του Bernie Taupin (μτφρ.: Γιάννης Καστανάρας*)
Λονδίνο, τέλη του 1967. Τι κάνω; Κρατώ το στόμα μου κλειστό και προσπαθώ να παραμένω όσο το δυνατόν πιο διακριτικός. Πού βρίσκομαι; Σε ένα μικρό στούντιο ηχογράφησης στο πίσω μέρος του μεγάρου με τα γραφεία της εταιρείας μουσικών δικαιωμάτων του Dick James στη New Oxford Street. Τι δουλειά έχω εδώ; Να συναντήσω έναν συγκεκριμένο πιανίστα που ονομάζεται Reg Dwight και που όπως με έχουν ενημερώσει θα βρίσκεται κάπου εδώ.
Μαζί με τον ηχολήπτη και τον χειριστή των μαγνητοταινιών (λέξεις με τις οποίες θα εξοικειωθώ μόνο τους επόμενους μήνες), στο δωμάτιο περιμένουν στωικά άλλοι έξι νεαροί άνδρες που φορούν ψηλά τακούνια και έχουν εντυπωσιακό χτένισμα. Ο ένας που αράζει αριστερά μου, ψηλός, όμορφος σε εγκληματικό βαθμό, με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, γυρίζει και με κοιτάζει κοφτά, λέγοντας: «Γουστάρω τη “τζαμαρία” σου». Του απαντώ με ένα νεύμα ευγνωμοσύνης, αν και δεν έχω την παραμικρή ιδέα σε τι αναφέρεται,** πέρα από το γεγονός ότι χαίρομαι επειδή υπάρχει έστω και κάτι πάνω μου που του αρέσει.
Πρέπει να καταλάβετε ότι εκείνη την εποχή ήμουν αυτός που δεκαετίες αργότερα θα τον θεωρούσαν «ξενέρωτο σε τραγικό βαθμό». Φορώντας ένα παλτό και ένα κακόγουστο παντελόνι, ήμουν απλώς αδιάφορος, ένα προϊόν του μεσαιωνικού Βορρά. Εκεί που παλιά ήμουν ο καυχησιάρης στο σπίτι μου, τώρα είμαι ένας σαστισμένος φασουλής. Αλλά η ευκαιρία είναι πάντα ευπρόσδεκτη και με την απλοϊκή σοφία μου έχω απαντήσει σε μια αγγελία που έχει δημοσιεύσει η Liberty Records στη New Musical Express γυρεύοντας ταλέντα. Δεν είμαι σίγουρος αν έχω κάποιο ταλέντο -αυτό μένει να αποφασιστεί- αλλά κάνω την προσπάθεια και, σύμφωνα με την επαφή μου στην Liberty, ο Reg Dwight μπορεί να είναι η απάντηση.
Εντάξει... πίσω στο στούντιο. Με την ανωνυμία προσωρινά εξασφαλισμένη, ρίχνω μια ματιά ψηλά και παρατηρώ μια τηλεόραση σtερεωμένη πάνω από την κονσόλα του στούντιο. Πίσω από τους κόκκους της ασπρόμαυρης οθόνης διακρίνω τη θολή εικόνα κάποιου που κάθεται και παίζει πιάνο. Από τη συζήτηση γύρω μου, καταλαβαίνω ότι στην πραγματικότητα ο άνδρας αυτός βρίσκεται μόνο μερικά βήματα πιο κάτω στο διάδρομο και στο διπλανό στούντιο όπου, σύμφωνα με τον λακωνικό φίλο μου, «προσθέτουν ένα overdub».
Κολυμπάω κόντρα σε ένα ισχυρό ρεύμα από ψαγμένους όρους, τριγυρισμένος από όλη αυτή την γκρουβάτη ατμόσφαιρα, αλλά το ρισκάρω και ρωτάω τη γνωριμία μου που θυμίζει Λόρδο Μπάιρον, «Μήπως εκείνη εκεί η θολούρα στην οθόνη ενδέχεται να είναι ο εν λόγω Reg Dwight;»
Καθώς εκείνος συμφωνεί, η κατάσταση αρχίζει να ζορίζει. Ο ηχολήπτης γυρίζει την καρέκλα του και απαιτεί να μάθει από πού κι ως που βρίσκομαι εκεί. Όλοι γυρίζουν να με κοιτάξουν, εγώ κοκκινίζω σαν αστακός και ενώ προσπαθώ να εξηγήσω, ακριβώς εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα.
Τα κεφάλια στρέφονται με ένα θεατρικό τρόπο. Μπαίνει ο Reg Dwight και ρωτάει μήπως υπάρχει κάποιος Bernie Taupin στο δωμάτιο. Δεν γνωρίζω τον Reg, αλλά ήδη τον αγαπώ. Παραήταν νορμάλ,, με γυαλιά σαν του Buddy Holly και ευγενικό πρόσωπο. Επιπλέον, κάτι απολύτως ουσιώδες για την αξιοπρέπειά μου, δεν φοράει ούτε κεντητά ρούχα ούτε εντυπωσιακά βελούδα.
Οι συστάσεις χρειάζεται να περιμένουν μέχρι να ξαναβρεθούμε στον δρόμο και να αρχίσω να αναπνέω ξανά. Όπως φαίνεται, ο Reg παίζει σε μια μπάντα που συνοδεύει τον αστέρα του μπλουζ Long John Baldry, ενώ κερδίζει κάποια επιπλέον χρήματα παίζοντας σε δοκιμαστικές ηχογραφήσεις. Μεταφερόμαστε στο Lancaster Grill στη γωνία της Charing Cross, ένα τετράγωνο από τη θρυλική Denmark Street, τη Μέκκα της μουσικής του Λονδίνου. Συμπτωματικά, αργότερα θα κυκλοφορήσει ένας αστικός μύθος ότι έγραψα τους στίχους του «Your Song» καθισμένος στην στέγη ενός κτιρίου σε αυτήν την οδό, αλλά, εντάξει, αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Κουβεντιάζουμε: η συνομιλία είναι αβίαστη. Τρώμε: αυγά, λουκάνικα και ψητά φασόλια. Δένουμε χάρη στη μουσική: ένας δεσμός που δεν θα σπάσει ποτέ. Εγώ είμαι ένας παιδί της υπαίθρου, έχω ακόμα ιδρώτα πίσω από τα αυτιά μου. Εκείνος είναι ντροπαλός σαν εμένα, αλλά έχει εμπειρία στα μουσικά τεκταινόμενα της περιοχής. Θέλει να γράψει τραγούδια όπως κι εγώ, και, το καλύτερο απ’ όλα, του αρέσουν αυτά που έχω γράψει μέχρι τώρα... «Αν έχω περισσότερα;» Βεβαίως και έχω. Είναι παράξενο υλικό, ιδιότροπο και κάπως εξεζητημένο, αλλά ταιριάζει με τη μόδα της ψυχεδέλειας και του κόσμου των Χόμπιτ.
Μου αρέσει σε υπερβολικό βαθμό επειδή δεν είναι ακατάδεκτος. Αισθάνομαι μια αδελφή ψυχή: είμαστε παρείσακτοι που ψάχνουν έναν τρόπο να γίνουν αποδεκτοί, και είμαι πρόθυμος να παίξω τον Σάντσο Πάντσα στον Δον Κιχώτη του. Συμφωνούμε να δώσουμε μια ευκαιρία... ας πάμε να παλέψουμε με μερικούς ανεμόμυλους. Στην ατμόσφαιρα πλανιέται μια νευρική ενέργεια, μια αίσθηση δυνατότητας. Αφήνω το καφέ αναζωογονημένος και κατευθύνομαι προς το μετρό.
Και τι έχω να χάσω; Θα του δώσω έναν μήνα και θα δούμε τι θα συμβεί…
* Aπόσπασμα από τη βιογραφία του Bernie Taupin, Scattershot: Life, Music, Elton and Me (Hachette, 2023)
** Προφανώς, ο τύπος αναφερόταν στα γυαλιά του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Στιγμιότυπο: Ο Mick και o Mick στο πάρκο...
Στιγμιότυπο: Οι Sex Pistols υπογράφουν συμβόλαιο με την A&M, παίρνουν τα λεφτά και... τρέχουν!
Στιγμιότυπο: Γνώρισα τον Link Wray στα 18 μου...
Στιγμιότυπο: Η Joan Baez για τον Harry Belafonte...
Στιγμιότυπο: Ο Otis Redding στο Φεστιβάλ του Monterey, Σάββατο, 17 Ιουνίου 1967...
Στιγμιότυπο: Marlon Brando εναντίον «Νονού» των paparazzi...
Στιγμιότυπο: Ο Fela Kuti παραήταν απείθαρχος για το καθεστώς της Νιγηρίας...
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.