Mark Lanegan: «Μη με ξυπνάτε, κοιμάμαι» - Σημειώσεις επιδημίας…

Γράφει ο ο Mark Lanegan

(μετάφραση: Γιάννης Καστανάρας)

Στις 22 Φεβρουαρίου 2022, ο Mark Lanegal, η πάλαι ποτέ φωνή των Screaming Trees, συνεργός, μεταξύ άλλων, στους Queens of the Stone Age και τους Gutter Twins, και ένας σόλο καλλιτέχνης περιωπής, εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Ο Lanegan, ένας από τους πιο εκφραστικούς τραγουδιστές της γενιάς του, είχε νοσηλευτεί πάσχοντας από Covid-19 τον Μάρτιο του 2021 και είχε βρεθεί στα πρόθυρα του θανάτου, που τελικά αποφάσισε να μην του χαριστεί. Τα παρακάτω αποσπάσματα περιλαμβάνονται σε ένα μικρό βιβλίο που ο Mark δημοσίευσε τον Δεκέμβριο του 2021 με τίτλο Devil in a Coma, εκφράζοντας την επιθυμία του να μοιραστεί με τον κόσμο, όχι τη μουσική του αυτή τη φορά, αλλά την πολύμηνη και σκληρή μάχη του με τον κορονοϊό, λίγο πριν κλείσει οριστικά η αυλαία. Ο Lanegan ήταν γεννημένος  στο Έλενσμπεργκ της Ουάσινγκτον στις 25 Νοεμβρίου 1964 και πέθανε σπίτι του, στο Κίλερνι της Ιρλανδίας όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια.

Για κάμποσες μέρες αισθανόμουν αδύναμος και άρρωστος και ξαφνικά ένα πρωί ξύπνησα θεόκουφος. Με την ισορροπία μου σε αστάθεια και το μυαλό μου σε μια σουρεαλιστική κατάσταση σαν σε ψυχεδελικό όνειρο, παραπάτησα στο κεφαλόσκαλο, κουτρουβαλιάστηκα, χτύπησα στο πρεβάζι του παραθύρου και σωριάστηκα λιπόθυμος στη βάση της στενής σκάλας του σπιτιού μου. Εκείνη τη μέρα η γυναίκα μου είχε πάει για ιππασία και συνήλθα ώρες αργότερα, ανίκανος να ακούσω οτιδήποτε, ανίκανος να κουνηθώ, με δυο μεγάλες πληγές στο κεφάλι μου και με τα γόνατά μου ανήμπορα να σηκώσουν οποιοδήποτε βάρος.

Για δυο μέρες προσπαθούσα να σηκωθώ από τη σκάλα για να φτάσω στον καναπέ, αλλά μάταια. Δεν μπορούσα να κινηθώ, ούτε η γυναίκα μου μπορούσε να στηρίξει τα εκατό κιλά μου, κι έτσι έμεινα για σαράντα οκτώ ώρες ξαπλωμένος υποφέροντας πάνω στο δάπεδο, σκεπασμένος με κουβέρτες. Τα πλευρά μου είχαν ραγίσει, η σπονδυλική μου στήλη είχε κακώσεις, ξεχαρβαλωμένη και πρησμένη, και κατεστραμμένο γόνατό μου ήταν ξανά σε μαύρο χάλι, θαρρείς και μερικοί τένοντες ή κάποιος σύνδεσμος είχαν κοπεί. Το πόδι μου ήταν άχρηστο. Έδινα μάχη για κάθε μου ανάσα, ανεξάρτητα πόσο σκληρά προσπαθούσα να πάρω μια φυσιολογική. Αν και αρνιόμουν να μεταφερθώ στο νοσοκομείο, τελικά η γυναίκα μου κάλεσε κρυφά ένα ασθενοφόρο και διέσχισα την αυλή μου πάνω σε φορείο. Τελικά κατέληξα στην εντατική, ανήμπορος να εισπνεύσω οξυγόνο, και εκεί διέγνωσαν ότι έπασχα από κάποιο νέο εξωτικό στέλεχος του κορονοϊού για το οποίο, φυσικά δεν υπήρχε θεραπεία. Με έβαλαν σε τεχνητό κώμα, αλλά εγώ δεν θυμάμαι τίποτε από όλα αυτά.
Έξι εβδομάδες αργότερα, ακόμα στην εντατική, τρεισήμισι το πρωί, ξύπνιος όσο δεν πήγαινε, σε άθλια κατάσταση, πάλευα ακόμα να πάρω ανάσα. Κυριολεκτικά διαλυμένος από την ακραία αϋπνία και τις δυο κλοτσιές στα αρχίδια που ήταν ο ιός και τα τραύματά μου, άρχισα να εύχομαι να βρισκόμουν ακόμα στη συσκότιση που μου είχαν προκαλέσει οι γιατροί. Ήταν προφανέστατο ότι όσο κι αν λαχταρούσα λίγη προσωρινή λήθη, οι αξιοθρήνητα ανεπαρκείς ποσότητες από Serouel, Xanaz και OxyContin που μου χορηγούσαν δεν διαρκούσαν περισσότερο από μερικά λεπτά την κάθε φορά – πιθανώς επειδή για χρόνια χορηγούσα μόνος μου στον εαυτό μου τεράστιες δόσεις από αυτές τις μαλακίες. Είχα γίνει ειδικός στο να βρίσκω γιατρούς πρόθυμους α μου συνταγογραφήσουν ό,τι ήθελα, σε ψυχιατρικές κλινικές, υπηρεσίες άμεσης φροντίδας, καθώς και τους συνηθισμένους ιδιωτικούς γιατρούς και οδοντογιατρούς. Στην Καλιφόρνια όπου και να κοιτάξεις βλέπεις κάποιο κέντρο υγείας. Ταυτόχρονα, είχα αναπτύξει ένα μεγάλο δίκτυο σκιωδών ερασιτεχνών φαρμακοποιών από μικρές αγγελίες, που συμπλήρωναν τα κενά ανάμεσα στις συνταγογραφημένες δόσεις μου με μπουκάλια γεμάτα χάπια από τη μαύρη αγορά. Για μένα είχε γίνει δεύτερη φύση να καταπίνω χάπια σαν καραμέλες και το έκανα για τόσο καιρό που είχα πια ξεχάσει την αίσθηση που μου δημιουργούσαν, εκτός κι αν ξέκοβα για ένα διάστημα και μετά ξανάρχιζα. Και, φυσικά, δεν είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό μου ότι μπορεί να ερχόταν κάποια στιγμή που θα τα χρησιμοποιούσα μέσω της νόμιμης οδού. Η μυωπία που με ταλαιπωρούσε σε ολόκληρη τη ζωή μου με κρατούσε ριζωμένο στο εδώ και τώρα και σπανίως σκεφτόμουν κάτι άλλο, ιδίως αν ήταν να πραγματοποιηθεί σε κάποια πολύ μακρινή μελλοντική Χώρα του Ποτέ. Τέτοια μέρη δεν υπήρχαν στην περιορισμένη σφαίρα της πραγματικότητάς μου.
Ο Ντένις, ένας από τους άλλους ασθενείς και ο μεγαλύτερος στο θάλαμο, βογκούσε και στριφογύριζε, τραβώντας ανήσυχα τον ορό του. Καταλάβαινα ότι εκεί μέσα κανείς δεν ήταν χαρούμενος. Για τις τρεις πρώτες εβδομάδες μετά τη μεταφορά μου στο νοσοκομείο από τους νοσηλευτές που είχαν φορτώσει το σακατεμένο κορμί μου πάνω σε ένα φορείο για να με μεταφέρουν στο ασθενοφόρο μέσα από την αυλή μου, παρέμεινα διασωληνωμένος, με τον αναπνευστήρα να κατεβαίνει μέχρι χαμηλά στο λαιμό μου. Με είχαν βάλει στο πίσω μέρος του οχήματος, όπου αγκομαχούσα και πάλευα μάταια να πάρω μια κανονική ανάσα […]

[…] Μια νύχτα ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν σε ένα μεγάλο υπόγειο διαμέρισμα δίχως παράθυρα, κοντά σε έναν κεντρικό δρόμο του Σιάτλ που γυάλιζε από τη βροχή, με αρκετές από τις πρώην φιλενάδες μου και τις πρώην συζύγους μου, πολλές από τις οποίες στην αληθινή ζωή με μισούσαν, να τα λένε αρμονικά μεταξύ τους, και τότε ένιωσα να με κατακλύζει μια γαλήνη. Μια άλλη νύχτα είδα στον ύπνο μου ότι ήμουν ξανά στο παλιό μου σπίτι στην Καλιφόρνια, ένα μέρος που πάντα ορκιζόμουν πως δεν θα εγκατέλειπα ποτέ∙ πετούσα ως δια μαγείας πάνω από τα οπωροφόρα δέντρα και κρατούσα στην αγκαλιά μου τον αγαπημένο μου σκυλάκο, κόβοντας αρωματικά μήλα από τις κορυφές τους και ταΐζοντάς τον, ενώ εκείνος έγλειφε το πρόσωπό μου όπως είχε κάνει τη μέρα που πέθανε και μου ράγισε την καρδιά. Ξύπνησα κλαίγοντας, με την μπλούζα μου μουσκεμένη από δάκρυα απόγνωσης […]

[…] Έπειτα από δυο μήνες είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν στο νοσοκομείο σε όλη μου τη ζωή. Χωρίς κάποιο φως στο τούνελ, το επίπεδο της υπομονής είχε πέσει κάτω απ’ το μηδέν, βρισκόμουν σε ένα σταυροδρόμι που ευχαρίστως θα έπεφτα στις ράγες ενός τρένου μόνο και μόνο για μια ευκαιρία να αλλάξω το αποτέλεσμα της μέρας, την κάθε σκοτεινή ώρα που κυλούσε βασανιστικά, αργά προς την επόμενη. Είχα υποφέρει πολλές δύσκολες περιόδους με δική μου ευθύνη στο παρελθόν, αλλά αυτό ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Με ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να νοσηλεύονται και να πεθαίνουν σε καθημερινή βάση, και καθώς όλα έδειχναν ότι κανείς δεν μπορούσε να σου προσφέρει κάποια βοήθεια, ποιος ο λόγος για όλο αυτό το φαρμακευτικό γαμήσι; Είτε τον κολλάς είτε όχι, είτε αρρωσταίνεις είτε γίνεσαι καλά, είτε επιβιώνεις σιγά σιγά, είτε ξαπλώνεις και πεθαίνεις – και μέχρι στιγμής η προσωπική μου εμπειρία έδειχνε να επιβεβαιώνει αυτή την υπόθεση. Τώρα που είχα επιστρέψει στον κόσμο και ήξερα την κατάσταση, ένιωθα ότι οι μέρες μου είχαν να κάνουν μόνο με τον έλεγχο της πίεσης, με ένα πιάτο φαγητό που δεν έτρωγα ποτέ, και με αφόρητη βαρεμάρα, πόνο και κακομοιριά. Οι άλλοι ασθενείς ήταν όλοι μεγαλύτεροι από μένα και πολλοί κλαψούριζαν και έκλαιγαν συνεχώς. Οι πιο χαρούμενοι μιλούσαν ασταμάτητα. Φορούσα ένα ζευγάρι ακουστικά εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο για να μην παρασύρομαι σε συζητήσεις […]

[…] Από τη στιγμή που με επανέφεραν από το τεχνητό κώμα και μου είπαν τι είχε συμβεί και που βρισκόμουν, ήμουν αποφασισμένος να επιβιώσω από αυτό τον εφιάλτη, έστω κι δεν είχα κάποια άποψη, την παραμικρή, στην πραγματικότητα, για αυτό το θέμα, και μηδέν πολεμοφόδια για να πολεμήσω. […]

[…] Στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήξερα πως αυτές οι φλέβες που μου είχαν απομείνει κάποια στιγμή θα αποδεικνύονταν ανεκτίμητες. Για δεκαπέντε χρόνια απέφευγα να δίνω αίμα για δυο λόγους: πρώτον, προστάτευα ζηλότυπα ό,τι είχε απομείνει για μια έκτακτη ανάγκη, σε περίπτωση που κάποια μέρα βρισκόμουν κάπου με την πλάτη στον τοίχο, όπου θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα μόνο σουτάροντας κάτι δυνατό. Και, δεύτερον, το να βρω καταρχήν μια φλέβα ήταν τόσο γαμημένα δυσάρεστο. Είχα δεκαπέντε χρόνια να χρησιμοποιήσω τα «σύνεργα», αλλά αν ήταν να μου διαγνώσουν κάποια καταληκτική ασθένεια, στοίχημα ό,τι θέλετε πως τότε θα το έκανα. Λόγω της εξάρτησής μου στο παρελθόν, η ζωή μου ήταν για χρόνια ένα ατέλειωτο ψάξιμο για κάποιο μέρος όπου θα μπορούσα να θάψω μια βελόνα, όπως όμως οτιδήποτε άλλο αγάπησα, τις έκαιγα όλες με μανία σαν να μην υπήρχε αύριο μέχρι που ξαφνικά το αύριο είχε φτάσει, με μένα να στέκομαι με το καυλί στο χέρι και να σκέφτομαι πως ήμουν ακόμα στο χθες. […]

[…] Μια νύχτα πλησίασα με το καροτσάκι μου στο παράθυρο και βάλθηκα να σκέφτομαι για πολλή ώρα αν μια πτώση από τέσσερις ορόφους θα με αποτελείωνε, εξαφανίζοντας μαζί όλες τις ψευδαισθήσεις μου. Τις σκέψεις μου κατέτρωγαν οι μνήμες της ασταμάτητης εκούσιας και ακούσιας καταστροφής που είχα προκαλέσει σε όλη μου τη ζωή, και το σκοτάδι που τόσο πρόθυμα είχα προσκαλέσει. Είχα ζήσει σαν μια πυρκαγιά που μαίνεται σε έναν ουρανοξύστη, ένα καζάνι αρνητικής ενέργειας. Όταν σκεφτόμουν το πλήθος των τελειωμένων και διαλυμένων ειδυλλίων, τα ψέματα, τις παραβιασμένες υποσχέσεις και τις ψεύτικες ελπίδες σε προηγούμενες περιπτώσεις και σχέσεις, την αναλγησία μου, τις κλοπές και τη χρήση, τις χαμένες ευκαιρίες και τα καρδιοχτύπια – τότε τα δάκρια κόντευαν να με πνίξουν. Και μπορεί έκλαιγα αν στο εγχειρίδιό μου υπήρχε η μεμψιμοιρία, αλλά ήξερα πολύ καλά ότι πήγαινα γυρεύοντας και την είχα πατήσει, όπως με κάθε άλλο οδυνηρό γεγονός στη ζωή μου. Κρατούσα ακόμη τους λεκέδες από την αρρώστια μέσα μου, ήταν πληγές που ποτέ δεν θα έβλεπε κανείς άλλος εκτός από εμένα, ούτε καν η Σέλεϊ, η γυναίκα μου που υπέφερε από καιρό και είχε κολλήσει μαζί μου όλα εκείνα τα χρόνια της καταστροφικής συμπεριφοράς μου, της εξαπάτησης, των βίαιων ξεσπασμάτων που συνήθως ήταν ασυγκράτητα και των ηλίθιων υποσχέσεων ότι θα άλλαζα προς το καλύτερο. Είχε βγει θετική στον κορονοϊό όταν νοσηλευόμουν, αλλά ποτέ δεν παρουσίασε κάποιο σύμπτωμα. Έπειτα από χρόνια που ορθώς είχα αναγνωριστεί ως ο διεστραμμένος άθλιος ηθοποιός που ήμουν, τελικά μου είχε τύχει κάποια που πίστευε, σε βάρος της ευθυκρισίας της, ότι ήμουν ένας παρεξηγημένος ποιητής που είχε κάτι να δώσει στον κόσμο. Όμως αυτό το βιβλίο είχε κλείσει για πάντα εδώ και καιρό και η λύτρωση βρισκόταν τόσο μακριά που δεν φαινόταν ούτε με κιάλια.

Παράπαια μέσα στο σκοτάδι για τόσο καιρό, που το φως της μέρας ήταν εκτυφλωτικό. Και κάθε φορά που με άφηναν στην τύχη μου, συνήθως με κυρίευε μια μανία αυτοκαταστροφής. Συχνά η Σέλεϊ εμφανιζόταν την τελευταία στιγμή για να με τραβήξει από το χείλος του γκρεμού και να με σώσει με τίμημα την ψυχική της διάθεση και συνέπεια μια βαθιά κατάθλιψη. Αυτό προσωρινά μου προκαλούσε ενοχές, αλλά ήμουν δομικά ανίκανος να σκεφτώ κάποιον άλλον πέρα από τον εαυτό μου κι έτσι άρχιζα να σχεδιάζω ύπουλα την αμέσως επόμενη συμφεροντολογική μου κίνηση, πριν καλά καλά σκεφτώ πόσο πόνο προκαλούσα. Αυτή ήταν η ανταπόδοσή μου, καθαρά και ξάστερα. […]

[…] Στα τέλη Απριλίου αποφάσισα να φύγω από το νοσοκομείο. Ο συνεχής θόρυβος, τα φώτα και η αϋπνία με τρέλαιναν και είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στα πρόθυρα μιας έκρηξης. Ήμουν μια ωρολογιακή βόμβα εκτός χρόνου, πνιγμένος στη δυστυχία των άλλων ασθενών και σαν ένας άνθρωπος που προτιμούσε την απομόνωση, έβρισκα αυτό το σκηνικό βασανιστικό. Όταν η τραπεζοκόμος μου έφερε το πρωινό που ως συνήθως αρνήθηκα, της είπα ότι ήθελα να φύγω την ίδια μέρα και τη ρώτησα μήπως μπορούσε να με διευκολύνει. Τέσσερις ώρες αργότερα πέρασε ένας γιατρός και προσπάθησε να με πείσει να μείνω, μια κουβέντα που κράτησε τρεις ώρες.
«Είσαι πολύ άρρωστος ακόμα και το νοσοκομείο είναι το πιο ασφαλές μέρος για σένα».
«Μέχρι πότε;» ρώτησα.
«Έχεις πάρα πολύ δρόμο ακόμα μπροστά σου μέχρι την αποθεραπεία. Πέρα από τον κορονοϊό, έχεις πολλά άλλα τραύματα που δεν πρόκειται να θεραπευτούν σε μια νύχτα. Δεν μπορώ να σου πω ακριβώς ημερομηνία αλλά θα πάρει κάμποσο καιρό».
Η είδηση ήταν πολύ δυσάρεστη. Ως συνήθως, προφανώς δεν είχα υπολογίσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αποφάσισα να δώσω ακόμα λίγο χρόνο μέχρι να διαμορφώσω ένα πιο σίγουρο σχέδιο.
Εκείνη τη νύχτα είδα ένα πολύ ζωντανό όνειρο. Ήταν σούρουπο και βρισκόμουν σε μια παραλία. Στεκόμουν στην άκρη του νερού όταν η παλίρροια άρχισε να φουσκώνει με ένταση και παρακολούθησα μια βάρκα που πλησίαζε στην ακτή να αρπάζει ξαφνικά φωτιά και να βουλιάζει μπροστά στα μάτια μου. Έκανα μεταβολή για να φύγω και τότε διαπίστωσα ότι ανάμεσα σε μένα και το δάσος πίσω υπήρχε κάτι που έμοιαζε με χιλιάδες κουλουριασμένα φίδια που έφραζαν το δρόμο μου. Κάθε φορά που ήθελα να ξεφύγω από κάτι, πάντα βρισκόταν κάτι άλλο στο διάβα μου… […]

[…] Άρχισα να αναρωτιέμαι για αυτή την επιδημία σε μεγαλύτερη κλίμακα και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πίσω της πιθανώς υπήρχε κάποιο σχέδιο. Διάβρωση της συμβατικής οικογένεια και των επιχειρήσεων, εμπλοκή μιας παγκόσμιας κυβέρνησης και τέτοιες μαλακίες. Ο καλύτερος τρόπος για να κλέψεις την ελευθερία του ανθρώπου είναι να αυξάνεις κάτι σταδιακά μέχρι να μην μπορεί πλέον να αντιστραφεί η πορεία της ιστορίας και ένας τεράστιος παγκόσμιος κατακλυσμός να μοιάζει με τον πιο γρήγορο και εύκολο τρόπο για να μπει σε κίνηση αυτός ο τροχός. Πότε το μυαλό μου άρχισε να σκέφτεται έτσι; Λοιπόν… κάθε φορά που είχα πάρει διεγερτικά χωρίς κάτι για να τα εξισορροπεί. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις, αυτές οι ιδέες μου φαίνονταν λογικές. Και πάλι όμως, μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια ο μισός πληθυσμός της Ευρώπης, διακόσια εκατομμύρια άνθρωποι, πέθαναν από βουβωνική πανώλη, και το 1918 η Ισπανική Γρίπη προσέβαλε το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού εξολοθρεύοντας πενήντα εκατομμύρια – επομένως, τι σκατά ήξερα εγώ; Στην πραγματικότητα, δεν ήξερα τίποτα. Ούτως ή άλλως, πολύ γρήγορα οι μαλακίες άρχισαν να θολώνουν τη σκέψη μου και καθώς βαριόμουν για ώρες και δεν είχα και πολλά να σκεφτώ, αυτές οι διάφορες συνωμοσίες και μαύρες σκέψεις άρχισαν να εισβάλουν στο κεφάλι μου. Στην Ιρλανδία οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν καν να φανταστούν ότι οι πολιτικοί τους είχαν ξεπουλήσει και τους είχαν μετατρέψει σε θιασώτες της παγκοσμιοποίησης. Για μένα όμως αυτό δεν ήταν μόνο ένα ενδεχόμενο αλλά κάτι πολύ πιθανό. Εδώ και οπουδήποτε αλλού. […]

[…] Το ενδιαφέρον μου για τη μουσική ήταν ανύπαρκτο. Ποτέ δεν έβαλα να ακούσω ένα δίσκο, ποτέ δεν έπιασα μια κιθάρα, ποτέ δεν κάθισα στο πιάνο, ούτε με ένοιαζε αν θα το ξανάκανα ποτέ. Χρόνια νωρίτερα είχε βιώσει μια παρόμοια ρήξη με τη μουσική ήμουν ξανά στα πρόθυρα του να πέσω σε κώμα – αλλά ενώ τότε αυτό με είχε κάπως ενοχλήσει και μου είχε προκαλέσει ανησυχία για το πώς θα τα έβγαζα πέρα, αυτή τη φορά δεν το σκεφτόμουν. Η μουσική θα μου ξαναρχόταν ή δε θα μου ξαναρχόταν και όπως και να ’χε, θα ζούσα με αυτό. Πρώτα όμως έπρεπε να μάθω να περπατώ και να μιλώ ξανά, επειδή τα πόδια μου δεν ήξεραν πια που πήγαιναν και η φωνή μου είχε ξεχάσει πως ν’ ακούγεται. […]

[…] Βρισκόμουν ήδη στο σπίτι για μερικές εβδομάδες, με τη διάθεσή μου να έχει πιάσει πάτο επειδή η αποθεραπεία μου εξελισσόταν πολύ αργά και κυρίως επειδή ήμουν κλεισμένος μέσα εξαιτίας της παγωνιάς και των περιορισμών του κορονοϊού, όταν, ψάχνοντας στον ταξιδιωτικό μου σάκο ένα ξυράφι για να ξυρίσω τη μακριά γελοία γενειάδα που είχα αφήσει, βρήκα ένα παυσίπονο. Το μάσησα γρήγορα και το κατάπια. Όμως το ανοσοποιητικό μου σύστημα ήταν τόσο ευπαθές που άρχισα να βήχω ανεξέλεγκτα. Προσπάθησα να αναπνεύσω, αέρας πουθενά, και τελικά λιποθύμησα. Συνήλθα πάλι στο νοσοκομείο. […] Η γυναίκα μου είχε αναγκαστεί να καλέσει πάλι ασθενοφόρο και ήταν εξοργισμένη με την ξεροκέφαλη, ανόητη και απερίσκεπτη συμπεριφορά μου. Την έβλεπα μαγκωμένη, μια συνηθισμένη αντίδραση που είχα ξαναδεί. Όμως κάθε φορά που ανατρέχω στο παρελθόν, σπανίως αισθάνομαι πως έχω κάνει λάθος, μου είναι αδύνατον να θυμηθώ τι έχω κάνει και για ποιο λόγο. Τώρα όμως, έπειτα από όλα αυτά, είχα επιστρέψει εκεί από όπου είχα προσπαθήσει τόσο σκληρά να αποδράσω, και αυτό οφειλόταν αποκλειστικά σε δικό μου σφάλμα. Παρά τις συμβουλές, είχα σταθεί ανόητος και είχα φύγει πολύ νωρίς. […]

[…] Βρέθηκα στην ίδια πτέρυγα όπου τους τελευταίους μήνες είχα δώσει πραγματική μάχη για να επιβιώσω από ένα φοβερό στέλεχος του κορονοϊού. Διαπίστωσα ότι η παρέα μου της γηριατρικής ήταν ακόμα μεγαλύτερης ηλικίας από την προηγούμενη. Ακριβώς απέναντί μου ήταν μια θυμωμένη ηλικιωμένη γυναίκα που την είχα δει ενώ προσπαθούσε να πετάξει ένα δίσκο με φαγητό από τα χέρια μιας τραπεζοκόμου εκστομίζοντας μερικές ακατάληπτες λέξεις ξανά και ξανά στην ίδια κοπέλα. Αυτή η γυναίκα περνούσε ώρες τραγουδώντας δυνατά ένα τραγούδι δίχως μελωδία, με μια τσιριχτή φωνή που δεν καταλάβαινα λέξη. Ο άνδρας δίπλα της μιλούσε δυνατά και διαρκώς στον ύπνο του, φωνάζοντας «Ιησού Χριστέ!» και «Θεέ μου!». Οι συνεχείς στριγκλιές αυτών των ανθρώπων και τα βογκητά και τα κλάματα των άλλων με οδηγούσαν στα άκρα και πάσχιζα σκληρά για να μην εκραγώ. […]

[…] Μια Παρασκευή απόγευμα ο γιατρός μου είπε ότι θα έριχνε μια ματιά στις ακτινογραφίες των πνευμόνων μου και ότι την επόμενη μέρα μάλλον θα έπαιρνα εξιτήριο. Το Σάββατο όμως δεν είδα όλη μέρα ούτε έναν γιατρό και διαπίστωσα ότι κανείς δεν θα περνούσε μέχρι τη Δευτέρα. Αυτό με έκανε σιωπηρά έξω φρενών. Ναι, μπορεί σχεδόν να είχα ξαναπεθάνει, αλλά αυτό ήταν πριν από μέρες. Τώρα αισθανόμουν καλύτερα σε σύγκριση με όλο αυτό το διάστημα και δεν υπήρχε περίπτωση να παραμείνω εδώ μέχρι τη Δευτέρα. Θα προσπαθούσα να πάρω μια συνταγή για τα αντιβιοτικά που μου έδιναν για τους πνεύμονες και μετά θα την κοπάναγα. […] Αφού ζήτησα από όποιον περνούσε να δω έναν γιατρό, τελικά δέχτηκε να με δει μια γιατρός. Αφουγκράστηκε τους πνεύμονές μου για μισό δευτερόλεπτο και είπε, «Δεν μπορώ να σας δώσω εξιτήριο».
Μόλις το άκουσα σηκώθηκα όρθιος και είπα, «Τότε κι εγώ φεύγω», ρωτώντας τι μου έκαναν στο νοσοκομείο που δεν μπορούσα να το κάνω στο σπίτι. Χθες δεν είχα δει γιατρό όλη μέρα, ήμουν ξαπλωμένος για ατέλειωτες ώρες περιμένοντας να περάσει η ώρα. Όλα αυτά μπορούσα να τα κάνω και στο σπίτι μου, όπως φρόντισα να της τονίσω. Αφού πέρασε άλλη μια ατέλειωτη ώρα, η γιατρός εμφανίστηκε με ένα έγγραφο που υπέγραψα βιαστικά και πήρα εξιτήριο, για άλλη μια φορά σε πείσμα των συμβουλών για το αντίθετο, όχι όμως πριν με προειδοποιήσουν ότι τα επίπεδα του αίματός μου έδειχναν μόλυνση και ότι τουλάχιστον μέσα στις δυο επόμενες εβδομάδες έπρεπε να με δει παθολόγος. […]

[…] Σχεδόν αμέσως μόλις σταμάτησα την αντιβίωση, η ανάσα μου δυσκόλεψε ξανά και κάθε φορά που προσπαθούσα να ανασάνω οι πνεύμονες και η πλάτη μου με τσάκιζαν στον πόνο. Όταν επισκέφθηκα τον γιατρό, εκείνος αφουγκράστηκε γρήγορα τους πνεύμονές μου και είπε, «Πρέπει να γυρίσεις αμέσως στο νοσοκομείο, ειδάλλως θα πεθάνεις».
Έμεινα βλάκας με την ανένδοτη, ειλικρινή επιμονή του γιατρού σχετικά με τον επερχόμενο θάνατό μου. Δεν μπορούσα να αντέξω τη σκέψη να επιστρέψω για τρίτη φορά στο νοσοκομείο του Κέρι, ιδίως τη στιγμή που είχα ήδη φύγει παρά τις αντιρρήσεις. Παρ' όλη τη φροντίδα που μου είχαν δείξει όλοι εκεί μέσα, η γαμημένη η περηφάνια μου δεν θα το επέτρεπε. Την επόμενη μέρα, ο στενός φίλος μου Tony O’Flaherty, ένας ταλαντούχος ντόπιος μουσικός παραγωγός/ηχολήπτης με τον οποίο έκανα παρέα και ηχογραφούσα, με μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Κορκ, μιας πολύ μεγαλύτερης πόλης με μεγαλύτερες νοσοκομειακές εγκαταστάσεις. Τη μέρα που τσίμπησα τον ιό είχα ηχογραφήσει στο στούντιό του ένα τραγούδι για κάποιον και μια μέρα αργότερα το τεστ του Tony για κορονοϊό βγήκε αρνητικό, προς μεγάλη μου ανακούφιση. Θα μου είχε πέσει βαρύ αν είχα μολύνει αυτόν ή την οικογένειά του. Τώρα οδηγούσαμε την περισσότερη ώρα σιωπηλά στο δρόμο με τις δυο λωρίδες κυκλοφορίας από το Κίλαρνι μέχρι το Κορκ. Προσπεράσαμε κλειστές παμπ, εκκλησίες και φαστφουντάδικα, με το μακρύ γρασίδι και τα φύλλα στα δέντρα να κυματίζουν από τον άνεμο, και με τα πρόβατα και τα γελάδια να βόσκουν στους αγρούς. Τελικά, φτάσαμε στις τρεις το απόγευμα και την ώρα που αποβιβαζόμουν από το αυτοκίνητο, η γυναίκα μου με κοίταξε στα μάτια, πιστεύοντας ότι δεν θα με ξανάβλεπε. «Αντίο, μωρό μου, σ’ αγαπώ», είπε. Απομακρύνθηκα περπατώντας προς την είσοδο του νοσοκομείου.
Αμέσως με πέρασαν στα επείγοντα και κατόπιν περίμενα για έξι ατέλειωτες, εκνευριστικές ώρες μέχρι να με δει μια γυναίκα, η οποία (όπως ήταν φυσικό) προσπάθησε αρκετά για να βρει μια φλέβα. Τελικά κατάφερε να βρει μια και καθώς το μαυροκόκκινο αίμα ανέβαινε αργά σαν σιρόπι, εκείνη έλεγε, «Έλα! Μη σταματάς!», μέχρι να γεμίσει τελείως η σύριγγα. Έπειτα με άφησαν να κάθομαι σε ένα κάθισμα σκληρό σαν τσιμέντο για άλλες τρεις ώρες, πριν τελικά με φωνάξουν πίσω για να με εξετάσει γιατρός. Αφού αφουγκράστηκε τους πνεύμονες και την καρδιά μου, έδωσε εντολή για άλλη μια αξονική και για μια σειρά από ακτινογραφίες που όλες βγήκαν καλές, αν και ανησυχούσε μήπως είχα κάποιον θρόμβο. Αφού μου είπαν να μένω ακίνητος για να μη σπάσει κάποιος θρόμβος, ξάπλωσα την ένα και ογδόντα κορμοστασιά μου πάνω σε ένα ράντζο ενάμιση μέτρο μήκος και σκληρό σαν πέτρα μέσα σε ένα ολοφώτεινο δωμάτιο μέχρι το πρωί που θα έβλεπα άλλον γιατρό για άλλες εξετάσεις.
Μερικές ώρες αργότερα πέρασε ένας άλλος γιατρός μαζί με μερικούς ασκούμενους. Με ρώτησε για ποιο λόγο με είχαν φέρει. Όταν του είπα τι είχε πει ο παθολόγος, έβαλε τα γέλια και κούνησε το κεφάλι του.
«Εντάξει, αυτό είναι λιγάκι δραματικό… μια κι εσύ πάλι περίμενες να περάσει άλλη μια μέρα πριν έρθεις εδώ; Οι εξετάσεις δείχνουν ότι το αίμα, οι πνεύμονες και τα νεφρά σου είναι υγιή και όλα τα συμπτώματα που έχεις είναι συνηθισμένα μετά από κορονοϊό».

Έτσι λοιπόν, μου χορήγησε μερικά ακόμη αντιβιοτικά, στεροειδή, μια συσκευή εισπνοής και μερικά αντιπηκτικά και αφού έκλεισα ραντεβού έπειτα από ένα μήνα, το φάντασμα ξαναζωντάνεψε, και βγήκα στο ψιλόβροχο και το συννεφιασμένο ουρανό για πρώτη φορά με την ευλογία των γιατρών. Θα περνούσε πάρα πολύς καιρός μέχρι να διορθωθούν οι βλάβες από τον ιό, αλλά εγώ πήρα ταξί, επιφυλακτικά αισιόδοξος ότι τελικά μπορεί να βρίσκομαι στο δρόμο που οδηγεί σε κάτι που μοιάζει με ελευθερία. Ασφαλώς, η ελευθερία είναι μια σχετική έννοια…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Mark Lanegan: «Τραγούδα ανάποδα και κλάψε...»

H Kim Gordon για τον Kurt Cobain: "Πάνω στη σκηνή ήταν απίστευτο να βλέπεις να ξεχύνονται όλα εκείνα τα συναισθήματα που πήγαζαν από τα βάθη του κορμιού του"...

Nirvana: Το "Love Buzz", και μερικές φωτογραφίες με γνωστές και άγνωστες πτυχές της μπάντας...

Η τελευταία συναυλία των Nirvana (1η Μαρτίου 1994)...

Λόγια ανθρώπων επιφανών: Kim Gordon

Τριάντα χρόνια καθαρός θόρυβος: Μια σύντομη αναδρομή στους Mudhoney

Οι τελευταίες ημέρες του Chris Cornell...

Lemmy: Σκόρπιες στάχτες, γεμάτες σφαίρες...

Γιατί το δεύτερο κύμα της Ισπανικής Γρίπης ήταν πιο φονικό από το πρώτο;

 


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1