Αποκλειστικά συνέντευξη: Μιχάλης Πούγουνας
Όταν εκείνο το Σάββατο 14 Μαΐου του 1983 οι Bauhaus επισκέφθηκαν την Αθήνα για την μια και μοναδική τους συναυλία στο Σπόρτινγκ, εκπληρώθηκε ένα μεγάλο μου όνειρο. Βλέποντας τον Peter Murphy να περνά πάνω από το γυμνό του στήθος μια λεπτή σωλήνα φωτισμού σαν λάμπα φθορίου που πλημμύρισε το αδύνατο σώμα του με πράσινο φως, μου φάνηκε ότι μπορούσα να διακρίνω τον σκελετό του.
Η Ελλάδα βρισκόταν ακόμα πολύ μακριά από την μουσική πραγματικότητα του δυτικού κόσμου, αν αναλογιστεί κανείς πως εκείνη την εποχή, το 1983, η πλειοψηφία του ελληνικού κοινού ανακάλυπτε τον David Bowie χάριν στο τραγούδι «Cat People (Putting Out Fire)» που είχε γίνει χιτ στις ντισκοτέκ. Το glam rock και η πρώτη γενιά του punk rock είχαν έρθει κι είχαν φύγει από την Αγγλία κι εμείς στην Ελλάδα είχαμε μείνει τόσο πίσω εξαιτίας των πολιτικών συνθηκών, που ακόμα βλέπαμε ταινίες για το Woodstock και το Monterey Pop. Όταν το πρώτο άλμπουμ των Doors τυπώθηκε στην Ελλάδα το 1974, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Morrison, ποιος θα μπορούσε να εκτιμήσει σωστά ένα συγκρότημα όπως οι Bauhaus;
Η απόκοσμη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει το συγκρότημα εκείνο το βράδυ στο Σπόρτινγκ με τους tribal ρυθμούς του Haskins, τα ουρλιαχτά της κιθάρας του Ash και το βαρύ αλλά ευέλικτο μπάσο του David J., συνέθεταν μια μακάβρια θεατρική παράσταση με επικεφαλής του θιάσου τον Peter Murphy. Εκείνο το βράδυ οι τέσσερις αυτοί μουσικοί που με έκαναν να ανυπομονώ κάθε φορά για την επόμενη κυκλοφορία τους, πήραν στα μάτια μου μυθικές διαστάσεις.
Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, το 2018, είχα την τύχη να έχω καλεσμένο στην ραδιοφωνική εκπομπή μου [το link για τη συνέντευξη στα αγγλικά ΕΔΩ], τον ντράμερ τους, Kevin Haskins. Η ευκαιρία είχε δοθεί με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Haskins, Bauhaus – Undead, The Visual History and Legacy of Bauhaus κι έτσι όταν η εταιρία με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε μια συνέντευξη μαζί του απάντησα φυσικά «ναι». Ο Kevin είναι ένας πολύ φιλικός και ήσυχος άνθρωπος που τα τελευταία χρόνια ζει στο Λος Άντζελες έχοντας σχηματίσει το συγκρότημα Poptone μαζί με τον κιθαρίστα των Bauhaus, Daniel Ash. Στο συγκρότημα παίζει μπάσο η κόρη του Haskins, Diva Dompe. Οι Haskins και Ash είχαν φυσικά συνεχίσει και μετά την διάλυση των Bauhaus σχηματίζοντας τους Tones on Tail και τους πολύ επιτυχημένους Love & Rockets. Πόσο μακρινό όνειρο όμως θα ήταν όλα αυτά για εκείνα τα παιδιά από το Νόρθαμπτον, μια επαρχιακή πόλη περίπου 200.000 κατοίκων 100 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Λονδίνου; Περνούσε άραγε από το μυαλό τους μέχρι που θα έφταναν;
Κατ' αρχήν πες μου, Kevin, πώς ήταν η σκηνή του Νόρθαμπτον όταν δημιουργήθηκαν οι Bauhaus…
Ήταν αρκετά ενεργή και ζωντανή. Ήμασταν ένας αριθμός από καλές τοπικές μπάντες και ο φωτιστής μας εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να διοργανώνει συναυλίες σε ένα μέρος που λεγόταν Paddox και μάλιστα είχε καταφέρει να πείσει τον John Peel για να παίζει σαν ντισκ τζόκεϊ. Νομίζω εκεί ήταν που είδα για πρώτη φορά τους Cure με κάποια άλλα συγκροτήματα της περιοχής που άνοιγαν γι αυτούς. Άλλα μέρη της πόλης όπου μπορούσες να παίξεις τότε ήταν το Nag's Head, το Black Lion και η παμπ Race Horse που μερικές φορές φιλοξενούσε συναυλίες.
Kevin Haskins
Ποιοι ντράμερ επηρέασαν το μουσικό σου ύφος;
Την εποχή των Bauhaus θα μπορούσα να πω ότι με είχε επηρεάσει ο Kenny Morris, ο πρώτος ντράμερ των Siouxsie and the Banshees [έπαιξε στα άλμπουμ The Scream του 1978 και Join Hands και εγκατέλειψε το συγκρότημα μερικές ώρες πριν την εμφάνισή τους στο Aberdeen στην αρχή της περιοδείας για το Join Hands στις 7 Σεπτεμβρίου 1979] και ο Steven Morris των Joy Division. Αυτό που μου άρεσε στο παίξιμο του Kenny ήταν έτσι όπως χρησιμοποιούσε πολύ την μπότα αντί για το high hat ενώ μου άρεσαν τα πρότυπα που επινοούσε όπως αυτά που έγραψε στο «Metal Postcard». Ήταν ένα παρόμοιο παίξιμο με αυτό που είχα στο μυαλό μου. Με τον Steven, όταν τον είδα στην τηλεόραση με τους Joy Division, έπαιζε ένα τύμπανο Synare, το οποίο ήταν ηλεκτρονικό, κάτι σαν τύμπανο-συνθεσάιζερ που τους έδινε αυτόν τον ευρύ ήχο και έτσι σκέφτηκα πως έπρεπε να αγοράσω κι εγώ ένα. Επίσης το στυλ το Steven επίσης με επηρέασε μέχρις ενός σημείου.
[Η αλήθεια είναι πως ο Kenny Morris έπαιζε κυρίως τα τομ. Όταν οι Banshees ηχογραφούσαν το «Hong Kong Garden», ο Steve Lillywhite που έκανε την παραγωγή του ζήτησε να ηχογραφήσει ξεχωριστά τα κομμάτια του σετ των τυμπάνων. Ήταν κάτι που έκανε αργότερα και στο άλμπουμ Face Value του Phil Collins, αλλά και στους Big Country. Ο Morris ηχογράφησε πρώτα το ταμπούρο και τα μπάσα τύμπανα και μετά τα πιατίνια και τα τομ. Ο Lillywhite πρόσθεσε στην μίξη echo δίνοντας έτσι εύρος και χώρο στην ηχογράφηση και κάνοντας τη ΝΜΕ να γράψει ότι η δουλειά του Lillywhite με τον Morris έφερνε «επανάσταση στον ήχο του post-punk συγκροτήματος με μια καινοτόμο προσέγγιση των ντραμς».]
[Η πρώτη ζωντανή εμφάνιση των Bauhaus ήταν πολύ περίεργη και μάλλον αστεία. Το συγκρότημα έκανε πρόβες σε μια μικρή μαθητική αίθουσα που υπήρχε στο τοπικό σχολείο του Νόρθαμπτον και κάπου δεκαπέντε μέτρα πιο πέρα υπήρχε ένας χώρος όπου οι μαθητικές ενώσεις οργάνωναν τις συναυλίες τους. Κάποιο βράδυ θα έπαιζαν εκεί οι Pretenders κι έτσι οι Bauhaus πέρασαν τον εξοπλισμό τους μέσα από ένα παράθυρο, έστησαν τα όργανα στα γρήγορα και άρχισαν να παίζουν μπροστά σε ένα μικρό ακροατήριο. Όταν τελείωσαν το πρώτο τραγούδι, ένας από τους διοργανωτές τους ρώτησε «Μα τι νομίζετε ότι κάνετε;» και ο Murphy του απάντησε ότι ήταν η μπάντα που άνοιγε την συναυλία των Pretenders! Χωρίς να γνωρίζει κάτι γι αυτό ο διοργανωτής απομακρύνθηκε απογοητευμένος στη διάρκεια του δεύτερου κομματιού, κοιτάζοντάς τους με μισό μάτι. Στο τέταρτο τραγούδι όμως επέστρεψε με μερικούς άλλους και παρά τις διαμαρτυρίες κάποιων θεατών έκλεισαν τους ενισχυτές των Bauhaus και τους έδιωξαν.]
Είπα στον Haskins ότι στις αρχές των 80s υπήρχαν δύο συγκροτήματα για τα οποία ανυπομονούσα να αγοράσω τους καινούργιους δίσκους τους. Το ένα από ήταν οι Bauhaus και το εξώφυλλο του κάθε άλμπουμ ήταν ασπρόμαυρο δίνοντας μια ατμόσφαιρα γερμανικού εξπρεσιονισμού του 1920. Το μόνο που είχε χρώματα ήταν το Burning from the Inside. Τον ρώτησα
Πώς είχατε αποφασίσει να ακολουθήσετε το συγκεκριμένος ύφος στα πρώτα σας εξώφυλλα.
Σχετικά με το εξώφυλλο του Burning from the Inside, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, ο Daniel είχε προτείνει αυτή την ιδέα στους υπόλοιπους αλλά δεν θυμάμαι αν μας έδειξε πρώτα την φωτογραφία ή κάτι τέτοιο. Μόλις την έκοψε απλά μας άρεσε κατά έναν σκοτεινό τρόπο και δεν κάναμε καμία επέμβαση. Απλά μας είχε φανεί ωραία. Εξάλλου έτσι δημιουργούσαμε και τη μουσική μας. Δίχως να βάλουμε πολλή σκέψη, οπότε αυτό που έχει ενδιαφέρον, όπως το βλέπω τώρα με την χρονική απόσταση που υπάρχει, είναι η ραγισμένη φύση του και καθώς ηχογραφούσαμε αυτό το άλμπουμ, το ράγισμα αυτό θα εμφανιζόταν και στη συνοχή του συγκροτήματος. Οπότε μου φαίνεται ότι αντικατοπτρίζει το ράγισμα που υπήρχε στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της μπάντας και τις διαφορετικές κατευθύνσεις που ακολουθούσαμε.
Σου αρέσει να παρακολουθείς ταινίες και, εάν ναι, ποιες είναι οι αγαπημένες σου;
Ναι! Μου αρέσει να βλέπω καλές ταινίες! Δεν μου αρέσουν οι κακές. Για κάποιο λόγο λατρεύω το Fargo, το Βιβλίο της Ζούγκλας από την δεκαετία του ’60. Μου άρεσε η μουσική και η αθωότητα που είχαν οι παλιές ταινίες της Ντίσνεϊ. Επίσης, μου αρέσουν πολύ τα φιλμ νουάρ. Θα μπορούσα να αναφέρω πάρα πολλές ταινίες διαφόρων ειδών, αλλά πιστεύω αυτές να σου έδωσαν μια ιδέα.
Οι Bauhaus το 2019
Το Bauhaus Undead – The Visual History and Legacy of Bauhaus είναι ένα βιβλίο για όλους ή απευθύνεται μόνο στους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του συγκροτήματος;
Όχι, ελπίζω ότι είναι για όλους τους αναγνώστες. Φυσικά, είναι προφανές ότι απευθύνεται στους σκληροπυρηνικούς οπαδούς αλλά θέλω να πιστεύω ότι κάποιος που μπορεί να ενδιαφερθεί και τύχει να το βρει σε ένα βιβλιοπωλείο ή να του το κάνουν δώρο θα περάσει καλά με όλο το περιεχόμενο και την ανάγνωση των ιστοριών. Ξέρεις, είναι σαν στιγμιότυπα μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, μιας αναμφισβήτητα σημαντικής περιόδου στην ιστορία της μουσικής. Τότε δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσες αυθόρμητες φωτογραφίες των μελών του συγκροτήματος είχα τραβήξει κι έτσι χρειάστηκε να επιλέξω τις καλύτερες. Στις περισσότερες από αυτές κάνουμε πλάκα και αστειευόμαστε, οπότε σκέφτηκα ότι αυτό θα είχε ενδιαφέρον για τους θαυμαστές επειδή δεν είχαν ποτέ την δυνατότητα να δουν αυτή την πλευρά μας. Ίσως μάλιστα να μην τους είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι είχαμε και αυτή την πλευρά. Επιπλέον, καθώς οι περισσότεροι από εμάς είχαμε σπουδάσει σε σχολές καλών τεχνών υπάρχουν και πράγματα που ζωγραφίζαμε. Όπως καταλαβαίνεις, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα κι έτσι όταν περιοδεύαμε συνηθίζαμε να ζωγραφίζουμε πολύ για να ξεφεύγουμε από την μονοτονία της διαδρομής γεμίζοντας άδειες σελίδες. Είχα μάλιστα κάνει κάποια σχέδια που είχα ονομάσει The Exquisite Corpse: παίρναμε μια φωτογραφία από εφημερίδα, τη διπλώναμε στα τέσσερα και ο ένας σχεδίαζε το κεφάλι, ο άλλος το σώμα κλπ. χωρίς να βλέπει ο ένας τι είχε ζωγραφίσει ο άλλος μέχρι να αποκαλυφθεί στο τέλος. Άλλοτε το αποτέλεσμα ήταν αστείο κι άλλοτε υπήρχε ένας αξιοσημείωτος συγχρονισμός, οπότε αυτό έγινε ένα από τα αγαπημένα μας παιχνίδια.
Ποια είναι η άποψη σου για τον John Peel; Νομίζω ότι στο βιβλίο του αφιερώνεις ένα ολόκληρο κεφάλαιο. Πιστεύεις ότι πράγματι έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της αγγλικής σκηνής;
Του αφιέρωσα ένα κεφάλαιο, ή μια ιστορία αν θέλεις, επειδή πιστεύω πως υπήρξε εξαιρετικά σημαντικός στην εξέλιξη της μουσικής. Με επηρέασε πολύ από τότε που βγήκε στον αέρα και θα έλεγα ότι επηρέασε εξίσου κάθε punk και post-punk μπάντα της σκηνής. Η εκπομπή του ήταν από τις 10 ως τις 12 τα μεσάνυχτα και την άκουγα κάθε βράδυ. Σε μια συγκεκριμένη εκπομπή σχετικά με το punk rock, εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε μόνο ένα σινγκλ, νομίζω πως ήταν το «New Rose» των Damned. Οπότε, για να γεμίσει το ραδιοφωνικό χρόνο προσπάθησε να βρει την καταγωγή αυτού του μουσικού ιδιώματος παίζοντας συγκροτήματα που κατά τη γνώμη του ήταν οι προπάτορές του. Έτσι έπαιξε τραγούδια των MC5, των Stooges και των New York Dolls και έτσι όπως ταίριαξε όλα αυτά τα πράγματα έφτιαξε μια θαυμάσια εκπομπή. Νομίζω ότι είχε κάποια παράπονα από άτομα που άκουγαν prog rock. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήταν αυτή η μουσική και αυτό με διασκέδασε. Έκανε εκείνα τα Peel Sessions και είχε πραγματικά τα αυτιά του ανοιχτά. Θυμάμαι να τον ακούω στην δεκαετία του ’90. Είχα πολύ καιρό να τον ακούσω και θυμάμαι ότι έπαιζε ένα speed metal τραγούδι. Δεν έχω κανένα speed metal δίσκο επειδή δεν είναι ένα είδος μουσικής που με ενδιαφέρει. Αλλά ήταν πολύ καλό, το τραγούδι ήταν πραγματικά υπέροχο και τότε κατάλαβα αυτό που έκανε ο John Peel: μπορούσε να πάρει οποιοδήποτε στυλ μουσικής που δεν σου άρεσε και να βρει ένα καλό τραγούδι, ένα καλό μουσικό μέρος σε αυτό το ύφος. Αυτό για μένα τα συνοψίζει όλα. Ήταν πραγματικά σημαντικός. Ευφυΐα.
[Από το 1967 μέχρι το θάνατό του το 2004 ο John Peel καλούσε συγκροτήματα στο BBC που ηχογραφούσαν κάποια τραγούδια τους ζωντανά για να τα παίζει στην εκπομπή του. Οι πρώτοι που ηχογράφησαν ήταν οι Tomorrow στις 21 Σεπτεμβρίου 1967 και οι τελευταίοι οι Skimmer στις 21 Οκτωβρίου 2004. Ηχογραφήθηκαν άλλα τρία συγκροτήματα που είχαν ήδη κλείσει πριν πεθάνει ο Peel: οι Bloc Party στις 4 Νοεμβρίου, οι 65daysofstatic στις 18 Νοεμβρίου και οι Sunn O))) στις 9 Δεκεμβρίου.]
[Οι στίχοι των Bauhaus έκρυβαν μια πολιτιστική αντίληψη που μπορούσε να βρεθεί μόνο κάτω από το πάτωμα όπου ο Έντγκαρ Άλαν Πόε είχε κρύψει την μαρτυριάρα καρδιά. Στο άκουσμα της μουσικής τους οι σκιές ξεκολλούσαν από τους τοίχους των εργοστασίων της κεντρικής-ανατολικής Αγγλίας για να χορέψουν ξέφρενες χορογραφίες του Nijinsky. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να καταλάβουμε τους Bauhaus από την ελληνική πραγματικότητα που ζούσαμε. Η αλήθεια είναι ότι ήταν δύσκολο ακόμα και για τους Άγγλους μιας και καμία από τις ανεξάρτητες εταιρείες δεν ενδιαφερόταν να κυκλοφορήσει το «Bela Lugosi’s Dead». Το θεωρούσαν πολύ μεγάλο σε χρονική διάρκεια, αντιεμπορικό και παράξενο. Όλες οι εταιρείες το απέρριψαν εκτός από τον Pete Stennett, τον ιδιοκτήτη του δισκοπωλείου Small Wonder Records στο Ουόλθαμστοου του Λονδίνου, ο οποίος πίστεψε σε αυτό και το 1979 το έκοψε και το κυκλοφόρησε σε δωδεκάιντσο. Τι θα συνέβαινε άραγε αν δεν το είχε κυκλοφορήσει κανείς; Το εν λόγω δισκοπωλείο μάλιστα το αναφέρουν και οι Clash στο τραγούδι τους «Hitsville UK» στο στίχο «when lightning hits SMALL WONDER, it's fast rough factory trade». Η ταινία The Hunger με πρωταγωνιστές την Catherine Deneuve, τον David Bowie, και την Susan Sarandon, ανοίγει με αυτό ακριβώς το τραγούδι: το «Bela Lugosi's Dead». ]
Πως σας ανακάλυψε ο Tony Scott; Όντας μεγάλοι θαυμαστές του David Bowie, υποθέτω ότι πρέπει να ενθουσιαστήκατε και αναρωτιέμαι πως νιώσατε…
Ο σύνδεσμος ανάμεσα στους Bauhaus και τον Tony Scott ήταν ένας τύπος ονόματι Howard Guard που αρχικά σκηνοθετούσε τηλεοπτικές διαφημίσεις. Είχε σκηνοθετήσει τη διαφήμιση της κασέτας Maxell και μετά από αυτό σκηνοθέτησε μόνο δυο μουσικά βίντεο. Το «Avalon» των Roxy Music και το «She’s In Parties» των Bauhaus. Το μέρος όπου μοντάριζε βρισκόταν σε ένα κτίριο στο οποίο βρισκόταν και ο Tony Scott. Νομίζω πως εκεί ήταν τα γραφεία της εταιρείας των αδερφών Scott. Μια μέρα ο Tony ξεπρόβαλε στην είσοδο και τον ρώτησε τι μοντάριζε. Ο Howard του απάντησε, «Μόλις έκανα το βίντεο ενός συγκροτήματος που λέγεται Bauhaus κι έχει ένα σινγκλ που λέγεται “Bela Lugosi's Dead”». Αυτό τσίγκλισε τον Tony επειδή τότε ετοίμαζε το The Hunger. Διέκρινε τη σύνδεση και είδε κάποιες σκηνές, και αφού άκουσε το τραγούδι σκέφτηκε, «Θεέ μου, μα αυτό είναι εξωπραγματικό». Και κάπως έτσι ήρθαμε σε επαφή μαζί του. Όταν μάθαμε για τον David Bowie δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε τον ενθουσιασμό μας. Μόνο και μόνο στο ενδεχόμενο να βρεθούμε στον ίδιο χώρο με αυτόν. Τα γυρίσματα έγιναν σε ένα κλαμπ στο Charing Cross του Λονδίνου και οι θαμώνες του μαγαζιού ήταν οι κομπάρσοι σε αυτές τις σκηνές αφού τύχαινε να είναι κι εκείνοι μεγάλοι λάτρεις του Bowie. Περιμέναμε την άφιξή του με ανυπομονησία και τελικά έφτασε φορώντας ντιζαϊνάτη στρατιωτική στολή. Ξέρεις, ήταν ένας πολύ χαρισματικός άνθρωπος που το ταλέντο έσταζε από πάνω του. Έπειτα άλλαξε και φόρεσε το μαύρο κοστούμι, έβαλε μαύρες αφέλειες, φόρεσε γυαλιά ηλίου και φαινόταν εκθαμβωτικός. Αφού κάναμε τα δικά μας γυρίσματα, αρχίσαμε να τριγυρνάμε ακολουθώντας τον Bowie από απόσταση όσο έφτιαχναν το σκηνικό για το δικό του γύρισμα. Εκείνος πήγε στο juke box και άρχισε να βάζει τραγούδια. Εμείς τον πλησιάζαμε όλο και περισσότερο και όταν μας είδε μας έκανε νόημα να πάμε να καθίσουμε κοντά του. Καθίσαμε όλοι ημικυκλικά.
Δεν θυμάμαι κάποιον άλλον από το συγκρότημα να αφηγείται αυτή την ιστορία και μπορεί να είναι η ιδέα μου ότι καθίσαμε εκεί για κανα μισάωρο όσο εκείνος έβαζε μουσική. Πολλά από τα τραγούδια που έβαζε ήταν από εκείνα που είχε διασκευάσει για το άλμπουμ του Pin-Ups, όπως των Who, των Pretty Things, των Yardbirds, ενώ μας έλεγε ιστορίες για το πώς είχε να παρακολουθήσει εκείνες τις μπάντες να παίζουν στο Eel Pie και στο Marquee και πώς ήταν τότε η σκηνή κι έτσι εκείνη τη στιγμή εμείς ήμασταν το μικρό, προσωπικό του ακροατήριο. Ήταν μια από τις πιο καταπληκτικές εμπειρίες που είχα. Προς το τέλος της μέρας, έψαχνα να βρω φωτιά για το τσιγάρο μου και βρέθηκα δίπλα σε μια πόρτα, όταν είδα τη βοηθό του David, την Coco Schwab και την ρώτησα αν είχε φωτιά. «Όχι, αλλά νομίζω πως έχει ο David», μου απάντησε. Δεν το ήξερα, αλλά εκείνος βρισκόταν ακριβώς πίσω από την πόρτα και δεν μπορούσα να τον δω. Βγήκε λοιπόν από εκεί με αναμμένο τον αναπτήρα και προσπάθησε να μου ανάψει το τσιγάρο. Ήμουν όμως τόσο κομπλαρισμένος που τα χέρια μου έτρεμαν και το τσιγάρο πήγαινε πάνω-κάτω και πέρα δώθε όσο ο Bowie προσπαθούσε να το ανάψει, αλλά τελικά τα κατάφερε. Αυτή ήταν η στιγμή της διασημότητας μου: Ο David Bowie μου άναψε το τσιγάρο!
[Η Coco Schwab ήταν η προσωπική βοηθός του Bowie για 43 ολόκληρα χρόνια. Αν χρειαζόταν οτιδήποτε –από τον προγραμματισμό μιας ηχογράφησης σε στούντιο μέχρι το ξενέρωμα από την κοκαΐνη– τηλεφωνούσε στην Coco η οποία του είχε σώσει την ζωή σε πάνω από μία περιπτώσεις. Επομένως δεν είναι άξιον απορίας που εκείνος αναγνώρισε την αφοσίωσή της στη διαθήκη του και της κληροδότησε δυο εκατομμύρια δολάρια. Από το 1973 που η Schwab άρχισε να δουλεύει για τον Bowie γινόταν όλο και πιο προστατευτική και φύλακας-άγγελος ακόμα και απέναντι στην πρώτη του σύζυγό του, Angie. Ο επί σειρά δίσκων παραγωγός του Bowie, Tony Visconti, είχε πει το 1986: «Η Coco κρατούσε μακριά τους ενοχλητικούς από τη ζωή του και η Angie είχε γίνει ένας από αυτούς». Η Angie Bowie θα κατηγορούσε αργότερα τον Schwab για τη διάλυση του γάμου τους.]
Με τους Tones on Tail να μεταφέρουν τα μακάβρια γούστα των Bauhaus με πιο ποπ διαθέσεις, σήμερα φαίνεται πως ίσως ήταν το απαραίτητο μεταβατικό στάδιο για την επόμενη μπάντα σας, τους Love & Rockets….
Ποτέ μου δεν θεώρησα τους Tones on Tail ως ένα μεταβατικό στάδιο. Τους είχε δημιουργήσει ο Daniel ως side project όσο ήταν ακόμα στους Bauhaus και πιστεύω ότι μπορούν να υπάρξουν αυτούσιοι. Προφανώς υπάρχουν συνδέσεις μεταξύ αυτών των συγκροτημάτων λόγω των μελών, αλλά θέλω να πιστεύω ότι καθένα από αυτά τα συγκροτήματα έχει ξεχωριστό χαρακτήρα και απέχουν το ένα από το άλλο. Όσο το σκέφτομαι, πιστεύω ότι το Burning from the Inside των Bauhaus ήταν το μεταβατικό στάδιο για τους Love & Rockets. Εκείνη την εποχή ο Peter υπέφερε από πνευμονία λίγο πριν μπούμε στο στούντιο και θυμάμαι ότι όταν πήγαμε να τον επισκεφτούμε στο νοσοκομείο του είπαμε να καθυστερήσουμε τις ηχογραφήσεις αλλά εκείνος είπε «Όχι, εσείς συνεχίστε, θα γίνω γρήγορα καλά και θα έρθω όσο πιο σύντομα μπορώ». Έτσι πήγαμε οι τρεις μας στο στούντιο με την πληροφορία ότι ο Peter θα καθυστερούσε για τουλάχιστον άλλη μια εβδομάδα και αρχίσαμε να ηχογραφούμε. Σε κάποια φάση ο Daniel είπε «Θα ήθελα να κάνω εγώ φωνητικά σε αυτό», και τότε είπε και ο David κάτι παρόμοιο. Γι αυτό στο άλμπουμ υπάρχουν κάποια τραγούδια που οι δυο τους κάνουν τα φωνητικά και εκεί αντιλαμβάνομαι την σύνδεση μεταξύ Bauhaus και Love & Rockets.
Θεωρώ τους Bauhaus και τους Love & Rockets δύο εντελώς διαφορετικά θηρία. Μόνο η απουσία του Peter Murphy κάνει την διαφορά; Έχουν την ίδια βαρύτητα οι αναμνήσεις σου από αυτά τα δύο σύνολα;
Συμφωνώ πως πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά θηρία, προφανώς επειδή λείπει ο Peter. Η χημεία αλλάζει δραστικά αν προσθέσεις ή αφαιρέσεις ένα στοιχείο. Τώρα, για το κατά πόσον αυτές οι δύο μπάντες έχουν την ίδια βαρύτητα… Είναι τόσο διαφορετικές η μία από την άλλη, που δεν μπαίνω σε σύγκριση.
Αισθάνθηκες αμηχανία όταν ανέβηκες στην σκηνή του Coachella 2005 ως Bauhaus?
Όχι. Βασικά, όταν επανασυνδεθήκαμε το 1998 αναρωτιόμασταν μήπως πλέον είμαστε πολύ μεγάλοι, κάτι που σήμερα ακούγεται αστείο καθώς έχουν περάσει 20 χρόνια από τότε και συνεχίζω να παίζω. Και φοβόμουν μήπως καταστρέψουμε την εικόνα που είχαμε δημιουργήσει αν δεν ανταποκρινόμασταν σωστά. Καταλαβαίνεις ότι για προφανείς λόγους δεν θα μπορούσαμε να ήμαστε όπως τότε που ήμαστε εικοσάρηδες. Αλλά αισθάνομαι ότι ήταν εξίσου καλό, αν όχι καλύτερο, σε ένα διαφορετικό επίπεδο, και καταλαβαίνω ότι υπάρχουν κάποιοι που θα συμφωνήσουν και κάποιοι που θα διαφωνήσουν πάνω σε αυτό. Το 2005 δεν ήταν κάτι παράξενο αλλά ήταν συναρπαστικό όταν βγήκαμε στη σκηνή και παίξαμε μπροστά σε 110.000 άτομα – σίγουρα το μεγαλύτερο κοινό στο οποίο παίξαμε ποτέ. Ο Paul Tollett της Goldenvoice, μας έδωσε λευκή επιταγή για να ξοδέψουμε όσα θέλαμε στην παραγωγή, επειδή είναι μεγάλος θαυμαστής της μπάντας και ήθελε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό σόου. Οπότε ήταν υπέροχα, μια πολύ ωραία ανάμνηση. Καθόλου άβολο.
Οι Poptone είναι ένα σχήμα που έχεις με τον Daniel Ash και την κόρη σου, Diva Dompé. Το 2017 κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ το οποίο χρηματοδοτήθηκε μέσω μιας καμπάνιας Pledge και περιλαμβάνει κομμάτια που ηχογραφήθηκαν live στη διάρκεια της πρώτης περιοδείας σας. Τι πιστεύεις για τη μουσική βιομηχανία σήμερα; Είναι τα πράγματα καλύτερα για τους καλλιτέχνες σε σύγκριση με τα τέλη της δεκαετίας του '70, αρχές της δεκαετίας του '80;
Δεν πιστεύω καθόλου ότι η μουσική βιομηχανία είναι καλύτερη από εκείνες τις μέρες του ’70 ή του ’80. Στεναχωριέμαι για τις μπάντες που ξεκινούν τώρα καθώς είναι πολύ-πολύ πιο δύσκολο να επιβιώσεις και να εξελιχθείς. Τότε η βιομηχανία είχε πολλά χρήματα, δεν υπήρχε η ιντερνετική πειρατεία και οι άνθρωποι πήγαιναν και αγόραζαν την μουσική σου. Αυτό επέτρεπε στις δισκογραφικές εταιρίες να ανατρέφουν και να πληρώνουν συγκροτήματα, οπότε η κατάσταση ήταν πολύ πιο εύκολο να καλλιεργηθεί, να εξελιχθεί, να μεγαλώσει έναν καλλιτέχνη. Πέρσι είχα διαβάσει ένα άρθρο για μια αρκετά μεγάλη αγγλική μπάντα, τα μέλη της οποίας είχαν και καθημερινές δουλειές επειδή το συγκρότημα δεν μπορούσε να τους συντηρήσει. Αυτό επηρεάζει τη δημιουργική τους διαδικασία. Τι θα έκαναν όταν θα έβγαιναν για περιοδεία; Πως θα έπαιρναν άδεια από τη δουλειά τους; Πιστεύω ότι η κατάσταση είναι αποπνικτική αλλά είναι αυτή που είναι, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξέλιξη και φαντάζομαι ότι είναι παρόμοια με την εποχή που η βιομηχανική επανάσταση ανέτρεψε τα πάντα. Είναι η ενδιαφέρουσα εμπειρία μιας ιστορικής αλλαγής αλλά δεν πιστεύω ότι γίνεται για το καλό της μουσικής βιομηχανίας.
Poptone
Σχετικά με τους Poptone, είναι ένα σχήμα με το οποίο κάνουμε μια αναδρομή της σταδιοδρομίας μας εγώ και ο Daniel ως ιδρυτικά μέλη των Bauhaus, αλλά φυσικά ο Daniel δημιούργησε επίσης τους Tones on Tail και τους Love & Rockets. Η κόρη μου, η Diva, παίζει μπάσο στους Poptone και οι τρεις μας παίζουμε τραγούδια από τις τρεις αυτές μπάντες, περιοδεύουμε και η φάση πάει πολύ καλά, περνάμε πολύ ωραία, το κοινό είναι απίστευτο και δεν είχα συνειδητοποιήσει το πόσο μου είχαν λείψει οι συναυλίες.
[Το πρώτο επίσημο άλμπουμ των Poptone κυκλοφόρησε το 2018 από την Cleopatra Records και είναι μια συλλογή τραγουδιών που το συγκρότημα διασκεύασε και μεταξύ άλλων περιλαμβάνει κομμάτια των Bauhaus, των Tones on Tail, αλλά και κλασικά όπως το «Heartbreak Hotel» και το «Ball of Confusion». Την άνοιξη του 2022 οι Bauhaus ηχογράφησαν το πρώτο καινούργιο κομμάτι τους έπειτα από 14 χρόνια με τίτλο «Drink the New Wine»]
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΤΟ MERLIN'S
Ninouki: O Μιχαλης Πούγουνας γράφει για το νέο άλμπουμ των NEXUS...
Killing Joke: Οι χοροί της φωτιάς...
Από το glam στο new wave: Οι Japan και το νόημα του στυλ...
Gang of Four: Μια συμμορία με όπλο τη μουσική...
BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:
https://tribe4mian.wordpress.com/
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.