Γράφει ο Αντώνης Ζήβας
Το αφιέρωμα στο λογοτεχνικό και θεατρικό έργο του Λέοντος Τολστόι H Δύναμη του Σκότους που θα διαβάσετε, αποτελεί απόσπασμα από ένα βιβλίο της Έμμα Γκόλντμαν με τίτλο The Social Significance of the Modem Drama και ήταν αφιερωμένο εξολοκλήρου στο θεατρικό μοντέρνο δράμα και τα αντίστοιχα θεατρικά έργα που γράφτηκαν στην Ευρώπη από τα μέσα του 19ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Το βιβλίο εκδόθηκε στη Βοστόνη των ΗΠΑ και στο Τορόντο του Καναδά το 1914 και στο βαθμό που γνωρίζω δεν έχει μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα.
Χάρη στον πολύ καλό φίλο και σύντροφο Κώστα Δεσποινιάδη και στην στην ανθολογία του Αναρχία και Λογοτεχνία (Εκδόσεις Πανοπτικόν, 2017), έχουμε στην ελληνική γλώσσα αυτό το απόσπασμα από ένα όχι και τόσο πολύ γνωστό έργο της μεγάλης αναρχικής θεωρητικού και επαναστάτριας. Διάλεξα να το αντιγράψω και να σας το μεταφέρω για έναν πρόσθετο λόγο: το ιεροεξεταστικού τύπου πογκρόμ που έχει εξαπολύσει η Δύση εναντίον κάθε τι ρωσικού όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο αλλά και σε πολιτιστικό, βάζοντας στο στόχαστρο ακόμη και τη μεγάλη παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά της ρωσικής τέχνης, της λογοτεχνίας, της μουσικής, του χορού και του θεάτρου. Πρόκειται για την αποθέωση της ναζιστικής συλλογικής ευθύνης, όχι απλά εναντίον του νεοτσαρικού μεγαλοϊδεατισμού του Βλαντίμιρ Πούτιν με αφορμή την εισβολή του ρωσικού κράτους στην Ουκρανία, αλλά μια μεγάλη ευκαιρία “ξεκαθαρίσματος λογαριασμών” για οτιδήποτε προέρχεται από τη Ρωσία με βάση τον “εκατονταετή πόλεμο” των ιδεολογιών μεταξύ του καπιταλισμού, των ουμανιστικών ελευθεριακών ιδεών και του κομμουνισμού. Για την ιστορία και μόνο, η συλλογική ευθύνη ήταν η μεγαλύτερη κοινωνική κατασκευή των ναζί προκειμένου να δικαιολογήσουν με πολιτικούς, φυλετικούς και εθνικιστικούς όρους τον αφανισμό των Εβραίων. Και, τελικά, ήταν η χρησιμότερη προσφορά τους στο κόσμο της καπιταλιστικής και κρατικής κυριαρχίας.
Για να γυρίσω πίσω στο κείμενο της Γκόλντμαν: Η Δύναμη του Σκότους είναι ένα έργο όπου το αβυσσαλέο σκοτάδι θυμίζει τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ και την Κόλαση του Δάντη. Το αναμφισβήτητο και σχεδόν άγνωστο αυτό αριστούργημα είναι γραμμένο μέσα στη δίνη μιας βαθύτατης εσωτερικής κρίσης και φωτίζει με τρόπο σπαραχτικό τις διαστάσεις της, καθώς εδώ ο Τολστόι δεν έχει ως ήρωές του πρόσωπα της «καλής κοινωνίας», την οποία έτσι κι αλλιώς κατακρίνει και την αρνιέται, με απλούς μουζίκους -αγνούς, καλοκάγαθους χωρικούς, θα λέγαμε αφελώς- κοντά στους οποίους προσπαθεί να ζήσει γαλήνια και ειρηνικά. Κι όμως συμβαίνουν κι εδώ πράγματα φρικαλέα. Τα συμπεράσματα του Τολστόι για την ίδια την ανθρώπινη φύση είναι εντέλει σκοτεινά, ζοφερά, δυσβάστακτα. Δεν αποκλείει όμως, ύστερα από μια πτώση (όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή), την τελική εξύψωση, τη μετάνοια, την πραγματική, ολοκληρωτική «εκ των ένδον» αλλαγή, όσο δύσκολη (σχεδόν αδύνατη) κι αν φαίνεται, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης-εκδόσεις Ροές- του έργου σε μετάφραση του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου.
Γράφει λοιπόν η Γκόλντμαν:
“Όταν πέθανε ο Λέων Τολστόι, οι αντιπρόσωποι της Εκκλησίας δήλωσαν ότι ήταν δικός τους.
«Ήταν μαζί μας», είπαν.
Αυτό μου θυμίζει έναν ρωσικό μύθο για τη μύγα και το βόδι. Η μύγα καθόταν τεμπέλικα στο κέρατο του βοδιού, ενώ αυτό όργωνε το χωράφι, αλλά όταν το βόδι επέστρεψε εξουθενωμένο από τον κάματο στο σπίτι, η μύγα είπε κομπάζοντας: «Οργώναμε».
Σε σχέση με τον Τολστόι, οι αντιπρόσωποι της Εκκλησίας βρίσκονται στην ίδια θέση. Είναι αλήθεια ότι η αντίληψη του Τολστόι για τις ανθρώπινες σχέσεις βασιζότανε σε μια καινούργια ερμηνεία των Ευαγγελίων. Αλλά ήταν τόσο μακριά από τον σημερινό Χριστιανισμό, όσο ξένος ήταν ο Χριστός από την καθιερωμένη θρησκεία της εποχής του. Ο Τολστόι υπήρξε ο τελευταίος αληθινός Χριστιανός, και ως τέτοιος υπονόμευσε το προπύργιο της Εκκλησίας με όλη την ολέθρια δύναμη του σκότους που η τελευταία διαθέτει, με όλη την αδικία και τη σκληρότητά της. Για αυτό διώχθηκε από την Ιερά Σύνοδο και αφορίστηκε από την Εκκλησία· για αυτό τον φοβόταν ο Τσάρος και οι παρατρεχάμενοί του· για αυτό τα έργα του ήταν καταδικασμένα και απαγορευμένα.
Ο μόνος λόγος που ο Τολστόι γλύτωσε και δεν είχε την ίδια μοίρα με άλλους μεγάλους Ρώσους ήταν ότι υπήρξε πιο δυνατός από την Εκκλησία, πιο δυνατός από την κλίκα των δουκών, πιο δυνατός ακόμα και από τον ίδιο τον Τσάρο. Ήταν η πανίσχυρη συνείδηση της Ρωσίας που εξέθετε τα εγκλήματα και τις κακουργίες της ενώπιον του πολιτισμένου κόσμου. Το πόσο βαθιά ένιωθε ο Τολστόι τα δυσοίωνα προβλήματα του καιρού του, το πόσο στενά σχετιζότανε με τον λαό, το αποδεικνύει σε διάφορα έργα του, αλλά σε κανένα τόσο έντονα όσο στη Δύναμη του Σκότους.
Η Δύναμη του Σκότους
Η Δύναμη του Σκότους είναι η τραγωδία της οικτρής εξαθλίωσης και της απύθμενης άγνοιας. Θέμα της είναι μια ομάδα χωρικών βυθισμένων στη φτώχεια και το απόλυτο σκοτάδι. Αυτή η φρικτή κατάσταση, ιδίως των γυναικών, εκφράζεται από έναν χαρακτήρα του έργου:
Μίτριτς: Υπάρχουν εκατομμύρια γυναίκες και κορίτσια σαν εσάς, αλλά είστε σαν τα άγρια θηρία του δάσους. Όπως γεννιέται κάποια, έτσι πεθαίνει. Ούτε έχει δει ούτε έχει ακούσει τίποτα. Ένας άντρας θα μάθει κάτι· αν όχι πουθενά αλλού, τουλάχιστον στο καπηλειό, ή, αν τύχει, στη φυλακή ή το στρατό, όπως εγώ. Μια γυναίκα όμως: Ιδέα δεν έχει για τον Θεό όχι, η κάθε μέρα είναι ίδια και απαράλλαχτη γ ι’ αυτήν. Σέρνονται σαν τα τυφλά κουτάβια, και χώνουν τα κεφάλια τους στην κοπριά.
Ο Πιοτρ, ένας πλούσιος χωρικός, είναι ετοιμοθάνατος. Ωστόσο, παραμένει προσκολλημένος στα λεφτά και ταλαιπωρεί αυταρχικά τη νεαρή γυναίκα του, την Ανίσια, τις δυο κόρες του από τον προηγούμενο γάμο του και τον εργάτη στα κτήματά του, τον Νικήτα. Δεν τους επιτρέπει να έχουν ούτε μια στιγμή ανάπαυλας από την κοπιαστική εργασία τους, εξαιτίας της απληστίας για το χρήμα που κυλάει στο αίμα του και τον φόβο του θανάτου που έχει φτάσει μέχρι το μεδούλι των οστών του.
Η Ανίσια μισεί τον σύζυγό της -που την εξαναγκάζει να δουλεύει σαν σκλάβα, και είναι γέρος και άρρωστος- και αγαπάει τον Νικήτα. Ο τελευταίος, νέος και ανεύθυνος, δεν μπορεί να αντισταθεί στις γυναίκες, που είναι η κύρια αδυναμία του και τελικά ενδίδει. Προτού έρθει στα κτήματα του γέρο-Πιοτρ, είχε αποπλανήσει ένα ορφανό κορίτσι. Όταν αυτή έμεινε έγκυος, πήγε στον πατέρα του Νικήτα, τον Ακίμ, έναν απλό και τίμιο χωρικό. Ο Ακίμ προέτρεψε τον γιο του να παντρευτεί το κορίτσι, επειδή: «είναι αμαρτία να αποπλανείς ένα ορφανό κορίτσι. Πρόσεχε Νικήτα! Του αθώου τα δάκρυα πέφτουν βροχή πάνω στον ένοχο. Πρόσεχε, γιατί αλλιώς το ίδιο κακό θα συμβεί και σ ’ εσένα».
Στην ευγένεια και την απλότητα του Ακίμ αντιπαρατίθεται η φαυλότητα και η απληστία της συζύγου του Ματρένα. Ο Νικήτας παραμένει στο αγρόκτημα, και η Ανίσια, παρωθούμενη και υπό την επιρροή της μάνας της δηλητηριάζει τον γέρο-Πιοτρ και κλέβει τα χρήματά του. Όταν ο σύζυγός της πεθαίνει, η Ανίσια παντρεύεται τον Νικήτα και του μεταβιβάζει τα χρήματα. Ο Νικήτας γίνεται ο αφέντης του σπιτιού και σύντομα αποδεικνύεται έκλυτος και τύραννος. Η αεργία και τα πλούτη υπονομεύουν οτιδήποτε καλό λάνθανε εντός του. Το χρήμα, ο καταστροφέας των ψυχών, σε συνδυασμό με τη συνείδηση ότι υπήρξε έμμεσα συμμέτοχος στο έγκλημα της Ανίσια, μετατρέπουν την αγάπη του Νικήτα για τη γυναίκα σε σφοδρό μίσος.
Παίρνει για ερωμένη του την Ακουλίνα, τη μεγαλύτερη κόρη του Πιοτρ, ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, βαρύκουο και κουτό, και εξαναγκάζει την Ανίσια να τους υπηρετεί. Αυτή ενώ είχε το σθένος να αντιστέκεται στον παλιό της σύζυγο, ο έρωτάς της για τον Νικήτα την έχει κάνει αδύναμη: «Τη στιγμή που τον βλέπω η καρδιά μου μαλακώνει. Δεν έχω θάρρος απέναντι του».
Ο γέρο-Ακίμ έρχεται να ζητήσει λίγα χρήματα από τον νεόπλουτο γιο του. Γρήγορα νιώθει τον βούρκο διαφθοράς και ακολασίας στον οποίο έχει βυθιστεί ο Νικήτας. Προσπαθεί να τον σώσει,
να τον συνεφέρει, να βγάλει στην επιφάνεια την καλή πλευρά του. Αλλά αποτυγχάνει.
Αυτός ο τρόπος ζωής είναι υπερβολικά ανήθικος και κακός για τον Ακίμ. Φεύγει, αρνούμενος ακόμα και τα χρήματα που τόσο πολύ χρειαζόταν ώστε να αγοράσει ένα άλογο.
Ακίμ: “Η μία αμαρτία φέρνει την άλλη... και την άλλη... και την άλλη... Κι ύστερ’ αμαρτάνεις ξανά και ξανά, ώσπου να πιαστείς σε ένα δίχτυ αμαρτίας... Βουλιάζεις... ολόκληρος... στις αμαρτίες. Έχεις πάρει το δρόμο της καταστροφής. Πάρ’ τα λεφτά σου, κράτα τα ... Καλύτερα ζητιάνος... ζητιάνος στο δρόμο ... παρά να πάρω από εσένα”.
Ο χαρακτήρας του Ακίμ δίνεται ακόμα πιο ζωντανά από τον Τολστόι στη συζήτηση ανάμεσα στον γέρο χωρικό και τον καινούργιο υπηρέτη του κτήματος.
Μίτριτς: “Λοιπόν, ας πούμε πως εσύ έχεις λεφτά κι εγώ δεν έχω. Ωραία ... Ό ταν έρχεται η άνοιξη εγώ έχω ένα χέρσο χωράφι και δεν έχω σπόρο να σπείρω. Και για να το κάνουμε ακόμα χειρότερο, ας πούμε πως δεν έχω να πληρώσω ούτε τους φόρους μου. Έρχομαι λοιπόν σε εσένα και σου λέω: «Ακίμ, δάνεισέ μου δέκα ρούβλια και στα δίνω πίσω το φθινόπωρο που θα μαζέψω τη σοδειά». Ωρα ία ... Κι επειδή σου χρωστάω και μεγάλη χάρη, έρχομαι και σου θερίζω και δύο στρέμματα δικά σου· έτσι τζάμπα. Εσύ τώρα, έχεις λάβει τα μέτρα σου για το δάνειο. Αμα δεν πάει καλά η σοδειά, λέμε... αν εγώ δεν έχω να σου γυρίσω πίσω τα λεφτά, εσύ μου παίρνεις την αγελάδα, ή το άλογό μου, ή και τα δύο ... Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν σου φτάνει. Εσύ μου δανείζεις τα λεφτά μονάχα άμα εγώ συμφωνήσω και σου γυρίσω πίσω δύο άντε τρία ρούβλια παραπάνω. Κατάλαβες: Εγώ τι κάνω; Τα χρειάζομαι τα λεφτά. Συμφωνώ με τους όρους σου και παίρνω δέκα ρούβλια. Το φθινόπωρο που έχω μαζέψει τα λεφτουδάκια μου, σου δίνω τα δέκα ρούβλια και τσεπώνεις και τρία παραπάνω.”
Ακίμ: “Μα... όποιος κάνει τέτοια, είναι άτιμος... ξεχνάει το δρόμο του Θεού... Πώς το λένε... όλα αυτά, είναι λάθος... λάθος...”
Μίτριτς: “Στάσου, κάτσε να σου εξηγήσω πώς γίνεται με τις Τράπεζες τώρα... Ένα-ένα... Είπαμε, εσύ μ’ έγδαρες και πήρες τρία ρούβλια παραπάνω. Η Ανίσια τώρα, έχει κάτι λεφτά στην άκρη και δεν ξέρει τι να τα κάνει· γυναίκα είναι. Έρχεται λοιπόν σ’ εσένα και σου λέει: «Μπορείς να τ’ αβγατίσεις τα λεφτά μου;». «Και βέβαια μπορώ», της λες εσύ. Και τα παίρνεις. Περίμενε!... Την επόμενη άνοιξη νά ’σου πάλι εγώ, πανί με πανί. Σου λέω: «Να χαρείς· δώσε μου άλλα δέκα ρούβλια, θα σου είμαι υπόχρεος...». Εσύ κοιτάς καλά, να δεις αν έχει μείνει ακόμα λιγάκι κρεατάκι πάνω μου. Αν είναι έτσι, τότε μου δανείζεις τα χρήματά της. Τώρα, αν εγώ είμαι πετσί και κόκαλο και δεν μπορώ ούτε να σταθώ στα πόδια μου, βλέπεις ότι δεν έχει νόημα να μου δανείσεις. «Αντε στην ευχή του Θεού», μου λες και μου δίνεις μία και ψάχνεις να βρεις άλλον να του δανείσεις. Όταν τον βρεις, του δανείζεις και τα δικά σου τα λεφτά και της Ανίσιας. Τον γδέρνεις κι αυτόν και μοιράζεις το κέρδος ανάμεσά σας. Έτσι δουλεύουν οι τράπεζες. Και το χρήμα γυρίζει. Είναι πολύ έξυπνο σύστημα φίλε μου, πολύ έξυπνο.”
Ακίμ: “Μα δεν είναι σωστό! Αυτά είναι φριχτά πράγματα. Κάνουν οι χωριανοί τέτοια; Ποιος μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα; Και ξέρουν πως είναι αμαρτία, μα σου λένε δεν μπορώ να κάνω αλλιώς... Είναι... είναι... παράνομο. Διαόλου πράματα. Και μορφωμένοι άνθρωποι... Απ’ τη φτώχεια, ένα πράμα είναι χειρότερο: τα πλούτη. Ο Θεός μάς είπε να δουλεύουμε σκληρά, κι εσύ πας και βάζεις τα λεφτά σου στην Τράπεζα... Κι αυτά τα λεφτά σε τρέφουν, χωρίς να κουνήσεις ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι... και τρως από τους τόκους. Αυτά είναι σιχαμένα πράματα! Είναι αντίθετα στο νόμο του Θεού. Παράνομα.”
Μίτριτς: “Αντίθετα στο νόμο του Θεού; Και ποιος νοιάζεται γι’ αυτό σήμερα; Όσοι έχουν λεφτά, γδέρνουν τους άλλους που δεν έχουν.”
Για όσο καιρό η εγκυμοσύνη της Ακουλίνα δεν είναι εμφανής, η σχέση του Νικήτα με την κόρη του πεθαμένου αφέντη του παραμένει κρυφή από τους γείτονες. Αλλά έρχεται η ώρα που είναι έτοιμη να γεννήσει. Τότε η Ανίσια ξαναγίνεται κυρία της κατάστασης. Το μίσος της για την Ακουλίνα, ο εγκληματικός έρωτάς της για τον Νικήτα και το διεφθαρμένο πνεύμα της μητέρας του Νικήτα, όλα συνδυάζονται και συντελούν στο να την μετατρέψουν σε τέρας. Η Ακουλίνα οδηγείται στον αχυρώνα, όπου οι τρομεροί πόνοι της καταπνίγονται από τον φόβο της μητριάς της. Ό ταν γεννιέται το αθώο θύμα, η μοχθηρή μητέρα του Νικήτα και η Ανίσια τον πείθουν ότι το παιδί είναι νεκρό και τον αναγκάζουν να το θάψει στο κελάρι. Ενώ ο Νικήτας σκάβει τον τάφο, ανακαλύπτει την απάτη. Το παιδί είναι ζωντανό! Το τρομερό σοκ παραλύει τον άντρα, ευρισκόμενος σε στιγμιαία τρέλα πιέζει με μια σανίδα το κορμάκι του μωρού, ώσπου αυτό συνθλίβεται. Οι προλήψεις, ο τρόμος και η δολιότητα των γυναικών οδηγούν τον Νικήτα στο να μεθύσει, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να πνίξει τα κλάματα του μωρού που βουίζουν επίμονα στα αφτιά του. Στην τελευταία πράξη έχουμε τον γάμο της Ακουλίνα με τον γιο του γείτονα. Αναγκάζεται να παντρευτεί εξαιτίας της κακοτυχίας. Οι χωρικοί συγκεντρώνονται για το γλέντι, αλλά ο Νικήτας λείπει: περιπλανιέται στο χώρο στοιχειωμένος από το φριχτό φάντασμα του δολοφονημένου παιδιού του. Προσπαθεί να κρεμαστεί, αλλά δεν τα καταφέρνει, και τελικά αποφασίζει να παρουσιαστεί ενώπιον των συγκεντρωμένων χωρικών και να ομολογήσει τα εγκλήματά του. Νικήτας: “Πατέρα μ’ ακούς; Πρώτ’ απ’ όλα Μαρίνα, σ’ εσένα μιλάω, κοίτα με. Μαρίνα, είμαι ένοχος απέναντι σου· σου υποσχέθηκα πως θα σε παντρευτώ, σ’ ατίμασα, σε γέλασα, σ’ άφησα. Συγχώρα με, για όνομα του Χριστού.”
Ματριόνα: “Τι τον έπιασε; Μια χαρά ήτανε όλα· τι έπαθε τώρα ξαφνικά; Μάγια του έκαναν, δεν εξηγείται αλλιώς. Νικήτα σήκω πάνω και σταμάτα να λες ανοησίες.”
Νικήτας: “Φαρμάκωσα τον πατέρα κι ατίμασα μετά την κόρη... Χρησιμοποίησα τη δύναμή μου επάνω της και σκότωσα το παιδί της... Πατέρα συγχώρα με κι εσύ, συγχώρα με τον αμαρτωλό... όταν άρχισαν να παίρνω αυτό το δρόμο, μου το είχες πει: «Αμα πιαστεί το νυχοπόδαρο στο δόκανο, πάει, χάθηκε το πουλί». Κι εγώ, ο ανόητος, δεν σ’ άκουσα. Κι ότ' είπες, βγήκε αληθινό. Συγχώρεσέ με για τ’όνομα του Θεού.”
Η Δύναμη του Σκότους αποτελεί μια φρικτή εικόνα της φτώχειας, της άγνοιας και της δεισιδαιμονίας. Για να γράψει κάποιος ένα τέτοιο έργο, δεν αρκεί να είναι δημιουργικός καλλιτέχνης: Απαιτείται και μια βαθιά συμπονετική ανθρώπινη ψυχή. Ο Τολστόι τα διέθετε και τα δυο. Κατανοούσε ότι η τραγωδία της ζωής των χωρικών δεν οφείλεται σε κάποια έμφυτη φαυλότητα αλλά στη δύναμη του σκότους που διαποτίζει την ύπαρξή τους από τη στιγμή που γεννιούνται μέχρι να πεθάνουν. Κάτι βαρύ τους καταπιέζει -με τα λόγια της Ανίσια- τους βουλιάζει, κάτι τους στεγνώνει όλη την ανθρωπιά από μέσα τους και τους οδηγεί στον βυθό. Η Δύναμη του σκότους είναι μια κοινωνική εικόνα ταυτόχρονα απαίσια και συναρπαστική.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Έμμα Γκόλντμαν: Αναρχισμός και φεμινισμός...
Λέων Τολστόι: Περί πατριωτισμού (ή, εγώ καλά σας τα ’λεγα)…
Ο αναρχικός παιδαγωγός Φρανθίσκο Φερέρ, το Μοντέρνο Σχολείο και η Τραγική Εβδομάδα της Βαρκελώνης...
Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι: «Πολεμάμε και ταυτόχρονα κάνουμε επανάσταση!»