Ρωτάει ο Αλέξης Καλοφωλιάς
Απαντάει ο Δημήτρης Τζάνογλος
Λίγες ημέρες πριν τη πρώτη παρουσίαση στην Αθήνα, του βιβλίου «Στον Ιστό» που έγινε στην Ίντριγκα στις 17 Δεκέμβρη του 2021, ο Αλέξης Καλοφωλιάς, έκανε μερικές ερωτήσεις στον συγγραφέα Δημήτρη Τζάνογλο, προσπαθώντας να τον ξεκλειδώσει και να μας αποκαλύψει τα κομμάτια του εαυτού του, που τον αδήγησαν να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία.
Ένα πράγμα που μου έκανε εντύπωση όταν διάβασα τα διηγήματα του «Ιστού» είναι η δύναμη των χαρακτήρων τους. Πώς δηλαδή καταφέρνεις σε μια τόσο μικρή φόρμα να τοποθετείς μορφές που νιώθουμε σαν να τους ξέρουμε. Πώς διαλέγεις για ποιους θα μιλήσεις;
Αυτό είναι κάτι, το οποίο δε μπορώ να πω πως συμβαίνει συνειδητά. Στα περισσότερα διηγήματα έχω συμπεριλάβει συμβάντα ή εικόνες που έχω ζήσει ο ίδιος ή που έχω δει να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μου, στους δρόμους της Αθήνας. Διασχίζοντας μια τόσο ζωντανή και ιδιαίτερη πόλη όπως η Αθήνα, προσπαθώ να παρατηρώ τι συμβαίνει γύρω μου. Ανθρώπους που απλά περπατάνε στο δρόμο, μιλάνε στο τηλέφωνο, ακόμα και που παρατηρούν και εκείνοι τους άλλους. Αυτή η πόλη, αν μη τι άλλο, προσφέρει πολλές και διαφορετικές προσωπικότητες. Κατά την άποψή μου, είναι και αυτή μια οντότητα με τη δική της ξεχωριστή προσωπικότητα.
Επιπλέον, οι χαρακτήρες για τους οποίους διάλεξα να μιλήσω ή διάλεξα να δημιουργήσω, είναι κυρίως άνθρωποι απλοί. Για κάποιον τυπικό παρατηρητή ίσως να μην είχαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Περισσότερο, θα έλεγα, ότι αντικατοπτρίζουν τον cliché χαρακτηρισμό, άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι που με γοητεύουν όμως. Ανάμεσα σε αυτούς ζούμε κι εμείς. Γι’ αυτό ίσως αρκετοί χαρακτήρες μοιάζουν οικείοι. Άλλωστε κι εμείς τέτοιοι άνθρωποι είμαστε.
Πόσο καιρό σου πήρε να γράψεις τα διηγήματα; Γράφτηκαν όλα μαζί ή σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο;
Αρχικά να πω, πως όταν ξεκίνησα να γράφω διηγήματα, δεν υπήρχε στο μυαλό μου άμεσα η έκδοση κάποιου βιβλίου. Μακροπρόθεσμα ίσως, αλλά όχι βραχυπρόθεσμα. Οπότε, ξεκίνησα να γράφω για ιδέες που είχα παρατηρώντας την πόλη και τι συμβαίνει μέσα σε αυτή, όπως είπα και παραπάνω, αλλά και κάποιες άλλες ιδέες που μου έρχονταν στο μυαλό διαβάζοντας άλλα βιβλία ή παρατηρώντας κάτι φαινομενικά άσχετο, όπως πχ μία πεταλούδα να πεθαίνει μπροστά μου. Σταδιακά όμως, οι ιστορίες απέκτησαν έναν κοινό παρανομαστή. Την πόλη των Αθηνών. Θεώρησα, λοιπόν, ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για να κάνω μια προσπάθεια να τις εκδώσω, έχοντας ένα εμμέσως κοινό concept.
Όσον αφορά το πότε γράφτηκαν τα διηγήματα, η αλήθεια είναι πως η πλειοψηφία τους γράφτηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown την άνοιξη του 2020. Εκείνο το διάστημα δούλευα κανονικά και μετακινούμουν αρκετά στο κέντρο, το οποίο όντας άδειο, είχε κάτι το ακόμα πιο γοητευτικό. Επιπλέον, ένα διάστημα όπως εκείνο που η καθημερινότητα ήταν απλά δουλειά-σπίτι, σπίτι-δουλειά, το γράψιμο έμοιαζε κάπως σα διέξοδο από τη φυλακή, που είχε πει και ο Ζενέ.
Φυσικά υπήρξαν και διηγήματα που γράφτηκαν πολύ πριν το lockdown και την όλη κατάσταση με τον Covid-19, όπως και άλλα που γράφτηκαν μόλις λίγες εβδομάδες πριν εκδοθεί ο «Ιστός».
Πότε αισθάνεσαι ότι μία ιστορία σου είναι ολοκληρωμένη;
Αυτή είναι μια ερώτηση που δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω ικανοποιητικά. Η αλήθεια είναι πως απλά το νιώθω. Αν και, επειδή δεν υπάρχει χειρότερος κριτής για μία δουλειά από τον ίδιο τον δημιουργό της, ειδικά όταν βρίσκεται μέσα στον ενθουσιασμό, πολλές φορές, αν όχι όλες, είναι σχεδόν αδύνατο να παρατηρήσει ο ίδιος τα κενά που μπορεί να υπάρχουν σε ένα κείμενο, μια ιστορία, ένα τραγούδι, και γενικά σε οποιοδήποτε είδος τέχνης και αν παράγει. Οπότε μία κίνηση είναι να αφήσω το διήγημα στην ησυχία του για λίγες μέρες και να το διαβάσω εκ νέου χωρίς τον ενθουσιασμό της αρχής. Επίσης, είχα την τύχη να έχω άτομα που μπορούσα να τους εμπιστευτώ τις ιστορίες μου και να μου πουν μια σοβαρή γνώμη, με πρώτη και καλύτερη την θεία μου τη Φώφη, στην οποία είναι και αφιερωμένο το βιβλίο.
Μέσα από τις ιστορίες σου αναδύεται μια κοινωνία σε κατάρρευση και ένας άνθρωπος που περιγράφει τις ρωγμές της. Πιστεύεις ότι το γράψιμο είναι ένα μέσο για να αλλάξουν τα πράγματα;
Θεωρώ ότι κάθε είδος τέχνης, όχι απλά μπορεί, αλλά επιβάλλεται να είναι ένα μέσο ώστε να αλλάξουν τα πράγματα. Η λογοτεχνία δεν πρέπει να απευθύνεται μόνο στους λίγους και στην υψηλή κουλτούρα αλλά σε όλους. Μου αρέσει να βλέπω τη λογοτεχνία όπως πχ το punk ή το hip-hop, που ναι μεν, με την ευρύτερη έννοια αποτελούν είδη διασκέδασης και ψυχαγωγίας, αλλά την ίδια στιγμή, όταν ξεκίνησαν ειδικά, σκοπός τους είναι να ταράξουν τα νερά. Να μιλήσουν για πράγματα που δε θα ακουστούν στα mainstream μέσα, και που εν μέρει θα κάνουν τον ακροατή τους να νιώσει άβολα για την κοινωνία στην οποία ζει. Και κυρίως να νιώσει άβολα όταν δεν κάνει κάτι, δεν πράττει, δεν ενεργεί, ώστε να αλλάξει αυτή η κοινωνία.
Έτσι θέλω να βλέπω και τη λογοτεχνία. Ως ένα είδος τέχνης, που εκτός από την διασκέδαση και την ψυχαγωγία, θα αφυπνίσει και, γιατί όχι, θα ρίξει και ένα χαστούκι στον αναγνώστη και θα τον ταρακουνήσει.
Θυμάσαι πότε ανακάλυψες ότι οι λέξεις έχουν δύναμη;
Δεν ξέρω αν υπήρξε μία συγκεκριμένη στιγμή που το συνειδητοποίησα αυτό. Νομίζω πως έγινε σταδιακά, διαβάζοντας όλο και περισσότερο. Υπήρξαν βιβλία που άλλαξαν τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο, όπως οι «Καπετάνιοι της Άμμου» του Jorge Amado που το διάβασα όταν ήμουν 12 χρονών, ή πολύ πιο πρόσφατα όταν ήρθα σε επαφή με τα διηγήματα του Αντώνη Σαμαράκη και με γοήτευσε πάρα πολύ ο τρόπος που καυτηρίαζε την κοινωνία και τις παθογένειές της.
Πιστεύω πως όσο περισσότερο κάποιος έρχεται σε τριβή με την λογοτεχνία και γενικότερα με τον γραπτό λόγο, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί πως, πολλές φορές, ένα κείμενο δεν είναι κάτι ξερό και άψυχο, αλλά ένα μέσο ώστε να δημιουργήσει συναισθήματα, προβληματισμούς, γνώσεις, ακόμα και πιο πρακτικά πράγματα, όπως ολόκληρα κινήματα.
Ένας φίλος συγγραφέας υποστηρίζει ότι το πεζογράφημα θα ακολουθήσει την διαδρομή της ποίησης, μια εξεζητημένη θέαση του κόσμου για λίγους. Συμμερίζεσαι αυτή την απαισιόδοξη άποψη;
Πριν κάποια χρόνια ίσως να συμφωνούσα. Πλέον όμως, πιστεύω πως δεν ισχύει τόσο. Τα τελευταία χρόνια γίνονται όλο και περισσότερες προσπάθειες από τα χαμηλά, ας πούμε, ή underground στρώματα του χώρου ώστε το βιβλίο να μην απευθύνεται μόνο στους λίγους, μόνο σε αυτούς που θεωρούν πως κατέχουν την απαιτούμενη κουλτούρα. Παραδείγματα υπαρχουν πολλά, όπως τα παζάρια που διοργανώνει συχνά η στέγη Bibliothèque στην πλατεία Εξαρχείων, ή φεστιβάλ όπως το Books n’ Beers που διοργανώθηκε το καλοκαίρι του 2021 στην Κυψέλη από το red n’ noir αλλα και πολλά άλλα. Το ίδιο ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για το πεζογράφημα αλλά και για την ποίηση που, όντας κάποιος που δουλεύει στο χώρο του βιβλίου, βλέπω ότι όλο και περισσότερος νέος κόσμος τα αγκαλιάζει. Παραδείγματος χάριν το τελευταίο διάστημα έχω δει να στολίζουν τους τοίχους stencil με στίχους από σύγχρονους ποιητές όπως ο Δημήτρης Γκιούλος και η Γωγώ Λιανού, κάτι που μου δείχνει ότι αντί να μένει σταθερός ή να κλείνει ο κύκλος της λογοτεχνίας, αντιθέτως διευρύνεται. Πραγματικά ελπίζω, κυρίως ως αναγνώστης και μετά σαν δημιουργός, να έχει συνέχεια αυτό και να βγαίνουν όλο και περισσότερες νέες φωνές, που να αγκαλιάζονται από το αναγνωστικό κοινό.
Υπήρξε κάτι που έμαθες γράφοντας αυτές τις ιστορίες;
Αυτό που συνειδητοποίησα, είναι πως μια δημιουργική απασχόληση, είτε αυτή είναι καλλιτεχνική είτε όχι, και στη δική μου περίπτωση το γράψιμο, μπορεί να σε γαληνέψει. Τώρα μου φαίνεται αδιανόητο να μη γράψω κάτι, αν δεν είμαι καλά, ή αν θέλω κάτι να πω. Μπορεί να μην το χρησιμοποιήσω ή να μην το κρατήσω καν κάπου αποθηκευμένο, αλλά θα γράψω. Η δημιουργικότητα, πολλές φορές είναι σαν αντίδοτο στην πραγματικότητα.
Εν ολίγοις, αυτό που μου έμαθε η δημιουργία αυτού του βιβλίου είναι πως ο στίχος «βγάλε μια κόλλα χαρτί, γράψε κάτι μπας και ηρεμήσει η ψυχούλα σου» από το τραγούδι «Ίσως να μη γεράσουμε» των Anser και Buzz, είναι πέρα για πέρα αληθινός.
Το βιβλίο «Στον Ιστό» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κυψέλη και μπορείτε να το προμηθευτείτε από το site των εκδόσεων, από κετρικά και μή βιβλιοπωλεία σε όλη την Ελλάδα και φυσικά από το Merlin's Music Box.
Διαβάστε επίσης:
Death Have No Mercy... (διήγημα)
Δημήτρης Τζάνογλος: Στον Ιστό - Ένα απόσπασμα και λίγα λόγια για το βιβλιο
Δημήτρης Τζάνογλος
Ο Δημήτρης Τζάνογλος είναι γεννημένος το 1992 στην Αθήνα. Αγαπάει την λογοτεχνία και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη συγγραφή κειμένων, μερικά εκ των οποίων έχουν δημοσιευθεί σε κάποιες λογοτεχνικές ιστοσελίδες. Επίσης αγαπάει πολύ τη μουσική και ειδικότερα τον σκληρό ήχο που, μέσω του Merlin’s Music Box, μπορεί να τον υπηρετήσει και γραπτώς.
Δημήτρης Τζάνογλος
Ο Δημήτρης Τζάνογλος είναι γεννημένος το 1992 στην Αθήνα. Αγαπάει την λογοτεχνία και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη συγγραφή κειμένων, μερικά εκ των οποίων έχουν δημοσιευθεί σε κάποιες λογοτεχνικές ιστοσελίδες. Επίσης αγαπάει πολύ τη μουσική και ειδικότερα τον σκληρό ήχο που, μέσω του Merlin’s Music Box, μπορεί να τον υπηρετήσει και γραπτώς.
Δημήτρης Τζάνογλος
Ο Δημήτρης Τζάνογλος είναι γεννημένος το 1992 στην Αθήνα. Αγαπάει την λογοτεχνία και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη συγγραφή κειμένων, μερικά εκ των οποίων έχουν δημοσιευθεί σε κάποιες λογοτεχνικές ιστοσελίδες. Επίσης αγαπάει πολύ τη μουσική και ειδικότερα τον σκληρό ήχο που, μέσω του Merlin’s Music Box, μπορεί να τον υπηρετήσει και γραπτώς.