Γράφει ο Γιώργος Τσέκας
Διαβάζω το βιβλίο του Αλμοδόβαρ Το Τελευταίο Όνειρο και βρίσκω στην ιστορία με τίτλο Ένα Κακό Μυθιστόρημα μια συμβουλή που μου άρεσε πολύ. O Iσπανός σκηνοθέτης βρίσκει στο Γιόγκα το βιβλίο του Εμμανουέλ Καρρέρ που και εκείνος με τη σειρά του παίρνει από ένα βιβλίο που θαυμάζει το Περίπατοι με τον Ρόμπερτ Βάλζερ του Καρλ Σήλιγκ, μια συμβουλή για ανυπόμονους συγγραφείς που μέσες άκρες προτρέπει σε συναδέλφους με υπερβολικό ενθουσιασμό να πιάσουν μερικές σελίδες και να γράψουν για τρεις συνεχόμενες μέρες χωρίς να χάσουν στιγμή το χαρακτήρα τους, τη φυσικότητα τους και χωρίς να υποκρίνονται και να καταγράψουν οτιδήποτε περνάει απ’ το μυαλό...
... Ακόμα και η απλότερη ή πιο σύνθετη σκέψη ή θέμα που θα καταπιαστείς μετά από τρεις μέρες θα μείνει έκθαμβος πόσες νέες φρέσκιες, καινούργιες ιδέες και σκέψεις προέκυψαν από αυτή τη διαδικασία. Που είναι ουσιαστικά η τέχνη του να μετατραπείς μέσα σε μόλις τρεις ημέρες σε έναν πρωτότυπο συγγραφέα. Μπορεί σαν ιδέα να την βρήκα εξαιρετική μα ένιωθα από πριν μπω σε αυτή την άσκηση (θα έλεγα σίγουρα επίπονη, αλλά ποντάρω όλα τα λιγοστά λεφτά μου πως θα αποδειχτεί για την καριέρα μου αποτελεσματική) πως έπρεπε να βγω μια τελευταία βόλτα πριν κλειστώ για 72 ώρες στο γραφείο του άθλιου διαμερίσματος μου.
Δευτέρα πρωί αφού έκανα μίζερο καφέ φίλτρου κι ένα τσιγάρο κατέβηκα από τις σκάλες τέσσερις ορόφους για να αποφύγω την γριά γειτόνισσα που θα ήθελε βοήθεια με την σακούλες των σκουπιδιών της και ξεκίνησα την βόλτα μου, έτοιμος να πάρω τον αέρα μου αλλά και να μαζέψω πρωτότυπο υλικό. Ανάμεσα στην τσιμεντένια ασχήμια της πόλης, στη συνοικία του Σαν Τέλμο αλλάζει το τοπίο του Μπουένος Άιρες με τα πολύχρωμα κτίρια και τα νεοκλασικά με τον παριζιάνικο αέρα και την ευρωπαΐκή αύρα που κληρονομήσαμε από τους Κρεολούς. Προσπέρασα νωχελικά τον καθεδρικό της Αγίας Τριάδας της Ρωσικής Ορθόδοξης εκκλησίας. H συνοικία έχει κάτι το μποέμ στον αέρα και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί το παρουσιάζουν σαν το μέρος της πόλης που χτυπάει η καρδιά του τάνγκο. Μόλις χθες η πλατεία Ντορέγκο και ο δρόμος Ντιφένσα είχε γίνει μια απέραντη λαϊκή αγορά, ένα τέλειο παζάρι από αντίκες, έπιπλα, χειροτεχνίες, κοσμήματα, πίνακες και αναμνηστικά. Παλιά νομίσματα, φωτογραφικές μηχανές, πικάπ, βινύλια, μεταχειρισμένα ρούχα, γραμμόφωνα και βιβλία. Σήμερα ο όχλος των τουριστών λιγόστεψε κι έμειναν ελάχιστοι επαρχιώτες με τους πορτένιος έτοιμους για να τους αρμέξουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν.
Έχει μείνει όμως από το χθεσινό γιορτινό κλίμα εκτός από κάμποσες μικροπωλητές, οι μικρές καμπίνες και οι μυρωδιές από τα τσοριπάν, τις εμπανάδας, και τα σαλτένας που ευωδιάζουν και τα μικρά σόου με τανγκό που τραβούν τα βλέμματα των περαστικών. Συνεχίζω να περπατάω τους λιθόστρωτους δρόμους με τα παλιά αρχοντικά ανάμεσα σε όμορφα καφέ και μπαράκια. Ψάχνω ένα σπίτι με γλυκές αναμνήσεις. Μην περιμένεις αν δεν είσαι από αυτά τα μέρη να το γνωρίζεις, δεν υπάρχουν ταμπέλες με νέον, ούτε καμιά αφίσα της Ρίτας Χέιγουορθ με καουμπόικό καπέλο και επιγραφή, αυτοί που ξέρουν όμως ξέρουν την Κόκκινη Ρίτα. Οι οίκοι ανοχής στην Λατινική Αμερική δε θυμίζουν σε τίποτα τα σπίτια που σε άλλες εποχές οι Γάλλοι ονομάτισαν μπορντέλα. Δεν θα βρεις χορεύτριες με ζαρτιέρες με την χαρακτηριστική σκανδαλιάρικη ελιά πάνω από το έντονα βαμμένο χείλος με το κόκκινο του πάθους ή κάποια πετίτ πουτανίτσα. Εδώ είναι εμπόριο σάρκας και ναρκωτικών σε τρώγλες που ζέχνει σωματικά υγρά και φθηνά αρώματα, καπνό και αλκοόλ . όχι η La Rita Roja δεν είναι κάποιο καταγώγι, δεν θυμίζει φαβέλα, έχει μία ποιότητα, μια κάποια αξιοπρέπεια και τα κορίτσια που αγαπάνε το δολάριο πιο πολύ από την ελευθερία τους, ξέρουν πως εδώ δουλεύουν πιο ήσυχα (αν και με λιγότερα φαινομενικά λεφτά αφού το χοντρό χρήμα πέφτει στα ακριβά γούστα με επιχειρηματίες, πολιτικούς, δικαστές σε πολυτελή ξενοδοχεία με πρακτορεία δήθεν μοντέλων και συνόδων μακριά από τα βλέμματα περίεργων και περαστικών) συν πως εδώ υπάρχει μια διακριτικότητα λόγω και της περιοχής που κάποτε ζούσε η αριστοκρατία και αντικατέστησε η εργατική τάξη. Στέκομαι στην σκάλες ενός κτηρίου απέναντι, καπνίζω που και που κανένα τσιγάρο, ενώ συχνά πυκνά σημειώνω κωδικοποιημένα σκόρπιες σκέψεις. Παρατηρούσα πως την άλλη γωνία είχε μαζευτεί κόσμος και χαζεύω ένα ψηλόλιγνο με μαύρο κοστούμι και άσπρο κασκόλ τραγουδοποιό που έπαιζε την μία επιτυχία μετά την άλλη του Κάρλος Γαρδέλ. Το κοινό ανταποκρινόταν με χειροκροτήματα και αφήνοντας κάποια πέσος στο ασορτί με το κασκόλ λευκό καπέλο που είχε στα πόδια του.
Δεν κατάλαβα πως πέρασε η πρώτη ώρα λίγο η μουσική λίγο το σουλάτσο από γωνία σε γωνία, κάποιες ανούσιες κουβέντες, λίγα αστεία και τελικά στάθηκα και εγώ στο τσούρμο μπροστά στον τροβαδούρο. Άνοιξα το μπλοκ μου στα κλεφτά και είδα πως δεν είδα κάτι αξιόλογο (λογοτεχνικά σίγουρα πάμπτωχο ) και γενικότερα αδιάφορα πράγματα γραμμένα. Οι φιγούρες που συναντούσα είτε σαν πελάτες της Ρίτας είτε σαν διαβάτες και περαστικούς που σταματούσαν να ακούσουν την γλυκιά μας βαριά σα να βγαίνει από παλιό γραμμόφωνο φωνή του βάρδου έμοιαζαν κι αυτές αδιάφορα κοινές. Όχι όπως περίμενα να συναντήσω κάτι άλλο πιο ιδιαίτερο. Οι δε σύντομες κουβέντες που ανταλλάξαμε με καποιους με απογοήτευσαν πιότερο αν και δύσκολα θα έβρισκα κάποιον που θα ήξερε τον Μπόρις Βαλέχο ή τον Αντρέ Μπρετόν. Αλήθεια ποιος βγαίνει τσάρκα και στην βόλτα του προσμένει να συναντήσει κάποιον με τέτοια ενδιαφέροντα από έναν άγνωστο και πως θα αντιλαμβανόταν αυτές τις σπάνιες ή οχι και τόσο σπάνιες γνώσεις από αυτόν;
Βασανίζω το κεφάλι μου άσκοπα σαφώς και πιο ανυπόμονα από ότι θα έπρεπε και ο πιο φρέσκος των επίδοξων συγγραφέων. Ευτυχώς σύντομα καταλάβω πως ήμουν εμφανώς αγχωμένος και αρκετά ενοχλητικός. Άκουσα λαθραία κάποια σχόλια που, αν και εντελώς άστοχα, αφορούσαν εμένα και με αποκαλούσαν «απελπισμένο για παρέα», «μοναχικό μάλλον με ψυχολογικά προβλήματα», όπως επισήμανε ένας επαρχιώτης με μουστάκι από το μακρινό Τουκούμαν, ενώ ένας γεράκος το Ροζάριο του απάντησε πως είμαι «γνωστός σε εκείνα τα μέρη πουστράκος, πεινασμένος σαν ζητιάνος, που ζητάει ταίρι» και αφού κατάλαβα πως τα σχόλια, σύντομα θα γινόντουσαν εχθρικά βλέμματα και θα υπήρχε και συνέχεια, σκέφτηκα σιγά-σιγά να την κάνω από εκεί. Ίσως έπρεπε να παραμείνω και με δυο-τρεις γροθιές να δώσω στους κουτσομπόληδες χωριάτες ένα λιμανίσιο μάθημα. Θα προτιμούσα να πω πως η δίψα για μια καλή ιστορία, αυτή που μας κάνει να γουργουρίζει κοιλιά μας έως ότου τη διηγηθούμε κάπου κι εμείς, όχι απαραίτητα να την γράψουμε, μπορεί και να την πούμε στο διπλανό γραφείο όπως είπε ο Κόρτασαρ στα Σάλια του Διαβόλου, ήταν αυτή που συγκράητσε τον θυμό μου. Τούτη τη στιγμή ο τραγουδιστής σταμάτησε το κρεσέντο του και μας συστήθηκε και αυτόματα η προσοχή μου στράφηκε σε αυτόν• πάλι καλά γιατί ο εκνευρισμός από τα κακεντρεχή κουτσομπολιά/σχόλια με έκανε απρόσεκτο και με τα νώτα ακάλυπτα δε σκέφτηκα πως οι μπράβοι του πορνείου, θα είχαν κι αυτοί ενοχληθεί από την παρουσία ενός τύπου με σημειωματάριο και διάθεση για κουβέντα και συλλογή πληροφοριών έξω από το μαγαζί τους. Τους καταλαβαίνω από τη μία φαίνεται κάπως όλο αυτό, άλλωστε που να φανταστούν ή να ξέρουν και την κακή συνήθεια που έχω από μικρός. Την μανία να καρφώνω άλλους με το βλέμμα μου σε σημείο που να τους κάνω να έρχονται σε δύσκολη και άβολη θέση. Σε βαθμό που να τους κάνω σχεδόν να αποστρέφουν με δυσαρέσκεια το κεφάλι προς άλλη κατεύθυνση. Κι αν προσπάθησα να αλλάξω αυτό το συνήθειο όμως ήταν μάταιο και θα ήταν οδυνηρό να σταματήσω να κοιτάζω στα μάτια τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω μου όσες φορές κατάφερα να πάρω τα μάτια μου από κάποιον περαστικό, ένιωσα απαίσια για τον εαυτό μου που άφησε την λογική και έκανε το χατίρι στον τυχαίο που ένιωσε ενόχληση από το βλέμμα μου να νικήσει. Ένιωσα οργή για την λιποψυχία, σχεδόν μίσος για τον ίδιο μου τον εαυτό. Όχι σήμερα όμως.
Η παύση του Ενρίκε, όπως αυτός μας συστήθηκε υπήρξε ευεργετική θαρρώ «Γεια σας είμαι ο Ενρίκε Παλάσιος και είμαι εδώ για να σας ψυχαγωγήσω με λίγα μόνο πέσος η φωνή μου θα σας ταξιδέψει στην εποχή των συναισθημάτων, στην εποχή του αγνού έρωτα τότε που το φως περνούσε ανάμεσα στα παθιασμένα κορμιά που χορεύανε τάνγκο, με όχημα το κλάμα τούτης εδώ της κιθάρας και τα τραγούδια του Κάρλος Γαρδέλ. Καλή σας διασκέδαση !!!». Πήρε ένα πλαστικό μπουκάλι με νερό και γέμισε το γυάλινο ποτήρι που είχε ακουμπισμένο ανάποδα σε μία διπλωμένη πετσέτα πάνω σε ένα ταπεινό κοντό τραπεζάκι το πολύ τριάντα εκατοστά ύψος που είχε δίπλα του και ξέπλυνε το λαιμό του. Γύρισε δύο σελίδες από το τετράδιο με τις παρτιτούρες από το αναλόγιο περισσότερο σαν μέρος μίας τελετουργίας αλλά και να δώσει λίγο χρόνο ακόμα στο κοινό να ψάξει στα πορτοφόλια του για κανένα κέρμα, παρά για να συμβουλευτεί ποιο κομμάτι θα ερμηνεύσει.
Καθώς ρυθμίζεται κάποιες λεπτομέρειες στο μικρόφωνο του δέχτηκε κάποια κομπλιμέντα από τον κόσμο που είχε μαζευτεί γύρω του ανάμεσα σε γέλια και πειράγματα. Την ίδια ώρα από την πόρτα του πορνείου βγήκε ένας γορίλας άσβερκος που άτσαλα προσπάθησε να μη φανεί πως ερχόταν αποκλειστικά για μένα. Μόνο που εγώ κατέχω εκείνη την τέχνη του καρφώματος από γεννησιμιού μου και το αντιλήφθηκα αμέσως. Η στιγμιαία απειλή της ακεραιότητας μου σύντομα κινδύνευε να γίνει διαρκής. Μια ήρεμη συνωμοτική προειδοποίηση από τον τραγουδιστή μου τράβηξε την προσοχή. «Δασκαλάκο κακό μέρος διάλεξες να κρατάς σημειώσεις και να τσεκάρεις φάτσες. Αν δεν είσαι πρωτάρης μπάτσος δίνε του όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορείς. Χωρίς να τρέξεις αλλιώς ξεκίνα να τραγουδάς το “Silencio” σε 3,2,1...»
Πριν προλάβω να τσαντιστώ με τον άτυχη χαρακτηρισμό «δασκαλάκο» που ήταν ένας εναλλακτικός τρόπος για να μη με πει κατάμουτρα φλώρο, (αν και δασκαλάκος στο μυαλό μου θα ήταν κάποιος με γυαλιά, σίγουρα γυαλιά και μάλιστα στρόγγυλα και στενό πουκάμισο με μεγάλους λευκούς γιακάδες και καζάκα μάλλινη ή πλεκτή, καμία σχέση με τον δάσκαλο κύριο Μιγκέλ που είχα εγώ στο δημοτικό και είχε κάτι πλάτες σαν ντουλάπες και χέρια σαν κουπιά, με περπατησιά παλαιστή –θυμωμένου- αλλά και με τεράστια αγάπη για τα γράμματα και τα παιδιά, δυστυχώς και για αυτόν και για την δημοκρατία) βρήκα μάλλον από αίτημα αυτοσυντήρησης και αυτοπροστασίας τη δύναμη να αγκαλιάσω από τον αριστερό ώμο τον Ενρίκε και να ξεκινήσουμε μαζί το τραγούδι “Silencio en la noche, ya todo está en calma/El músculo duerme, la ambición descansa…”
Είτε το κοινό με λυπήθηκε, είτε με συμπάθησε, είτε το κέρδισα πανάθεμά με πάντως συνέχισα το τραγούδι, αφού αυτό με άφησε να πω και δεύτερο και μετά και τρίτο τραγούδι. “Mano a Mano”, “Por Una Cabeza”, πάντα ανάμεσα σε γέλια και επιφωνήματα που μου έδωσαν την απαραίτητη κάλυψη αλλά και τον χρόνο για απόδραση προτού οι μουσικές μου γνώσεις με εγκατέλειπαν. Κατά τη διάρκεια του ρεφρέν και χωρίς να με νοιάζει αν με θυμάται το κορίτσι του τραγουδιού, ούτε κάποιο άλλο, ένας δεύτερος μπράβος, τσικάνο, βγήκε από την Κόκκινη Ρίτα και φώναξε το γορίλα να γυρίσει πίσω στο μαγαζί . Αυτή ήταν η στιγμή μου. Με το που είδα να κλείνει η πράσινη μεταλλική πόρτα με τα χρυσωμένα κομμάτια τους σκουριασμένους μεντεσέδες και το σκαλιστό μοτίβο, φώναξα «Κοινό μου σε αγαπώ !» Και έτρεξα τόσο γρήγορα όσο μόνο ένας δειλός θα έτρεχε, και δεν κοίταξα τη στιγμή πίσω μου τραγουδώντας με όση φωνή μου είχε μείνει το “Adios Muchachos” . Ίσως πάλι απλά να το ψιθύριζα μέσα μου τώρα που το ξανασκέφτομαι καθώς γράφω αυτές τις γραμμές...
Η μορφή μου αρχίζει να μικραίνει όσο διέσχιζα τους σαν μανιακός τους πολυσύχναστους δρόμους τους Σαν Τέλμο μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα. Στο Μπουένος Άιρες όμως όπως και σε όλη την Αργεντινή οι αποστάσεις είναι απατηλές. Η ανακούφιση που ένιωσα από την ασφάλεια που μου έδωσε η ταχύτατη φυγή μου από την γωνία της οδού Μπραζίλ με έκανε ανόητα απρόσεκτο. Όταν το βλέμμα μου συναντήθηκε με αυτό των μπράβων της Κόκκινης Ρίτας που μου είχαν στήσει καρτέρι τρία τετράγωνα παρακάτω, προκλήθηκε μια ρωγμή στην πραγματικότητα. Ο Χρόνος έμοιαζε να σταματάει και όχι δεν είχα κανένα όραμα, ούτε πρόλαβα να περάσει η ζωή μου μπροστά απ’ τα μάτια μου, όπως δεν πρόλαβε ο οδηγός του λεωφορείου να πατήσει έγκαιρα φρένο, ούτε οι δύο μπράβοι να αντιδράσουν όταν αυτό πέρασε κυριολεκτικά από πάνω τους. Προκλήθηκε κομφούζιο. οδηγός του λεωφορείου σε κατάσταση σοκ βγήκε ουρλιάζοντας για βοήθεια ψάχνοντας από κάπου να πιαστεί ανάμεσα σε βρισιές για την κακιά στιγμή και την απερισκεψία, μέγιστη βλακεία την είπε των πεζών να περάσουν το δρόμο χωρίς να ελέγξουν γύρω τους. Φωνάζει τους άλλους οδηγούς που είχαν βγει κι αυτοί από τα αυτοκίνητα τους, κάλεσαν ασθενοφόρο «παιδιά βοήθεια ρε παιδιά βοήθεια!!!»
Μέσα σε αυτό το ανέλπιστο σκηνικό που με γλύτωνε από πολλά, κανείς δεν παρατήρησε πως ανάμεσα στον κόσμο που μαζεύτηκε πως ήταν και ο ψιλόλιγνος στυγνιάρης, ο Ενρίκε. Έτρεξα να σωθώ και κοντοστάθηκε στην πλατεία Ντορέγο. Ήξερε πως δεν θα καθόμουν στο σημείο του ατυχήματος και θα γινόμουν καπνός μα υποχρεωτικά έπρεπε να περάσω μέσα από την πλατεία για να χαθώ μέσα στους τουρίστες και το πλήθος. «Τι κοιτάς ρε δασκαλάκο, νόμιζες θα την γλύτωνες τόσο φθηνά ρε καριόλη;» μου είπε με φωνή που πάλευε να δραπετεύσει μέσα τα δόντια του (που έτριζαν). Έκανε μεγάλο βήμα, κυριολεκτικά και μεταφορικά και χωρίς να πάρει κανείς είδηση το μαχαίρι που είχε στην τσέπη του, με μια βεβιασμένη κίνηση ( που έδειχνε να την έχει κάνει αρκετές φορές στη ζωή του) προσπάθησε να μου το καρφώσει στην κοιλιά. Δεν μπορώ να ξεχάσω την έκφραση του προσώπου του, ο θυμός έγινε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου σε έκπληξη πριν γίνει τρόμος. Τα καλοκαίρια στην πάμπα με τον παππού μου Μασεντόνιο, έναν άκακο γκάουτσο, που ούτε ο πρόωρος θάνατος της αγαπημένης του γυναίκας (της γιαγιάς που ποτέ δε γνώρισα αλλά μεγάλωσα με ιστορίες για αυτή) ούτε το φευγιό του μονάκριβού γιού του στο λιμάνι) τον έκανε να αφήσει ούτε για μια μέρα την Παταγονία, και τα παιχνίδια με τα μαχαίρια και τις μάχες βίντεο έκανα την επίθεση του Ενρίκε μια ευκαιρία να τιμήσω τον παππού μου. Που θα πέθαινε από ντροπή αν με έβλεπε από μία μεριά να τρέχω να σωθώ σαν τα κουνέλια που σφάζει για κολατσιό ενώ βγάζει τις γελάδες του καβάλα στο άσπρο άλογο του για τάισμα. Το κουνέλι μεταμορφώθηκε σε τσακάλι και με μία λαβή τον αφόπλισα. Πιο εύκολα απ’ όσο περίμενα. Ο ήχος του σπασμένου αντίχειρα του, ήταν πιο γλυκός από τη φωνή που έβγαζε πριν 10 λεπτά στη γωνία. Ποιός αυτός που μου έκανε τον φίλο και τραγουδούσαμε αγκαλιασμένοι τρία στενά πιο πάνω. Άρπαξα το μαχαίρι που έπεσε χάμω, μα κανένας δε δίνει σημασία πια στο Μπουένος Άιρες όλοι κοιτούσαν τα ρολόγια να προλάβουν κάτι, ποιος ξέρει τι, και όσοι ψάχνανε για κουτσομπολιό και φασαρία είχανε δύο κοστουμάτους διαμελισμένους και την αναμονή των τηλεοπτικών συνεργείων να σκυλέψουν σε ζωντανή μετάδοση τα δύο πτώματα και να κανιβαλίζουν τον οδηγό του λεωφορείου για να ασχοληθούν. Του έμπηξα το μαχαίρι στο μπούτι. Κοιτώντας τον μέσα στα μάτια και του υπενθύμισα πως θα κάνει καιρό να ξαναπιάσει την κιθάρα του. Έβαλα στην μέσα τσέπη του σακακιού μου το ματωμένο μαχαίρι και χάθηκα στα σοκάκια. Συχνά έριχνα ματιές στα νώτα μου. Η πόλη φάνταζε να σκοτεινιάζει α' όποιο δρόμο και δρομάκι περνούσα. Το μυαλό μου ήδη ταξίδευε στην πατρίδα μου, τις παιδικές μου μνήμες, στα χρόνια με τον παππού στην πάμπα, στο Νότο. Εκεί στις ατελείωτες πεδιάδες θα έβρισκα το κατάλληλο περιβάλλον για να με επισκεφτούν οι φόβοι μου. Πολύ καλύτερη παρέα από δυο τρεις πιστολάδες κι ένα ξερακιανό κούτσαβλο καυλωμένο για εκδίκηση να μου τραγουδάει το “Ave Maria” με φωνή που θυμίζει φθηνή απομίμηση του Γαρδέλ.
Ένα καλύτερο τέλος, όταν αυτό έρθει, χρωστούσα στον εαυτό μου και ίσως ένα καλύτερο τέλος και για αυτή την ιστορία. Μα ένας καινούριος κόσμος με περίμενε, μια καινούργια αρχή στο Νότο, μια καινούργια ζωή μακριά από τους δρόμους τους της πρωτεύουσας, μακριά από το καταραμένο λιμάνι του οποίου οι κάτοικοι πρώτα χρεοκόπησαν μέσα τους πριν έρθει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και μαζί με την αργεντίνικη ελίτ τους κατασχέσουν τις βεβαιότητες που μάταια προσπαθούσα να παραμείνουν δέσμιοι σε αυτές. Δεν τόλμησαν στιγμή να αποδράσουν παγιδευμένοι σε ψευδαισθήσεις και δήθεν μεγαλεία και σε κατασκευασμένες αλήθειες και δεν αρνήθηκαν να βγάλουν σε πλειστηριασμό τα όνειρα τους. Όνειρα που σε αυτά ανακάτευαν την πραγματικότητα και τις φαντασιώσεις τους. Έρμαια συμπτώσεων (συχνά τραγικών για τους ίδιους) εθισμένοι στο εφήμερο και στο ρηχό. Άρπαξα την ευκαιρία από τα μαλλιά πριν γίνει το ασήμαντο αιφνίδιο και το απρόοπτο ατυχές και μη αναστρέψιμο.
Το ζήτημα είναι πως έπαψα να αποδέχομαι τον εαυτό μου σαν μέρος αυτού του συνόλου. Δεν θα γινόμουν άλλος ένας κακομοίρης. Βρήκα μέσα μου το θάρρος να γίνω αυτός που θα σκάρωνα για ήρωα στα βιβλία μου, αυτοεξόριστος γεμάτος αυτοπεποίθηση, λυτρωμένος και ελεύθερος . Όλο αυτό το πλάνο δε λειτουργεί για όλους και φυσικά δε δουλεύει πάντα, δεν έχανα πλέον όμως τίποτα αν δοκίμαζα. Μπαίνω στο διαμέρισμά μου σκέφτομαι πως έπρεπε να δέσω την πληγή του Ενρίκε με το λευκό του κασκόλ και η ιδέα να βαφτεί κόκκινο από το αίμα του με ερεθίζει και μου προκαλεί στύση. Ίσως πάλι θα ήταν λογικό απλά να τον αποτελείωνα πνίγοντας τον με αυτό. Στον Νότο θα έχω όλο το χρόνο να ξαναζήσω τη στιγμή πολλές φορές για να αποφασίσω. Παρατηρώ καθώς διορθώνω την ιστορία μου στο σημειωματάριο μου πως την λέξη Χρόνος την γράφω με κεφαλαίο Χ. Το διορθώνω. Πέρα από τα κύρια ονόματα δε γράφω με κεφαλαία ούτε το ιησού ούτε τον αλλάχ ούτε τον γιαχβέ. Τον Χρόνο και τον Ήλιο όμως πάντα. Δεν έχω τέτοιες πολυτέλειες να αναρωτιέμαι τούτη την ώρα. Τι με έχει πιάσει διάολε; Αυτή η λόξα του γραψίματος παίζει να είναι η πηγή όλων όσων μου συμβαίνουν. Βάζω σε ένα σάκο, δύο ρούχα τρεις κάλτσες και βρακιά και το Όλες Οι Φωτιές Η Φωτιά και φεύγω χωρίς να κλειδώσω. Ελπίζω για πάντα από δω μέσα και από τον εαυτό μου...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Ο Λαβύρινθος του Μπόρχες και ο Χριστός στο Μουντιάλ του 1994...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...