Γράφει ο Ηλίας Ζάικος
…και κάποιες φορές, ούτε καν, απλά ένα άγγιγμα, ένα χάδι, μια αγκαλιά και τέλος…
Για όλους εμάς που λατρεύουμε σώματα, μπράτσα, μαγνήτες, σχεδίαση, την αίσθηση του βάρους να κρέμεται από τη ζώνη ακουμπώντας κάπου εκεί στο υπογάστριο, οι κιθάρες είναι κάτι πολύ περισσότερο από μουσικά όργανα, είναι το παράθυρο που ανοίγουμε στην ψυχή μας επιτρέποντας σε όλους να κοιτάξουν μέσα, είναι το ατέρμονο παιχνίδι μιας αιώνιας νεότητας που κουβαλάμε νυχθημερόν, κι αν κάποτε πασχίζουμε να το κρύψουμε, αργά η γρήγορα ξεπροβάλλει εκ νέου, ξανά και ξανά, για πάντα…
Η τύχη του να παίζεις συχνά ζωντανά και να ταξιδεύεις σε πολλούς τόπους, συνοδεύεται μερικές φορές από κάποια –ούτως ειπείν- one night stands που βεβαίως αφορούν σε κιθάρες, ιδιαίτερες η σπάνιες, το είδος που με την πρώτη ματιά σου κόβεται η ανάσα.
Πολλές φορές στα χρόνια που παίζω είχα την χαρά να γευτώ τέτοιες στιγμές, δυο που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι οι εξής:
Η πρώτη ήταν στην Ιταλία, αρχές της δεκαετίας του ’90. Παίζαμε σε ένα μεγάλο φεστιβάλ και ήμασταν πίσω από το πάλκο, πολλοί άνθρωποι, μουσικοί, τεχνικοί, φίλοι. Ένας από αυτούς λοιπόν φέρνει μια θήκη –ήδη από την εξωτερική της εμφάνιση ήταν αντιληπτό πως πρόκειται για κάτι παλιό, την ακουμπά εκεί ανάμεσα μας, λέει 2-3 λόγια που δεν θυμάμαι καν και την ανοίγει. Μέσα, αναπαύονταν μια Fender Stratocaster του 1957…είχε πλέον ένα ακαθόριστο χρώμα, προφανώς ήταν sunburst κάποτε, maple μπράτσο, all original. Σοκ και δέος, που θα αναφωνούσαν κάποιοι βιντατζολάγνοι! Την κράτησα για λίγο στα χέρια μου, η ταστιέρα είχε μεταξένια αίσθηση, καλοσεταρισμένη, εύχρηστο βάρος… αξέχαστη κούκλα.
Η δεύτερη, ήταν λίγο παλαιότερα, νομίζω τέλη δεκαετίας ’80, βρισκόμουν για επίσκεψη στο υπόγειο στούντιο ενός φίλου, έλα κάτσε, μου λέει, θες καφέ; Απαντώ ναι και βολεύομαι σε μια καρέκλα. Λίγο πιο εκεί, βρίσκεται ακουμπισμένη στο πάτωμα μια θήκη χωρίς διακριτικά. Γνωρίζοντας πως ο στουντιάρχης είχε καθημερινή και συνεχή επαφή με τους μουσικούς των σκυλάδικων της εποχής και πως σε τέτοια μέρη κυκλοφορούσαν κάποια καλά όργανα, ρωτώ: τι είναι αυτή ρε Μαν; Χαμογέλασε, με κοιτάζει πονηρά λίγα δευτερόλεπτα και μου απαντά: άνοιξε την …γονατίζω, ξεκουμπώνω, ανοίγω …μπροστά μου μια Gibson Les Paul, απροσδιόριστης ηλικίας και χρώματος, θα έλεγα –με όσα μπορώ να θυμηθώ- πως κατά 99% ήταν δεκαετίας ’50…μπορεί να ήταν φθαρμένη gold top η κάποιο «τελειωμένο» μπερστ που είχε κιτρινίσει με τον καιρό. Την σήκωσα στα χέρια μου και έμεινα άναυδος από το πόσο ελαφριά ήταν! Καμία σχέση με τα γνωστά βαρίδια που κυκλοφορούσαν τριγύρω. Έδειχνε μικροκαμωμένη κάπως, μάλλον από τη θολούρα που διακατείχε όλα τα ξύλινα και μεταλλικά της μέρη …σίγουρα είχε το μικρότερο headstock που διέθεταν οι παλιές Γκίμπσον και τα logos ήσαν ξεθωριασμένα αλλά ευδιάκριτα. Ασχολήθηκα αρκετά μαζί της, το μπράτσο είχε μια «στρογγυλή» αίσθηση στο χέρι, τρομερά βολικό χωρίς να είναι τεραστίων διαστάσεων. Δεν την ξανάδα από εκείνη τη μέρα, δεν την ξέχασα ποτέ όμως. Και εις άλλα με υγεία...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Mississippi John Hurt: Ο γνωστός – άγνωστος των blues...
Ο Willie Dixon και τα Blues του Σικάγο...