Η πόλη των μηχανών βρυχάται: Η μικρή-μεγάλη ιστορία των MC5, του John Sinclair και του κόμματος των “Λευκών Πανθήρων”

Γράφουν οι ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΗΒΑΣ και ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΣΤΑΝΑΡΑΣ

Το Detroit βρίσκεται στη πολιτεία του Μίσιγκαν των Η.Π.Α. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας και ήταν πρωτεύουσά της μεταξύ 1805 και 1847. Μπορεί να αποτέλεσε για λίγο πρωτεύουσα του Μίσιγκαν, αλλά στην αυγή του 20ου αιώνα, έγινε η μυθική πρωτεύουσα της αυτοκινητοβιομηχανίας σε όλο τον κόσμο για πάντα. Η πόλη που είναι γνωστή σήμερα ως το (εντελώς παρακμάζον πλέον) παγκόσμιο κέντρο της αυτοκινητοβιομηχανίας (επίσης γνωστή στις Η.Π.Α. με το προσωνύμιο “Paris of the West”) ονομάστηκε Detroit από τον ομώνυμο ποταμό που τη διασχίζει και που με τη σειρά του ονομάστηκε από τους Γάλλους Rivière du Détroit ήτοι "Το ποτάμι του Πορθμού".
Το Detroit απέκτησε στη πορεία μερικά ακόμη ονόματα όπως Motor City και Motown, εκεί όπου ο κλάδος της βαριάς βιομηχανίας συναντούσε σε ένα παράλληλο σύμπαν τον κόσμο του πρωτόγονου rock n roll και της υπόγειας μουσικής πολλών άλλων ρευμάτων. Το Detroit εκτός από αυτοκίνητα δημιουργούσε και μουσική με μία σκηνή που τη δεκαετία του '60 έφτασε ως εκεί που έφτανε ο καπνός από τις υψικαμίνους των βιομηχανιών μετάλλου.

 

Γκάζια στην άσφαλτο και στα ηχεία
«Όλες οι πόλεις σας θα καούνε / είμαστε οι άνθρωποι που θα ξανακτίσουν από τις στάχτες»
(MC5 – “Motor City is Burning”)


Στα μέσα των 60's στο Detroit, εκτός από τις πρέσες των εργοστασίων που σφυρηλατούσαν το ατσάλι και το μουγκρητό των κινητήρων αυτοκινήτων, ένα άλλο μουγκρητό από ενισχυτές και fuzz παραμορφώσεις, πρωτόγονα κρουστά και τύμπανα, οδοστρωτικά μπάσα και οργισμένα φωνητικά, συναγωνίζονταν με την αυτοκινητοβιομηχανία για το έπαθλο μεγαλύτερου θορύβου στη πόλη. Και, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, τον μεγαλύτερο θόρυβο στα πολιτιστικά, κοινωνικά και πολιτικά πράγματα του δυτικού πολιτισμού τον προκαλούσε περισσότερο το rock n roll της πόλης παρά τα εργοστάσια της. Μέσω, φυσικά, των ανθρώπων που το είχαν επιλέξει όχι μόνο ως μέσο μουσικής έκφρασης αλλά και σαν ένα ακόμη εργαλείο πολιτικής δράσης και ακτιβισμού.
Τον Ιούλιο του 1969 τα underground έντυπα της εποχής, ανακάλυψαν και δημοσίευσαν την πιο προκλητική μουσική αφίσα από την εποχή που ο Elvis πρωτοεμφανίστηκε με χρυσό λαμέ. Στο φως του ήλιου, μια παρέα σέξι νεαρών διασχίζει ένα λιβάδι προς την μεριά του φακού. Ο ένας κουβαλάει μία κιθάρα και οι υπόλοιποι πολυβόλα. Ήταν τα μέλη των MC5 (Motor City 5), μιας από τις πιο προκλητικές απέναντι στην εξουσία πολιτικές μπάντες στην ιστορία του rock n roll.


Η αφίσα ήταν η εικονική αποτύπωση μιας διακήρυξης της μπάντας και του κόμματος των Λευκών Πανθήρων, την οποία μοίραζε στις συναυλίες της: «Οι MC5 είναι εξολοκλήρου αφιερωμένοι στην επανάσταση. Με την μουσική μας και με την οικονομική μεγαλοφυΐα μας, βουτάμε από το ανυποψίαστο κατεστημένο τα χρήματα και τα μέσα για να φέρουμε σε πέρας το πρόγραμμά μας, ενώ ταυτόχρονα επαναστατικοποιούμε τα παιδιά του. Με την είσοδό μας στα κατεστημένα μέσα προβολής, δισκογραφικές εταιρίες, τηλεόραση και ραδιόφωνο, έχουμε αποδείξει στους κρετίνους, πως κάθε τι που κάνουν για να μας πηδήξουν θα εκτεθεί στα μάτια των παιδιών τους. Δεν χρειάζεται να απαλλαγούμε από όλους αυτούς τους κρετίνους, αφού απλώς τους κλέβουμε τις τελευταίες λύσεις–καταφύγια και τους αφήνουμε να καλλιεργούν τριγύρω τους μιζέρια και να ψοφολογάνε, με τους κληρονόμους τους να στριγκλίζουν θριαμβευτικά. Δεν έχουμε όπλα ακόμα –τουλάχιστον όχι όλοι μας– γιατί διαθέτουμε περισσότερο αποτελεσματικά μέσα αγώνα. Μπαίνουμε απευθείας μέσα σε εκατομμύρια εφήβους, αυτό είναι το τεράστιο και δυναμικό όπλο μας, καθώς και η πίστη όλων τους σε εμάς. Θα χρησιμοποιήσουμε όπλα όταν θα μας υποχρεώσουν να το κάνουμε. Θα πράξουμε άλλωστε το κάθε τι αν μας αναγκάσουν… δεν τρέφουμε αυταπάτες».

 

Rock n roll για επαναστατικούς σκοπούς
“Αδέρφια, ο καιρός έφθασε για τον καθένα μας να αποφασίσει. Ή θα είστε το πρόβλημα ή θα είστε η λύση του…”
( MC5 εισαγωγή στο “Ramblin Rose”, Kick Out The Jams LP )

Ο Wayne Kramer και ο Fred «Sonic» Smith γνωρίστηκαν στο γυμνάσιο του Lincoln Park (στην ουσία ένα προάστιο του Detroit) το 1962, σε ηλικία 14 ετών. Μέσω του Smith, ο Kramer γνώρισε τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερο τους Rob Tyner.(Το πραγματικό του όνομα ήταν Rob Derminer, αλλά το άλλαξε ως ένδειξη σεβασμού προς τον McCoy Tyner, τον πιανίστα του John Coltrane). Έμαθαν να παίζουν κιθάρα και σχημάτισαν τους Bounty Hunters με τον Tyner στο ρόλο του μάνατζερ. Στο συγκρότημα συμμετείχαν επίσης ο ντράμερ Leo Le Duc με τον κιθαρίστα Billy Vargo. Στις αρχές του 1964, ο Vargo παραιτήθηκε και ο Le Duc απολύθηκε για να αναλάβει τα τύμπανα ο Bob Gaspar, ενώ ο Tyner έπιασε το μπάσο.
Τον Νοέμβριο του 1964 άλλαξαν όνομα σε Motor City Five αντλώντας επιρροές από τους πρώιμους Yardbirds και τους Who, όπως εκατοντάδες άλλες 60's garage-punk μπάντες της εποχής. Ο Tyner όμως αποχώρησε λίγο πριν από την πρώτη του ζωντανή εμφάνιση, παραχωρώντας τη θέση του στον Pat Burroughs. Μερικές ημέρες αργότερα πραγματοποίησαν την πρώτη τους συναυλία στο Lincoln Park Bandshell διασκευάζοντας τραγούδια των Rolling Stones, του Jimmy Reed, του Chuck Berry και παίζοντας το πρώτο δικό τους κομμάτι με τίτλο "Black To Comm".


Το 1966, οι Rob Tyner (τραγούδι - έχει πλέον επιστρέψει στην μπάντα), Wayne Kramer (κιθάρα), Fred “Sonic” Smith (κιθάρα), Michael Davis (μπάσο) και Dennis Thompson (ντραμς), έχουν ήδη αποκρυσταλλώσει τις αναρχίζουσες ιδέες τους και αντιλαμβάνονται τη δύναμη και την ορμή του rock n roll. Δεν αρκούνται πια στo garage που έπαιζαν στην αρχή και αρχίζουν να μεταβάλλουν σταδιακά ύφος προς έναν ήχο ακατέργαστο και ταυτόχρονα ταιριαστό με την ίδια τη πόλη και την βιομηχανία της και άκρως επιθετικό για την εποχή σε αντίθεση με τις χίπικες μπάντες που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια σε ολόκληρη την Αμερική ζητώντας ειρήνη και αγάπη. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Robert Bixby, ο ήχος τους έμοιαζε σαν «μια καταστροφική δύναμη της φύσης που το συγκρότημα ήταν αδύνατον να ελέγξει». Το 1966 είχαν ήδη ηχογραφήσει το πρώτο τους επτάιντσο, μια διασκευή του “I Can Only Give You Everything” των Them (με το δικό τους “I Just Don’t Know” στην άλλη πλευρά), το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1967 σε περιορισμένο αριθμό 500 αντιτύπων μέσω της δισκογραφικής εταιρείας AMG.
Με τη σκέψη τους στραμμένη προς τον κοινωνικό και ταξικό πόλεμο, γράφουν στίχους-μανιφέστα και πραγματοποιούν εκρηκτικές εμφανίσεις σε κλαμπ, κολέγια και πανεπιστημιουπόλεις. Είναι η εποχή που η μπάντα γνωρίζεται με τον πολιτικό ακτιβιστή και ποιητή John Sinclair και τα πάντα παίρνουν τον δρόμο τους. Την πρώτη φορά που ο Sinclair είδε τους MC5 να παίζουν έμεινε άναυδος. «Ήταν απίστευτοι. Πραγματικά απίστευτοι. Προσπαθούσαν να διευρύνουν το rock and roll σε κάτι που είχε μεγαλύτερο χώρο για δημιουργικότητα και αυτοσχεδιασμό. Την εποχή εκείνη αυτοχαρακτηρίζονταν avant-garde. Για περίπου ένα χρόνο από τότε που τους πρωτοείδα δεν έχασα συναυλία τους. Τελικά έγινα κολλητός με τον Rob Tyner και τα υπόλοιπα μέλη».


Με τον Sinclair στο ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή, οι MC5 θα αποτελέσουν το συγκρότημα που για πρώτη στην ιστορία φορά θα πολιτικοποιούσε το rock and roll. Μαζί με τους Stooges του Iggy Pop, τους συντοπίτες τους, θα έβαζαν τα θεμέλια για τη μελλοντική έκρηξη του punk, γράφοντας παράλληλα μια από τις λαμπρότερες σελίδες στην ιστορία της rock μουσικής.
Ο Sun Ra και η μουσική του, αλλά και οι πολιτικές τους απόψεις ήταν τα κοινά στοιχεία που αρχικά έδεσαν τη σχέση τους. Αυτό που διαπίστωσε ο Sinclair ήταν ότι η μπάντα χρειαζόταν απελπιστικά ένα μάνατζερ. Και, μολονότι πολυάσχολος, αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος αυτό το ρόλο. Στην αρχή τους έκλεινε συναυλίες, φρόντιζε για τη μεταφορά τους στο χώρο που θα έπαιζαν και για τον εξοπλισμό τους (ένα πραγματικό χάος) και, γενικά, έκανε ό,τι θα έκανε ένας μάνατζερ.
Ο ίδιος θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα σε μία του συνέντευξη: «Ουσιαστικά δεν με προσέλαβαν, απλώς εγώ τους χώθηκα και ανέλαβα να συμπληρώσω το κενό που υπήρχε. Σκεφτόμουν ότι τα πράγματα θα πήγαιναν προς το καλύτερο τη στιγμή που ήταν τόσο σπουδαίοι. Θέλαμε να προκαλέσουμε και να ξυπνήσουμε συνειδήσεις. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες θα παραδεχτούν ότι μερικές φορές, για οποιονδήποτε λόγο, ανεβαίνουν στη σκηνή και δίνουν απλώς την παράστασή τους. Οι MC5 ποτέ μα ποτέ δεν ανέβαιναν μόνο και μόνο για να κάνουν το σώου τους. Έπαιζαν στην κάθε συναυλία σαν να ήταν η τελευταία τους. Ήθελαν να ισοπεδώνουν τελείως το ακροατήριο. Κάθε νύχτα. Αυτό παραήταν έντονο για τους χίπις της Δυτικής Ακτής. Μας μισούσαν, φίλε. Στο Detroit όμως προκαλούσαμε απίστευτη εντύπωση».
Οι MC5 προσπαθούσαν να κάνουν τη μουσική τους πιο αποτελεσματική και να ολοκληρωθούν ως προς τη σκηνική τους παρουσία. «Γι’ αυτά τα πράγματα μιλούσαμε συνέχεια», λέει ο Sinclair, «και στην πορεία καταναλώναμε μεγάλες ποσότητες ψυχοτρόπων ουσιών. Με τον Tyler παίρναμε LSD όλη νύχτα και κουβεντιάζαμε για τα στραβά του κόσμου».
Επενδύοντας πλέον τον ήχο τους με βίαιες ηλεκτρικές εκκενώσεις οι MC5, με τον Sinclair να απαγγέλλει εμπρηστικά ποιήματα και πολιτικά μανιφέστα και τον Lawrence Plamondon (συνιδρυτή του “Κόμματος των Λευκών Πανθήρων” μαζί με τον Sinclair), περιφέρονται στα μικρά μουσικά στέκια του Detroit και προσπαθούν να προκαλέσουν ερεθίσματα στην κουρασμένη από την δουλειά νεολαία και στους απογοητευμένους άνεργους. Παράλληλα, δημιουργούν την Trans Love Εnergies Commune με έδρα στο Ann Arbor του Μίσιγκαν. Ένα κοινόβιο-κομμούνα και, ταυτόχρονα, εργαστήριο πολιτιστικής και πολιτικής αγκιτάτσιας του Κόμματος των Λευκών Πανθήρων. Ο Sinclair χρίζεται “υπουργός πληροφόρησης” της κομμούνας προς τα έξω.

 

Έργα και ημέρες του John Alexander Sinclair

Ο John Alexander Sinclair υπήρξε από τις πλέον εμβληματικές προσωπικότητες της αμερικανικής υποκουλτούρας στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Ποιητής, συγγραφέας, πολιτικός ακτιβιστής, πνευματικός καθοδηγητής των MC5 και ιδρυτής του Κόμματος των Λευκών Πανθήρων (σε ένδειξη έμπρακτης αλληλεγγύης προς το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων), γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1941 στο Flint του Μίσιγκαν και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Davidson, μια κωμόπολη αμιγώς λευκών. Οι γονείς του ήταν μεσοαστοί Δημοκρατικοί με έντονη πολιτική δραστηριότητα και η επιθυμία τους ήταν να δουν το γιο τους δικηγόρο. Ατύχησαν…
Όπως λέει και ο ίδιος για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια: «Οι Αφροαμερικανοί δεν είχαν δικαίωμα στην εκπαίδευση ή σε οποιοδήποτε άλλο κομμάτι της αμερικανικής μαλακίας. Υπήρχαν ξεχωριστές κρήνες για να πίνουν οι Έγχρωμοι νερό. Υπήρχε ένα λευκό πέπλο, θα λέγαμε, ανάμεσα στη λευκή και τη μαύρη Αμερική. Δεν μπορούσες να διεισδύσεις από καμία κατεύθυνση».

Ο John Sinclair 


Υπήρχε όμως το ραδιόφωνο. Στην πρώιμη εφηβεία του, ο John ήρθε σε επαφή με τη μουσική των μαύρων μέσω του ραδιοφώνου, ακούγοντας rhythm and blues και rock and roll: «Το “Maybellene” του Chuck Berry από την Chess Records κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1955 και ήταν το πιο εντυπωσιακό πράγμα που είχα ακούσει μέχρι τότε. Μετά το σχολείο πηγαίναμε στο στέκι μας όπου μπορούσες να παίξεις έξι δισκάκια για 25 σεντς. Βάζαμε τα κέρματα στο τζουκ μποξ και ακούγαμε αυτό το κομμάτι έξι φορές. Δεν θέλαμε ν’ ακούσουμε τίποτε άλλο. Κάπως έτσι ξεκίνησα. Το να ακούς αυτή τη μουσική που προερχόταν από την καρδιά αυτής της εμπειρίας ήταν απίθανο. Δεν είχα ιδέα τι σήμαινε, από πού προερχόταν ή ποιοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι, αλλά ήταν η μαγεία. Κι έτσι ήθελες να το ψάξεις περισσότερο. Εκείνες τις μέρες, αν ήθελες να ξεφύγεις από τα συνηθισμένα έπρεπε να κοπιάσεις και να ψάξεις πολύ. Υπήρχε το κυρίαρχο ρεύμα κι όλα τα άλλα ήταν ρυάκια, αλλά κανείς δε μιλούσε γι’ αυτά, δεν ήξερες καν ότι υπήρχαν».
Για να βρίσκει τους δίσκους που έπαιζαν οι μαύροι ραδιοσταθμοί, τα Σάββατα ταξίδευε με ωτοστόπ μέχρι το Φλιντ, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα από το Ντέιβιντσον, και πήγαινε από το ένα δισκάδικο στο άλλο κλέβοντας όσα σαρανταπεντάρια μπορούσε καθώς, όντας 13-14 χρονών, δεν είχε χρήματα για να τα αγοράζει: «Έπρεπε να αποκτήσω αυτούς τους δίσκους. Αν ο Fats Domino είχε είκοσι πέντε επτάιντσα στην Imperial, έπρεπε να τα έχω όλα».
Παρακολούθησε την πρώτη του συναυλία γύρω στα δεκατέσσερα στο ΙΜΑ Auditorium στο Flint. Ήταν μια σπάνια κοινή εμφάνιση λευκών και μαύρων μουσικών: ο Frankie Lyman με τους Teenagers και ο θρυλικός Bill Haley με τους Comets. Τον πήγε ο πατέρας του με το αυτοκίνητο και αργότερα επέστρεψε για να τον παραλάβει.
Στο κολέγιο τον κατέκτησε η jazz και έγινε φανατικός ακροατής του John Coltrane, του Sun Ra, του Cecil Τaylor, του Pharoah Sanders και του Archie Shepp. Για τον Sinclair το rock n roll ήταν ένας όρος τους μάρκετινγκ, ενώ το rhythm and blues ήταν μια μουσική φόρμα: “Είχα τους δίσκους του Elvis και τις πρώτες ηχογραφήσεις του για την RCA, αλλά για μένα ήταν απλώς άλλος ένας καλλιτέχνης. Δεν ήταν βασιλιάς, αλλά ένας καλλιτέχνης που έκανε καλούς δίσκους όπως o Carl Perkins, o Buddy Holly και ο Warren Smith. Τα δικά μου ενδιαφέροντα εστιάζονταν κυρίως γύρω από την αφροαμερικάνικη μουσική”.
Στο κολέγιο ήρθε σε επαφή με την κουλτούρα των Beatniks που αργότερα θα καθόριζε τη ζωή και την ποίησή του. Εκεί επίσης ανακάλυψε τη μαριχουάνα (κάπνισε για πρώτη φορά το 1961) και διαπίστωσε ότι το «χόρτο» διεύρυνε τη συνείδησή του και τη δημιουργικότητά του, μια πεποίθηση που διατηρεί ακλόνητα μέχρι σήμερα.
Έπειτα από ένα χρόνο στο κολέγιο του Άλμπιον, ο Sinclair παράτησε τις σπουδές του και επέστρεψε στο Flint όπου συνέχισε να εξερευνά την κουλτούρα των μαύρων συχνάζοντας σε μπλουζ και τζαζ κλαμπ του γκέτο της πόλης: «Ήμουν ένας λευκός νέγρος με όλη τη σημασία του όρου, τριγύριζα στους δρόμους, σύχναζα σε μπαρμπέρικα και σε μπιλιάρδα […] Η όλη φάση, ρατσισμός, φυλετικός διαχωρισμός, είναι φρίκη. Όταν τους προσεγγίσεις μέσα από τη μουσική, οι μαύροι καλλιτέχνες παρουσιάζονται με το ευγενέστερο πρόσωπο – είναι η καλύτερη εκπροσώπηση των μαύρων. Οι δίσκοι του Ray Charles, του Muddy Waters, του Sam Cook ή του Little Walter είναι αριστουργήματα της ιστορίας του ανθρώπου. Δεν μπορείς να τους δεις σαν κλέφτες αυτοκινήτων, όπως τους προβάλλει η τηλεόραση. Τους βλέπεις σαν ιδιοφυΐες, σαν δημιουργούς».

Η Leni Ardnt Sinclair

 

Το Εργαστήρι Καλλιτεχνών

Την άνοιξη του 1964, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, μετακομίζει στο Detroit και γράφεται στο πανεπιστήμιο Γουέιν. Τότε γνωρίζει την Magdalene «Leni» Arndt, μια χαρισματική καλλιτέχνιδα/ φωτογράφο μετανάστρια από την Ανατολική Γερμανία που σπούδαζε στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ο μποέμικος τρόπος ζωής του και οι άκρες του με τα ναρκωτικά (έχει ήδη συλληφθεί για πρώτη φορά στις 7 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς για κατοχή και πώληση – καταδικάστηκε σε δυο χρόνια με αναστολή και 250 δολάρια πρόστιμο) τον φέρνουν αμέσως σε επαφή με το μικρό κύκλωμα των χίπστερ (καμία απολύτως σχέση με τους σημερινούς φλώρους) της αντικουλτούρας στην πόλη και κάπως έτσι γνωρίζει τον τρομπετίστα Charles Moore και ποιητές όπως ο Allen Van Newkirk και ο George Tysh.


Σύντομα ο John και η Leni αρχίζουν να συζητούν με φίλους και γνωστούς για το ενδεχόμενο της δημιουργίας ενός συλλόγου με μέλη ποιητές, μουσικούς και καλλιτέχνες της περιοχής. Τελικά κατέληξαν στην ίδρυση του Εργαστηρίου Καλλιτεχνών, ενός χώρου όπου κάθε Κυριακή άνοιγε τις πόρτες του για όποιους επιθυμούσαν να παρακολουθήσουν τζαζ μουσικούς, ποιητικές βραδιές, εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής, αλλά και προβολές πρωτοποριακών ταινιών. Ο Sinclair και ο Moore συμμετείχαν σε ένα τζαζ κουαρτέτο, ενώ η Leni άρχισε να πειραματίζεται με τη φωτογραφία και τoν κινηματογράφο.
Τα δυο επόμενα χρόνια το εργαστήρι επέκτεινε τις δραστηριότητές του και στον εκδοτικό τομέα και το 1965 κυκλοφόρησε το This is Our Music, το πρώτο βιβλίο με ποιήματα του Sinclair. Μέλη της κολεκτίβας εξέδωσαν επίσης την underground εφημερίδα Guerilla με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο: «Μια εφημερίδα πολιτιστικής επανάστασης» και διάφορα άλλα σχετικά έντυπα. Οι δραστηριότητες του Sinclair ήταν ποικίλες: κλείσιμο διαφόρων χώρων για καλλιτεχνικά δρώμενα, μια δεκαπενθήμερη στήλη για το ιστορικό τζαζ περιοδικό Downbeat (με αμοιβή οκτώ δολάρια το κομμάτι) και δυο βιβλία ποίησης, το Fire Music: A Record και το Meditations: A Suite for John Coltrane.
Αναφερόμενος ο ίδιος σε εκείνη τη περίοδο είχε πει: «Το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν η jazz. Καθόμαστε παρέα και καπνίζαμε “χόρτο”. Δεν πολυβγαίναμε γιατί θεωρούσαμε τους άλλους ανθρώπους βαρετούς. Μπορεί να μας έβλεπαν και γι’ αυτούς το θέαμα σίγουρα δεν ήταν ευχάριστο. Δεν υπήρχαν και πολλά μέρη που θα ήθελες να πας».
Τα μέλη του Εργαστηρίου προσπαθούσαν να διανέμουν τα φυλλάδια με τις δραστηριότητές τους σε «συγκεκριμένα άτομα». Επικρατούσε μια ελιτίστικη ατμόσφαιρα και η ιδέα της διασποράς της πολιτιστικής τους επανάστασης σε ευρύτερο κομμάτι της αμερικανικής νεολαίας απείχε πολύ από τις πρωτότυπες θέσεις της κολεκτίβας.
Το 1965, ο Sinclair και άλλα μέλη του Εργαστηρίου παρακολούθησαν τη Διάσκεψη των Ποιητών που πραγματοποιήθηκε στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας. Εκεί γνώρισε τον Allen Ginsberg, τον Εd Sanders και άλλους από τους beatniks.
Στο μεταξύ, η πρώτη του σύλληψη είχε κινήσει το ενδιαφέρον της αστυνομίας του Detroit και το καλοκαίρι του 1965 ένας ντετέκτιβ της Δίωξης κατάφερε να διεισδύσει στο Εργαστήρι και να πείσει τον Sinclair να του «βρει» μαριχουάνα. Τον Οκτώβριο η αστυνομία εισέβαλε στο χώρο του Εργαστηρίου και τον συνέλαβε μαζί με τη Leni και μερικά ακόμα άτομα. Λόγω της προηγούμενης καταδίκης του, ο Sinclair καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση τον Φεβρουάριο του 1966 και αυτή τη φορά υποχρεώθηκε να εκτίσει την ποινή του, ενώ οι εφημερίδες του Detroit τον χαρακτήριζαν ως τον επικεφαλής του κυκλώματος διακίνησης στην πανεπιστημιούπολη του Γουέιν. Πριν ανακοινώσει την καταδικαστική απόφαση, ο δικαστής είπε για τον Sinclair: «Πρόκειται για άτομο που εσκεμμένα έχει προκαλέσει και χλευάσει τον νόμο».

 

Η χρονιά που άλλαξε τον κόσμο. Η Trans Love Commune και το Κόμμα των Λευκών Πανθήρων

Τον Φεβρουάριο του 1967, ο John, η Leni και ο καλλιτέχνης Gary Grimshaw θα ιδρύσουν σε μια γειτονιά του Detroit μια «απόλυτη συνεργατική κομμούνα ζωής και εργασίας» και θα την ονομάσουν Trans-Love Energies Unlimited. Το κτήριο που στέγασε την κομμούνα ήταν γνωστό σαν «Το Κάστρο» και λειτουργούσε ως όχημα ποικίλων δραστηριοτήτων όπως το μανατζάρισμα συγκροτημάτων (MC5, The Up), η έκδοση underground εντύπων (Guerilla, The Fifth Estate, The Warren-Forest Sun κ.α.), η οργάνωση συναυλιών και light show κ.α. Και φυσικά, ήταν το στρατηγείο του κόμματος των Λευκών Πανθήρων. Τα μέλη της κομμούνας είχαν διαπιστώσει από νωρίς το ενδεχόμενο της εκμετάλλευσης της rock μουσικής ως όχημα για ριζοσπαστική αλλαγή και δράση σε ένα χώρο πέρα από την κατεστημένη, ακόμα και την «εναλλακτική», αμερικανική αριστερά, με στόχο την ακόμα μεγαλύτερη συνειδητοποίηση του κινήματος της νεολαίας.
Και τότε φτάνει το καλοκαίρι της φωτιάς. Τον Αύγουστο του 1968 στο Σικάγο και κατά τη διάρκεια του συνεδρίου των Δημοκρατικών, οι Yippies έχουν κατεβάσει το θέατρο στους δρόμους προτείνοντας ένα στρουμπουλό γουρούνι για Πρόεδρο των Η.Π.Α., με αποτέλεσμα ένα εξαήμερο ταραχών. Οι Yippies ήταν ένα κίνημα πολιτικοποιημένων αναρχικών “χίπις” που εγκαινίασε τη δράση του στις αρχές του 1968. Έδρασαν, κυρίως, στις Η.Π.Α. με διάφορες τεχνικές πρόκλησης, θεωρώντας ότι η ιδιοποίηση και η εκτροπή των όπλων προπαγάνδας των κρατούντων είναι εφικτά. Η ίδρυση προήλθε από εφτά ριζοσπάστες αμερικανούς “χίπις” και ακτιβιστές, τον Αbbie Hoffman, την Anita Hoffman, τον Jerry Rubin, τη Nancy Kurshan, τον Paul Krasner, τον Keith Lampe και τον Bob Fass, έπειτα από τη γνωριμία τους στην περικύκλωση του πενταγώνου τον Οκτώβριο του 67’. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1968 αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα καινούργιο κίνημα που θα έστρεφε τους μέχρι τότε διαμαρτυρόμενους νέους προς τη συγκρότηση ενός νέου αναρχίζοντος αμαλγάματος πολιτικής δράσης, ερωτισμού, ροκ μουσικής και ψυχοτρόπων ουσιών. Τις επόμενες εβδομάδες προσχώρησαν και άλλες γνωστές προσωπικότητες της άκρας αριστεράς, κυρίως από την ευρύτερη πολιτική οργάνωση Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS). Το κίνημα αυτό, ύστερα από πρόταση της Ανίτα Χόφμαν, ονομάστηκε Διεθνές Κόμμα Νεολαίας (Youth International Party).


Το underground περιοδικό The Fifth Estate του Detroit δημοσιεύει σαν κεντρικό του θέμα τις απόψεις του Sinclair προς τους φοιτητές και τους διανοούμενους ενώ τον Οκτώβριο του ’68, στην αίθουσα Grande Ballroom, ο Russ Cibb φιλοξενεί τους MC5, οι οποίοι δίνουν μία ακόμα ξέφρενη συναυλία αναγγέλλοντας στο κοινό: «Αδέρφια, ο καιρός έφθασε για τον καθένα μας να αποφασίσει. Ή θα είστε το πρόβλημα ή θα είστε η λύση του…». Αυτή η σύντομη διακήρυξη που εκστομίζεται μέσα σε μία ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ηχογραφείται για να αποτελέσει την εισαγωγή στο πρώτο LP της μπάντας, το θρυλικό Kick Out The Jams. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, οι MC5, έχουν υπογράψει συμβόλαιο με την Elektra Records και μάλιστα την ίδια μέρα μαζί με την άλλη σπουδαία μπάντα που άλλαξε τον rock n roll από την ίδια περιοχή, τους Stooges. Στο εσώφυλλο του δίσκου που γίνεται ανάρπαστος φιγουράρουν οι MC5 φορώντας κονκάρδες του κόμματος, ενώ σε ένα σύντομο σημείωμα ο Sinclair εξηγεί τι θέλει να πετύχει το γκρουπ. Ένα κείμενο, το οποίο θα αφαιρεθεί λίγο αργότερα από κάθε επανακυκλοφορία του άλμπουμ.


Η ίδρυση του Κόμματος των Λευκών Πανθήρων (White Panthers Party) την 1 Νοεμβρίου 1968 προέκυψε ως ένα όχημα αλληλεγγύης στο ήδη υπάρχον Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων. Αφορμή υπήρξε η απάντηση του Huey P. Newton, μαύρου ακτιβιστή και ηγετικού στελέχους των τελευταίων, σε ερώτηση δημοσιογράφου για το τι μπορούν να κάνουν οι λευκοί προκειμένου να υποστηρίξουν τον αγώνα των Αφροαμερικανών: “Να ιδρύσουν ένα κόμμα Λεύκων Πανθήρων”. Έτσι, μέσα από την ανάγκη για κάτι περισσότερο ριζοσπαστικό και καθώς δεν έβλεπε καμία προοπτική στις αριστερίστικες φοιτητικές οργανώσεις, ο Lawrence Plamondon, η Leni Arndt και ο John Sinclair αποφασίζουν να ιδρύσουν το κόμμα. Στην απόφαση για την ίδρυση συνέβαλαν και οι άσχημες εμπειρίες που είχαν αποκομίσει τα μέλη των MC5 κατά την άγρια αστυνομική καταστολή το καλοκαίρι του 1968. Η πρώτη δυσάρεστη εμπειρία επήλθε στις 23 Ιουλίου 1968, όταν ο σερίφης του Όκλαντ συνέλαβε τον Sinclair όσο τον κιθαρίστα της μπάντας, Fred “Sonic” Smith, για “αντίσταση κατά της αρχής”. Στο κρατητήριο τους είχαν κουρέψει με το ζόρι τα μακριά μαλλιά τους, ενώ μόλις τρεις ημέρες αργότερα όλο το συγκρότημα συνελήφθη για “διατάραξη κοινής ειρήνης” στη διάρκεια μιας δωρεάν συναυλίας στο West Park. Η δεύτερη δυσάρεστη εμπειρία ήταν κατά τις ταραχές που είχαν ξεσπάσει τον Αύγουστο του 1968 όταν οι Yippies είχαν προσπαθήσει να διοργανώσουν στο Σικάγο ένα «Φεστιβάλ Ζωής» (Festival of Life) ως παρέμβαση στο προαναφερθέν συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος. Οι ηγέτες τους Ed Sanders, Jerry Rubin και Abbie Hoffman, καθώς και ο beatnik ποιητής Allen Ginsberg, είχαν καλέσει επίσημα τον Sinclair και τους MC5 να εμφανιστούν στο φεστιβάλ και εκείνοι είχαν δεχθεί χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η προγραμματισμένη όμως εμφάνιση των MC5, του μοναδικού συγκροτήματος που είχε τελικά δεχτεί και τολμήσει να συμμετάσχει στο φεστιβάλ, πυροδότησε τελικά τις ταραχές την Κυριακή 25 Αυγούστου 1968.


Ο ίδιος ο Sinclair αφηγήθηκε τα γεγονότα με τα εξής λόγια: “Όπως αποδείχθηκε τελικά, ήμασταν το μοναδικό συγκρότημα από όλη την χώρα που εμφανίστηκε για να παίξει… ακόμα και οι Fugs δεν είχαν έρθει… είχαν τρομοκρατηθεί!... Οι διοργανωτές (οι Yippies) δεν είχαν στήσει καν σκηνή. Δεν είχαν άδεια. Δεν είχαν δύναμη… Στήσαμε λοιπόν τα όργανα καταγής στο γρασίδι και πήραμε ρεύμα από μια καντίνα… Παίξαμε μερικά τραγούδια στο γρασίδι, όπως κάναμε συνήθως στο Αν Άρμπορ στις δωρεάν συναυλίες μας… Τότε ο Abbie Hoffman αποφάσισε ξαφνικά ότι είχε έλθει η ώρα να ξεκινήσει ο χαμός. Είχε ένα τεράστιο επίπεδο όχημα που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για σκηνή αλλά του είχαν απαγορεύσει να το μεταφέρει μέσα στο πάρκο. Αποφάσισε λοιπόν να το φέρει μέσα ο κόσμος να χαλάσει παρ’ όλο που γνώριζε ότι θα προκαλούσε σύγκρουση… Άρχισε λοιπόν να φέρνει το όχημα και μετά ανέβηκε επάνω του και άρχισε να παίρνει το μικρόφωνο ανάμεσα στα τραγούδια, συνθηματολογώντας και ξεσηκώνοντας τον κόσμο… Η αστυνομία είχε ήδη αρχίσει να εισβάλλει στο πάρκο και πλησίαζε όλο και πιο κοντά… Εμείς μόλις την τελευταία στιγμή προλάβαμε να μαζέψουμε τον εξοπλισμό μας και να απομακρυνθούμε. Η αστυνομία είχε πλημμυρίσει όλη την περιοχή και τότε ήταν που ξεκίνησε ο χαμός”.


Η φοβερή εμπειρία των έξι ημερών βίας στο Σικάγο έπεισε τους Plamondon και Sinclair ότι, όπως ακριβώς οι ακτιβιστές για τα δικαιώματα των Aφροαμερικανών, έτσι και οι λευκοί ακτιβιστές χρειαζόταν να οργανώσουν την άμυνά τους απέναντι στην αστυνομική βία, όχι με την χαλαρή και μάλλον ανεύθυνη οργανωτική δομή των Yippies, αλλά με μία οργάνωση αυξημένης συνοχής και συγκεκριμένου προγράμματος. Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής τους, οι «Λευκοί Πάνθηρες» φρόντισαν να κάνουν σαφές στο κοινό ότι δεν αποτελούσαν ρατσιστική ομάδα λευκών, αλλά «ακριβώς το αντίθετο». Απέναντι στο λεγόμενο «σύστημα» η οργάνωση καλλιέργησε τη συγκρουσιακή πολιτική και προώθησε το κύριο σύνθημά της: «Καθολική επίθεση στην κατεστημένη κουλτούρα με όποιο μέσο κρίνεται αναγκαίο». Το σύνθημα ανήκε στον beat συγγραφέα William S. Burroughs. Στην ιδρυτική διακήρυξη της οργάνωσης, την οποία υπέγραφε ο “υπουργός Προπαγάνδας” Sinclair με ημερομηνία 1 Νοεμβρίου 1968 ως και η οποία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό The Fifth Estate στις 14 Νοεμβρίου 1968, ανάμεσα σε άλλα αναφέρονταν και τα ακόλουθα:
«Το Πρόγραμμά μας είναι Πολιτιστική Επανάσταση μέσα από μία καθολική επίθεση στην κατεστημένη κουλτούρα, για την οποία θα χρησιμοποιήσουμε κάθε εργαλείο, κάθε ενέργεια και κάθε μέσον που μπορεί να περιέλθει στα χέρια της συλλογικότητάς μας. Μεταφέρουμε το Πρόγραμμά μας παντού όπου πηγαίνουμε και μεταχειριζόμαστε όποιο μέσο απαιτείται για να μάθει ο κόσμος τι ζητάμε. Η κουλτούρα μας, η τέχνη μας, η μουσική, οι εφημερίδες, τα βιβλία, οι αφίσες, τα ρούχα μας, τα σπίτια μας, ο τρόπος που περπατάμε και μιλάμε, ο τρόπος που μεγαλώνουν τα μαλλιά μας, ο τρόπος που καπνίζουμε χόρτο και κάνουμε έρωτα και τρώμε και κοιμόμαστε – όλα είναι ένα μήνυμα, και το μήνυμα αυτό είναι ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
…Απαιτούμε απόλυτη ελευθερία για όλους! Και κανείς δεν μπορεί να μας σταματήσει πριν την αποκτήσουμε. Είμαστε κακοί. Υπάρχουν μόνο δύο είδη ανθρώπων επάνω στον πλανήτη: εκείνοι που αποτελούν το πρόβλημα και εκείνοι που αποτελούν την λύση. ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ Η ΛΥΣΗ… Η γουρουνολευκή κουλτούρα που μας προσφέρθηκε επάνω σε ασημένια πιατέλα για εμάς δεν έχει κανένα απολύτως νόημα! Την απορρίπτουμε!... Εμείς ανασαίνουμε Επανάσταση. Είμαστε οι λυσεργικόξινοι μανιακοί του σύμπαντος. Θα κάνουμε όλα όσα περνούν από το χέρι μας για να τρελάνουμε τους ανθρώπους, να τους βγάλουμε από τα κεφάλια τους και να τους χώσουμε στα σώματά τους.”

 

Η Απάντηση του κράτους είναι πάντα η ίδια και ονομάζεται καταστολή


Η κομμούνα Trans Love αρχίζει να γίνεται ενοχλητική και επικίνδυνη. Το σύστημα, με τη σειρά του, αξιολογεί την απήχηση της μπάντας και αρχίζει να καταστρώνει σχέδια και μηχανισμούς για να κτυπήσει το ρεύμα που έχουν δημιουργήσει οι MC5. Ο πρώτος που την πληρώνει είναι τελικά ο Max Scherr, εκδότης του underground περιοδικού The Berkeley Barb στο Berkeley της Καλιφόρνια. Τον Μάρτιο του 1969 του κλείνουν το περιοδικό και του ασκούν δίωξη για… πορνογραφία, επειδή είχε δημοσιεύσει μία φωτογραφία με τους MC5 γυμνούς μαζί μία επίσης γυμνή κοπέλα των Λευκών Πανθήρων, δίπλα σε ένα κείμενο με την άποψη-κάλεσμα της ομάδας σε ελεύθερο σεξ στους δρόμους και τις πλατείες των πόλεων.
Ένα μήνα αργότερα έρχεται η σειρά των ίδιων. Συλλαμβάνουν τον Sinclair με την κατηγορία της κατοχής μαριχουάνας όταν χάρισε δύο “μπάφους” σε δύο ασφαλίτες που είχαν επισκεφτεί τη κομμούνα ως ενδιαφερόμενοι για τη δράση του. Στην δίκη που ακολούθησε ο Sinclair τελικά καταδικάστηκε σε εννέα και μισό με δέκα χρόνια φυλακή ! Η ανακοίνωση της απόφασης που εκδόθηκε στις 25 Ιουλίου 1969, προκάλεσε τέτοια οργή σε όλες τις Η.Π.Α. ώστε αμέσως δημιουργήθηκε ένα τεράστιο κίνημα αλληλεγγύης για την αποφυλάκισή του. Ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος ήταν ο John Lennon, ο οποίος εγκαινίασε συγκεντρώσεις αλληλεγγύης και καμπάνιες ενώ συνέθεσε ένα τραγούδι διαμαρτυρίας για την περίπτωσή του. Τα πράγματα ωστόσο χειροτέρεψαν. Το 1970 οι αρχές συνέλαβαν και τον Lawrence Plamondon με τη κατασκευασμένη κατηγορία ότι οργάνωνε σχέδιο βίαιης απελευθέρωσης του συντρόφου του, Sinclair. Το κοινόβιο Trans Love δέχθηκε άγριες διώξεις και αποδιοργανώθηκε. Οι MC5 είχαν πλέον να επιλέξουν ανάμεσα στην αυτοδιάλυση ή την απομάκρυνσή τους από την κομμούνα. Επέλεξαν το δεύτερο.


Ακόμη και χωρίς γρανάζι η μηχανή εξακολουθεί να γρυλίζει ως το τέλος


Η δεκαετία του 1970 που μόλις ανατέλλει τους βρίσκει χωρίς εταιρία, μετά τη καταστολή που υπέστησαν. Ο John Landau, γνωστός μουσικοκριτικός του rock n roll, μεσολαβεί και οι MC5 υπογράφουν συμβόλαιο με την εταιρεία Atlantic που, κατόπιν δικής του προτροπής, το 1970 κυκλοφόρησε το δεύτερο LP του συγκροτήματος με τίτλο Back in The USA. Το συγκρότημα δείχνει να έχει ξεπεράσει, τουλάχιστον μουσικά, τις δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει. Μπορεί οι MC5 να μετρίασαν το λόγο τους αλλά διατήρησαν την ίδια αγριάδα, την ίδια οργή, τον ίδιο πρωτόγονο αυθορμητισμό στις συνθέσεις, στους στίχους και στο παίξιμο. Μόνο που τώρα έχουν απορρίψει την προηγούμενη στρατευμένη εικόνα τους: δεν υπάρχουν πλέον συνθήματα, δεν προπαγανδίζουν, δεν περνιούνται για γκρουπ καθοδήγησης. Τα κομμάτια τους είναι αυθεντική προέκταση του rock n roll της δεκαετίας του ’60. Ένας ήχος μέσα από μία μουσική που σε κάνει να σηκώνεσαι από το κάθισμά σου – που σου τυλίγει το μυαλό. Τα κομμάτια “Teenage Lust”, “American Ruse” και “Call Me Animal” μπορεί να μην εκστομίζουν πύρινες διακηρύξεις για τη καταστροφή του υπάρχοντος, έχουν όμως ακόμα μέσα τους το γρύλισμα του αδέσποτου σκύλου της γκρίζας αυτοκινητούπολης. Το LP πηγαίνει πολύ καλά στις πωλήσεις και η Atlantic τους προσφέρει συμβόλαιο για ένα ακόμη άλμπουμ. Το 1971 η κυκλοφορία του τρίτου μεγάλου δίσκου τους High Time είναι γεγονός όπως είναι γεγονός και η αρχή του τέλους για τους MC5. Ο δίσκος δεν πηγαίνει καθόλου καλά στις πωλήσεις και η Antantic η οποία, όπως όλες οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες, είχε ως μοναδικό κριτήριο το κέρδος, καταγγέλλει το συμβόλαιο με το συγκρότημα και το τελικά διακόπτει. Το 1972 η μπάντα αποφασίζει να διαλυθεί συνειδητοποιώντας τα σημεία των καιρών και μη χάνοντας την ευκαιρία να βρει τη θέση της ανάμεσα στα “αθάνατα” ονόματα της rock, αφού πρόλαβε να ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής της πριν βυθιστεί στον σκοτεινό κύκλο της εκπόρνευσης, της θεοποίησης, του ευνουχισμού και της καρικατούρας.

Κοινή συνέντευξη του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων και του Κόμματος των Λευκών Πανθήρων


Επίμετρο


- Το 1992 οι MC5 επανασυνδέθηκαν ως κουαρτέτο για να εμφανιστούν στο Κρατικό Θέατρο του Ντιτρόιτ σε μια συναυλία αφιερωμένη στον Rob Tyner, ο οποίος είχε πεθάνει τον Σεπτέμβριο της προηγούμενης χρονιάς. Η εμφάνισή τους διήρκεσε μόλις 30 λεπτά. Ηχογραφήθηκε αλλά το υλικό παραμένει ακυκλοφόρητο. Έπαιξαν τρία κομμάτια (“Ramblin’ Rose”, “Black To Comm”, “Kick Out The Jams”) ενώ ενδιάμεσα οι Fred Smith και Wayne Kramer μίλησαν για το φίλο τους.
- To 2003, τα τρία εναπομείναντα μέλη της αρχικής σύνθεσης, Kramer, Davis, και Thompson (o Fred Smith, παντρεμένος από το 1980 με την Patti Smith, είχε  αποδημήσει εις Κύριον τον Νοέμβριο του 1994) εμφανίστηκαν ως MC5 στο 100 Club του Λονδίνου με τον κιθαρίστα Nicke Andersson των Σουηδών Hellacopters, στη θέση του Smith, και με διάφορους τραγουδιστές όπως ο Dave Vanian (The Damned), o Lemmy, o Ian Ashtbury (The Cult) και η Kate O’Brien. Τον επόμενο χρόνο περιόδευσαν ως εκτεταμένα σε όλο τον κόσμο ως DKT/MC5 με διάφορους μουσικούς, ανάμεσά τους οι Mark Arm (Mudhoney), Nicke Royale (Hellacopters), Evan Dando (The Lemonheads), Deniz Tek (Radio Birdman) κ.α.
- Από τις αρχές του 2005 οι MC5 σταθεροποίησαν τη σύνθεσή τους με τους Kramer, Thompson και Davis με τραγουδιστή τον Handsome Dick Manitoba (The Dictators) και συνέχισαν μέχρι το θάνατο του Michael Davis τον Φεβρουάριο του 2012.
- Έπειτα από αρκετές καταδίκες για κατοχή μαριχουάνας, το 1969 o John Sinclair καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση έχοντας δώσει δυο τσιγαριλίκια σε μυστικό αστυνομικό της Δίωξης. Η αυστηρότητα της ποινής ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από διάσημους και μη και στη διάρκεια της εμφάνισης των Who στο φεστιβάλ του Woodstock τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ο Abbie Hoffman άρπαξε το μικρόφωνο αλλά μόλις πρόλαβε να εκστομίσει μερικά λόγια συμπαράστασης υπέρ του Sinclair πριν ο Pete Townsend τον πετάξει από τη σκηνή χτυπώντας τον με την κιθάρα του. Ο John Lennon παρουσίασε ζωντανά στην τηλεόραση το νέο του κομμάτι “John Sinclair” - “They gave him ten for two – what else can the bastards do?”. Τα επόμενα χρόνια οργανώθηκαν πολλές εκδηλώσεις συμπαράστασης και τελικά το 1971 ο Sinclair απελευθερώθηκε όταν το Ανώτατο Δικαστήριο του Μίσιγκαν έκρινε αντισυνταγματικούς τους νόμους της πολιτείας για τη μαριχουάνα. Τα γεγονότα αυτά ενέπνευσαν to Hash Bash, το ετήσιο φεστιβάλ για την αποποινικοποίηση της χρήσης που πραγματοποιείται μέχρι σήμερα και είχε ως αποτέλεσμα την αποποινικοποίηση της χρήσης στο Ann Arbor. Σήμερα ο John Sinclair ζει στο Άμστερνταμ και συνεχίζει τον ακτιβισμό του, ενώ καλλιεργεί και καλλιεργεί σπόρους κάνναβης δίνοντας διαλέξεις και γράφοντας.


ΔΑΒΑΣΤΕ:

Οι MC5 και οι Stooges: Βίοι Παράλληλοι. Ο Iggy Pop στη δεκαετία του '70

Guitar Army: Rock and Revolution with The MC5 and The White Panthers Party

The MC and Social Change: A Study in Rock and Revolution

A Radical's Oral History of Detroit in 1967

It's All Good: A John Sinclair Reader

I

ΔΕΙΤΕ:

MC5: Ψηφιακά επεξεργασμένο ανέκδοτο υλικό από δυο εμφανίσεις του θρυλικού συγκροτήματος το 1970 και το 1972

MC5: A True Testimonial

Sonic Revolution - A Celebration Of The MC5

 

ΕΠΑΦΕΣ:

John Sinclair

MC5

 

 

Δισκογραφία
Singles
•"I Can Only Give You Everything" (1966)
•"One of the Guys" (1967)
•"Looking at You" (1968)
•"Kick Out the Jams" (1969) - #82 US
•"Ramblin' Rose" (1969)
•"Tonight" (1969)
•"Shakin' Street" (1970)
•"Over and Over"/"Sister Anne" (1971) (ακυκλοφόρητο επτάιντσο, μόνο test-pressing)

Albums
•Kick Out the Jams (1969)
•Back in the USA (1970)
•High Time (1971)

Compilations

  • Babes in Arms (1983)
  • Black to Comm (1994)
  • Power Trip (1994)
  • Looking At You (1995)
  • The American Ruse (1995)
  • Ice Pick Slim (1997)
  • 66 Breakout (1999)
  • The Big Bang! The Best Of MC5 (2000)
  • Thunder Express (1999) (Recorded in 1972) 
Live
  • Teen Age Lust (recorded 1970, released 1996)
  • Phun City, UK (recorded 1970, released 1996)
  • Live At The Sturgis Armoury (recorded 1968, released 1998)
  • Are You Ready To Testify?: The Live Bootleg Anthology (2005)
  • Live At The Grande Ballroom 68 (2006)



image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
 
 
 
image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
 
 
 
image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
 
 
 


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 

 

 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1