Η Γυναίκα Του Δάσους...

Γράφει ο Γιώργος Τσέκας

Η γλυκιά ώρα που ξεκουράζω το κορμί μου από το κυνήγι της επιβίωσης. Να βρω τροφή. Να παλέψω για να την κατακτήσω. Να προστατέψω τα νώτα μου από επιδρομείς και άγρια ζώα. Να ψάξω το επόμενο θύμα μου που θα τολμήσει να περάσει μέσα από το δάσος. Αναπαύω σάρκα και νου δίπλα στη φωτιά μου. Δεν το κρύβω πως έχω μια μυστηριακή έλξη με τη φωτιά και ανάβω την εστία κάθε που βραδιάζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η όλη διαδικασία με καθορισμένες κινήσεις και πράξεις. Κάθομαι σε ένα κούτσουρο που έχω ντύσει με προβιές ζώων και μαλάκωσα την τραχιά επιφάνεια του. Κοιτάζω βαθιά μέσα στις φλόγες της. Το μυαλό μου ταξιδεύει έξω από το ιερό δάσος αλλά και πέρα από τις εύφορες πεδιάδες....

...Σκέψεις σκοτεινές, αναμνήσεις, όνειρα, φαντασιώσεις και σχέδια φτιάχνουν ένα ψηφιδωτό που αδυνατεί να σχηματίσει καθαρή εικόνα. Η μνήμη ένας συνεχόμενος αβάσταχτος πόνος. Το μυαλό γυρίζει στην μέρα εκείνη. Είκοσι σκυλιά μαύρα πάνω στα άλογά τους με το δικέφαλο θηρίο στα λάβαρα τους να με στοιχειώνει. Ακόμα βουίζει στα αυτιά μου η κραυγή/προειδοποίηση του κορακιού και οι οπλές των αλόγων τους. Είκοσι καβαλάρηδες, μακελάρηδες να σφάζουν, να λεηλατούν, να σκοτώνουν, να βιάζουν, να καίνε, να αφανίζουν το χωριό μου. Βαθύ σκοτάδι. Και 'γω φοβισμένος και ανήμπορος να κρύβομαι. Να ζω μόνος στα δάση για 15 περιστροφές της Γης γύρω από τον Ήλιο, καταδικασμένος να ζω σαν κυνηγημένος, σαν αγρίμι ανήμερο. Τα αδέρφια μου και οι μάνες μας αιχμάλωτοι στον μακρινό Βορρά. Οι πατεράδες μας νεκροί και ταπεινωμένοι. Η φωτιά συνεχίζει δυνατά και ο ήχος από τα ξύλα που καίγονται βαθαίνει το βλέμμα μου και με κοιμίζει. Μα οι σκέψεις δεν με αφήνουν να κλείσω τα μάτια μου. Θυμάμαι τα λόγια του μονόφθαλμου γέροντα, ονειρεύομαι τις εκατό μέρες και νύχτες που θα με εκπαιδεύσει χαϊδεύω στον αέρα την πιο κοφτερή λεπίδα από όλες, το μαγικό Tyrfing, αυτό που ακόμα και θεούς σκοτώνει και πρέπει να είναι πάντα βουτηγμένο με αίμα ακόμα και στην θήκη του και αυτό που όποιος το έχει στην ζώνη του είναι πάντα νικητής. Να ιππεύω τον οκτάποδο επιβήτορα Sleipnir κάτω από το Βόρειο Άστρο και με συντροφιά τα δυο κοράκια από ψηλά να ταξιδεύουμε προς τον Βορρά.

Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ένα ζευγάρι μάτια που να με παρακολουθούν, ένα καρφωμένο βλέμμα να με κοιτάζει επίμονα. Γυρίζω και βλέπω ό,τι πιο αποκρουστικό και άσχημο έχω δει. Μια γυναίκα στέκεται στο ξέφωτο σαν σκιά μέσα στη νύχτα. Μου δείχνει με το ελεεινό δάχτυλό της φορώντας στο πρόσωπο της ένα εξίσου απαίσιο χαμόγελο. Και με ρωτάει με μια φωνή που ακούγεται σαν να έχει περάσει πόρρω πάνυ χρόνος από την τελευταία φορά που άρθρωσε μια λέξη αυτό το στόμα, πως αν αναζητώ τη μαγεία, τότε πρέπει να πάω να την βρω μόνος μου. Δεν είμαι παρά ένας κοινός άνθρωπος. Ένας Θνητός άντρας. Όμως αυτή προχωρά μα δεν αφήνει ίχνη στο χιόνι, τα βήματα της δεν είναι ορατά, δυσκολεύομαι να την παρακολουθήσω. Ωστόσο, συνεχίζω μέχρι εκεί που πηγαίνει ο δρόμος της. Τον δρόμο που η ίδια φτιάχνει με την αφανή περπατησιά της. Την ακολουθώ πιστά με λόγο προφανή και επικίνδυνο. Γιατί μου έχει υποσχεθεί μαγεία αν συνεχίσω. Με πάει σε ένα μέρος του δάσους που λίγοι, ελάχιστοι, γενναίοι και τρελοί έχουν δει ποτέ. Εκεί που σίγουρα δεν έχει φτάσει ποτέ του και ούτε θα μπορέσει να φτάσει ο Ήλιος και οι χρυσαφένιες ακτίνες του. Μα ακόμα και έτσι το χώμα έχει ένα παράξενο χρώμα μιας και το έδαφος λάμπει με μια ζοφερή μαρμαρυγή. Η γυναίκα παίρνει τον λόγο και μου λέει με αποθαρρυντική φωνή ότι με είδε να έρχομαι και μου γνωστοποιεί ότι ξέρει πού θα πάω. Αλλά πριν φύγω λέει ότι υπάρχει ένα ουσιώδες και βασικό πράγμα που πραγματικά πρέπει να ξέρω. Μου προσφέρει τη δυνατότητα να πάρω μια απόφαση σημαντική. Να με σημαδέψει με το σπαθί ή το δόρυ της. Και αποδεχθώ με αυτή της την βίαιη κίνηση μια θανατηφόρα πληγή πάνω στο κορμί μου. Κάθε κόψιμο με σπαθί ή δόρυ θα απορροφηθεί από τη μήτρα του ιερού δέντρου της. Η μαγεία θα παραμείνει ζωντανή μέχρι να έρθει η ώρα να αποχωριστώ αυτόν τον θνητό κόσμο. Και το μόνο που θα αξιώσει σαν αντάλλαγμα είναι η νεαρή μου ζέση, η ένταση και ο ενθουσιασμός των νιάτων μου. Απαίτηση κατανοητή και έντιμη. Δεν είμαι παρά ένας άνθρωπος κοινός. Ένας Θνητός άντρας. Που δεν ξέρω αν έχω γίνει ένα κτήνος πια που περπατά όλη τη ζωή του στο Δάσος. Που αναγνωρίζει την γλώσσα των ζώων, που διαβάζει τα σημάδια στο χιόνι και τις κραυγές των αγριμιών. Είμαι ένας άνθρωπος του Ατσαλιού που ψάχνω κάτι ανώτερο• γυρεύω απλά την εκδίκηση. Δεν είμαι παρά ένας άνθρωπος κοινός. Ένας Θνητός άντρας. Και θα χρειαστώ όλη τη βοήθεια που μπορώ να πάρω και μη βρω από οπουδήποτε και με όποιο κόστος. Δωρίζω λοιπόν την καρδιά μου στη γυναίκα του σκότους. Με ή χωρίς αυτή, η ζωή μου ξέρω πια πως δεν έχει τελειώσει ακόμα. Δεν φοβάμαι τον θάνατο, η ζωή κάθε ανθρώπου είναι μια κλωστή στον αργαλειό των Νορν, και το μήκος της κλωστής αυτής είναι το μήκος της ζωής μου. Οι τρεις υφάντρες γριές ελέγχουν το πεπρωμένο ακόμα και των θεών που έχουν και αυτοί τις δικές τους κλωστές. Αυτή η υποταγή των θεών σε μια δύναμη πέρα από τον έλεγχό τους με κάνει ατρόμητο μπροστά στο θάνατο, δεν με αφήνει να νιώσω έρμαιο κανενός τέλους, ο θάνατος είναι μόνο η αρχή. Φτερό νυχτερίδας και μάτι σαύρας. Σκόνη ενός αστεριού που έπεσε από τον ουρανό. Δάκρυα παρθένου, σπέρμα θεού. Θεού του Κεραυνού, του Ανέμου και της Βροχής. Δεκατρείς σταγόνες από το αίμα ενός βρέφους. Μια πρέζα από την θυελλώδη ανάσα μιας φοβισμένης και αγριεμένης γάτας, μαζί με λάδι του φεγγαριού. Ανακατεύουμε το σάλιο του ζώου με το φεγγαρόλαδο για λίγο τόσο ώστε να γίνει το μίγμα σαν αλοιφή που θα απλώσει η γυναίκα στο στήθος μου, κοντά στο σημείο που χτυπά δυνατά, πιο δυνατά από ποτέ, η καρδιά. Δεν θα υπάρξουν πόνοι και άλγη όταν το χέρι της πιέσει τη νεανική σάρκα μου. Η Γυναίκα του Δάσους Θα βγάλει αργά και τελετουργικά την παλλόμενη και ακόμα ζωντανή καρδιά μου από το ανοιχτό στέρνο μου. Θα βάλει την καρδιά μου στο Λάκκο του Φιδιού και θα καρτερεί την περίσταση ενώ τα χρόνια θα πέρασαν ώσπου να φτάσει η στιγμή εκείνη η μοναδική που θα σημάνει την ώρα που θα πεθάνω. Δίπλα σε μια λίμνη στο ξέφωτο υπό το φως του Φεγγαριού του Αιώνιου Δάσους. Απύθμενη Λίμνη δέξου τα μάτια μου αυτό το λαμπερό μεσημέρι. Όλη η σοφία του πατέρα μου είναι δικιά σου πια. Και πρόσφερε μου τη Γνώση και το Όραμα ώστε να μην χρειαστεί να ρίξω ούτε βλέμμα στο Θηρίο στην τελική μας Μάχη. Οι θεραπαινίδες του Μονόφθαλμου Γέρου θα ιππεύσουν και αυτές τους λύκους τους για να μαζέψουν με τα κοράκια τους υπηρέτες του ανώτερου σκοπού. Αρχαίοι Θεοί Κεραυνού, του Ανέμου και της Βροχής, έρχομαι σαν βλέπω το άστρο να λάμπει με τους Hugin και Munin• αυτοί είναι τα μάτια μου στον ουρανό, περήφανα πάνω στο άλoγό μου. Έρχομαι στον Βορρά, εκεί στο Βασίλειο των Σκιών, εγώ που δεν είμαι παρά ένας άνθρωπος κοινός. Ένας Θνητός άντρας. Που έγινα από ατσάλι για αυτή τη στιγμή, την υπέρτατη για κάθε άντρα, αυτή της αυτοθυσίας. Θυσιάζω τον ίδιο μου τον εαυτό για να ελευθερώσω τις αιχμάλωτες ψυχές από το Κτήνος με τα δίδυμα κεφάλια και να τις οδηγήσω στην Βαλχάλα….

Εγώ που δεν έχω όνομα κι αν είχα κάποτε το έπνιξε το αίμα των δικών μου και το έθαψε η λήθη και αν το θέλω πίσω πρέπει να το κερδίσω με το σπαθί και την λεπίδα, στέκομαι περήφανος μπροστά στο ριζικό μου, γιατί δεν ξεγέλασα την μοίρα• δεν είμαι ανόητος ούτε άμυαλος για να αρνηθώ το πεπρωμένα ώστε να προσβάλω την μοίρα, δεν πέρασε στιγμή από το μυαλό μου να ξεφύγω από αυτή, δεν θα άντεχα άλλο άχθος στο στήθος μου, συλλογίσου να κρυβόμουν από το πεπρωμένο και να ζούσα το υπόλοιπο της μίζερης ζωής μου βασανισμένος από τις τύψεις για την προδοσία που θα είχα διαπράξει εις βάρος του λαού μου. Αυτού που σφάξανε, βιάσανε, κάψανε και λεηλάτησαν μέσα στην ίδια του την εστία και που καρτερικά αναμένει την λύτρωση του. Καταραμένος θα ήμουν αν αρνιόμουν αυτό τον ιερό σκοπό, όχι τώρα που είναι είναι γραφτό να γίνω λυτρωτής. Θαρρείς πως είμαι δέσμιος και αναγκασμένος άθελα μου να πρέπει αναλάβω μια αποστολή παρασυρμένος από το μίσος, το αίσθημα της ευθύνης και το αναπόδραστο που αυτή χαρίζει. Λαθεύεις γριά, άκου με! Τα μάτια σου βλέπουν μόνο τα δεσμά μου με την μοίρα μα και έτσι αλυσοδεμένος με το άφευκτο, με ξέφρενο καλπασμό σου λέω πως τα αλαλάζοντα κύματα του μίσους και της οργής μου θα πνίξουν τους εχθρούς μου. Οι Νορν ορίζουν τους σπουδαίους μα και τους μοιραίους, ξεχωρίζουν τους δειλούς από τους θαρραλέους, διαλέγουν τους πιστούς και τους αποσπούν από τους λεύτερους. Και σε καιρούς σαν αυτούς τους σκοτεινούς η Φύση δίνει τον πρώτο λόγο στο σπαθί και τη μαγεία κι σε αυτόν που μπορεί να χειρίζεται αυτά τα δυο αποτελεσματικά.

Στα αυτιά μου ακούω πρωτόγονους ψαλμούς, μελαγχολικές μελωδίες, έχω μπροστά μου εσένα μάγισσα που στα χέρια σου κρατάς το μέλλον μου μα και το μέλλον των δικών μου. Γυναίκα του Δάσους σε ξορκίζω προσφερέ μου την μαγεία σου χάρισε μου την Αιωνιότητα…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Το κορίτσι της Καραϊβικής...

Απέραντη θάλασσα από λάσπη...

Ο Μάγος του Μέρλιν...

Κόρτο...

Μια μπαλάντα για τον Τζόσουα από το Λιτλ Ροκ...

Η νύχτα έρχεται και φεύγει κύριε Μπάροουζ...

 


image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1