δεν σας μοιάζουν!
Σαφή αντιπολεμική θέση πήρε και ο μπλουζίστας Champion Jack Dupree από την Νέα Ορλεάνη. Στο «Vietnam Blues» δηλώνει τη συμπάθειά του για τον βιετναμέζικο λαό που βιώνει τον πόνο, ενώ ο Θείος Σαμ είναι ανίκανος να κατανοήσει: «Γιατί δεν φεύγουμε από το Βιετνάμ; Αφήστε αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους». Ανάλογη αντιπολεμική στάση πήρε και η Floya Molton από τη Βιρτζίνια, με το «The sun will shine in Vietnam». Παρά τον θρησκευτικό της προσανατολισμό, η Molton εντοπίζει με σαφήνεια το ταξικό πρόσημο του πολέμου: «Ο πλούσιος βγάζει τα κέρδη από το αίμα που χύθηκε από τους φτωχούς». Στο «Army Man in Vietnam» o Big Joe Williams αναφέρει:
Λοιπόν άκουσα μια φωνή ένα πρωί
Που δεν την είχα ξανακούσει
Ο Θείος Σαμ μου είπε αγόρι μου
Ετοιμάσου να πας στον στρατό
Όταν ο γιός σου φτάσει 18 χρονών
Του βάζουν ένα όπλο στο χέρι
Έχω έξι παιδιά και τα δύο απ’ αυτά
Είναι στην πρώτη γραμμή
Αν δεν σταματήσουμε τον πόλεμο στο Βιετνάμ
πιστεύω πως θα ρίξουμε την ατομική βόμβα
Κι ο καθένας θα κλαίει στο δρόμο...
Στο μπλουζ «Viet Nam» που κυκλοφόρησε το 1968 η Madame Nellie Robinson εξέφρασε τον πόνο της απώλειας από την πλευρά της μητέρας ενός στρατιώτη που προσεύχεται να σταματήσει ο πόλεμος:
Πήρα ένα γράμμα χθες που έλεγε:
«Μητέρα θα επιστρέψω στο σπίτι σύντομα»
Την επόμενη μέρα έλαβα ένα τηλεγράφημα
που έλεγε πως «ο γιος σας είναι νεκρός».
Στο «Everybody Crying About Vietnam» ο J.B. Lenoir εξέφραζε το ερώτημα που βρίσκονταν στα χείλη όλων των καταπιεσμένων μαύρων στις ΗΠΑ: «Κύριε Πρόεδρε, αφού δεν θέλεις να μας δώσεις τα πολιτικά μας δικαιώματα γιατί μας στέλνεις να πολεμήσουμε;» Ο ίδιος μπλουζίστας έγραψε και το «Vietnam Blues»:
Βιετνάμ, Βιετνάμ όλοι κλαίνε για το Βιετνάμ
Ο νόμος με σκοτώνει κάτω στον Μισισιπή
Αλλά κανένας δεν δίνει δεκάρα
Θεέ μου, αν μπορέσεις τώρα να ακούσεις την προσευχή μου
Βοήθησε τ’ αδέρφια μου εκεί στο Βιετνάμ
Οι φτωχοί πολεμάνε και σκοτώνονται
Ίσως σκοτώνουν τα ίδια τους τ’ αδέρφια
Αλλά δεν το γνωρίζουν
Κύριε Πρόεδρε, πάντα κλαις για την ειρήνη
Αλλά πρέπει να καθαρίσεις το ίδιο σου το σπίτι πριν φύγεις
Κλείνουμε αυτήν τη μικρή περιπλάνηση στο αντιπολεμικό μπλουζ με το «Chicago Seven» του Memphis Slim. Ο τίτλος του τραγουδιού αναφέρεται στους συλληφθέντες των συγκρούσεων έξω από το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο το 1968. Ανάμεσα σε αυτούς που δικάστηκαν για υποκίνηση ταραχών ήταν οι λευκοί ακτιβιστές Άμπι Χόφμαν και Τζέρυ Ρούμπιν και ο ηγέτης του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων, Μπόμπι Σιλ. Το τραγούδι αναφέρεται και στη σφαγή τεσσάρων άοπλων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Kent State του Οχάιο, στις 4 Μαΐου του 1970. Ο Memphis Slim εκφράζει το παράπονο πως κανένας δεν ενδιαφέρεται όταν χύνεται μαύρο αίμα, ενώ η αστυνομική βία αναγκάζει τους ανθρώπους του να επιστρέψουν στην παρανομία.
Το blues, λοιπόν, δεν είναι ένα απλό μουσικό είδος. Γεννήθηκε κάτω από συνθήκες τυραννίας και βαναυσότητας, σε ένα ιδιαίτερο βίαιο περιβάλλον, ενώ πολλές φορές αυτή η βιαιότητα αναπαράχθηκε στο εσωτερικό της μαύρης κοινότητας. Γι’ αυτό και το μπλουζ κουβάλησε στους ώμους του πέρα από την πικρή εμπειρία της σκλαβιάς και του φυλετικού διαχωρισμού και όλες αυτές τις αντιφάσεις και τη βιαιότητα στο εσωτερικό της μαύρης κοινότητας (σεξισμός, ενδοοικογενειακή βία, αλκοολισμός, εκπόρνευση, ναρκωτικά, περιπλάνηση, φτώχεια και ασθένειες που προέκυπταν απ’ αυτήν, κλπ). Γι’ αυτό και θα ήταν λάθος να το δούμε μονοδιάστατα ως «ηρωική» μουσική ή ως μουσική «ηρώων». Ή μπορεί και να συμβαίνει το αντίθετο. Ας κλείσουμε με τον τρόπο που ανοίξαμε, με τον Νίτσε (αν και είναι αδύνατο να τον φανταστούμε να ακούει μπλουζ): «Κι αυτό είναι ηρωικό. Το να κάνει κανείς πράγματα τα οποία έχουν τη χειρότερη μυρωδιά και για τα οποία μόλις και μετά βίας τολμά να μιλήσει κανείς, πράγματα που είναι όμως ωφέλιμα και αναγκαία - κι αυτό είναι ηρωικό. Οι Έλληνες δεν ντρέπονταν να βάλουν στους άθλους του Ηρακλή και τον καθαρισμό ενός στάβλου». Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, πως το μπλουζ: «Θέλει να έχει τη δική του σκοτεινιά, πράγματα δικά του, πράγματα ακατανόητα, κρυφά, αινιγματικά, επειδή ξέρει τι άλλο θα έχει επίσης: το δικό του πρωί, τη δική του λύτρωση, τη δική του χαραυγή»…
Το κείμενο του φίλου και συντρόφου Nikolai Polikarpov δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα των εκδόσεων (και του ομώνυμου βιβλιοπωλείου που στεγάζεται στην οδό Δροσοπούλου αρ.52 στη Κυψέλη) ) RED n' NOIR (www.rednnoir.gr/ και με χαρά το αναδημοσιεύουμε κι εμείς κατόπιν άδειας του εκδότη (αλλά όχι του συγγραφέα ο οποίος δεν θα διαφωνούσε ακόμη και αν δεν τον ρωτούσαμε...)
Διαβάστε σχετικά:
Χαράζοντας δρόμους: Η μικρή-μεγάλη ιστορία του ανθρώπινου είδους